«Περπατάμε μέσα σε έναν κήπο, ο κήπος οδηγεί σε μονοπάτι, το μονοπάτι οδηγεί σε δρόμο, ο δρόμος στην πόρτα του σπιτιού μας.» Όμως το σπίτι, δεν είναι ένα σταθερό σημείο ή ένα καταφύγιο, αλλά μια σειρά από τοπία, ανοιχτά στα ενδεχόμενα, ένας χειροποίητος χάρτης διαδρομών με πολύ προσωπικά σημάδια, με δέντρα, με πρόσωπα οικεία και μυθικά, με ένα τραγούδι που θέλει να φτάσει ώς το ξέφωτο, ώς την ελπίδα.
Οι κληματαριές και το φως, η ζωγραφική, η μουσική και η λογοτεχνία, η απώλεια και η αγάπη είναι οι αφορμές των διηγημάτων αυτού του βιβλίου. Η Ειρήνη Κίτσιου οργανώνει τις βαθιές ονειροπολήσεις της, που ξεκινούν από απλά περιστατικά και κορυφώνονται εσωτερικά, με τα αργά και μεθοδικά βήματα μιας μανιώδους παρατηρήτριας. Τα επιμέρους επεισόδια και οι λεπτομέρειες, οι στοχασμοί και οι λυρικές εξάρσεις συναρθρώνονται σε ένα δραστικό συνεχές με κεντρικό άξονα την τέχνη της μνήμης.
Οι Αργοναύτες ταξιδεύουν πάνω σε σώματα που διαρκώς αλλάζουν, μεταβάλλονται, μετασκευάζονται. Έτσι έρχονται αναπόφευκτα αντιμέτωποι με το παράδοξο της ταυτότητας: τι απομένει όταν όλα τα αρχικά υλικά έχουν αντικατασταθεί από καινούργια; Στους Αργοναύτες η Μάγκι Νέλσον καταγράφει ένα τέτοιο ταξίδι, περιγράφοντας τον έρωτά της με τον τρανς καλλιτέχνη Χάρυ Ντοτζ, τη σχέση της με τον θετό της γιο, την εγκυμοσύνη και τη γέννα της, μετατρέποντας κάθε της προσωπική εμπειρία σε δημόσιο στοχασμό πάνω στα ζητήματα της σεξουαλικότητας και του φύλου, της φροντίδας και της οικογένειας, παίρνοντας απόσταση από τον ταυτοτικό λόγο. Η επιμονή της να αναμετριέται με τις λέξεις σε ένα πεδίο όπου οι λέξεις συχνά δεν αρκούν, προσδίδει στη ριζοσπαστική πρωτοτυπία και το προσωπικό ύφος των Αργοναυτών την αύρα του κλασικού.
Ο Αστόλφος ξαποσταίνει κάτω από το ψιλόβροχο σε έναν πεσμένο κορμό, περιστρέφεται στις σχολικές του αναμνήσεις με κατάνυξη. Θυμάται τα ξύλα της σόμπας να τριζοβολούν. Ο δάσκαλος έβαζε φλούδες από λεμόνι στο καπάκι της. Έπειτα, και με τον αγέρα να σφυρίζει απ’ τα παράθυρα, μαθητής και δάσκαλος διάβαζαν λογοτεχνία – ο δάσκαλος καπνίζοντας, ο μαθητής απορροφώντας. Δυστυχώς τα πρωινά εκείνα τους τα χάλασε ο αναπάντεχος διορισμός του δασκάλου σε ένα βάρβαρο της Σαραγόσας χωριό. Απαρηγόρητος τότε ο Αστόλφος, νιώθοντας ότι προδόθηκε, και μάλιστα από τον μοναδικό και καλύτερό του φίλο, έσκισε τους κλασικούς, δίπλωσε σαΐτες τα ποιήματα της Σαπφούς και, απαγορεύοντας διαπαντός στον εαυτό του την καλή λογοτεχνία, στράφηκε εκδικητικά στα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Η ελληνική έκδοση της ανθολογίας Dichtung mit Biss, που επιμελήθηκε η Μαρία Τοπάλη, μετέφρασε ο Torsten Israel, και εξέδωσαν στα γερμανικά οι εκδόσεις Romiosini το 2018, μια ανθολογία που στηρίζεται σε ανοιχτά ειδολογικά ερωτήματα και μορφολογικούς προβληματισμούς, και όχι σε μια προσπάθεια κανονικοποίησης και ταξινόμησης.
