ISBN | 978-618-5267-30-8 |
---|---|
Σελίδες | 120 |
Σχήμα | 12 × 0.5 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €10.00.€9.00Η τρέχουσα τιμή είναι: €9.00. |
Κυκλοφορία | Ιούνιος 2020 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Κώστας Σπαθαράκης |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | Μαρω Κατσίκα |
Ο πολτός των πραγμάτων
του Αριστείδη Αντονά
discount10percent, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΑνοιγοκλείνω τα μάτια ή δεν τα ανοιγοκλείνω; Νιώθω σίγουρα μια σύσπαση στο μάτι, ένα «τικ» χτυπάει επαναλαμβανόμενα στο βλέφαρο. Στο αριστερό μάτι, και ίσως είναι απλή διαταραχή του κυκλοφορικού. Πιθανώς ασήμαντη διαταραχή. Πιθανώς όχι ακριβώς ανεξήγητο ανοιγοκλείσιμο. Είμαι ακόμη σε κακή κατάσταση, είμαι κουρασμένος, εξαντλημένος, σε απόγνωση, νεκρός. Ξυπνάω; Γιατί; Είμαι τέτοιο ράκος που πρέπει αμέσως να ξανακοιμηθώ να μη βλέπω καθόλου γύρω μου. Με απασχολούσε άραγε κάτι προχθές; Πριν απ’ όλα αυτά είχα ζωή; Πριν συμβεί ό,τι συνέβη, γινόταν κάτι που αξίζει να θυμηθώ; Περιμένω κάτι από το παρελθόν; Περιμένω δηλαδή να θυμηθώ κάτι που ξεχνάω; Έχω παρελθόν; Πού χάθηκε ό,τι γινόταν πριν; Και μήπως λίγο πριν, θυμόμουν κάτι για πιο πριν; Μήπως κι από πριν δεν είχα ξεχάσει το πριν, αν υπήρχε κάτι εκεί; Τώρα ξυπνάω από λήθαργο. Κι όμως δεν μπορώ να βγω ακριβώς έξω από το λήθαργο, δεν θυμάμαι τι ήταν πριν από αυτόν, δεν θυμάμαι την αρχή του, μήπως δεν είναι λήθαργος λοιπόν αλλά κανονική κατάσταση.
Κριτικές
Μικέλα Χαρτουλάρη, Εφημερίδα των Συντακτών
1.
Δερμάτινα πορτοφόλια με χιλιοπιασμένα, λερωμένα χαρτονομίσματα σαπίζουν και βρωμάνε στην τσάντα μου. Είναι η καταβόθρα που μέσα της πέφτουν κι ενταφιάζονται χαρτιά, έντυπα και πράγματα. Βυθίζονται μέσα και μουχλιάζουν σαν νεκρά ποντίκια. Εκεί ανακατεύονται κέρματα και κλειδιά με αχρησιμοποίητα, κατεστραμμένα προφυλακτικά, εκεί λερώνονται και τσαλακώνονται βιβλία, σκίζονται σελίδες, ύστερα μένουν μέσα αποσπάσματα από σημειώματα, που γίνονται σκόνη. Σιχαίνομαι την τσάντα. Καμιά φορά υποφέρω να τη βλέπω, υποφέρω να τη σκέφτομαι. Στενοχωριέμαι, ενοχλούμαι θανάσιμα από την κατάσταση της τσάντας. Την ανοίγω τότε και φτύνω. Φτύνω μέσα στην τσάντα. Ίσως ένα χαρτί έμεινε καθαρό εκεί μέσα, με εκνευρίζει το καθαρό χαρτί, που ίσως υπάρχει, αυτό ειδικά το καθαρό χαρτί με ταράζει ακόμη περισσότερο από τα τσαλακωμένα, τα σκισμένα ή τα κομματιασμένα χαρτιά. Φτύνω για να βρωμίσω το καθαρό χαρτί, φτύνω επίσης για να εξεγερθώ εναντίον της βρώμικης τσάντας. Άλλοτε την ανοίγω και την αδειάζω στο πάτωμα. Τσαλακώνω και πατάω ό,τι πέσει κάτω, σκίζω τα χαρτιά, τα πετάω σε μια παλιοσακούλα.
