Προσφορά!

Το φίδι του Πλίνιου

της Ειρήνης Κίτσιου

, ,

Οι κληματαριές και το φως, η ζωγραφική, η μουσική και η λογοτεχνία, η απώλεια και η αγάπη είναι οι αφορμές των διηγημάτων αυτού του βιβλίου. Η Ειρήνη Κίτσιου οργανώνει τις βαθιές ονειροπολήσεις της, που ξεκινούν από απλά περιστατικά και κορυφώνονται εσωτερικά, με τα αργά και μεθοδικά βήματα μιας μανιώδους παρατηρήτριας. Τα επιμέρους επεισόδια και οι λεπτομέρειες, οι στοχασμοί και οι λυρικές εξάρσεις συναρθρώνονται σε ένα δραστικό συνεχές με κεντρικό άξονα την τέχνη της μνήμης.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Κίτσιου Ειρήνη

Η Ειρήνη Κίτσιου γεννήθηκε το 1956 στην Κόνιτσα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες. Κυκλοφορούν τα βιβλία της Εκπαιδευτής γρύλων. Φυσικές ιστορίες (2008) και Πλάι στο ποτάμι (2008).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Η ΑΡΚΟΥΔΟΦΩΛΙΑ

 

Έσπρωξα απαλά το μισάνοιχτο φύλλο της τζαμόπορτας και μπήκα. Το δωμάτιο όπως πάντοτε δροσερό, σαν να έριχναν εκειδά σκιά του δάσους βελανιδιές. Ο χρόνος κι η αρρώστια όμως είχαν αλλοιώσει τη γραφικότητά του, έμοιαζε τώρα με αιγυπτιακό τάφο, καθώς εκείνος, νέος ακόμα στα χρόνια, ανήμπορος, πεσμένος στο στρώμα μετρούσε τις μέρες του στο στενό ντιβανάκι, δίπλα στο παραθύρι.

Σάστισα από την τόση ασπρίλα των σεντονιών, τη χυδαία αντίθεσή τους με τα βαλσαμωμένα πουλιά, τα δέρματα στο πάτωμα, τις ελαιογραφίες σε ξύλο φλαμουριάς των άγριων ζώων που κρέμονταν στους τοίχους· κι ένιωσα να χάνω τις δυνάμεις μου, όταν χλωμός σαν κηροπάνι με υποδέχτηκε χαμογελώντας πικρά. Άμα του έδειξα, για να τον ενθαρρύνω, τις αποσκευές μου, παρατήρησα ωστόσο ότι χάρηκε λιγάκι. «Θα μείνω εδώ, μαζί σου», του λέω στη συνέχεια, σαν να επρόκειτο να ζήσει αιώνες. Δεν είπε τίποτα, ούτε καλά ούτε κακά, μόνο χάιδεψε με στοργή τα μαλλιά και το πρόσωπό μου όταν γονάτισα μπροστά στο κρεβάτι.

Τα χέρια του, φίνο σμυριδόχαρτο άλλοτε απ’ την κόφτρα και το τσεκούρι, τον υποκόπανο του ντουφεκιού, φάνταζαν τώρα χέρια διανοούμενου, άπραγου ακαμάτη. Τα πήρα μέσα στα δικά μου και μείναμε έτσι σιωπηλοί ώρα πολλή, αυτό που ούρλιαζε μέσα μου το παράχωσα να μην ακούγεται.

Η μάνα μου, που είχε εκείνο τον καιρό τη δυστυχία και τον πόνο παραμάσχαλα, τους οδυρμούς πρόχειρους, παρακινούμενη απ’ όλα αυτά, έσκουξε δυνατά· σέρνοντας κατόπιν τη φωνή της με τρόπο λυδικό, μουρμούρισε μερικά λόγια ακαταλαβίστικα. Μα άξαφνα, σαν να ντράπηκε για το φανερωμένο πάθος της, σώπασε κι έτσι το τραγούδι το τραγουδισμένο σ’ αυτόν τον αρχαίο ρυθμό φάνηκε ευθύς μισοτελειωμένο, τυραννισμένο μόνο από δοκιμές. Ρίχνοντάς της αυτός τότε βλέμματα συμπονετικά, της έκανε νόημα με το κουρασμένο χέρι του να φύγει από το προσκέφαλό του: «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου, ξεκουράσου», της ψιθύρισε.

Έμεινα πλάι του, δίχως να λείψω στιγμή, τρία μερόνυχτα, ώς το τέλος. Από το παράθυρο με τις σιδεριές (μόνο αυτό από τα τέσσερα του δωματίου δεν είχε σκούρα παραπετάσματα) παρατηρούσε συνεχώς, σε διαφορετικές εκδοχές, ανάλογα με την ώρα, όπως ο Χοκουσάι το ιερό όρος Φούτζι, τις κορυφές των βουνών: πράσινες, γαλάζιες και λιλά. Το βλέμμα του πλανιόταν πάνω τους γεμάτο λαχτάρα, έμοιαζε να ψάχνει απεγνωσμένα τα μονοπάτια που κάποτε πρωτοχάραξε.

