Προσφορά!

Η ώρα του αστεριού

της Κλαρίσε Λισπέκτορ

Μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου

,

Κλαρίσε Λισπέκτορ, η σημαντικότερη Βραζιλιάνα συγγραφέας του 20ού αιώνα, στην Ώρα του αστεριού, το τελευταίο και γοητευτικότερο έργο της, που δημοσιεύτηκε το 1977, λίγο μετά το θάνατό της, αφηγείται την ιστορία της Μακκαμπέας, μιας άσημης, φτωχής και άχρωμης κοπέλας, που ζει στο Ρίο ντε Τζανέιρο, μέσα από την οπτική ενός άντρα συγγραφέα. Πρόκειται για μια αρχετυπική ιστορία που φτάνει στην υπέρτατη απλότητα και υπαρξιακή ένταση. Όπως γράφει ο αφηγητής: «Στα χέρια μου βρίσκεται ένα πεπρωμένο, και μολοντούτο δεν νιώθω πως έχω την εξουσία να επινοώ ελεύθερα: ακολουθώ μια κρυφή μοιραία γραμμή. Υποχρεούμαι να αναζητήσω μια αλήθεια που με υπερβαίνει. Γιατί άραγε γράφω για μια νεαρή που ώς και η φτώχεια της είναι ξεστόλιστη; Ίσως γιατί σε αυτήν υπάρχει απομόνωση και, ακόμη, επειδή στη φτώχεια σώματος και πνεύματος αγγίζω την αγιότητα, εγώ που θέλω να αισθανθώ τα χνώτα του πέρα από εμένα. Μήπως και γίνω κάτι παραπάνω απ’ ό,τι είμαι, μια που είμαι τόσο λίγος.»

Η έκδοση συνοδεύεται από ένα κείμενο της Ελέν Σιξού, γραμμένο ειδικά για την Ώρα του αστεριού, και από εκτενές εργοβιογραφικό σημείωμα.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Λισπέκτορ Κλαρίσε

Η Κλαρίσε Λισπέκτορ γεννήθηκε στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας το 1920, από Εβραίους γονείς. Η οικογένειά της μετανάστευσε το 1922 στη Βραζιλία. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της πορτογαλικής γλώσσας και το έργο της είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Όλα στον κόσμο ξεκίνησαν από ένα ναι. Ένα κύτταρο είπε ναι σε ένα άλλο κύτταρο και γεννήθηκε η ζωή. Όμως πριν την προϊστορία υπήρχε η προϊστορία της προϊστορίας και υπήρχε το ποτέ και υπήρχε το ναι. Πάντα υπήρχε. Δεν ξέρω τι, μα ξέρω πως το σύμπαν ποτέ δεν ξεκίνησε.

Να μη γελιόμαστε, φτάνω στην απλότητα μόνο με πολλή δουλειά.

Όσο θα έχω ερωτήσεις και δεν θα υπάρχει η απάντηση θα συνεχίσω να γράφω. Πώς να αρχίσεις από την αρχή, αν τα πράγματα συμβαίνουν πριν συμβούν; Αν πριν την προ-προϊστορία υπήρχαν ήδη τα θηρία της Αποκάλυψης; Αν τούτη η ιστορία δεν υπάρχει, θα αρχίσει να υπάρχει. Το να σκέφτεσαι είναι πράξη. Το να αισθάνεσαι είναι γεγονός. Τα δύο μαζί ‒ είμαι εγώ αυτός που γράφει αυτό που γράφω. Θεός είναι ο κόσμος. Η αλήθεια είναι πάντα μια εσωτερική και ανεξήγητη επαφή. Η πιο αληθινή ζωή μου είναι μη αναγνωρίσιμη, άκρως εσωτερική και δεν υπάρχει ούτε μια λέξη που να τη σημαίνει. Η καρδιά μου άδειασε από κάθε επιθυμία και περιορίστηκε στον δικό της ύστατο ή πρωταρχικό παλμό. Ο πονόδοντος που διαπερνά τούτη την ιστορία έδωσε μια γερή σουβλιά βαθιά μες στο στόμα μας. Γι’ αυτό και τραγουδάω ψηλή και οξεία μια μελωδία συγκοπτόμενη και στριγκή ‒ είναι ο ίδιος μου ο πόνος, εγώ που κουβαλάω τον κόσμο και υπάρχει έλλειψη ευτυχίας. Ευτυχία; Ποτέ δεν είδα πιο τρελή λέξη, την έχουν σκαρφιστεί κάτι βουνίσιες από το Νορντέστε.

Όπως θα εξηγήσω τώρα, η ιστορία αυτή θα είναι το αποτέλεσμα ενός βαθμιαίου οράματος – δυόμισι χρόνια τώρα ανακαλύπτω σιγά σιγά τα γιατί. Είναι όραμα αυτού που πρόκειται να. Να τι; Ποιος ξέρει αν αργότερα θα ξέρω. Έτσι όπως γράφω την ίδια στιγμή που με διαβάζω. Μόνο που δεν αρχίζω από το τέλος που θα δικαιολογούσε την αρχή ‒όπως ο θάνατος μοιάζει να λέει για τη ζωή– γιατί χρειάζεται να καταγράψω τα προηγηθέντα γεγονότα.