Πάντα και παντού κουβαλάω την τσάντα. Χτες ήθελα να την ξαποστείλω, να την πετάξω. Γιατί όμως ειδικά την τσάντα στα σκουπίδια; Μήπως δεν έπρεπε να πετάξω το χαλί; Την κουρτίνα; Την απαίσια πολυθρόνα; Ή τη λάμπα! Τώρα σκέφτομαι τη λάμπα και την κοιτάζω. Είναι αναμμένη. Με στραβώνει. Καλύτερα χωρίς φως, πιστεύω. Θα ’πρεπε σίγουρα να τη σβήσω. Αλλά μου λείπει η δύναμη να κουνήσω το χέρι μέχρι το διακόπτη, να σβήσω τη λάμπα. Τόση οργή, τόση εξέγερση εναντίον του κόσμου της τσάντας και των πραγμάτων, κι όμως μου λείπει η ενέργεια να σβήσω μια λάμπα! «Καλύτερα στο σκοτάδι, καλύτερα να έμενα στο σκοτάδι», σκέφτομαι αλλά δεν κουνιέμαι καθόλου. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Θεέ, τι αδράνεια! «Καλύτερα έξω να είναι σκοτάδι, όπως είναι πάντα σκοτάδι και “μέσα μου”». Αλλά καμιά δύναμη δεν βοηθά να γίνει σκοτάδι. Νομίζω πως «μέσα μου» η συσκότιση θεωρείται οριστική και αμετάκλητη. Και «έξω», το φως που με κάνει να βλέπω (το φως της λάμπας τώρα) είναι μόνο απογοητευτικό. Το φως δείχνει πράγματα: σαν εκείνα που χωράνε στην τσάντα ή δείχνει άλλα που δεν χωράνε στην τσάντα. Ας χάλαγε από μόνη της η λάμπα· θα μπορούσε τώρα, την ώρα που θέλω τη λάμπα σβηστή, να καιγόταν. Τι ευτυχία! Να μπορούσε τώρα να καεί η λάμπα! Το σκοτάδι είναι «χαμένη τάξη του σύμπαντος». Το σκοτάδι με έλκει σαν χαρωπή μαύρη τρύπα. Βλέπω πράγματα αλλά δεν θέλω: δεν θέλω να τα βλέπω. Και η καταραμένη λάμπα είναι υπεύθυνη για την παρουσία των πραγμάτων. Τα δείχνει κι επίσης με στραβώνει. Δεν ξέρω γιατί αγόρασα τόσο δυνατή λάμπα. Θα φύγω, θέλω να φύγω. Αλλά και έξω, στην πόλη, πάλι υπάρχει φωτισμός, ο φωτισμός της νύχτας: φανάρια, φώτα που φανερώνουν πάλι πράγματα, κτίρια και αυτοκίνητα, εξίσου μισητά με όσα φωτίζει η λάμπα. Στρέφω το κεφάλι προς τα πάνω. Η λάμπα στέκεται στο τραπέζι και προς τα πάνω ο χώρος μου είναι πιο σκοτεινός. Κοιτάζοντας προς τα πάνω μπορώ να πάρω μια ανάσα, ηρεμώ κάπως – αν μπορώ να πω αυτή τη λέξη. Προτιμώ το ταβάνι από το πάτωμα. Υπάρχει κι εκεί –στο ταβάνι– άλλη λάμπα, όμως –ευτυχώς– αυτή χάλασε, είναι σβηστή, πάει καιρός. Το ταβάνι είναι σίγουρα πιο ήσυχο από το πάτωμα, σε κάθε περίπτωση. Το ταβάνι διώχνει τα πράγματα. Είναι άδειο· τα πράγματα πέφτουν πάντοτε στο