Προσφορά!

Οι Κυριακές του Ζαν Ντεζέρ

του Ζαν ντε Λα Βιλ ντε Μιρμόντ

Μετάφραση: Μαρτίνα Ασκητοπούλου

, ,

Ο Ζαν Ντεζέρ ξυπνάει στις οχτώ. Ετοιμάζει μόνος του τον καφέ του με γάλα, στην εστία γκαζιού. Στις εννιά ακριβώς φτάνει στο γραφείο του, στην οδό Βανώ. Γευματίζει αφηρημένος σε ένα μαγειρείο. Η ζωή του δεν έχει τίποτα το αξιοπερίεργο, φαινομενικά τουλάχιστον. Η φαντασία του παίρνει μπρος εκτός ωρών γραφείου και κυρίως την Κυριακή. Για τον Ζαν Ντεζέρ, η Κυριακή είναι όλη του η ζωή. Εκτιμάει βαθιά αυτή τη μέρα που τόσοι λίγοι άνθρωποι κατανοούν πραγματικά. Τα μάτια του δεν εγκαταλείπουν τη γη, το βλέμμα του δεν υψώνεται πάνω από αυτόν τον κόσμο, όπου, αν κάποιοι είναι ηθοποιοί κι άλλοι θεατές, εκείνος δεν είναι παρά ένας κομπάρσος.

 

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

ντε Λα Βιλ ντε Μιρμόντ

Ο Ζαν ντε Λα Βιλ ντε Μιρμόντ γεννήθηκε το 1886. Ευαίσθητη κράση, με σοβαρά προβλήματα όρασης, μοναχικός και καταθλιπτικός (αποπειράθηκε κάποτε να αυτοκτονήσει καταπίνοντας μελάνι), άρχισε να γράφει ποίηση από την εφηβεία του. Το 1908 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως κατώτερος δημόσιος υπάλληλος. Τη ζωή αυτή αποτύπωσε στις Κυριακές του Ζαν Ντεζέρ, ένα μικρό έργο που δημοσιεύτηκε με σύντομο πρόλογο του Φρανσουά Μωριάκ το 1914, λίγους μόλις μήνες πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1914, ο Ζαν ντε Λα Βιλ στέλνεται στο μέτωπο, όπου θα βρει το θάνατο στις 28 Νοεμβρίου, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Ι

Η βροχή άρχισε να πέφτει, βροχή φθινοπω­­ρι­­­νή, αδιάκοπη, αμετάκλητη. Βρέχει πα­­ντού, στο Παρίσι, στα προάστια, στην επαρχία. Βρέχει στους δρόμους και στις πλατείες, στις άμαξες και στους περαστικούς, στον Σηκουάνα που δεν το έχει άλλο ανάγκη. Τραίνα φεύγουν από σταθμούς σφυρίζοντας· άλλα παίρνουν τη θέση τους. Άν­­­θρωποι φεύγουν, άνθρωποι γυρνούν, άνθρωποι γεννιούνται και άνθρωποι πεθαίνουν. Ο αριθμός των ψυχών παραμένει σταθερός. Και κάπως έτσι ήρθε η ώρα για το απεριτίφ.
Ζούμε, περιφερόμαστε, διασταυρωνόμαστε χω­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­ρίς να γνωριστούμε μπροστά από τις φωτισμένες βι­­­τρίνες. Χιλιάδες πόδια ανακατεύουν τη λά­­­σπη από τις διάφορες συνοικίες και τη ζυμώνουν, ώσπου πλάθουν αυτήν την ομοιόμορφη πάστα που θα χρειαστεί πολύ τρίψιμο να αφαιρεθεί από τα τα­­­­­­­­­κούνια, νωπά ακόμη το επόμενο πρωί. Οι πλα­­­­νόδιοι διαλαλούν τις απογευματινές εφημερί­­δες: Ε­­πα­­νάσταση στη Νικαράγουα, Πτώση στο Χρη­ματιστήριο, Πρεμιέρες της εβδομάδας. Δικηγόρος βρίσκει φρικτό θάνατο στο Νεϊγύ. Έκρηξη σε εργοστάσιο στην Αμερική — τριακόσιοι νεκροί. Αλλά είναι όλα πάρα πολύ μακρινά.
Ο Ζαν Ντεζέρ κλείνει την ομπρέλα του.
Έπειτα, μπαίνει στο μαγειρείο του, στην οδό ντυ Μπακ, δυο βήματα απ’ το σπίτι του. Στο σα­­­γρέ τζάμι της πόρτας, μπορεί κανείς να διαβάσει:

ΣΕΝΕΝΤΟΥΑ

ΚΑΦΕΣ, ΓΑΛΑ, ΣΟΚΟΛΑΤΑ, ΑΥΓΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΩΡΕΣ
ΠΙΑΤΟ ΗΜΕΡΑΣ

Εκεί μέσα, μόνο δύο λάμπες αναμμένες, μία που κρέμεται πάνω από το ταμείο όπου προΐσταται η κυ­­ρία Σενεντουά με τη λευκή της ποδιά, και μία που φωτίζει το πίσω μέρος του μαγαζιού. Ο Ζαν Ντεζέρ φτάνει νωρίς, επειδή βρέχει. Αλλά ο Λεόν Ντυμπορζάλ τον έχει προλάβει, επειδή έχει πρόγραμμα. Τρώει γρήγορα και διαβάζει τα Αθλητικά νέα, το ροζ χαρτί απλώνεται στο μάρμαρο του τρα­­­πεζιού.
— Τι νέα; ρώτησε ο Ζαν Ντεζέρ.
— Τίποτα. Ή μάλλον, ναι… Οι αγώνες ξεκινούν την Κυριακή, στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο.
— Α!
Ο Ζαν Ντεζέρ ξεδιπλώνει την πετσέτα του, κοιτάζει το μενού —για τους τύπους— και πα­­­ραγ­­­γέλνει δύο αυγά μάτια, όπως κάθε βράδυ.
— Μα θα έχει και αγώνα με πατίνια, προσθέτει ο Λεόν Ντυμπορζάλ.
Ο Λεόν Ντυμπορζάλ είναι φίλος του Ζαν Ντεζέρ, επειδή και οι δύο τρώνε στο ίδιο μέρος σχεδόν τρία χρόνια τώρα. Είναι ο μόνος φίλος του Ζαν Ντεζέρ. Αλλά θα τους πετύχει κανείς μαζί μό­­­­­νο στο εστιατόριο. Ο ένας είναι για τον άλλον ένα βοήθημα για το φαγητό του· ο ένας μιλάει, ο άλ­­­λος ακούει.
— Τακτοποίησα την ασφάλεια υγείας μου σή­­­μερα το πρωί. Πήγα σ’ έναν γιατρό. Με δέχτηκε μαζί με τους ασθενείς του. Το σημαντικό είναι να ντύνεσαι ευπρεπώς, διότι η πρώτη εντύπωση πρέπει να είναι άριστη.
Ή αλλιώς:
— Γνώρισα έναν νεαρό. Έχει πολλές γνωριμί­­ες και δεν είναι καθόλου ανόητος. Θα τον προσκα­­λέ­­­σω μία από τις επόμενες μέρες για πρωινό σε ένα καλό μαγαζί· ίσως μου φανεί χρήσιμος μια μέρα.
Ή ακόμα:
— Θυμάσαι τη μικρή Μαρσέλ; Σου έχω ξαναμιλήσει για αυτήν, δουλεύει στην οδό ντε λα Παι. Ε, λοιπόν, παλιόφιλε, θα τη σπιτώσει ένας τύπος. Είναι μεγάλη βλακεία να πετάς τα λεφτά σου στις γυναίκες. Εγώ, σε καμία περίπτωση δεν έχω το χρόνο να τις κυκλοφορώ.
— Τι είναι αυτό που διαβάζεις; ρωτάει ο Ζαν Ντεζέρ δείχνοντας μια κίτρινη μπροσούρα δίπλα στο πιά­­­το του φίλου του.