Το πρωί της τρίτης μέρας τον κυρίευσε μεγάλη ανησυχία, γύρεψε με την επιμονή παιδιού κακομαθημένου να δει νεογέννητο κατσικάκι και το πουλάρι του Ανέστη, του γείτονά μας, που είχε αψύ, νευρικό χαρακτήρα και του ’κανε γούστο να το βλέπει να πίνει νερό – το ’πινε σαν άνθρωπος από την πέτρινη βρύση στο σταυροδρόμι μας, ποτέ δεν έσκυβε σε ποτίστρα. Με χαμηλωμένα βλέφαρα, λες κι είχε ένοχη τη συνείδησή του, ζήτησε, επίσης, μετρημένη με τη μεζούρα μπαρούτη, και σκάγια, να γεμίσει δύο φυσέκια – και ποιος δεν το ’ξερε πως ήταν πρώτης τάξεως κυνηγός κι από τους καλύτερους ψαράδες.

Όταν στα τελευταία άρχισε να παραλογίζεται με μάτια ορθάνοιχτα, πέρασαν έξω από το παραθύρι του –η μάνα κι εγώ δεν πήραμε είδηση κι ας είχαμε τα μάτια μας δεκατέσσερα– με την επισημότητα των παρελάσεων: κοπάδια με αγριοκάτσικα, φερμένα απ’ τους χαλιάδες και τις ξερολιθιές της Γκαμήλας, λαγοπόδαρα της τρεχάλας άφαντα, αγριογούρουνα που τα λάχτισε η παγάνα· μπεκάτσες του Νοέμβρη, αγριόπαπιες. Φορτηγά αυτοκίνητα ύστερα των τρεισήμισι τόνων, φορτωμένα ώς τα μπούνια ξυλεία, πλάκες δρυός και καρυδιάς, κυπαρισσόξυλα απ’ τα νεροπρίονα για ταρσανάδες. Μηλιές του είδους golden, ροδακινιές στ’ άνθη τους· πεζόβολοι και πλεμάτια με ψάρια του Αώου, τριάντα στρέμματα σπαρμένα σιτάρι.

Η καρδιά του πήγαινε απ’ τη μια αγάπη στην άλλη σαν τύμπανο μεγάλο με μεμβράνη από δέρμα μοσχαριού. Με συχνά glissandi και ρολαρίσματα, χτυπούσε συνεχώς στον ίδιο ρυθμό, σε τονικό ύψος χαμηλό, στη νότα πάντοτε του ντο. Μαγεμένος, ο δύστυχος, άπλωνε τα χέρια του ν’ αγγίξει αυτόν τον κόσμο που τον αποχαιρετούσε. Την ίδια ώρα σε μια ξαφνική αναλαμπή του πνεύματός του έσφιξε το χέρι μου και βάζοντας στην μπάντα περηφάνια και θάρρος περίσσιο, ικέτεψε: «Σώσε με, σώσε με». Μα τούτο δω δεν κράτησε παρά ελάχιστα, κι ύστερα απλώθηκε μια ησυχία μυστήρια – οι βολβοί των ματιών του έμοιαζαν να μην ξέρουν από πού να κρατηθούν.

Μαντεύοντας το τέλος έσκυψα κι ακούμπησα, χωρίς καθόλου να διστάσω, το αυτί μου στο στήθος του για να αφουγκραστώ. Το tempo της καρδιάς του ήταν τώρα αργό, η μουσική της adagio του Μπρίττεν, τύμπανο και βιολοντσέλο. Στις σιωπές του τυμπάνου –όλο και μεγάλωναν– σε ξάφνιαζε η αταξία του βιολοντσέλου με την παραφορά του και τις ανώφελες υφέσεις. Άκουγα με τη δίψα λες του παιδιού για παιχνίδια πρωτότυπα, την αφέλεια του νέου μπρος στης μοίρας τα γραμμένα. Και σαν να μην καταλάβαινα τι σημαίνει η απώλεια ενός ανθρώπου, γοητευόμουν από την έντονη αίσθηση του κινδύνου, την ιδέα του ίδιου του θανάτου. Στη θέση αυτή έμεινα εντέλει ώς την ώρα που η τσόχινη άκρη της μπαγκέτας άγγιξε ανεπαίσθητα για τελευταία φορά, μετά από μια οδυνηρή μακρά σιωπή τη μεμβράνη του τυμπάνου. Έπειτα, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έστελναν ακόμα μηνύματα ζωής κατά κύματα, που σιγά σιγά έσβηναν κι αυτά για πάντα, τούτο το δωμάτιο που ο ίδιος ονόμαζε σκάζοντας στα γέλια, αρκουδοφωλιά, φάνηκε σε μένα ολωσδιόλου ξένο.