πάτωμα, προς τα κάτω. Το πάτωμα είναι καταδικασμένο να είναι θέση των πραγμάτων. Εξού και μισώ το πάτωμα, τα χώματα, τα οριζόντια επίπεδα όπου πέφτουμε: εμείς και τα πράγματα. Μισώ την Αγία Τράπεζα όσο αγαπώ τα επίπεδα ταβάνια μερικών εκκλησιών. Αν μπορούσα να στέκομαι ανάποδα μόνο εγώ (στο ισχύον βαρυτικό σύστημα – δηλαδή χωρίς τα πράγματα), όπως το καταφέρνουν οι μύγες και τα κουνούπια, τότε –βλέποντας μόνο προς τα πόδια μου, μια και το βλέμμα έχει την τάση να στρέφεται προς τα πόδια– θα ήμουν πιο ήσυχος. Θα ήμουν απαλλαγμένος από τα πράγματα που με ενοχλούν τόσο. Ή αν μπορούσα να πετάξω, αν πετούσα: θα ήμουν και πάλι πιο ήσυχος, απαλλαγμένος από τα πράγματα, και περισσότερο βέβαια ανακουφισμένος χωρίς δικά μου πράγματα. Τα δικά μου πράγματα ή εκείνα που θα μπορούσαν να είναι δικά μου είναι τα πράγματα που με αναστατώνουν περισσότερο. Αυτά με αποπροσανατολίζουν. Το πρόβλημα με τα πράγματα είναι ότι όλα «θα μπορούσαν» να είναι δικά μας. Λέμε ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από πράγματα και ότι αυτά κάνουν την «πραγματικότητα», αλλά τα πράγματα είναι απλώς όσα έχουμε ή όσα μπορούσαμε να έχουμε. Κληρονομήσαμε τα πράγματα και αυτό έγινε σαν να δεχθήκαμε κατάρα. Τα πράγματα είναι το προπατορικό αμάρτημα.
Το ταβάνι στο μεγάλο δωμάτιο έχει την υπέροχη υπόλευκη απόχρωση. Έχει τα καταπληκτικά αυτά δοκάρια που, αν ήμουν εγώ ανάποδα, θα χρησίμευαν ως άνετα καθίσματα. Και η χαλασμένη λάμπα θα έμοιαζε με ανάποδο ωραίο λουλούδι.
Το φως ας έμενε αναμμένο τότε. Το όνειρο της αντιστροφής του κόσμου είναι μάταιο. Καλύτερα να με χτυπήσει, για λίγο, ο αέρας στο πρόσωπο. Μακάρι να βρέχει κιόλας. Μακάρι να μην τριγυρνάει κανείς στο δρόμο. Θα συγκεντρώσω τις δυνάμεις μου για να βγω. Έχω κενά μνήμης. Ναι, δεν έχω το κουράγιο να κουνήσω το χέρι για να σβήσω τη λάμπα, όμως πόση ώρα κάθομαι σε αυτή τη θέση κοιτάζοντας τη λάμπα; Ίσως πέρασε μια ώρα, ίσως και περισσότερες. Η αταραξία και η απραξία δεν μετράνε το χρόνο με κανέναν τρόπο. Ατάραχος και άπρακτος μπορεί να μένω για ένα λεπτό ή για τέσσερις ώρες, σε αυτές τις συνθήκες χρόνος δεν υπάρχει, μετά δεν θα ξέρω να εξηγήσω ποια ήταν η διαφορά από το πριν στο μετά. Για το λόγο αυτό ο Θεός είναι ατάραχος και άπρακτος. Είναι