Προσφορά!

Οι Αργοναύτες

της Μάγκι Νέλσον

Μετάφραση: Μαρία Φακίνου

,

Οι Αργοναύτες ταξιδεύουν πάνω σε σώματα που διαρκώς αλλάζουν, μεταβάλλονται, μετασκευάζονται. Έτσι έρχονται αναπόφευκτα αντιμέτωποι με το παράδοξο της ταυτότητας: τι απομένει όταν όλα τα αρχικά υλικά έχουν αντικατασταθεί από καινούργια; Στους Αργοναύτες η Μάγκι Νέλσον καταγράφει ένα τέτοιο ταξίδι, περιγράφοντας τον έρωτά της με τον τρανς καλλιτέχνη Χάρυ Ντοτζ, τη σχέση της με τον θετό της γιο, την εγκυμοσύνη και τη γέννα της, μετατρέποντας κάθε της προσωπική εμπειρία σε δημόσιο στοχασμό πάνω στα ζητήματα της σεξουαλικότητας και του φύλου, της φροντίδας και της οικογένειας, παίρνοντας απόσταση από τον ταυτοτικό λόγο. Η επιμονή της να αναμετριέται με τις λέξεις σε ένα πεδίο όπου οι λέξεις συχνά δεν αρκούν, προσδίδει στη ριζοσπαστική πρωτοτυπία και το προσωπικό ύφος των Αργοναυτών την αύρα του κλασικού.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Νέλσον Μάγκι

Η Μάγκι Νέλσον γεννήθηκε το 1973 στο Σαν Φρανσίσκο. Είναι πεζογράφος, ποιήτρια και δοκιμιογράφος, και το έργο της περιστρέφεται γύρω από τα ζητήματα του φύλου, της βίας και της σεξουαλικής ταυτότητας. Ζει στο Λος Άντζελες. Σημαντικότερα έργα της: The Red Parts: A Memoir (2007), Bluets (2009), The Art of Cruelty: A Reckoning (2011), καθώς και τα ποιητικά βιβλία Holes (2007) και Jane: A Murder (2005). Το πολύ σημαντικό αυτοβιογραφικό της δοκίμιο Οι Αργοναύτες κυκλοφορεί σε μετάφραση Μαρίας Φακίνου από τους αντίποδες.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

[…] Προτού γνωριστούμε, είχα αφιερώσει τη ζωή μου στην άποψη του Βιττγκενστάιν ότι το άρρητο εμπεριέχεται –άρρητα!– στο ρητό. Η ιδέα αυτή είναι λιγότερο διάσημη από εκείνη που όλοι επαναλαμβάνουν ευλαβικά, Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει, αλλά είναι, νομίζω, πιο βαθυστόχαστη. Το παράδοξο που περιγράφει είναι, απολύτως κυριολεκτικά, ο λόγος για τον οποίο γράφω ή ο λόγος για τον οποίο νιώθω ικανή να συνεχίσω να γράφω.

Επειδή δεν τρέφει ούτε εξιδανικεύει την αγωνία που μπορεί να νιώσουμε μπροστά στην ανικανότητα να εκφράσουμε, με λέξεις, αυτό που διαφεύγει από τις λέξεις. Δεν τιμωρεί αυτό που μπορεί να ειπωθεί επειδή δεν είναι αυτό που, εξ ορισμού, δεν μπορεί να είναι. Ούτε υπερβάλλει παριστάνοντας ότι έχει έναν κόμπο στο λαιμό: Να τι θα ’λεγα, αν οι λέξεις αρκούσαν. Οι λέξεις αρκούν.

Είναι μάταιο να επικρίνεις ένα δίχτυ επειδή έχει τρύπες, σημειώνει η εγκυκλοπαίδειά μου.

Κι έτσι, μπορείς να έχεις και την άδεια εκκλησία σου με το χωμάτινο δάπεδο πεντακάθαρη, και τα εντυπωσιακά βιτρό σου να λαμποκοπούν δίπλα στα δοκάρια του καθεδρικού. Γιατί ό,τι κι αν πεις, δεν μπορεί να καταστρέψει το χώρο που προορίζεται για τον Θεό.

