Προσφορά!

Η λευκή σκέψη

του Λιλιάν Τυράμ

Μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης

,

Τι σημαίνει να είσαι λευκός; Το ερώτημα δεν αφορά στ’ αλήθεια το χρώμα του δέρματος, αλλά έναν τρόπο σκέψης. Η ιστορία που αφηγούνται στον εαυτό τους οι Ευρωπαίοι τοποθετεί τους λευκούς στο κέντρο του κόσμου. Αυτό το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της λευκής σκέψης, τις ρίζες της και τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, μέχρι να φτάσει να διαποτίσει ώς και τον αέρα που αναπνέουμε. Επί αιώνες, αυτός ο τρόπος σκέψης συγκροτεί φυλετικές ιεραρχίες, δικαιολογεί την κυριαρχία των λευκών σε όλο τον κόσμο, διαμορφώνει τις αντιλήψεις και τις συνήθειες των ανθρώπων. Υποδεικνύει στους λευκούς και στους μη λευκούς τι πρέπει να είναι, πώς πρέπει να μιλάνε, ποια είναι η θέση τους. Μόνο η αμφισβήτησή της θα μας επιτρέψει να πετάξουμε τη λευκή μάσκα και να πολεμήσουμε τον ρατσισμό.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Τυράμ Λιλιάν

Ο Lilian Thuram γεννήθηκε στη Γουαδελούπη το 1972· το 2008 ίδρυσε το ίδρυμα «Education contre le racisme, pour l’égalité». Έχει γράψει πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων τα Mes étoiles noires (Philippe Rey, 2010), Manifeste pour l’égalité (Autrement, 2012), Notre Histoire (Delcourt, 2014 και 2016). Ήταν ο κύριος επιμελητής της έκθεσης Exhibitions. Linvention du sauvage, στο μουσείο Quai-Branly το 2011-2012. Το 2014 έλαβε το βραβείο ηθικής του Ιδρύματος Kéba-Mbaye στη Σενεγάλη. Έχει αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας των ανθρωπιστικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης (2017), του Πανεπιστημίου του Stirling (2019) και του Πανεπιστημίου Strathclyde στη Γλασκώβη (2024).