άχρονος καθώς τίποτε δεν είναι νέο για τον Θεό. Θεωρώ τη διάθεση του Θεού αξιοζήλευτη. Η αταραξία προέρχεται από κάποια θετική πλήξη. Θέλω να μοιάσω στον Θεό. Το ομολογώ και δεν νομίζω πως απέχω πολύ. Η λάμπα είναι τώρα σβηστή και τρομάζω από τη διαπίστωση, αφού ούτε βέβαια την έσβησα ούτε την είδα να σβήνει ή να καίγεται. Μετά από ποιο ακαθόριστο διάστημα συναντάω άραγε τη λάμπα σβηστή; Μου συμβαίνει συχνά και να! Μου συμβαίνει πάλι τώρα. Ο χρόνος κυλάει χωρίς να τον ελέγχω. Προσηλώνομαι στη σκέψη και όταν επανέρχομαι στο δωμάτιο (σαν να επανέρχομαι από νάρκωση), μοιάζω με πεθαμένο που ανασταίνεται, όλα είναι αλλιώς ή κάτι είναι παράξενο: βλέπω ξαφνικά ότι η λάμπα είναι σβηστή. Την έκλεισα με τη δύναμη της θέλησης; Μάλλον όχι. Μάλλον έσβησα τη λάμπα, χωρίς να το θυμάμαι και χωρίς να το καταγράψω στη μνήμη μου. Δεν θυμάμαι τη λάμπα να σβήνει. Δεν την έσβησα εγώ. Την κοιτάζω σβηστή σαν να την κοίταζα πάντα σβηστή. Δεν κοιτάζω τη λάμπα αλλά προς το μέρος της λάμπας. Η ίδια η λάμπα δεν φαίνεται. Κι όμως πριν λίγο το φως της με ενοχλούσε. Σκεφτόμουν κάτι για αυτό. Ή μήπως ήταν ήδη η ανάμνηση από το φως που με ενοχλούσε; Το αποτέλεσμα της κίνησής μου είναι εδώ μπροστά αλλά δεν θυμάμαι να το έκανα: επομένως δεν το έκανα. Με δυο λόγια: ταυτοχρόνως το έκανα και δεν το έκανα. Έσβησα και ταυτόχρονα δεν έσβησα τη λάμπα.
Η λάμπα είναι σβηστή μπροστά μου, βλέπω μόνο το φως του διαδρόμου κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, το φως που ανάβει και σβήνει όταν κάποιος κινείται στους εξωτερικούς διαδρόμους του κτιρίου. Τα μάτια μου συνήθισαν να βλέπουν, όχι μόνο όταν το φως περνάει κάτω από την πόρτα, αλλά επίσης στα κενά του απόλυτου σκοταδιού, όταν κανείς δεν κινείται στους διαδρόμους· εγώ και πάλι καταφέρνω να διακρίνω πράγματα μέσα στο δωμάτιο και μάλιστα καλά. Τόσο καλά ώστε κουράζομαι που βλέπω και σκέφτομαι ακριβώς τα ίδια που σκεφτόμουν όσο έβλεπα με το φως της λάμπας (ότι δηλαδή προτιμώ το ταβάνι που είναι άδειο –στρέφομαι προς το ταβάνι– ότι θα μπορούσα να περπατάω ανάποδα και να μην αντιμετωπίζω τα πεσμένα πράγματα στο πάτωμα, που με κουράζει να τα βλέπω και τα λοιπά). Φως ή σκοτάδι, λάμπα ζωντανή ή πεθαμένη, δεν έχει, εντέλει, διαφορά για να σκέφτομαι.
2.