Αυτή τη στιγμή γράφω νιώθοντας εκ των προτέρων μια συστολή γιατί σας βομβαρδίζω με μια τόσο εξωτερική και απερίφραστη αφήγηση. Από την οποία παρ’ όλα αυτά, ποιος ξέρει, τόσο που θα σφύζει από ζωή μέχρι και αίμα καταρράχτης ίσως μπορέσει να αναβλύσει και να πήξει αμέσως μετά σε κύβους τρεμουλιαστής ζελατίνης. Θα γίνει η ιστορία αυτή μια μέρα η θρόμβωσή μου; Τι ξέρω εγώ. Αν κάποια αληθοφάνεια υπάρχει σε αυτήν ‒και προφανώς η ιστορία είναι αληθινή αν και επινοημένη‒ να την αναγνωρίσει ο καθένας μέσα του γιατί όλοι είμαστε ένας και όποιος δεν είναι φτωχός σε χρήματα είναι φτωχός στο πνεύμα ή υποφέρει από νοσταλγία γιατί του λείπει κάτι πιο πολύτιμο από χρυσάφι – λείπει σε κάποιους η λεπταίσθητη ουσία.

Πώς γίνεται να ξέρω όλο αυτό που θα ακολουθήσει και που ακόμη αγνοώ, εφόσον δεν το έζησα ποτέ; Είναι που σε έναν δρόμο του Ρίο ντε Τζανέιρο έπιασα μεμιάς στον αέρα το αίσθημα του χαμού στο πρόσωπο μιας κοπέλας από το Νορντέστε. Για να μην πω ότι παιδάκι ανατράφηκα στο Νορντέστε. Ξέρω πράγματα και επειδή είμαι ζωντανός. Όποιος ζει ξέρει, ακόμη και χωρίς να ξέρει ότι ξέρει. Έτσι κι εσείς, κύριοι, ξέρετε περισσότερα απ’ όσα βάζει ο νους σας και κάνετε τους ανήξερους.

Σκοπεύω να μην είναι περίπλοκο αυτό που θα γράψω, αν και έχω υποχρέωση να χρησιμοποιήσω τις λέξεις που θα σας κρατήσουν. Η ιστορία ‒ορίζω με ψευδή ελεύθερη βούληση‒ θα έχει περίπου εφτά χαρακτήρες και εγώ είμαι ένας από τους σημαντικότερους, προφανώς. Εγώ, ο Ροντρίγο Σ. Μ. Παραμύθι από τα παλιά τούτο εδώ, γιατί δεν θέλω να το παίζω μοντέρνος και να επινοώ εκφράσεις του συρμού για να φαίνομαι αυθεντικός. Γι’ αυτό θα δοκιμάσω κόντρα στις συνήθειές μου να γράψω μια ιστορία με αρχή, μέση και «γκραν φινάλε», να ακολουθείται από σιωπή και βροχή που πέφτει.

Ιστορία εξωτερική και απερίφραστη, ναι, αλλά γεμάτη μυστικά – αρχίζοντας με έναν από τους τίτλους, «.Ως προς το μέλλον.», του οποίου προηγείται μια τελεία και έπεται μια τελεία ακόμη. Δεν πρόκειται για κάποια ιδιοτροπία μου – στο τέλος ίσως γίνει κατανοητή η ανάγκη να θέσω τα όρια. (Καλά καλά δεν έχω εικόνα για το τέλος που, αν η φτώχεια μου το επιτρέψει, το θέλω μεγαλοπρεπές.) Αν αντί για τελεία ακολουθούσαν αποσιωπητικά, ο τίτλος θα έμενε ανοιχτός σε πιθανές δικές σας φαντασιώσεις, ενδεχομένως ακόμα και νοσηρές ή ανελέητες. Εντάξει, αληθεύει πως ούτε εγώ έχω έλεος για τον κεντρικό μου χαρακτήρα, τη Νορντεστίνα: είναι μια ιστορία που τη θέλω ψυχρή. Δικό μου όμως το δικαίωμα να είμαι επώδυνα ψυχρός και όχι δικό σας. Γι’ αυτό και δεν σας δίνω εναλλακτική. Δεν πρόκειται απλώς για αφήγηση, είναι πριν από όλα πρωτογενής ζωή που ανασαίνει, ανασαίνει, ανασαίνει. Πορώδες υλικό, μια μέρα θα ζήσω εδώ τη ζωή ενός μορίου με την πιθανή του έκρηξη από άτομα. Αυτό που γράφω είναι κάτι περισσότερο από επινόηση, είναι υποχρέωσή μου να μιλήσω γι’ αυτή την κοπέλα ανάμεσα σε χιλιάδες σαν κι αυτή. Και καθήκον μου, έστω και άτεχνα, να αποκαλύψω τη ζωή της.

Γιατί υπάρχει το δικαίωμα στην κραυγή.

Ε, λοιπόν κραυγάζω.