Προσφορά!

Η κόκκινη τέντα της Μπολόνιας

του Τζον Μπέρτζερ

Μετάφραση: Δημήτρης Καρακίτσος

, , ,

Καθισμένος στα σκαλοπάτια της Πιάτσα Ματζόρε στην Μπολόνια, μία από αυτές τις απίθανες πόλεις όπου μπορείς να περιπλανηθείς μετά θάνατον, ο αφηγητής ανακαλεί την εικόνα του αγαπημένου του θείου, ενός μανιώδη αλληλογράφου, αναγνώστη και ταξιδιώτη, που σημάδεψε την παιδική και εφηβική του ηλικία. Οι στοές, οι πλατείες, οι εκκλησίες, τα μαγαζιά και οι κόκκινες τέντες αποτελούν το σκηνικό μιας συνομιλίας που, χάρη στη μαγική αρχιτεκτονική της πόλης, μπορεί να συμβεί μυστικά, αν και δημόσια.

* Οι παραγγελίες θα αρχίσουν να παραδίδονται τη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Μπέρτζερ Τζον

Ο Τζον Μπέρτζερ (1926-2017) γεννήθηκε και σπούδασε στο Λονδίνο, και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Γαλλία. Ζωγράφος και κριτικός τέχνης, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ασχολήθηκε με όλα τα μεγάλα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας της τέχνης. Από το πρώτο του μυθιστόρημα A Painter of Our Time (1958) και τα πρώτα του δοκίμια (Permanent Red, 1960) διακρίθηκε για την κριτική του οξύνοια, τις έντονες απόψεις και την αταλάντευτη πολιτική του στράτευση. Το 1972 κέρδισε το βραβείο Booker για το μυθιστόρημά του G.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Η παράδοση των portici, όπως λέγονται οι αψιδωτές στοές, ξεκίνησε στις αρχές του Μεσαίωνα. Κάθε σπίτι είχε μπροστά από την είσοδό του ένα μικρό κομμάτι γης πάνω στο δρόμο. Κάποιοι ιδιοκτήτες σκέφτηκαν να βάλουν κάτι σαν στέγη πάνω από αυτό το κομμάτι γης. Κι έτσι μπορούσαν να φιλοξενήσουν ξαφνικούς επισκέπτες, να έχουν κάπου να κοιμήσουν το έκτακτο υπηρετικό προσωπικό ή να νοικιάσουν το χώρο σε φτωχούς φοιτητές του πα­­­νεπιστημίου. Την ίδια στιγμή οι πολίτες μπορούσαν να περπατούν από portico σε portico προφυλαγμένοι, αφήνοντας παράλληλα τον κυρίως δρόμο στις άμαξες, τα άλογα και τα ζώα. Με το πέρασμα του χρόνου η πόλη έπεισε τους πλούσιους ιδιοκτήτες ότι έπρεπε να είναι περήφανοι για την προσφορά τους στον δημόσιο δρόμο, και ταυτόχρονα έθεσε κάποιους κανόνες τυποποίησης. Κι έτσι εντέλει τα portici έγιναν στοές.

 

Για τους ανθρώπους που ζουν εδώ, οι στοές είναι κάτι σαν προσωπική τους ατζέντα, φτιαγμένη από πέτρα, τούβλα και κυβόλιθους. Μπορείς να επισκεφτείς τους πιστωτές σου, τον κρυφό σου έρω­­­τα, τον ορκισμένο σου εχθρό, το αγαπημένο σου κα­­φέ, τη μητέρα σου, τον οδοντίατρό σου, το τοπικό γραφείο ανέργων, τον καλύτερό σου φίλο ή ένα πα­­γκά­­κι στο οποίο συνήθως κάθεσαι τελείως μόνος φτιάχνοντας το χανζαπλάστ σε μια μυρμηγκιά στο δείκτη του χεριού σου – μπορείς να πας σε όλα αυτά τα ραντεβού χωρίς να χρειαστεί να περπατήσεις πο­­­τέ κάτω απ’ τον ουρανό. Και τι αλλάζει αυτό στα γεγονότα της ζωής σου; Τίποτα. Κι όμως, κάτω από τις στοές ο αντίλαλος αυτών των γεγονότων ηχεί διαφορετικά. Και το βράδυ, η Απόλαυση και η Απελπισία πιάνονται χέρι χέρι για να κάνουν τον περίπατό τους στις στοές.