Το έχω εξηγήσει κι αλλού. Όμως τώρα προσπαθώ να πω κάτι άλλο.

Πολύ σύντομα έμαθα ότι κι εσύ απ’ την πλευρά σου είχες αφιερώσει μια ζωή στην πεποίθηση ότι οι λέξεις δεν αρκούν. Όχι μόνο δεν αρκούν, αλλά διαβρώνουν ό,τι είναι καλό, ό,τι είναι αληθινό, ό,τι είναι ρευστό. Συζητούσαμε με τις ώρες γι’ αυτό το θέμα, γεμάτοι ένταση, όχι κακία. Μόλις κατονομάσουμε κάτι, έλεγες, δεν μπορούμε ποτέ να το δούμε ξανά με τον ίδιο τρόπο. Ό,τι δεν μπορεί να κατονομαστεί εξαφανίζεται, χάνεται, δολοφονείται. Το μυαλό μας λειτουργεί σαν κουπάτ, έλεγες. Αυτό το ήξερες όχι επειδή απέφευγες τη γλώσσα, αλλά επειδή είχες βυθιστεί σ’ αυτήν, στην οθόνη, στις συζητήσεις, πάνω στη σκηνή, μες στα βιβλία. Εγώ επιστράτευα την επιχειρηματολογία του Τόμας Τζέφερσον για τις εκκλησίες – για την πληθώρα, την καλειδοσκοπική μετατόπιση, το πλεόνασμα. Οι λέξεις δεν κατονομάζουν απλώς, επέμενα. Σου διάβασα δυνατά την αρχή από τις Φιλοσοφικές έρευνες. Πλάκα, φώναξα, πλάκα!

Για λίγο καιρό, νόμιζα ότι είχα κερδίσει. Παραδέχτηκες ότι μπορεί να υπάρχει ένας εντάξει άνθρωπος, ένα εντάξει ανθρώπινο ζώο, ακόμα κι αν αυτό το ανθρώπινο ζώο χρησιμοποιούσε τη γλώσσα, ακόμα κι αν αυτή η χρήση της γλώσσας ήταν κατά κάποιον τρόπο το καθοριστικό στοιχείο της ανθρωπινότητάς του – ακόμα κι αν αυτή η ανθρωπινότητα σήμαινε την καταστροφή και την πυρπόληση ολόκληρου του πολύχρωμου, πολύτιμου πλανήτη μας, μαζί με το μέλλον του, το μέλλον μας.

Αλλά κι εγώ άλλαξα. Βρέθηκα να κοιτάζω με μια φρέσκια ματιά τα πράγματα που δεν μπορούν να κατονομαστούν, ή τουλάχιστον αυτά που η ουσία τους είναι φευγαλέα, ρευστή. Αποδέχτηκα εκ νέου τη θλίψη του αναπόφευκτου αφανισμού μας και την αδικία που διαπράττουμε αφανίζοντας τους άλλους. Έπαψα να επαναλαμβάνω αυτάρεσκα, Όλα όσα μπορούμε γενικά να σκεφτούμε μπορούμε να τα σκεφτούμε καθαρά και άρχισα πάλι να αναρωτιέμαι, μπορεί κανείς να τα σκεφτεί όλα;

Κι εσύ – όποια κι αν ήταν η διαφωνία σου, ποτέ δεν παρίστανες ότι είχες έναν κόμπο στο λαιμό. Ήσουν πάντα τουλάχιστον έναν γύρο μπροστά, οι λέξεις έρρεαν πίσω σου. Πώς θα μπορούσα ποτέ να σε προφτάσω (δηλαδή, πώς θα μπορούσες να με θέλεις;).

