Προσφορά!

Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου

του Εντουάρ Λουί

Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη

,

Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα. Το συνειδητοποίησα όταν πήγα να ζήσω στο Παρίσι, μακριά από σένα: οι κυρίαρχοι μπορούν να παραπονιούνται για μια αριστερή κυβέρνηση, μπορούν να παραπονιούνται για μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τους διαλύει ποτέ τα σωθικά, καμία κυβέρνηση δεν τους τσακίζει ποτέ τη μέση, καμία κυβέρνηση δεν τους κάνει ποτέ να πάνε στη θάλασσα. Η πολιτική δεν αλλάζει τη ζωή τους ή την αλλάζει ελάχιστα. Είναι παράξενο, εκείνοι ακριβώς ασκούν την πολιτική ενώ η πολιτική δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση στη ζωή τους. Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής : ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Λουί Εντουάρ

Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε στην Αλλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην École Νormale. Το πρώτο του βιβλίο, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, 2018), προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες και διασκευάστηκε για το θέατρο, όπως και όλα τα επόμενα έργα του. Από τους αντίποδες κυκλοφορούν επίσης σε μετάφραση Στέλας Ζουμπουλάκη η Ιστορία της βίας (2019), το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (2020), οι Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας (2021) η συζήτηση ανάμεσα στον Εντουάρ Λουί και τον Κεν Λόουτς, Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική (2021) και η Αλλαγή: μέθοδος (2022).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Τον περασμένο μήνα ήρθα να σε δω στη μικρή πό­­λη του Βορρά όπου ζεις τώρα πια. Είναι μια πό­­­­­­­λη άσχημη και γκρίζα. Η θάλασσα απέχει μό­­­λις λίγα χιλιόμετρα αλλά δεν πηγαίνεις ποτέ. Είχα μή­­­νες να σε δω – είχε περάσει πολύς καιρός. Όταν μου άνοιξες την πόρτα δεν σε αναγνώρισα.
Σε κοίταξα, προσπαθούσα να διαβάσω στο πρόσωπό σου τα χρόνια που πέρασαν μακριά σου.
Αργότερα, η γυναίκα με την οποία ζεις μου εξήγησε πως δεν μπορείς πια καλά καλά ούτε να περπατήσεις. Μου είπε επίσης πως είχες ανάγκη ένα μη­­­­­χάνημα για να αναπνέεις τη νύχτα, γιατί διαφορετι­­κά η καρδιά σου θα σταματήσει, δεν μπορεί πλέον να χτυπάει χωρίς βοήθεια, χωρίς μηχανική υποστήριξη, δεν θέλει πια να χτυπάει. Όταν σηκώθηκες για να πας στην τουαλέτα, ενώ γυρνούσες, το είδα, δέκα μέτρα έκανες και λαχάνιασες, έπρεπε να κάτσεις για να πάρεις ανάσα. Ζήτησες συγγνώμη. Αυτό είναι κάτι καινούργιο, οι συγγνώμες, από μεριάς σου, πρέπει να το συνηθίσω. Μου εξήγησες ότι έπασχες από μια βαριά μορφή διαβήτη, και είχες και χοληστερίνη, μπορούσες να πάθεις καρδιακή προσβολή ανά πάσα στιγμή. Όσο μου τα εξηγούσες όλα αυτά, σου κοβόταν η ανάσα, το στήθος σου άδειαζε από οξυγόνο, σαν να ξεφούσκωνε, ακόμα και για να μιλήσεις έπρεπε να καταβάλλεις πολύ έντονη, πολύ μεγάλη προσπάθεια. Σε κοιτούσα να παλεύεις ενάντια στο σώμα σου αλλά προσπαθούσα να κάνω πως δεν βλέπω τίποτα. Την προηγούμενη εβδομάδα είχες χειρουργηθεί για αυτό που οι γιατροί ονομάζουν κοιλιοκήλη – δεν την ήξερα αυτή τη λέξη. Το σώμα σου δεν μπορεί πια να σηκώσει το ίδιο του το βάρος, η κοιλιά σου βαραίνει προς τα κάτω, βαραίνει πολύ, πάρα πολύ, τόσο πολύ που σκίζεται από μέσα, ξεριζώνεται από το ίδιο της το βάρος, από την ίδια της τη μάζα.
Δεν μπορείς πια να οδηγήσεις χωρίς να θέσεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, δεν επιτρέπεται πια να πίνεις, δεν μπορείς πια να κάνεις μπάνιο ή να πη­­γαίνεις για δουλειά χωρίς να ρισκάρεις τη ζωή σου. Είσαι λίγο πάνω από πενήντα χρονών. Ανήκεις σ’ εκείνη την κατηγορία ανθρώπων στους οποίους η πολιτική επιφυλάσσει έναν πρόωρο θάνατο.