Στην Ασπίδα του Αχιλλέα περιλαμβάνονται δεκαεννιά αντιπροσωπευτικά ποιήματα από όλο το έργο του Ώντεν (μεταξύ άλλων: «Στη μνημη του Γ. Μπ. Γεητς», «1η Σεπτεμβρίου 1939», «Πένθιμο μπλουζ») μεταφρασμένα από τον Ερρίκο Σοφρά, με τη γλωσσική και υφολογική ακρίβεια και με τη συναισθηματική ένταση που χαρακτηρίζει όλες του τις μεταφραστικές εργασίες.
Ο χαράκτης Φώτης Βάρθης, εμπνεόμενος από τις παραλογές, φιλοτέχνησε εννιά χαρακτικά έργα που μιλούν για τις εκφάνσεις του γυναικείου πόνου. Τα αρχετυπικά μοτίβα της θυσίας, του αποχωρισμού, της κακοποίησης, της βίας, της προσμονής, τοποθετούνται σε ένα άχρονο και άτοπο εικαστικό περιβάλλον, που διατηρεί την ένταση και το λυρισμό του δημοτικού τραγουδιού, με αναφορά στο αφηγηματικό στοιχείο των παραλογών. Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης κλήθηκε να διηγηθεί εκ νέου τις ιστορίες αυτές, έχοντας όμως πλέον ως αφετηρία τα χαρακτικά και όχι τα δημοτικά τραγούδια. Δημιούργησε έτσι μια σειρά εννιά ιστοριών που συνομιλούν με το έργο του Βάρθη, αλλά αποδίδουν τη δική του προσέγγιση στον γυναικείο πόνο.
Ζούμε σε έναν κόσμο με όλο και λιγότερη ποικιλομορφία: από τη χλωρίδα και την πανίδα μέχρι τις ομιλούμενες γλώσσες, από τη θρησκευτική ζωή μέχρι την τέχνη και την πολιτική παρατηρείται, παρά τη φαινομενική ποικιλία και τις επιφανειακές πολιτισμικές συγκρούσεις, μια βαθιά τάση ομογενοποίησης. Όμως η πολυσημία και η αοριστία του κόσμου δεν μπορούν ποτέ να εξαλειφθούν εντελώς. Ο Μπάουερ διερευνά πώς οι σύγχρονες αντιλήψεις περί ταυτότητας και αυθεντικότητας οδηγούν στην πλήρη κυριαρχία της μονοσημαντότητας και στην άρση της αμφισημίας, αντλώντας τα αναπάντεχα και οξυδερκή παραδείγματά του από πεδία όπως ο αθλητισμός, η ισλαμική κουλτούρα, η ποπ μουσική, η οινοποιία, η σεξουαλικότητα, η πολιτική και η αγορά της τέχνης.
Τρία από τα σημαντικότερα πεζογραφικά έργα του μεγάλου Ελβετού συγγραφέα σε νέα μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη: το αριστούργημά του «Η βλάβη», μία «ακόμη πιθανή ιστορία», στην οποία αποτυπώνονται με οξύτητα, σαρκασμό και απαράμιλλη δεξιοτεχνία τα βασικά θέματα της δικαιοσύνης, και δυο μικρότερα δεξιοτεχνικά διηγήματα, «Το τούνελ» και «Ο σκύλος».