Κατεβαίνω τα σκαλιά, βλέπω ένα αποτσίγαρο (τα φώτα άναψαν) και ίσως βλέπω επίσης ένα νεκρό έντομο. Κρατάω στο χέρι –τι άλλο;– την τσάντα. Βγαίνω έξω, κάνει ζέστη. Όμως ούτε βροχή ούτε ησυχία, φυσικά. Είναι αργά αλλά –και πάλι– υπάρχουν άνθρωποι που στριφογυρίζουν έξω στην πόλη όπως εγώ. Δυσάρεστο: δεν με πειράζουν τόσο οι ίδιοι οι άνθρωποι. Δεν θα με πείραζε αν οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν γυμνοί. Με ενοχλούν αυτά που κουβαλάνε μαζί τους. Δεν με πειράζουν αλλά αυτοί είναι –ως επί το πλείστον– υπεύθυνοι για τα πράγματα. Δεν χωράει αμφιβολία. Αν ήθελα να χτυπήσω τα πράγματα, θα έπρεπε να χτυπήσω τους ανθρώπους. Οι σακούλες, οι δικές τους τσάντες, τα ρούχα τους, τα κοσμήματα, τα ρολόγια με ενοχλούν: δηλαδή τα δικά τους πράγματα που από μια στραβοτιμονιά θα μπορούσαν ξαφνικά να γίνονταν δικά μου. Με απειλούν κι αυτά. Οι τσάντες τους! Θα είναι, σίγουρα, ακριβώς σαν τη δική μου τσάντα: εξαιρετικά μισητές, απαίσιες, βρωμερές τσάντες. Μπορεί να είναι τακτικές και καθαρισμένες! Αυτές τις τελευταίες τις μισώ περισσότερο. Είμαι έτοιμος να ξεκοιλιάσω τέτοιες τσάντες. Είμαι έτοιμος να χρησιμοποιήσω δηλαδή ένα μαχαίρι και να τρυπήσω με βία τις τσάντες: να σκίσω και να διαλύσω ό,τι χαρτιά και μαντίλια έχουν μέσα. Οι τακτικές τσάντες δεν είναι απλώς μελλοντικές βρώμικες, είναι και ειρωνικά σχόλια για τη δική μου βρώμικη τσάντα. Χλευάζουν εμένα τελικά και τον τρόπο διαχείρισης της τσάντας μου.
Τα οχήματα που οδηγούν όσοι δεν φαίνονται έχουν κι αυτά μέσα τσάντες, και τα οχήματα που έφραξαν τα πεζοδρόμια κρύβουν τσάντες στις κλειδωμένες μπαγκαζιέρες τους: δεν μπορώ να αντιδράσω σε αυτά, αισθάνομαι αδύναμος, αν και θα μπορούσα να βάλω μια μεγάλη φωτιά να κάψω τα οχήματα, όσα περισσότερα μπορώ, έτσι όπως στάθμευσαν, το ένα όχημα κολλητά στο άλλο και βέβαια να κάψω μαζί με τα οχήματα όλες τις κρυμμένες τσάντες. Μερικά οχήματα κινούνται στην άσφαλτο (σαν να είναι αυτό κάτι απλό και πρακτικό), αυτά που κινούνται όμως είναι πιο επικίνδυνα, και βέβαια ακόμα πιο αποκρουστικά. Είτε περπατάω είτε στέκομαι δεν έχει διαφορά, είναι το ίδιο. Λοιπόν, είμαι πάλι σε μια κατάσταση σαν την προηγούμενη: είτε είμαι στο δωμάτιο ζαλισμένος από τη λάμπα που κάηκε ή που την έσβησα, είτε είμαι στην πόλη, ζαλισμένος από τα πράγματα των ανθρώπων και από τα αυτοκίνητα, είναι –φαίνεται– το ίδιο. Ξέχασα κιόλας πόση ώρα περπατάω, ξέχασα πού πάω και πού βρίσκομαι. Αυτοκίνητα, παγκάκια, ρείθρα πεζοδρομίων, κάδοι απορριμμάτων, τσάντες. Μπροστά σε όλα αυτά πάσχω: σίγουρα πάσχω