ISBN | 978-618-5267-46-9 |
---|---|
Σελίδες | 344 |
Σχήμα | 12 × 2.6 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €22.00.€17.60Η τρέχουσα τιμή είναι: €17.60. |
Κυκλοφορία | Ιούνιος 2021 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Κώστας Σπαθαράκης, Εύα Πλιάκου |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | Μάρω Κατσίκα |
Κατάλογος απολεσθέντων
της Γιούντιτ Σαλάνσκυ
Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης
discount20percent, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΗ Γιούντιτ Σαλάνσκυ είναι μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της νεότερης γενιάς στη Γερμανία. Τα δώδεκα αντικείμενα που περιγράφονται στον Κατάλογο απολεσθέντων –ένας πίνακας του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, ένα σπάνιο είδος τίγρης, μια ρωμαϊκή βίλα, ένα ερωτικό ποίημα της Σαπφούς, ένα νησί στον Ειρηνικό– έχουν πλέον χαθεί. Υπάρχουν πια μονάχα ως ίχνη, ως αναμνήσεις, ως αρχεία ή χάρτες, ως τεκμήρια του παρελθόντος. Η Σαλάνσκυ αναζητά, με μια πρωτότυπη λογοτεχνική απόπειρα καταλογογράφησης, αυτό που μένει πίσω όταν χάνεται κάτι: αποήχους και ψιθύρους, μνήμες και θρύλους, αποτυπώματα και σκιές, ανασυγκροτώντας παράλληλα την παιδική ηλικία σε μια χώρα που έχει επίσης χαθεί, την Ανατολική Γερμανία της δεκαετίας του 1980. Η μετάφραση του Καλιφατίδη αναδεικνύει τα ευρηματικά στοιχεία του πρωτοτύπου και μεταφέρει με πεισματική ακρίβεια το πραγματολογικό υλικό που συσσωρεύεται στα διηγήματα της Σαλάνσκυ. Το βιβλίο βρέθηκε στη μακρά λίστα για το International Booker 2021 και κέρδισε το βραβείο Strega Europeo 2020.
Κριτικές
Η ζωή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το βίωμα της απώλειας. Το ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι είναι τόσο παλιό όσο η ίδια η ανθρωπότητα, δεδομένου ότι εμπεριέχει την εγγενή όσο και ανησυχητική μη προβλεψιμότητα του μέλλοντος, αφήνοντας έτσι στο σκοτάδι τη χρονική στιγμή και τις συνθήκες του θανάτου. Ποιος δεν γνωρίζει τον γλυκόπικρο αμυντικό μηχανισμό που μας ωθεί να υποφέρουμε εκ των προτέρων, τη μοιραία παρόρμηση να αποτρέψουμε ό,τι φοβόμαστε προεξοφλώντας το νοερά; Προαισθανόμαστε τις συμφορές, φανταζόμαστε πιθανές καταστροφές και τρέφουμε έτσι την αυταπάτη πως θα μείνουμε απρόσβλητοι από κάθε δυσάρεστη έκπληξη. Στην αρχαιότητα, τα όνειρα υπόσχονταν παρηγοριά, καθώς οι Έλληνες πίστευαν ότι προαναγγέλλουν τα μελλούμενα, όπως οι χρησμοί, και αφαιρούν από το μέλλον όχι ασφαλώς τον αναπόδραστο χαρακτήρα του, αλλά τουλάχιστον τον τρόμο του απροσδόκητου. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βάζουν τέλος στη ζωή τους μπροστά στο φόβο του θανάτου. Η αυτοκτονία μοιάζει να είναι ίσως το πιο ακραίο μέτρο στην προσπάθεια του ατόμου να θριαμβεύσει πάνω στην αβεβαιότητα του μέλλοντος, ασφαλώς με τίμημα τη συντόμευση της ύπαρξης. […]
Το δίχως άλλο, είναι δυσάρεστο να ξεχνάμε τα πάντα. Όμως, πιο δυσάρεστο είναι να μην ξεχνάμε τίποτε. Όπως και να το κάνουμε, κάθε νέα γνώση γεννιέται από τη λήθη. Αν όλα απομνημονεύονται αδιακρίτως, όπως στα ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων, χάνουν τη σημασία τους και καταντούν μια άναρχη συσσώρευση άχρηστων πληροφοριών. […]
Κάθε αρχείο οργανώνεται ασφαλώς, όπως το πρότυπό του, η Κιβωτός του Νώε, με βάση την επιθυμία να διαφυλαχθούν τα πάντα, όμως η αναμφίβολα γοητευτική ιδέα να μετατραπεί, για παράδειγμα, μια ήπειρος όπως η Ανταρκτική ή ένα ουράνιο σώμα όπως η Σελήνη σε κεντρικό μουσείο της Γης, που θα διέπεται από τις αρχές της δημοκρατίας και θα παρουσιάζει επί ίσοις όροις όλα τα προϊόντα του πολιτισμού, είναι εξίσου ολοκληρωτική και καταδικασμένη να αποτύχει όσο η εκ νέου οικοδόμηση του Παραδείσου, η αρχετυπική και πολυπόθητη εικόνα του οποίου διατηρείται ζωντανή στις πεποιθήσεις κάθε ανθρώπινου πολιτισμού.
