Ένας νεαρός Βούλγαρος, φοιτητής στην Αμερική, επιστρέφει στην πατρίδα για να βρει τον παππού του, που εδώ και χρόνια έχουν χαθεί τα ίχνη του, και να πουλήσει τα χωράφια του. Η αναζήτησή του τον οδηγεί σε ένα μικρό χωριό στα σύνορα με την Ελλάδα και την Τουρκία, ψηλά στα βουνά της Στράντζας, ένα μυστηριώδες μέρος όπου επιβιώνουν οι αρχαίες παγανιστικές παραδόσεις, όπου χορεύουν κάθε άνοιξη οι αναστενάρηδες και όπου μαύροι πελαργοί φωλιάζουν στις θεόρατες βελανιδιές. Εκεί θα εμπλακεί στον αγώνα του παππού του για τη διάσωση του χωριού, θα ερωτευτεί το λάθος κορίτσι και θα βυθιστεί σε έναν κόσμο που ανήκει στο παρελθόν, είναι όμως ακόμη ζωντανός.
Ο Μίροσλαβ Πένκοφ γεννήθηκε το 1982 στη Βουλγαρία. Μεγάλωσε στη Σόφια και το 2001 μετακόμισε στις ΗΠΑ, όπου σπούδασε ψυχολογία και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Άρκανσο. Διηγήματά του, γραμμένα στα αγγλικά, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις. Το Βουνό των πελαργών είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Από τους αντίποδες κυκλοφορεί επίσης η συλλογή διηγημάτων του Ανατολικά της Δύσης (μτφρ. Άκης Παπαντώνης, 2016).
Όταν ο παππούς έμαθε πως έφευγα για σπουδές στην Αμερική μου έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. «Σάπιο καπιταλιστικό γουρούνι», έλεγε το σημείωμα, «να ’χεις καλή πτήση. Με αγάπη, ο παππούς σου». Ήταν γραμμένο σε ένα τσαλακωμένο κόκκινο ψηφοδέλτιο από τις εκλογές του 1991, το οποίο ήταν η κορωνίδα της συλλογής κομμουνιστικών ψηφοδελτίων του παππού και έφερε τις υπογραφές όλων από το χωριό Λένινγκραντ. Συγκινήθηκα που αξιώθηκα τέτοια τιμή, οπότε κάθισα κάτω, έβγαλα ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου και έγραψα στον παππού την ακόλουθη απάντηση: «Κομμουνιστικό κορόιδο, ευχαριστώ για το γράμμα. Φεύγω αύριο και μόλις φτάσω εκεί θα προσπαθήσω να παντρευτώ μια Αμερικάνα το συντομότερο δυνατόν. Θα φροντίσω να κάνω πολλά Αμερικανάκια. Με αγάπη, ο εγγονός σου».
Όταν ο παππούς έμαθε πως έφευγα για σπουδές στην Αμερική μου έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. «Σάπιο καπιταλιστικό γουρούνι», έλεγε το σημείωμα, «να ’χεις καλή πτήση. Με αγάπη, ο παππούς σου». Ήταν γραμμένο σε ένα τσαλακωμένο κόκκινο ψηφοδέλτιο από τις εκλογές του 1991, το οποίο ήταν η κορωνίδα της συλλογής κομμουνιστικών ψηφοδελτίων του παππού και έφερε τις υπογραφές όλων από το χωριό Λένινγκραντ. Συγκινήθηκα που αξιώθηκα τέτοια τιμή, οπότε κάθισα κάτω, έβγαλα ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου και έγραψα στον παππού την ακόλουθη απάντηση: «Κομμουνιστικό κορόιδο, ευχαριστώ για το γράμμα. Φεύγω αύριο και μόλις φτάσω εκεί θα προσπαθήσω να παντρευτώ μια Αμερικάνα το συντομότερο δυνατόν. Θα φροντίσω να κάνω πολλά Αμερικανάκια. Με αγάπη, ο εγγονός σου».
Οι ήρωες του Τζάκσον είναι νέοι, ερωτευμένοι ή όχι ακριβώς, αταίριαστοι με το περιβάλλον τους, αεικίνητοι και συγκινητικοί, και παραδίδονται στα πάθη τους καθώς διασχίζουν τα ταραγμένα ρεύματα της ζωής, αναζητώντας νόημα και αυθεντικότητα σε μια καθημερινότητα διαβρωμένη από την εμμονή στον εαυτό.
Υπό τον παράδοξο αυτό τίτλο συνυπάρχουν πέντε εκτενή διηγήματα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Ντένις Τζόνσον. Στο τελευταίο του έργo ο Τζόνσον πραγματεύεται το πρόβλημα της ίδιας της γραφής, το βίο του συγγραφέα, την παράλογη σχέση που αναπτύσσει με τον κόσμο. Σκηνοθετώντας επεισόδια που διαδέχονται το ένα το άλλο και χρησιμοποιώντας μια προφορική αφήγηση που πυκνώνει συχνά σε στοχαστικές, κωμικές και λυρικές εντάσεις, ο Τζόνσον παραδίδει ένα μάθημα σύγχρονης πεζογραφίας.
Oι ήρωες των διηγημάτων του Γκιακ, στρατιώτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία, έρχονται αντιμέτωποι με τους ρόλους που τους επιβάλλουν οι παραδοσιακοί κανόνες και το βίωμα του πολέμου. Συγκρούονται, υποτάσσονται, ζουν εν κρυπτώ ή φεύγουν.Το γκιακ είναι το αίμα, ο συγγενικός δεσμός και ο νόμος του αίματος που σκιάζει τις ζωές τους. Με έναν τραχύ προφορικό λόγο, οι ιστορίες τους αφηγούνται την απώλεια προσανατολισμού, την αδυναμία τους να συμβιβάσουν τους κώδικες της παράδοσης με τα συναισθήματα και τη συνείδησή τους.
Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι και σε ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας ακούγεται η καμπάνα που χτυπά. Καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ο Μάρκους Κόνγουεϊ, πολιτικός μηχανικός, ξεκινά εκείνη ακριβώς τη στιγμή έναν νοερό απολογισμό της ζωής του, σκέφτεται το γάμο του, τα παιδιά του, τη δουλειά του, την πολιτική, σε μια χώρα που βρίσκεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Ο απολογισμός αυτός κάθε άλλο παρά συγκροτημένος είναι· ακολουθεί τις υπόγειες και τυχαίες συνδέσεις που κυβερνούν τη μνήμη των ανθρώπων. Για μία ώρα ακριβώς, μέχρι να ακουστεί το σήμα των ειδήσεων στο ραδιόφωνο, ο απόηχος της καμπάνας γεννά στο νου του πολιτικού μηχανικού ένα αδιάκοπο τραγούδι, χωρίς τελείες, ερωτηματικά και θαυμαστικά: μια ελεγεία για το χάος της ζωής και τις καταδικασμένες προσπάθειές μας να το βάλουμε σε τάξη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)