ISBN | 978-618-5267-87-2 |
---|---|
Σελίδες | 344 |
Σχήμα | 12 × 2.2 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €16.60.€14.94Η τρέχουσα τιμή είναι: €14.94. |
Κυκλοφορία | Ιούλιος 2024 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Εύα Πλιάκου, Κώστας Σπαθαράκης |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | thinking |
Επίμετρο | Translatress |
Το σώμα της και άλλες εκδηλώσεις
της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο
Μετάφραση: Translatress
discount10percent, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΜια γυναίκα αρνείται να αφαιρέσει την πράσινη κορδέλα από το λαιμό της παρά την επιμονή του άντρα της. Κάποια άλλη αφηγείται το ερωτικό της παρελθόν ενώ μια πανδημία αφανίζει σιγά σιγά την ανθρωπότητα. Ένα μωρό υπάρχει ή δεν υπάρχει. Η υπάλληλος ενός καταστήματος σε ένα εμπορικό κέντρο ανακαλύπτει τι κρύβεται πίσω από τα όμορφα φορέματα του χορού της αποφοίτησης. Μια ανεπιθύμητη επισκέπτρια εμφανίζεται στο σπίτι κάποιας μητέρας που μόλις έκανε εγχείρηση για απώλεια βάρους. Μια συγγραφέας αναμετράται με τα όρια της μνήμης, της πραγματικότητας και της φαντασίας. Μια κοπέλα που επιβίωσε από σεξουαλική επίθεση προσπαθεί να επεξεργαστεί το τραύμα της. Οι 12 σεζόν μίας από τις πιο δημοφιλείς αστυνομικές σειρές παγκοσμίως ξαναγράφονται, τα θύματα ξυπνάνε και ζητούν δικαίωση.
Η Ματσάδο, στην πρώτη της συλλογή διηγημάτων, περνάει από το σοβαρό στο κωμικό, από τον ρεαλισμό στην επιστημονική φαντασία, από την πιο τρομακτική βία στο πιο υπέροχο συναίσθημα, φτιάχνοντας ιστορίες τόσο πρωτότυπες που διευρύνουν τις δυνατότητες της σύγχρονης μυθοπλασίας.
Η ΒΕΛΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ
Στην αρχή, εγώ ξέρω ότι τον θέλω πριν από κείνον. Συνήθως δεν γίνονται έτσι τα πράγματα, αλλά εγώ έτσι θα τα κάνω. Είμαι με τους γονείς μου σ’ ένα πάρτι σε κάτι γείτονες και είμαι δεκαεφτά. Πίνω μισό ποτήρι λευκό κρασί στην κουζίνα με την έφηβη κόρη των γειτόνων. Ο πατέρας μου δεν το παίρνει είδηση. Όλα είναι απαλά, σαν νωπή ελαιογραφία.
Το αγόρι δεν είναι στραμμένο προς τα μένα. Βλέπω τους μυς στο λαιμό και τις πλάτες του, πόσο όμορφος διαγράφεται κάτω απ’ το πουκάμισό του, σαν τον εργάτη που έχει βάλει τα καλά του για γιορτή και υγραίνομαι. Και δεν είναι πως δεν έχω επιλογές. Είμαι όμορφη. Έχω ωραίο στόμα. Έχω στήθος που φουσκώνει μέσα απ’ τα φορέματά μου με τρόπο που μοιάζει αθώος και πρόστυχος μαζί. Είμαι καλό κορίτσι, από καλή οικογένεια. Εκείνος, πάλι, είναι λίγο τραχύς, όπως είναι καμιά φορά οι άντρες· κι εγώ θέλω. Φαίνεται ότι θα μπορούσε κι εκείνος να θέλει το ίδιο.