Κατά βάθος, κάθε αντικείμενο είναι ήδη απόρριμμα, κάθε κτίριο είναι ήδη ερείπιο, και κάθε δημιουργία δεν είναι παρά μια καταστροφή, όπως και το έργο όλων εκείνων των επιστημονικών κλάδων και θεσμών που παινεύονται ότι διαφυλάσσουν την κληρονομιά της ανθρωπότητας. Ακόμα και η αρχαιολογία, όσο κι αν προφασίζεται ότι διεισδύει με προσοχή και περίσκεψη στις αποθέσεις περασμένων εποχών, είναι κι αυτή μια μορφή αφανισμού, και όσο για τα αρχεία, τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, τους ζωολογικούς κήπους και τις προστατευόμενες περιοχές, δεν είναι τίποτε παραπάνω από οργανωμένα νεκροταφεία, με το αποθηκευμένο τους υλικό να έχει αποσπαστεί πολλές φορές βίαια από τον ζωντανό κύκλο του παρόντος, για να αρχειοθετηθεί, αν όχι να περιέλθει στη λήθη, όπως εκείνα τα ιστορικά γεγονότα και οι ηρωικές μορφές που κατακλύζουν με τα μνημεία τους τα αστικά τοπία.
Μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί τύχη ότι η ανθρωπότητα δεν γνωρίζει ποιες μεγαλειώδεις ιδέες, ποια συγκλονιστικά έργα τέχνης και επαναστατικά επιτεύγματα έχει ήδη απολέσει, είτε φροντίζοντας να τα καταστρέψει σκόπιμα είτε αφήνοντάς τα απλώς να χαθούν με την πάροδο του χρόνου. Το άγνωστο δεν επιβαρύνει κανέναν, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. Πάντως, κατάπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ουκ ολίγοι Ευρωπαίοι στοχαστές της νεωτερικότητας είδαν στη σταδιακή παρακμή του πολιτισμού μας ένα λογικό, αν όχι σωτήριο μέτρο, λες και η πολιτισμική μνήμη είναι ένας παγκόσμιος οργανισμός που μπορεί να διατηρήσει ακμαίες τις ζωτικές λειτουργίες του μόνο χάρη σ’ έναν γρήγορο μεταβολισμό, όπου η διαδικασία της πέψης και της απέκκρισης προηγείται κάθε λήψης τροφής.
Μια τόσο περιορισμένη και αυταρχική θέαση του κόσμου επέτρεψε να ερμηνευτούν η αδίστακτη κατάληψη και εκμετάλλευση ξένων εδαφών, η καθυπόταξη, υποδούλωση και εξολόθρευση μη ευρωπαϊκών λαών και ο αφανισμός του αξιοκαταφρόνητου πολιτισμού τους ως στάδια μιας φυσικής διεργασίας, και να χρησιμοποιηθεί μια παρερμηνεία της εξελικτικής θεωρίας περί της επιβίωσης του ισχυροτέρου ως δικαιολογία για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν.
Όπως είναι φυσικό, μπορούμε να πενθήσουμε μόνο για κάτι που μας λείπει, για αυτό που έχει χαθεί – και σε μας φτάνει σαν μακρινός αντίλαλος μόνο ως θραύσμα του παρελθόντος, ως είδηση, ενίοτε τίποτε περισσότερο από μια φήμη ή ένα μισοσβησμένο χνάρι. Και τι δεν θα ’δινα για να μάθω τι σημαίνουν τα γεωγλυφικά σχέδια των Νάσκα στην περουβιανή πάμπα, πώς τελειώνει το απόσπασμα αρ. 31 της Σαπφώς ή τι είδους απειλή διέκριναν κάποιοι στο πρόσωπο της Υπατίας ώστε δεν κατακομμάτιασαν μόνο ολόκληρο το έργο της, αλλά διαμέλισαν και το σώμα της. […]
Πολλές φορές, η αμφίσημη πρόθεση να αντιμετωπίσουμε το παρελθόν σαν άγραφο πίνακα πηγάζει από την εύλογη επιθυμία να κάνουμε μια νέα αρχή. Λέγεται ότι στα μέσα του 17ου αιώνα το αγγλικό κοινοβούλιο εξέτασε σοβαρά την πρόταση να αποτεφρωθούν τα αρχεία που φυλάσσονταν στον Πύργο του Λονδίνου, «προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε μνήμη του παρελθόντος και να ανοίξει ο δρόμος σ’ έναν νέο τρόπο ζωής», σύμφωνα με ένα παράθεμα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες από το έργο του Σάμιουελ Τζόνσον, που δεν έχω καταφέρει να το εντοπίσω ξανά.