Ένας άνθρωπος απέναντι στα αντικείμενα, απέναντι σε μια βιτρίνα που περιέχει έναν νεκρό και μια τσάντα, απέναντι στον διευθυντή του, απέναντι στην έρευνα για το φόνο, απέναντι στον πολτό των πραγμάτων. Ο Αντονάς, χρησιμοποιώντας μια στοχαστική λογοτεχνική γλώσσα, η ένταση της οποίας αυξάνεται διαρκώς, παραδίδει ένα αλλόκοτα επίκαιρο μυθιστόρημα.
Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα. Το συνειδητοποίησα όταν πήγα να ζήσω στο Παρίσι, μακριά από σένα: οι κυρίαρχοι μπορούν να παραπονιούνται για μια αριστερή κυβέρνηση, μπορούν να παραπονιούνται για μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τους διαλύει ποτέ τα σωθικά, καμία κυβέρνηση δεν τους τσακίζει ποτέ τη μέση, καμία κυβέρνηση δεν τους κάνει ποτέ να πάνε στη θάλασσα. Η πολιτική δεν αλλάζει τη ζωή τους ή την αλλάζει ελάχιστα. Είναι παράξενο, εκείνοι ακριβώς ασκούν την πολιτική ενώ η πολιτική δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση στη ζωή τους. Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής : ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Η δίκη της Χρυσής Αυγής, που ξεκίνησε το 2015 και οδεύει προς το τέλος της, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων. Στη διάρκειά της αναδείχθηκε η εγκληματική δράση της οργάνωσης, από τις απαρχές της μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Η αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη, δικηγόρου πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών, αναδεικνύει τον ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης και τη στρατιωτική δομή της, περιγράφει τη δράση των ομάδων κρούσης και τις επιθέσεις κατά μεταναστών και πολιτικών αντιπάλων. Η επιχειρηματολογία και η ρητορική της ένταση την καθιστούν ένα σημαντικό τεκμήριο της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας.
Ο αφηγητής του βιβλίου επιστρέφει στο Σπίτι Παιδιού όπου μεγάλωσε, στην Πλατανιά Δράμας, αλλά και στα γύρω χωριά. Είναι ένας τόπος ζεστασιάς, παιχνιδιού και χαράς. Εκεί το παιδί αντικρίζει τη ζωή και το θάνατο – τα μάτια του είναι αθώα. Ανέμελα περάσματα, χωρίς την άδεια των μεγάλων στα ακατοίκητα σπίτια, με το εξαπτέρυγο στα χέρια στην εκκλησία, παίζοντας κρυφτό στα νεκροταφεία. Προσπαθεί να ξετυλίξει, μέσα από τα μισόλογα συγγενών και ξένων, τις ατομικές ιστορίες καθενός, αλλά και το περίπλοκο κουβάρι που είναι οι συλλογικές ρίζες.
Η ποίηση από τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας είναι στην Ελλάδα μια αόρατη ποίηση, σε μεγάλο βαθμό κατατρεγμένη ήδη από τη στιγμή του ονόματός της. Μαζί με την απαγορευμένη γλώσσα χάνεται και ό,τι γράφεται σε αυτήν. Στην ανθολογία περιλαμβάνονται δεκαεπτά ποιητές και ποιήτριες που έγραψαν και γράφουν στη μακεδονική γλώσσα από το 1945, και παρουσιάζονται αναλυτικά τα ποιητικά ρεύματα, από τους πρώτους μεταπολεμικούς ποιητές μέχρι τις σύγχρονες τάσεις, με στόχο τη γνωριμία με μια λογοτεχνία που παραμένει στη σκιά.