Άκουσα κάποτε μια ιστορία για ένα κορίτσι που ζήτησε απ’ τον εραστή της κάτι τόσο ανόσιο, που όταν αυτός το είπε στην οικογένειά της, την πήγαν σηκωτή σε κλινική. Δεν ξέρω τι διεστραμμένη ηδονή του ζήτησε, αν και θα ’θελα απεγνωσμένα να μάθω. Τι μαγικό πράγμα μπορεί να θέλεις τόσο πολύ ώστε να σ’ αναγκάσουν να εγκαταλείψεις τα εγκόσμια επειδή το θέλησες;
Το αγόρι με βλέπει. Μοιάζει γλυκός, αμήχανος. Λέει γεια. Με ρωτάει πώς με λένε.
Πάντα ήθελα να διαλέξω εγώ την κατάλληλη στιγμή κι αυτή είναι η στιγμή που διαλέγω.
Στη βεράντα, τον φιλάω. Με φιλάει κι εκείνος, στην αρχή απαλά, αλλά μετά πιο έντονα, μέχρι που μισανοίγει τα χείλη μου με τη γλώσσα του, πράγμα που με ξαφνιάζει και, νομίζω, ίσως κι εκείνον το ίδιο. Έχω φανταστεί πολλά πράγματα στο σκοτάδι, στο κρεβάτι μου, κάτω απ’ το βάρος της παλιάς κουβέρτας, αλλά αυτό ποτέ, και βογκάω. Όταν τραβιέται πίσω, μοιάζει ξαφνιασμένος. Για μια στιγμή το βλέμμα του παίζει τριγύρω, ώσπου σταματάει στο λαιμό μου.
«Τι είν’ αυτό;» ρωτάει.
«Α, αυτό;» Αγγίζω την κορδέλα πίσω στον αυχένα μου. «Τίποτα, η κορδέλα μου». Τα δάχτυλά μου περνάνε πάνω απ’ την πράσινη γυαλιστερή της επιφάνεια ώς τα μισά και στέκονται στον σφιχτό φιόγκο μπροστά. Απλώνει το χέρι του κι εγώ το πιάνω και το κάνω πέρα.
«Δεν πρέπει να την αγγίξεις», λέω. «Δεν κάνει να την αγγίξεις».
Πριν μπούμε μέσα, ρωτάει αν μπορεί να με ξαναδεί. Του λέω πως θα το ’θελα. Εκείνο το βράδυ, πριν κοιμηθώ, τον φαντάζομαι ξανά, τη γλώσσα του να μου ανοίγει τα χείλη, και τα δάχτυλά μου γλιστράνε προς τα κάτω και τον φαντάζομαι εκεί, όλο μυς κι επιθυμία να προσφέρει ευχαρίστηση, και ξέρω ότι θα παντρευτούμε.
Κι έτσι γίνεται. Δηλαδή, έτσι θα γίνει. Πρώτα όμως με πάει με το αυτοκίνητό του, μες στο σκοτάδι, σε μια λίμνη με βαλτώδη όχθη που είναι δύσκολο να πλησιάσεις. Με φιλάει και μου σφίγγει το στήθος με το χέρι του, η ρώγα μου σκληραίνει κάτω απ’ τα δάχτυλά του.
Δεν είμαι εντελώς σίγουρη τι πρόκειται να κάνει πριν το κάνει. Είναι σκληρός και καυτός και στεγνός και μυρίζει σαν ψωμί, κι όταν με σκίζει ουρλιάζω και γαντζώνομαι πάνω του σαν ναυαγός στη θάλασσα. Το σώμα του κλειδώνει στο δικό μου και σπρώχνει, σπρώχνει και πριν το τέλος τραβιέται και τελειώνει με το αίμα μου να γυαλίζει πάνω του. Είμαι συνεπαρμένη κι ερεθισμένη απ’ το ρυθμό, τη στιβαρή αίσθηση της ανάγκης του, τη διαύγεια της κορύφωσής του. Μετά, εκείνος χύνεται στο κάθισμα κι εγώ ακούω τους ήχους της λίμνης: τις πάπιες, τους γρύλους, και κάτι που ακούγεται σαν τις χορδές ενός μπάντζου. Το αεράκι που έρχεται απ’ το νερό μού δροσίζει το σώμα.