***

Σε όλη την παιδική μου ηλικία λαχταρούσα την απουσία σου. Γυρνούσα από το σχολείο το απόγευμα, γύρω στις πέντε. Τη στιγμή που έφτανα στο σπίτι μας ήξερα πως, αν το αυτοκίνητό σου δεν ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι, θα είχες φύγει για το καφενείο ή για το σπίτι του αδερφού σου, και θα γύριζες αργά, ίσως και όταν θα νύχτωνε. Όταν δεν έβλεπα το αυτοκίνητό σου στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι ήξερα πως θα τρώγαμε χωρίς εσένα, πως η μητέρα μου στο τέλος θα ανασήκωνε τους ώμους και θα μας έβαζε να φάμε και δεν θα σε έβλεπα παρά μόνο την επομένη. Κάθε μέρα, όταν πλησίαζα στο δρόμο μας, σκεφτόμουν το αυτοκίνητό σου και ευχόμουν από μέσα μου: κάνε να μην είναι εκεί, κάνε να μην είναι εκεί, κάνε να μην είναι εκεί.

Άρχισα να σε γνωρίζω μόνο κατά τύχη. Ή από τους άλλους. Δεν πάει πολύς καιρός που ρώτησα τη μητέρα μου πώς σε γνώρισε, και γιατί σε ερωτεύτηκε. Μου απάντησε: Το άρωμα. Φορούσε άρωμα και ξέρεις, εκείνα τα χρόνια δεν ήταν όπως τώρα. Οι άντρες δεν φορούσαν ποτέ άρωμα, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Ο πατέρας σου όμως, ναι. Εκείνος, ναι. Ήταν διαφορετικός. Μύριζε τόσο ωραία.

Και συνέχισε Εκείνος ήταν που με ήθελε. Εγώ μόλις είχα χωρίσει από τον πρώτο μου άντρα, είχα καταφέρει να τον ξεφορτωθώ και ήμουν πιο ευτυχισμένη έτσι, χωρίς άντρα. Οι γυναίκες είναι πάντα πιο ευτυχισμένες χωρίς άντρα. Έλα όμως που εκείνος επέμεινε. Ερχόταν κάθε φορά με σοκολατάκια ή με λουλούδια. Και στο τέλος υπέκυψα. Υπέκυψα.

2002 – εκείνη την ημέρα η μητέρα μου με είχε πιάσει στα πράσα την ώρα που χόρευα, μόνος μου, στο δωμάτιό μου. Προσπαθούσα να κάνω τις κινήσεις μου όσο πιο αθόρυβες μπορούσα, να μην κάνω φασαρία, να μην αναπνέω πολύ δυνατά, ούτε η μουσική ήταν δυνατά, αλλά εκείνη κάτι άκουσε από το διπλανό δωμάτιο και ήρθε να δει τι συμβαίνει. Πετάχτηκα, με κομμένη την ανάσα, με την ψυχή στο στόμα, ξέπνοος, γύρισα προς το μέρος της και περίμενα – με την ψυχή στο στόμα, ξέπνοος. Περίμενα μια κατσάδα ή μια κοροϊδία αλλά εκείνη μου είπε χαμογελαστά πως όταν χόρευα σου έμοιαζα περισσότερο. Τη ρώτησα: «Χόρευε ο μπαμπάς;» – το γεγονός ότι το σώμα σου έκανε κάτι τόσο ελεύθερο, τόσο όμορφο και τόσο ασύμβατο με την εμμονή σου στην αρρενωπότητα με έκανε να καταλάβω πως ίσως να ήσουν κάποιος άλλος, κάποτε. Η μητέρα μου έγνεψε ναι: «Ο πατέρας σου χόρευε όλη την ώρα. Όπου και να πήγαινε. Όταν χόρευε τον κοίταζε όλος ο κόσμος. Ήμουν περήφανη που ήταν ο άντρας μου!» Διέσχισα το σπίτι τρέχοντας και ήρθα να σε βρω πίσω στην αυλή που έκοβες ξύλα για τον χειμώνα. Ήθελα να μάθω αν ήταν αλήθεια. Ήθελα μια απόδειξη. Σου επανέλαβα όσα μου είχε μόλις πει κι εσύ χαμήλωσες τα μάτια και είπες, με φωνή που μόλις ακουγόταν: «Δεν πρέπει να πιστεύεις όλες τις μαλακίες που λέει η μάνα σου». Αλλά κοκκίνισες. Ήξερα ότι έλεγες ψέματα.