αλλά δεν ξέρω ακόμη από τι. Ίσως πάσχω από κάποια άρνηση να προσηλωθώ σε οτιδήποτε από αυτά. Πάσχω από άρνηση να καταλάβω καθένα από αυτά. Απουσία προσήλωσης; Ίσως το αντίθετο. Υπερβολική προσήλωση. Υπερβολική ενέργεια που αποδίδω στο καθετί; Ίσως το αντίθετο. Θάνατος δικός μου μπρος στα πράγματα, τέλος δικό μου, ήττα από τα πράγματα. Η κατασπατάληση της ενέργειας από προσήλωση με σκότωσε. Είμαι ήδη νεκρός και το ξέρω. Καταξόδεψα την ενέργειά μου και έμεινα στο κενό. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στη βουλιμία των πραγμάτων. Η δική μου προσήλωση ήταν η άλλη πλευρά των πραγμάτων. Κάτι απίθανο συμβαίνει: η υπερδιέγερση σπαταλάει τόση ενέργεια για προσήλωση που καταλήγει η ίδια αυτή τεράστια ενέργεια προσήλωσης να με κάνει στο τέλος να χάνω κάθε ικανότητα προσήλωσης. Παρασύρομαι στην προσήλωση συνεχώς, δεν μπορώ να αποφύγω την προσήλωση, συμβαίνει όμως να μεταθέτω την προσήλωση από το ένα σημείο στο άλλο, χωρίς να καταφέρνω να περιφρονήσω ποτέ το σημείο προσήλωσης! Δεν μπορώ να πάψω να είμαι προσηλωμένος κάπου. Κάποιος μπορεί άραγε; Δυστυχώς πάντα υπάρχει κάποιο σημείο προσήλωσης. Με την προσήλωση και με την ακρίβεια διαχέομαι: περνώντας από το ένα σημείο προσήλωσης στο άλλο χάνομαι, όντας όμως συνεχώς απολύτως προσηλωμένος. Δεν έχω προσανατολισμό επειδή μένω τόσο πολύ προσανατολισμένος. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται το πέρασμα από το ένα σημείο προσήλωσης στο άλλο. Ποτέ δεν μεταθέτω την οπτική γωνία, πάντοτε βλέπω μπροστά μου ένα μονάχα πράγμα, το ίδιο πράγμα, κι ωστόσο κάτι αλλάζει. Πώς γίνεται τότε το πέρασμα από το ένα σημείο προσήλωσης στο άλλο; Σίγουρα δεν μπαίνει κάτι στο οπτικό μου πεδίο. Δεν μπαίνει κάτι που μου αποσπά την προσοχή. Δεν βρίσκω σημείο διάσπασης της σκέψης. Όχι, αντίθετα, η σκέψη κυλάει συνεχώς: σαν ποτάμι που δεν μπορεί να σταματήσει. Κοιτάζει πάντοτε μια περιοχή με μόνιμα αναμμένο το φως μπροστά της και αυτό σημαίνει: σε απόλυτη προσήλωση. Τώρα, πώς η προσήλωση πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο; Ας μην απαντήσω, για να μην κάνω λάθος. Δεν έχω ιδέα πώς γίνεται αυτό. Ίσως δεν υπάρχει καν θέμα για να πηδά η σκέψη από το ένα στο άλλο. Ίσως τίποτε δεν απασχολεί πραγματικά τη σκέψη εκτός από την ίδια τη σκέψη. Ας νομίζει η σκέψη ότι κάτι την απασχολεί. Στην «πραγματικότητα» εκεί που νομίζουμε ότι υπάρχει σκέψη για κάτι υπάρχει τότε αποκλειστικά και μόνο προσήλωση. Ίσως ποτέ το αντικείμενο της προσήλωσης δεν είναι αρκετό ώστε να γίνει κάτι έξω από την προσήλωση.
3.