Δεν ξέρω τι να κάνω τώρα. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει ανάμεσα στα πόδια μου. Πονάω, αλλά φαντάζομαι ότι θα μπορούσε και να ’ναι ωραία. Γλιστράω το χέρι μου προς τα κάτω και νιώθω ριπές ηδονής από κάπου μακριά. Η ανάσα του γίνεται πιο ήρεμη και συνειδητοποιώ ότι με παρακολουθεί. Το δέρμα μου λάμπει κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο που μπαίνει απ’ το παράθυρο. Όταν τον βλέπω να με κοιτάζει, ξέρω ότι μπορώ ν’ αδράξω αυτήν την ηδονή, όπως τα δάχτυλά μου παίζουν με την άκρη απ’ το κορδόνι ενός μπαλονιού που πάει να ξεφύγει. Τεντώνομαι και βογκάω και καταφέρνω να φτάσω στην κορύφωση της αίσθησης αργά και σταθερά, δαγκώνοντας διαρκώς τη γλώσσα μου.
«Θέλω κι άλλο», λέει, αλλά δεν κάνει καμία κίνηση. Κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο, το ίδιο κι εγώ. Ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να τριγυρνάει έξω στο σκοτάδι, σκέφτομαι. Ένας άντρας με γάντζο αντί για χέρι. Ένας ταξιδιώτης που σαν φάντασμα επαναλαμβάνει αέναα το ίδιο δρομολόγιο με οτοστόπ. Η γριά που κοιμάται στον καθρέφτη και τη σήκωσαν από τον αιώνιο ύπνο της επικλήσεις παιδιών. Όλοι τις ξέρουν αυτές τις ιστορίες
–δηλαδή, όλοι τις λένε, ακόμα κι αν δεν τις ξέρουν– αλλά ποτέ κανείς δεν τις πιστεύει.
Η ματιά του πλανιέται στο νερό και μετά επιστρέφει σε μένα.
«Πες μου για την κορδέλα σου», μου λέει.
«Δεν έχω τίποτα να πω. Είναι η κορδέλα μου».
«Μπορώ να την αγγίξω;»
«Όχι».
«Θέλω να την αγγίξω», λέει. Τα δάχτυλά του πάνε να κινηθούν κι εγώ κλείνω τα πόδια μου κι ισιώνω την πλάτη.
«Όχι».
Κάτι κινείται στη λίμνη, πετάγεται έξω απ’ το νερό και πέφτει πάλι μ’ έναν παφλασμό. Εκείνος το ακούει και γυρνάει.
«Ψάρι», λέει.
«Κάποια στιγμή», του λέω, «θα σου πω τις ιστορίες γι’ αυτή τη λίμνη και τα πλάσματά της».
Μου χαμογελάει και τρίβει το πιγούνι του. Στο δέρμα του έχει μείνει λίγο απ’ το αίμα μου, αλλά δεν το παίρνει είδηση και δεν λέω τίποτα.
«Πολύ θα μου άρεσε», λέει.
«Πήγαινέ με σπίτι», του λέω. Κι επειδή είναι κύριος, με πάει.
Εκείνη τη νύχτα πλένομαι. Οι μεταξένιες σαπουνάδες ανάμεσα στα πόδια μου έχουν το χρώμα και τη μυρωδιά της σκουριάς, αλλά εγώ είμαι πιο καινούργια από ποτέ.
Οι γονείς μου του έχουν αδυναμία. Είναι καλό παιδί, λένε. Θα γίνει σωστός άντρας. Τον ρωτάνε για τη δουλειά του, τις ασχολίες του, την οικογένειά του. Σφίγγει δυνατά το χέρι του πατέρα μου και τα κομπλιμέντα του κάνουν τη μητέρα μου να χαχανίζει και να κοκκινίζει σαν κοριτσάκι. Έρχεται απ’ το σπίτι δύο φορές την εβδομάδα, καμιά φορά και τρεις. Η μητέρα μου του λέει να μείνει για φαγητό κι όσο τρώμε εγώ μπήγω τα νύχια μου στη σάρκα του ποδιού του. Όταν πια το παγωτό έχει γίνει σούπα στο μπολ, λέω στους γονείς μου ότι θα πάω μια βόλτα μαζί του μέχρι λίγο πιο κάτω. Κατηφορίζουμε μέσα στη νύχτα, πιασμένοι γλυκά χέρι χέρι, μέχρι που δεν φαινόμαστε πια απ’ το σπίτι. Τον τραβάω μέσα στα δέντρα κι όταν βρίσκουμε ένα άνοιγμα, βγάζω στα γρήγορα το καλσόν μου, πέφτω στα τέσσερα, και του δίνομαι.