Μια δυο μέρες αφού σου εξομολογήθηκα τον έρωτά μου, ευάλωτη πια σαν αγρίμι, σου έστειλα εκείνο το απόσπασμα από το Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπαρτ στο οποίο περιγράφει πως το υποκείμενο που εκφέρει τη φράση «Σ’ αγαπώ» είναι όπως «ο Αργοναύτης που ανακαινίζει το σκάφος του, στη διάρκεια του ταξιδιού του, χωρίς να του αλλάξει όνομα». Όπως ακριβώς τα μέρη της Αργούς μπορεί να αντικατασταθούν με τον καιρό αλλά το πλοίο να λέγεται και πάλι Αργώ, κάθε φορά που ο εραστής εκφέρει τη φράση «Σ’ αγαπώ», το νόημά της πρέπει να ανανεώνεται με κάθε χρήση, καθώς «το ίδιο το έργο του έρωτα και της γλώσσας είναι να δίνει σε μία και την ίδια φράση νέους πάντα τόνους».

Εγώ έβρισκα το απόσπασμα ρομαντικό. Εσύ το εξέλαβες ως μια πιθανή υπαναχώρηση. Εκ των υστέρων, υποθέτω ότι ήταν και τα δύο.

Έχεις ραγίσει τη μοναξιά μου, σου είπα. Ήταν μια χρήσιμη μοναξιά, δομημένη, έτσι όπως ήταν, γύρω από μια νηφαλιότητα που είχα πρόσφατα κατακτήσει, με μακρινούς περιπάτους προς το YMCA μέσα από τα βρώμικα στενά του Χόλυγουντ τα διάσπαρτα με βουκαμβίλιες, νυχτερινές βόλτες με το αυτοκίνητο πάνω κάτω στη Μαλχόλαντ για να σκοτώσω τις ατέλειωτες βραδιές, και, φυσικά, με φάσεις όπου έγραφα μανιωδώς, μαθαίνοντας να μην απευθύνομαι σε κανέναν. Αλλά είχε έρθει ο καιρός να ραγίσει αυτή η μοναξιά. Νιώθω ότι μπορώ να σου δώσω τα πάντα χωρίς να προδώσω τον εαυτό μου, ψιθύρισα στο κρεβάτι του υπογείου σου. Αυτό κερδίζεις όταν σέβεσαι τη μοναξιά.

Λίγους μήνες αργότερα, περάσαμε μαζί τα Χριστούγεννα σ’ ένα ξενοδοχείο στο κέντρο του Σαν Φρανσίσκο. Είχα κάνει την κράτηση από το ίντερνετ με την ελπίδα ότι κλείνοντας το δωμάτιο και περνώντας χρόνο μαζί σου εκεί θα σε έκανα να με αγαπήσεις για πάντα. Αποδείχτηκε τελικά πως ήταν από τα ξενοδοχεία που τα κλείνεις σχεδόν τζάμπα επειδή γίνονταν κάτι άθλιες εργασίες ανακαίνισης και επειδή βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο του Τέντερλοϊν που ήταν τίγκα στην πρέζα. Δεν είχε σημασία – εμείς είχαμε άλλες δουλειές να κάνουμε. Ο ήλιος περνούσε ανάμεσα από τις φθαρμένες περσίδες που ίσα ίσα έκρυβαν τους εργάτες οι οποίοι κάρφωναν απέξω όσο εμείς κάναμε τις δουλειές μας. Μόνο μη με σκοτώσεις, είπα καθώς έβγαζες τη δερμάτινη ζώνη σου, χαμογελώντας.

Μετά τον Μπαρτ, προσπάθησα πάλι, αυτή τη φορά με ένα απόσπασμα από ένα ποίημα του Μάικλ Οντάατζι:

Φιλώντας την κοιλιά
φιλώντας τις ουλές
στη βάρκα του δέρματός σου. Η Ιστορία
είναι το όχημα με το οποίο έχεις ταξιδέψει
και η αποσκευή σου

Προσφέραμε τις κοιλιές μας
με τα φιλιά των αγνώστων
στον άλλον
κι όσο για μένα
ευγνωμονώ όσους
σε φίλησαν εδώ