— Ένα νέο εγχειρίδιο στενογραφίας, εξαιρετι­­­κό. Περιέχει ένα σωρό διασκεδαστικές ασκήσεις· για παράδειγμα, αυτή εδώ η ιστορία μπορεί να αξιοποιηθεί στην ορθογραφία για την εκμάθη­­­ση των φθόγγων: ι, η, ο, ω, όπως και του γγ. Θα σου διαβάσω μερικές γραμμές, θα δεις. Μιλάει για μια αγία: Όμως το μεσημέρι κατά τις δώδεκα και μι­­­σή, αγχωμένη και φοβισμένη, εκείνη φωνασκεί: Μα τι λάμψη φωτεινή; Είναι μια ρίψη ηλεκτρι­­σμέ­­­­­­­­­­­­νη! Είναι η αγέραστη αστραπή! Είναι μια σκέ­­­ψη μα­­­νιασμένη! Τι γρίφος και τι μπλέξιμο; Τι ση­­­μά­­­δι αφάνταστο; Το ανάλαφρο φτεροκόπημα των αγ­­γελικών όντων δονεί τις χορδές στα θεϊκά όργα­­­να και οι παρθένες των αφανέρωτων πόλεων λένε διαρκώς την ατέλειωτη πανάγια ωδή, απηχώντας τις αέναες ιαχές των εξορισμένων παρθένων. Δεν είναι τελείως άχρηστο ως άσκηση, αλλά δεν έχει ούτε ένα ψ, ούτε ένα υ, ούτε ένα ζ, ούτε ένα δί­­ψη­­­­­φο φωνήεν εκτός από το ει. Είναι, όμως, καλογραμμένο.
— Εμφανώς. Πάει καλά η δουλειά;
— Μαθαίνω πολύ εύκολα. Εξάλλου η με­­­λέ­­­τη με ευχαριστεί. Κι έπειτα, δεν ξέρουμε ποτέ τι μπο­­­ρεί να μας τύχει. Με τις επιχειρήσεις, καλό είναι να έχεις πολλά βέλη στη φαρέτρα σου.
Ο Λεόν Ντυμπορζάλ τελείωσε το γεύμα του. Ση­­­κώνεται.
— Φεύγεις;
— Πρέπει. Θα δουλέψω για λίγο και θα κοιμη­­θώ με τις κότες. Έχω να σηκωθώ νωρίς αύριο το πρωί.
— Τι έχεις να κάνεις;
— Τη ζωή μου.
— Αύριο;
— Λίγο αύριο, λίγο ακόμη μεθαύριο.
— Σε διασκεδάζει;
— Έχει ένα ενδιαφέρον.
Κατά βάθος, μοιάζουμε εμείς οι δυο, σκέφτεται ο Ζαν Ντεζέρ. Μόνο που εκείνος δεν το ξέρει.
Ήπιε τον καφέ του, βρέχει ακόμα. Πού να πάει; Ο Ζαν Ντεζέρ επιστρέφει σπίτι του. Ανάβει τη λά­­­­­­μπα πετρελαίου και κάθεται στο τραπέζι του. Απένα­­ντι, πίσω από τις κουρτίνες του παραθύρου του, η φωτεινή πινακίδα του Petit Saint-Thomas αναβοσβήνει, μία λευκό, μία κόκκινο, σαν το παλλόμενο φως ενός φάρου.
Το εκκρεμές του διπλανού διαμερίσματος χτυ­­­­­πά περίλυπα, για να ανακοινώσει το πέρασμα ενός αδιάφορου μισάωρου. Ο συνταξιούχος ταγματάρχης του τετάρτου ορόφου συνεχίζει την εξάσκη­­ση στο πιάνο, παίζοντας με ένα μόνο δά­­χτυ­­λο: Φεγγαράκι μου λαμπρό…
Ο Ζαν Ντεζέρ ανοίγει το ημερολόγιό του, με το χρυσό σόκορο, που το έχει μετατρέψει σε απλό σημειωματάριο. Στη σελίδα: 10 Οκτώβρη, του Αγίου Παυλίνου, σημειώνει: Τίποτα. Έπειτα, κα­­πνί­­­ζει ένα τσιγάρο, μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει πριν πέσει για ύπνο.