Έχω ακούσει όλες τις ιστορίες για κορίτσια σαν κι εμένα, και δεν διστάζω καθόλου να φτιάξω και μερικές ακόμα. Ακούω τη μεταλλική αγκράφα της ζώνης του και τον ήχο του παντελονιού του καθώς πέφτει στο έδαφος, και τον νιώθω σχεδόν σκληρό πάνω μου. Τον ικετεύω –«όχι παιχνίδια»– κι εκείνος μου κάνει τη χάρη. Βογκάω και σπρώχνω προς τα πίσω και ζευγαρώνουμε εκεί στο ξέφωτο, με τα βογκητά της ηδονής μου και τα βογκητά της καλοτυχίας του να μπερδεύονται και να διαχέονται μέσα στη νύχτα. Μαθαίνουμε, κι εκείνος κι εγώ.
Υπάρχουν δύο κανόνες: δεν επιτρέπεται να τελειώσει μέσα μου και δεν επιτρέπεται ν’ αγγίξει την πράσινη κορδέλα μου. Χύνει στο χώμα κι ακούγεται σαν ν’ αρχίζει βροχή. Πάω να χαϊδευτώ αλλά τα δάχτυλά μου, που ήταν χωμένα στο χώμα, είναι μες στη βρώμα. Ανεβάζω το εσώρουχο και το καλσόν μου. Κάνει έναν ήχο και δείχνει με το χέρι, και συνειδητοποιώ ότι, κάτω απ’ το νάιλον, τα γόνατά μου είναι κι αυτά γεμάτα χώματα. Κατεβάζω το καλσόν, σκουπίζω κι ανεβάζω πάλι. Ισιώνω τη φούστα μου και ξαναπιάνω τα μαλλιά μου. Πάνω στην έξαψη, έχει ξεφύγει μια τούφα από τις καλοχτενισμένες του μπούκλες και τη στρώνω. Κατηφορίζουμε προς το ρυάκι και βάζω τα χέρια μου στο νερό μέχρι που καθαρίζουν.
Περπατάμε αργά αργά προς το σπίτι πιασμένοι αθώα αγκαζέ. Η μητέρα μου έχει φτιάξει καφέ και καθόμαστε όλοι μαζί όσο ο πατέρας μου τον ρωτάει για δουλειές.
(Εάν διαβάζετε αυτήν την ιστορία δυνατά, ο καλύτερος τρόπος να αναπαραγάγετε τους ήχους απ’ το ξέφωτο είναι να πάρετε μια βαθιά ανάσα και να την κρατήσετε για λίγη ώρα. Μετά απελευθερώστε τον αέρα μεμιάς κι αφήστε το στήθος να καταρρεύσει σαν πύργος από τουβλάκια που σωριάζεται στο έδαφος. Επαναλάβετε, ξανά και ξανά, μειώνοντας το χρόνο μεταξύ εισπνοής και εκπνοής.)
Πάντα μου άρεσε να λέω ιστορίες. Μια φορά όταν ήμουν μικρή, η μητέρα μου μ’ έβγαλε σηκωτή από ένα μανάβικο ενώ ούρλιαζα κάτι για δαχτυλάκια ποδιών στο διάδρομο με τα λαχανικά. Θορυβημένες κυρίες γυρνούσαν και κοιτούσαν, ενώ κλοτσούσα στον αέρα και κοπανούσα τη λεπτοκαμωμένη πλάτη της μητέρας μου.