Σε μια προηγούμενη ζωή, είχε μια λαμπρή καριέρα ως διεθνής ποδοσφαιριστής. Μαζί με τη γαλλική εθνική ομάδα κατέκτησε το παγκόσμιο κύπελλο του 1998 και το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα το 2000.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Θυμάμαι ότι, πριν από κάποια χρόνια, είχα προσκληθεί σε μια συζήτηση για ένα μεγάλο εκθεσιακό πρότζεκτ γύρω απ’ το ζήτημα του ρατσισμού. Ήθελαν να αναλάβω τη γενική διεύθυνση του προγράμματος και το ότι με είχαν επιλέξει ώστε να μεταφέρω το μήνυμά τους σ’ ένα ευρύτερο κοινό ήταν πολύ τιμητικό για μένα. Η προσέγγιση που είχα κατά νου να υιοθετήσω πήγαζε από μια εμπειρία που είχα βιώσει κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης σ’ ένα υπουργείο: την ώρα του κύκλου των τοποθετήσεων, με ρώτησαν με τι ασχολούμαι, με τι καταπιάνεται το ίδρυμα του οποίου προΐσταμαι. Τους είπα ότι αναλύουμε τους μηχανισμούς κυριαρχίας στο πλαίσιο της κοινωνίας. Επέστησα τότε την προσοχή τους στα άτομα που είχαν προσκληθεί στη συνάντηση: η αριθμητική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν εμφανής. Ο πρόεδρος της συνεδρίας είπε: «Όντως, οι γυναίκες είναι πολύ λίγες» – και του απάντησα: «Στην πραγματικότητα, δεν είναι αυτό το πρόβλημα· το πρόβλημα είναι ότι οι άντρες είμαστε πάρα πολλοί». Εκείνη τη στιγμή, από το πουθενά, αισθάνθηκα τα βλέμματα όλων των αντρών να πέφτουν ταυτόχρονα πάνω μου, σαν να τους είχα προσβά­λει διατυπώνοντας αυτή την απλή διαπίστωση.
Εξήγησα λοιπόν ότι, ως γενικός διευθυντής, ήθελα να αλλάξω το πρίσμα. Χρόνια τώρα, όποτε μιλάμε για ρατσισμό επικεντρωνό­­μα­­στε στα πρόσωπα που υφίστανται διακρίσεις. Αυτό που έλεγα εγώ είναι ότι θα έπρεπε μάλλον να ενδιαφερθούμε για τα πρόσωπα που επωφελούνται, χωρίς να το ξέρουν ούτε αναγκαστικά να το θέ­­­­­λουν, απ’ αυτές τις διακρίσεις. Να θεματοποιήσουμε μια κατηγο­­ρία που δεν θεματοποιείται ποτέ: την κατηγορία του λευκού. Τι ση­­­­­­μαίνει «είμαι λευκός»; Πώς γίνεται κανείς λευκός, αφού δεν γεννιέσαι λευκός, αλλά γίνεσαι; Έχετε δει ποτέ άνθρωπο στο χρώμα μιας λευκής κόλλας χαρτιού; Όχι. Γιατί λοιπόν λέμε ότι αυτός ή αυτή είναι λευκός ή λευκή; Σε τι ηλικία γίνεσαι λευκός; Το να γίνεσαι λευκός δεν είναι σαν να λέμε ότι γίνεσαι άνθρωπος, ότι εκπαιδεύε­­σαι να θεωρείς τον εαυτό σου κυρίαρχο; Καθ’ όλη τη διάρκεια της ομιλίας μου, ένιωθα μια ανησυχία στην αίθουσα. Οι λεγόμενοι λευκοί δεν έχουν συνηθίσει να τους θέτουν ερωτήσεις για το χρώμα του δέρματός τους ή για τη σημασία που αυτό θα μπορούσε να έχει.
Συνέχισα: «Αν θέλουμε να κερδίσουμε χρόνο σ’ αυτή τη μάχη για την ισότητα, πρέπει να κάνουμε τους λευκούς επισκέπτες της έκθεσης να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν μάθει να μην πολιτικοποιούν το χρώμα τους».
Ένιωσα μια αμηχανία, ή μάλλον απόρριψη. Σαν να είχε συσταθεί ένα «εμείς», ένα «εμείς» που αναρωτιόταν: «Μα τι θέλει τώρα αυτός από μας;» Κατάλαβα ότι αισθάνονταν προσβεβλημένοι απ’ τα λεγόμενά μου – παρέλειψα να διευκρινίσω ότι ήμουν ο μόνος μαύρος στην αίθουσα. Αισθάνονταν προσβεβλημένοι όπως οι άντρες που τους επισημαίνεις ότι έχουν αναπτύξει ένα σύνδρομο ανωτερότητας απέναντι στις γυναίκες. Δεν είχα βέβαια κατηγορή­­σει κανέναν ότι είναι άθλιος ρατσιστής. Να μας μιλάει όμως κάποιος για λευκή κυ­­­ριαρχία, ε όχι, δεν θα πάρουμε… Δυστυχώς, οι συζητήσεις μας σταμάτησαν κάπου εκεί.
Το βιβλίο αυτό είναι μεταξύ άλλων προϊόν εκείνου του ματαιω­­μένου διαλόγου. Γιατί οι περισσότεροι λευκοί αρνούνται να εξετάσουν την εν λόγω ταυτοτική κατασκευή; Ή μάλλον: φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται καν ότι έχουν κι αυτοί το δικό τους χρώμα. Δεν αναφερόμαστε στους μαύρους αποκαλώντας τους «έγχρωμους»; Αυτό αποδεικνύει ότι οι λευκοί είναι άχρωμοι. Άλλωστε, ποιο είναι το χρώμα των λευκών; Αφού υπάρχει μια ορατή μειονότητα, μήπως οι λευκοί είναι η αόρατη πλειονότητα; Ο ίδιος ο όρος «λευκός» δεν χρησιμοποιείται σχεδόν ποτέ στην τρέχουσα γλώσσα για να υποδείξει μια ομάδα του πληθυσμού, λες και δεν αντιστοιχεί σε καμία πραγματικότητα. Όποτε δε χρησιμοποιείται, προκαλεί κάποιου είδους ενόχληση σ’ αυτόν ή σ’ αυτήν που υποδεικνύει.