Οι ελαιογραφίες των άγριων ζώων –παλαιότερα δημιουργήματα δικά μου όλες τους– μου προκαλούσαν τώρα πνιγερή θλίψη, λες κι οι σκιές των αγριμιών που έμοιαζαν με μαύρο καπνό, ξεχύνονταν απ’ τους πίνακες στην ατμόσφαιρα και γέμιζαν τον τόπο γκρίζα καταχνιά. (Η γοητεία της τέχνης του Αντονέλο ντα Μεσίνα –αντέγραφα, ανίδεος καθώς ήμουν τότε τις φωτοσκιάσεις του πιστά– είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί.) Η παραγεμισμένη με άχυρο νυφίτσα που στόλιζε ανέκαθεν μια γωνιά της κάμαρας, μου φαινόταν τούτες τις στιγμές, πως έδειχνε τα δόντια της με άγρια κι επιθετική διάθεση, και σαν να μην αρκούσαν όλα αυτά, τα βαλσαμωμένα πουλιά της δρύινης βιτρίνας μεταμόρφωσαν μέσα σε λίγη ώρα, με τα ψεύτικα, χωρίς υπεροψία κι αγριάδα μάτια τους, το γεμάτο εκπλήξεις δωμάτιο των παιδικών μου χρόνων, σε μουσείο, που η άχρωμη κι ανούσια ζωή του δεν έχει νόημα. Μα το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως καθώς τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα περνούσαν, πάνω εκεί στο ντιβανάκι, το σώμα του άρχισε να μοιάζει με αντικείμενο, που το είχαμε ξεχάσει τάχα όλη τη νύχτα έξω στην πάχνη, και το φέραμε μόλις τώρα στο δωμάτιο, παγωμένο.

Στο τέλος, αυτός που πριν λίγο ήταν άνθρωπος κανονικός, πήρε την όψη κέρινου προπλάσματος. Φάνταζε, μάλιστα, δημιούργημα εργαστηρίου κάποιου ατάλαντου γλύπτη, ανίκανου να παρατηρεί με προσήλωση τη φύση και τα φαινόμενα, που του λείπει εντελώς το ένστικτο, η φυσική δικαιοσύνη που φωλιάζει στην καρδιά μας. Τούτος δω ο μπαγαπόντης, λοιπόν, εκτός των άλλων του είχε σκαλίσει χαμόγελο ίδιο μ’ εκείνα τα πικρά, τα αινιγματικά της Αναγέννησης· σαν κι αυτά που χάραζε ο Ντονατέλο, όταν ήταν στις δόξες του, ή ο εκείνος ο παλικαράς, ο χρυσικός με το αρκεβούζιο. Εντέλει είναι, πράγματι, άξιον απορίας το πόσο ένα τέτοιο χαμόγελο περιωπής, σαν να λέμε, δεν ταίριαζε στον δικό μας απλό άνθρωπο.

Το σύστημα αυτού του άξεστου, δουλεύοντας αργά και μεθοδικά κατάφερε τελικά, αφού υπονόμευσε πρώτα την ψυχραιμία μου, να κλονίσει και τα νεύρα μου. Έτσι ώστε όσο περισσότερο το μελετούσα τόσο αυτή η κατάσταση μ’ έφερνε σε απόγνωση. Ώσπου μ’ έπνιξε ένα τέτοιο παράπονο, που για πολλή ώρα δεν μπορούσα με καμία δύναμη να επιβληθώ στον εαυτό μου. Σαν ήρθα στα συγκαλά μου ύστερα όμως, αποφάσισα με πρωτοφανή αλαφράδα, τι παράξενο στ’ αλήθεια, να διορθώσω εγώ ο ίδιος την κακοτεχνία: Αφού πρώτα με μια ανόητη δικαιολογία απομάκρυνα όλες τις γυναίκες που στέκονταν γύρω από το ντιβάνι παριστάνοντας τις μοιρολογίστρες, πήρα απ’ την κασετίνα μου κάρβουνο και σχεδίασα στο λευκό πανωσέντονο τη νεκρική μορφή του σύμφωνα με το γούστο της καρδιάς μου. Έτσι που μόνο ένας μοναχικός καλλιτέχνης με την ειλικρίνεια και τις γνώσεις του μπορεί. Έπειτα, αφού το φύλαξα στο σάκο μου, επέτρεψα στις μαυροφόρες να συνεχίσουν τη δουλειά τους, τη σύμφωνη με τη θέληση της μάνας μου. Εντέλει αποτύπωσα αυτό το σχέδιο του σεντονιού με λάδι πάνω στο μουσαμά μου, μόνο σαν πέρασε κάμποσο διάστημα από τότε κι ήρθε εντωμεταξύ και η ώρα η κατάλληλη.

Το πορτραίτο τούτο δω του πατέρα μου βρίσκεται τώρα τοποθετημένο στην ανατολική πλευρά του εργαστηρίου μου ανάμεσα σε τοπία που τα βουνά τους, μακρινά, ασαφή σαν φρύδια, μαρτυρούν την απόσταση που μας χωρίζει.