Ως γνωστόν, η ίδια η Γη είναι ένας σωρός από ερείπια του παρελθόντος μέλλοντος, ενώ η ανθρωπότητα αποτελείται από ένα ετερόκλητο πλήθος αντιμαχόμενων συγκληρονόμων μιας ιερής προϊστορίας, που διαρκώς πρέπει να αφομοιώνεται και να αναδιαμορφώνεται, να απορρίπτεται και να καταστρέφεται, να αγνοείται και να απωθείται, με αποτέλεσμα, σε πείσμα κάθε κοινής παραδοχής, το πραγματικό πεδίο της ενδεχομενικότητας να μην είναι το μέλλον, αλλά το παρελθόν. Να γιατί μια από τις πρώτες διοικητικές πράξεις κάθε νέου καθεστώτος είναι ο επαναπροσδιορισμός του παρελθόντος. Όποιος έτυχε να ζήσει τόσο έντονα όσο εγώ το ρήγμα της ιστορίας, το εικονοκλαστικό παραλήρημα των νικητών και το ξήλωμα των μνημείων, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να διακρίνει σε κάθε όραμα του μέλλοντος ένα μελλοντικό παρελθόν, όπου, για παράδειγμα, τα ερειπωμένα Βασιλικά Ανάκτορα του Βερολίνου θα δίνουν πάντοτε υποχρεωτικά τη θέση τους σ’ ένα νέο Μέγαρο της Δημοκρατίας.
Ωστόσο, ο ίδιος ο κόσμος είναι τρόπον τινά ένα αχανές αρχείο του εαυτού του – και κάθε έμψυχη και άψυχη ύλη πάνω στη Γη είναι τεκμήριο ενός ασύλληπτου, εξαιρετικά μακροχρόνιου καταγραφικού συστήματος, που βρίθει από προσπάθειες να αντληθούν διδάγματα και συμπεράσματα από τις εμπειρίες του παρελθόντος· και όσο για την ταξινομία των ειδών, δεν είναι παρά η εκ των υστέρων προσπάθεια να καταλογογραφηθεί το μπερδεμένο αρχείο της βιολογικής ποικιλομορφίας και να δοθεί στο σχεδόν ανεξάντλητο χάος της εξελικτικής παράδοσης μια φαινομενικά αντικειμενική δομή. Επί της ουσίας, από αυτό το αρχείο τίποτε δεν μπορεί να χαθεί, διότι το ποσό της ενέργειάς του παραμένει σταθερό, και καθετί μοιάζει να έχει αφήσει κάπου το ίχνος του. Αν αληθεύει η εκπληκτική ρήση του Σίγκμουντ Φρόυντ, που θυμίζει την αρχή διατήρησης της ενέργειας, ότι κανένα όνειρο, καμία σκέψη δεν ξεχνιέται ποτέ στ’ αλήθεια, τότε, μέσα από μια επίπονη προσπάθεια παρόμοια με την αρχαιολογική ανασκαφή που φέρνει στο φως οστά, απολιθώματα ή πήλινα θραύσματα, δεν θα ξεθάβαμε από το χούμο της ανθρώπινης μνήμης μόνο βιώματα του παρελθόντος, όπως ένα κληρονομημένο τραύμα, δύο ασύνδετους στίχους ενός ποιήματος, τον θολό εφιάλτη μιας νύχτας με καταιγίδα από τα πρώτα παιδικά χρόνια, μια τρομακτική πορνογραφική εικόνα, αλλά ίσως να ανασύραμε από τα βάθη του Άδη και το έργο αναρίθμητων χαμένων γενιών, αρκεί να αρχίζαμε να αναζητούμε τα ίχνη τους – και η αλήθεια, ακόμα και εκείνη που απωθήθηκε ή διαγράφηκε, που οδηγήθηκε σε ολισθήματα ή παραδόθηκε στη λήθη, δεν θα είχε πια αρνητές και θα παρέμενε παντοτινά παρούσα.