Περπατάω επειδή ξέρω ότι ανοίγω το βήμα (τώρα που σκέφτομαι το βήμα ανοίγω το βήμα), και βρίσκομαι σίγουρα ήδη μακριά από το σπίτι· αν σκεφτώ λίγο περισσότερο θα μπορέσω να γυρίσω, τώρα όμως θέλω να περπατάω χωρίς να σκέφτομαι ότι περπατάω, όπως σκεφτόμουν πριν ακίνητος, μέσα στο δωμάτιο, κοιτάζοντας τη λάμπα που έσβησε χωρίς να τη σβήσω. Στο δρόμο μου που –τουλάχιστον– σκοτείνιασε περισσότερο, υπάρχει ένα φωτεινό πράγμα, υπάρχει αυτή η φωτιά πίσω από ένα τζάμι: μια βιτρίνα.
Πλησιάζω προς τα κει, υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που κοιτάζουν μέσα στη βιτρίνα. Το φως είναι πολύ. Αλλά η βιτρίνα δεν έχει εμπορεύματα όπως θα περίμενε κανείς, δεν έχει ρούχα ούτε οτιδήποτε άλλο. Αντίθετα είναι άδεια, αν εξαιρέσει κανείς αυτό το γυμνό σώμα που δεν του δίνω σημασία, στην αρχή, αλλά καταλαβαίνω γρήγορα πως αυτό είναι που προξενεί το ενδιαφέρον των περαστικών, αυτό τους έκανε να σταματήσουν. Αυτό κοιτάζουν μέσα στη βιτρίνα. Είναι ένας πεσμένος γυμνός άντρας και δίπλα του μια τσάντα. Τα ρούχα του βρίσκονται παραπέρα, κομματιασμένα. Η τσάντα είναι τρυπημένη –θα έλεγε κανείς με μαχαίρι– και γύρω της είναι πεταμένα χαρτιά, σκισμένα έγγραφα. Τρυπημένος, μαχαιρωμένος και γεμάτος ωραίο κόκκινο αίμα είναι και ο ίδιος. Στέκομαι κι εγώ ανάμεσα στους άλλους και κοιτάζω. Κοιτάζω τη βιτρίνα, όχι όμως σαν θεατρική σκηνή όπως την κοιτάζουν οι άλλοι. Ανατριχιάζω, τρομάζω με τη βιτρίνα γιατί αυτό που βλέπω είναι μια εικόνα του μυαλού μου: δεν είναι πραγματική εικόνα αυτό που βλέπω αλλά σκέψη δική μου. Είμαι κιόλας ιδρωμένος. Τρέμω καθώς η εικόνα συμπυκνώνει τις σκέψεις του απογεύματος, του βραδιού, συμπυκνώνει τις μόλις προηγούμενες σκέψεις! Ίσως και τις περασμένες, τις πρόσφατες σκέψεις εκείνες του προηγούμενου απογεύματος για παράδειγμα, ίσως όλης της πρόσφατης ζωής μου κοντά στην τσάντα. Ξεχνάω και θυμάμαι, μισώ τα πράγματα, μισώ τις τσάντες: πόσα χρόνια τώρα; Να λοιπόν ξαφνικά η σκέψη μου σε εικόνα. Να το αποτέλεσμα μιας σκέψης για τα πράγματα: σαν κάτι που ήδη έκανε αυτή η σκέψη. Μισώ το φως της βιτρίνας αλλά και τα λίγα ρούχα και τα πράγματα που είναι πεσμένα γύρω και επίσης –αυτό είναι πιο ανησυχητικό– αισθάνομαι σαν να ξεκαθάρισα εγώ τη σχέση με τα άσχημα πράγματα, σαν να δόθηκε σ’ αυτά ένα καίριο πλήγμα που τους άξιζε. Κι ο νεκρός; Δεν σκέφτομαι για αυτόν τίποτα. Δεν ξεχωρίζει από τα σκισμένα χαρτιά και την τσάντα. Ο άνθρωπος είναι μια ακόμη βρωμιά της τσάντας. Ο τρόμος από την εικόνα είναι ηδονικός: το συναίσθημα ανακούφισης από το ξεκαθάρισμα με ανησυχεί βέβαια: αλλά η ανησυχία δεν προσθέτει καθόλου δηλητήριο στην ηδονή.