«Ραπανάκια, όχι δαχτυλάκια!» με διόρθωσε όταν φτάσαμε σπίτι. Μου είπε να κάτσω στην καρέκλα μου
–ένα καρεκλάκι παιδικό, φτιαγμένο ειδικά για μένα– μέχρι να γυρίσει ο πατέρας μου. Αλλά όχι, εγώ τα είχα δει τα δαχτυλάκια, χλωμά, κολοβά και ματωμένα, μπερδεμένα ανάμεσα σ’ εκείνους τους κοκκινωπούς βολβούς. Ένα απ’ αυτά, εκείνο που είχα σκουντήσει με την άκρη του δαχτύλου μου, ήταν κρύο σαν τον πάγο και υποχώρησε με το άγγιγμά μου σαν φουσκάλα. Όταν είπα αυτή τη λεπτομέρεια στη μητέρα μου, κάτι πίσω απ’ το υγρό των ματιών της τινάχτηκε σαν ξαφνιασμένη γάτα.
«Μην το κουνήσεις από κει», είπε.
Ο πατέρας μου γύρισε απ’ τη δουλειά εκείνο το βράδυ κι άκουσε την ιστορία μου, με κάθε λεπτομέρεια.
«Τον ξέρεις τον κύριο Μπαρνς, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε εννοώντας τον ηλικιωμένο άντρα που είχε εκείνο το μανάβικο.
Τον είχα δει μία φορά, κι αυτό του είπα. Είχε μαλλιά λευκά σαν τον ουρανό λίγο πριν χιονίσει και μια σύζυγο που έφτιαχνε ταμπέλες για τη βιτρίνα του καταστήματος.
«Γιατί να πουλάει δαχτυλάκια ποδιών ο κύριος Μπαρνς;» ρώτησε ο πατέρας μου. «Και πού θα τα ’βρισκε;»
Επειδή ήμουν μικρή και δεν ήξερα τίποτα περί νεκροταφείων και νεκροτομείων, δεν είχα τι ν’ απαντήσω.
«Και πες ότι τα ’βρισκε κάπου», συνέχισε ο πατέρας μου, «τι θα είχε να κερδίσει αν τα ’βαζε για πούλημα μαζί με τα ραπανάκια;»
Τα είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια. Ήταν εκεί. Όμως, κάτω από την αχτίδα της λογικής του πατέρα μου, ένιωσα την αμφιβολία να ξετυλίγεται.
«Και, το κυριότερο», είπε ο πατέρας μου φτάνοντας θριαμβευτικά στο τελικό του αποδεικτικό στοιχείο, «πώς γίνεται κανείς άλλος να μην τα πρόσεξε αυτά τα δαχτυλάκια εκτός από σένα;»
Ως ενήλικη γυναίκα, θα είχα πει στον πατέρα μου ότι υπάρχουν πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο που είναι απολύτως αληθινά κι όμως τα ’χει προσέξει μόνο ένα ζευγάρι μάτια. Ως μικρό κορίτσι, αποδέχτηκα τη δική του εκδοχή της ιστορίας, και γέλασα όταν με βούτηξε απ’ την καρέκλα για να μου σκάσει ένα φιλί και να με στείλει να παίξω.
Δεν είναι φυσιολογικό το κορίτσι να κάνει μαθήματα στο αγόρι, αλλά εγώ απλώς του δείχνω τι θέλω, τι προβάλλεται πίσω απ’ τα βλέφαρά μου καθώς με παίρνει ο ύπνος. Σιγά σιγά εκείνος μαθαίνει ν’ αναγνωρίζει πώς τρεμοπαίζει η έκφρασή μου όταν με διαπερνά μια επιθυμία, κι εγώ δεν του κρατάω τίποτα κρυφό. Όταν μου λέει ότι θέλει το στόμα μου, το λαιμό μου μέχρι κάτω, μαθαίνω μόνη μου να μην πνίγομαι και τον παίρνω όλο μέσα μου, βογκώντας με την αλμύρα στο στόμα. Όταν με ρωτάει ποιο είναι το πιο φρικτό μου μυστικό, του λέω για εκείνον τον δάσκαλο που μ’ έκρυψε στο αποθηκάκι μέχρι να φύγουν οι άλλοι και μ’ έβαλε να τον αγγίξω εκεί, και πώς μετά πήγα σπίτι κι έτριβα τα χέρια μου με το σύρμα της κουζίνας μέχρι που μάτωσαν, παρόλο που αυτή η ανάμνηση αγγίζει μέσα μου μια χορδή τέτοιας οργής και ντροπής που, αφού του το εκμυστηρεύομαι, έχω εφιάλτες για ένα μήνα. Κι όταν μου ζητάει να τον παντρευτώ, λίγες μέρες πριν πατήσω τα δεκαοχτώ, του λέω ναι, ναι, θέλω, και μετά, σ’ εκείνο το παγκάκι στο πάρκο, κάθομαι στα πόδια του κι απλώνω τη φούστα μου γύρω μας, ώστε κανείς περαστικός να μην πάρει είδηση τι γίνεται από κάτω.