Δεν έστειλα το απόσπασμα επειδή είχα καταφέρει να αγγίξω τη γαλήνη που αποτυπώνει· το αντίθετο. Το έστειλα με την προσδοκία πως μια μέρα ίσως – πως μια μέρα ίσως η ζήλεια μου να υποχωρούσε και πως θα ήμουν σε θέση να κοιτάζω τα τατουάζ με τα ονόματα και τις εικόνες άλλων πάνω στο δέρμα σου χωρίς να νιώθω αποξένωση ή αποστροφή. (Αρκετά νωρίς κάναμε μια ρομαντική επίσκεψη στο Dr. Tattoff στη λεωφόρο Γουίλσερ, ζαλισμένοι και οι δύο από τη χαρά που θα σβήναμε το παρελθόν σου. Φύγαμε αποθαρρυμένοι από την τιμή, συνειδητοποιώντας ότι ήταν απίθανο να εξαφανίσουμε ποτέ εντελώς το μελάνι.)

Μετά το μεσημεριανό, η φίλη που είχε προτείνει το τατουάζ ΔΥΣΚΟΛΗ, με καλεί στο γραφείο της όπου προσφέρεται να σε γκουγκλάρει για λογαριασμό μου. Θέλει να δει αν το ίντερνετ φανερώνει ποια αντωνυμία προτιμάς, αφού αν και ή επειδή περνάμε όλο τον ελεύθερο χρόνο μας μαζί στο κρεβάτι και ήδη σκεφτόμαστε να μείνουμε μαζί, μου είναι αδύνατον να σε ρωτήσω. Αντιθέτως, έχω γίνει ξεφτέρι στο να αποφεύγω τις αντωνυμίες. Το κόλπο είναι να εκπαιδεύσεις το αυτί σου έτσι που να μην το πειράζει να ακούει ξανά και ξανά το όνομα του άλλου. Πρέπει να μάθεις να βρίσκεις καταφύγιο στα γραμματικά αδιέξοδα, να χαλαρώνεις μέσα στο όργιο του συγκεκριμένου. Πρέπει να μάθεις να ανέχεσαι μια θέση πέρα από τους Δύο, ακριβώς τη στιγμή που επιχειρείς να συλλάβεις την ιδέα μιας σχέσης – και μάλιστα μιας γαμήλιας σχέσης. Ο γάμος είναι το αντίθετο του ζεύγους. Δεν υπάρχουν πλέον δυαδικές μηχανές: ερώτηση-απάντηση, αρσενικό-θηλυκό, άνθρωπος-ζώο. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να είναι και μια συζήτηση – απλώς το περίγραμμα ενός γίγνεσθαι.

Όσο επιδέξιοι κι αν μπορέσουμε να γίνουμε σε μια τέτοια συζήτηση, μέχρι σήμερα παραμένει σχεδόν αδύνατο να κλείσω αεροπορικά εισιτήρια ή να συνεννοηθώ με το τμήμα ανθρώπινου δυναμικού του πανεπιστημίου για τα θέματά μας χωρίς στιγμές αμηχανίας ή σύγχυσης. Στην πραγματικότητα, η ντροπή και η σύγχυση δεν είναι δικές μου – είναι περισσότερο σαν να ντρέπομαι για (ή απλώς να είμαι εκνευρισμένη με) το άτομο που κάνει συνεχώς όλες τις λάθος υποθέσεις και πρέπει να το διορθώσεις, αλλά που δεν μπορείς να το διορθώσεις επειδή οι λέξεις δεν αρκούν.

Πώς γίνεται οι λέξεις να μην αρκούν;

Τρελά ερωτευμένη, στο πάτωμα του γραφείου της φίλης μου, την κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου καθώς ψάχνει μέσα σε έναν ορυμαγδό από φωτεινές πληροφορίες που δεν θέλω να δω. Θέλω το εσύ που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει, εκείνο το εσύ το τόσο κοντινό που το τρίτο ενικό δεν χρειάζεται ποτέ. «Κοίτα, υπάρχει εδώ μια φράση του Τζον Γουότερς που λέει, “Είναι πολύ όμορφη”. Άρα, ίσως να πρέπει να χρησιμοποιείς το “αυτή”. Στο κάτω κάτω, είναι ο Τζον Γουότερς». Πάνε χρόνια από τότε, σηκώνω ενοχλημένη το βλέμμα από το πάτωμα. Τα πράγματα μπορεί να έχουν αλλάξει.