Πόσα βιβλία αδιάβαστα στα ράφια
πόσες πρωτεύουσες που δεν επισκεφθήκαμε
και πρόσωπα με τα οποία θα μπορούσαμε
να έρθουμε πολύ κοντά, αν τη συνάντηση
δεν αναβάλλαμε επ᾿ άπειρον. Αλλά ίσως
έτσι είναι καλύτερα. Ίσως είναι προτιμότερο
να έχεις μία πόλη, να ξέρεις από στήθους
τα τσιμεντένια ρείθρα της· ένα μοναχά βιβλίο
μια φωνή, στην οποία να επιστρέφεις
όπως στην πόρτα ενός δύσκολου φίλου·
και τώρα, που τα χρόνια επιταχύνουν
κι οι μέρες μας κυλούν απρόθυμα
είναι πλέον ασφαλές να ομολογήσεις
σ᾿ εκείνον που έδωσε ένα πρόσωπο
στ᾿ απρόσωπα αισθήματά σου, πως αυτή
η αδράνεια είναι το αληθινό μας σπίτι.
Υπό τον παράδοξο αυτό τίτλο συνυπάρχουν πέντε εκτενή διηγήματα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Ντένις Τζόνσον. Στο τελευταίο του έργo ο Τζόνσον πραγματεύεται το πρόβλημα της ίδιας της γραφής, το βίο του συγγραφέα, την παράλογη σχέση που αναπτύσσει με τον κόσμο. Σκηνοθετώντας επεισόδια που διαδέχονται το ένα το άλλο και χρησιμοποιώντας μια προφορική αφήγηση που πυκνώνει συχνά σε στοχαστικές, κωμικές και λυρικές εντάσεις, ο Τζόνσον παραδίδει ένα μάθημα σύγχρονης πεζογραφίας.
Στην Αρχαιολογία ο συγγραφέας ανατρέχει στους αρχαίους ελληνικούς μύθους· διαβάζει φύλλο το φύλλο τη Βίβλο, τα συναξάρια και το Κοράνι· ανασκαλεύει τα αραβικά κείμενα του Μεσαίωνα, τις χρονογραφίες και τα ανάλεκτα· αναπολεί το παρελθόν και αναλογίζεται το μέλλον της αραβικής ποίησης· ξαναπιάνει την ευρωπαϊκή και αμερικάνικη λογοτεχνία από μια αναπάντεχη πλευρά· αναφέρεται στην ψυχανάλυση, χωρίς να ξεχνά ένα από τα πιο αγαπημένα του αναγνώσματα, τις περιπέτειες του Τεντέν.
«Κατά βάθος, η Άννα είχε πάντα την ανάγκη να νιώθει τη γερή ρίζα των πραγμάτων. Το να έχει ένα σπιτικό τής είχε παραδόξως επιτρέψει αυτό ακριβώς. Μέσα από λοξά μονοπάτια, ήρθε κι έπεσε σ’ ένα πεπρωμένο γυναίκας, έκπληκτη που είχε χωρέσει μέσα σ’ αυτό σαν να το είχε επινοήσει η ίδια. Ο άντρας που είχε παντρευτεί ήταν αληθινός άντρας, τα παιδιά που είχε ήταν αληθινά παιδιά. Η περασμένη της νιότη της φαινόταν παράξενη σαν μια αρρώστια της ζωής. Από αυτήν είχε αναδυθεί σιγά σιγά για να ανακαλύψει πως και χωρίς την ευτυχία ζούσε κανείς: παραιτούμενη από αυτήν, είχε συναντήσει ένα πλήθος ανθρώπων, αόρατων πριν, που ζούσαν όπως δουλεύει κανείς – με επιμονή, συνέχεια, χαρά. Εκείνο που συνέβαινε στην Άννα πριν αποκτήσει το σπιτικό της ήταν πάντα εκτός των δυνατοτήτων της: μια διαταραγμένη έξαρση που τόσο συχνά συγχέεται με την ανυπόφορη ευτυχία. Είχε δημιουργήσει ως αντάλλαγμα κάτι επιτέλους κατανοητό, μια ενήλικη ζωή. Έτσι το θέλησε και το επέλεξε.»