«Νιώθω ότι ξέρω τόσες πτυχές σου», μου λέει, με τα δάχτυλά του βαθιά μέσα μου, προσπαθώντας να μη βαριανασαίνει. «Και τώρα θα τις μάθω όλες».
Λένε μια ιστορία, για ένα κορίτσι που την προκάλεσε η παρέα της να πάει σ’ ένα κοντινό νεκροταφείο αφού θα έπεφτε το σκοτάδι. Αυτή ήταν η ανοησία της: όταν της είπαν ότι, αν σταθείς τη νύχτα πάνω σ’ έναν τάφο, ο ένοικός του απλώνει το χέρι και σε τραβάει μέσα, εκείνη τους χλεύασε. Η χλεύη είναι το πρώτο λάθος που μπορεί να κάνει μια γυναίκα.
«Η ζωή παραείναι μικρή για να φοβάσαι κάτι που δεν υπάρχει καν», είπε, «και θα σας το αποδείξω».
Η έπαρση είναι το δεύτερο λάθος.
Μπορούσε να το κάνει, επέμεινε, γιατί δεν ήταν γραφτό να της συμβεί κάτι τέτοιο. Της έδωσαν, λοιπόν, ένα μαχαίρι να το καρφώσει στην παγωμένη γη, σαν απόδειξη και για την παρουσία της και για τη θεωρία της.
Πήγε σ’ εκείνο το νεκροταφείο. Κάποιοι λένε ότι διάλεξε τον τάφο στην τύχη. Εγώ πιστεύω ότι διάλεξε έναν πολύ παλιό – επιλογή που απέπνεε μια εσωτερική αμφισβήτηση και την υποβόσκουσα πεποίθηση ότι, αν τυχόν είχε άδικο, οι ανέπαφοι μύες και οι σάρκες ενός φρέσκου πτώματος θα ήταν πιο επικίνδυνες από ενός που είχε πεθάνει πριν από αιώνες.
Γονάτισε πάνω στον τάφο κι έμπηξε τη λεπίδα βαθιά στο χώμα. Όταν σηκώθηκε για να τρέξει –αφού κανείς δεν ήταν εκεί να δει ότι φοβόταν– κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει. Κάτι την είχε γραπώσει απ’ τα ρούχα. Ούρλιαξε κι έπεσε στο έδαφος.
Όταν ξημέρωσε, οι φίλοι της έφτασαν στο νεκροταφείο. Τη βρήκαν νεκρή πάνω στον τάφο, με τη λεπίδα να καρφώνει το χοντρό, μάλλινο ύφασμα της φούστας της στο έδαφος. Θάνατος από τρόμο ή από κρύο, τι σημασία θα είχε όταν θα έφταναν οι γονείς της; Εκείνη δεν είχε άδικο, αλλά δεν είχε πια σημασία. Μετά απ’ αυτό, όλοι πίστευαν ότι ήθελε να πεθάνει, παρόλο που πέθανε προσπαθώντας να αποδείξει ότι ήθελε να ζήσει.
Όπως φαίνεται, το ότι είχε δίκιο ήταν το τρίτο, και χειρότερο, λάθος.
[…]