Πριν από μια δεκαετία, είχα πέσει πάνω σε μια ειδική έκδοση ενός πε­­­ριοδικού, με τίτλο «Η μαύρη σκέψη», η οποία με είχε προβλημα­τίσει βαθιά: αν υπάρχει «μαύρη σκέψη», υπάρχει άραγε και μια «λευ­­­κή σκέψη»; Η ειδική αυτή έκδοση συγκέντρωνε κείμενα των και για τους Τόνι Μόρισον, Μαρίζ Κοντέ, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ­Τζέιμς Μπόλντουιν, Αιμέ Σεζαίρ, Φραντς Φανόν κ.ά. Αλλά για ποιο πράγμα έχουν γράψει όλοι αυτοί οι μαύροι άνθρωποι; Για έναν κόσμο που υποβιβάζει τους μαύρους. Για την ανάγκη να χειραφε­τηθούν απ’ αυτή τη βία ώστε να τους αναγνωριστούν τα ίδια δι­­καιώμα­τα με τους λευκούς ανθρώπους. Ουσιαστικά, αυτό που δεν λέμε ποτέ είναι ότι ο Κινγκ, ο Μπόλντουιν και οι λοιποί γράφουν αντιδρώντας σε ένα σύστημα. Μόνο που το σύστημα αυτό δεν ορίζεται ποτέ στην ολότητά του. Ποιος κατασκεύασε έναν λόγο που τοποθετεί τους λευκούς στην κορυφή της «ανθρώπινης ιεραρχίας»; Ποιος διατείνεται ότι οι μαύροι είναι λιγότερο ικανοί; Ποιος αποφάνθηκε ότι οι μαύροι δεν δικαιούνται τις ίδιες ακριβώς ευκαιρίες με τους λευκούς άντρες και τις λευκές γυναίκες; Η λευκή φυλετιστική σκέψη.
Ιδού η πανάρχαιη μήτρα την οποία η πλειονότητα των λευκών ανθρώπων δεν τολμά μέχρι και σήμερα να αντικρίσει κατάματα. Γιατί κανένα περιοδικό δεν κάνει ένα αφιέρωμα σ’ αυτή τη «λευκή σκέψη», η οποία έχει σφυρηλατήσει υπόρρητα τη «μαύρη σκέψη»; Γιατί ο ίδιος ο όρος «λευκή σκέψη» να φαντάζει σοκαριστικός;
Κατ’ εμέ, πρόκειται για μηχανισμούς εφάμιλλους μ’ αυτούς που οδηγούν στην κυριαρχία των αντρών επί των γυναικών. «Οι έμφυλες αντιθέσεις, που σφραγίζονται από το αρσενικό και το θηλυκό, είναι ιεραρχημένες από την άποψη ότι οι αξίες που φέρει ο ένας απ’ τους δύο πόλους (το αρσενικό) θεωρούνται ανώτερες απ’ τις ­αξί­­ες που φέρει ο άλλος. […] Οι δυτικές κοινωνίες έχουν αναπτύξει ένα εξηγητικό μοντέλο που συνδέει την αρσενική δύναμη με την ανωτερότητα της ανδρικής ουσίας. […] Το ερμηνευτικό πλαίσιο με το οποίο λειτουργούμε εξακολουθεί να είναι ένα αμετάβλητο και αρχαϊκό πλαίσιο κατηγοριών που πηγάζουν απ’ τις πανάρχαιες αντιλήψεις των προγόνων μας, οι οποίοι περιορίζονταν ως προς το τι μπορούσαν να συλλάβουν οι αισθήσεις τους». Η ιστορία της αντίστασης των αντρών στη χειραφέτηση των γυναικών δεν είναι πο­­­λύ πιο διδακτική από την ιστορία της χειραφέτησης των γυναικών; Η ιστορία της αντίστασης των λευκών ελίτ στη χειραφέτηση των μη λευκών δεν είναι εξίσου επιμορφωτική με την ιστορία της χει­­­ραφέτησής τους; Δεν είναι καιρός να εξετάσουμε αυτή τη βούλη­­ση διατήρησης, από γενιά σε γενιά, της συγκεκριμένης γραμμής χρώματος, της συγκεκριμένης κυριαρχίας;
Έχει ενδιαφέρον ότι μελετούμε την «τέχνη των νέγρων», τη μαύ­­­ρη σκέψη, τη μαύρη λογοτεχνία, τη μαύρη μουσική, τις ανα­λύ­­ουμε, τις εκθέτουμε, τις ξεψαχνίζουμε. Γιατί να μην επιτρέπε­­ται να μελετήσει κανείς τη λευκή σκέψη, τη λευκή λογοτεχνία, τη λευκή μουσική; Ορισμένοι τομείς μοιάζει να υπερβαίνουν το χρώμα τους, ενώ άλλοι όχι. Γιατί;

Σε έναν μαύρο –οπουδήποτε στον κόσμο– η κοινωνία «χτυπάει» διαρκώς το γεγονός ότι είναι μαύρος: στον χώρο εργασίας του, στα μέσα ενημέρωσης. Όποτε κυκλοφορεί στον δημόσιο χώρο, του υπενθυμίζουν συχνά το χρώμα του: μ’ ένα λοξό βλέμμα, με την καχύποπτη έκφραση του τάδε ή της δείνα που, επί ώρα, μοιάζει να αναζητεί στον μαύρο το τεκμήριο κάποιου φανταστικού εγκλήματος. Είναι μια αίσθηση άγνωστη σε οποιοδήποτε άτομο δεν έχει πέσει θύμα διάκρισης, γιατί κάτι τέτοιο δεν αποτελεί μέρος της εμπειρίας του από τον κόσμο. Οι λευκοί, από την άλλη, βολτάρουν οπουδήποτε χωρίς να εγκλείονται στο χρώμα του δέρματός τους από καμία Αρχή. Δεν έχουν συνείδηση αυτής της ηρεμίας, αυτού του αισθήματος ελευθερίας, ότι είναι παντού σαν στο σπίτι τους; Είτε στη Γαλλία είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπενθυμίζω στους δύο γιους μου ότι δεν πρέπει να ξεχνούν το χρώμα τους. Τους λέω: «Σας βλέπουν ως μαύρους, όχι ως λευκούς». Το θεωρώ εξαιρετικά λυπηρό, αλλά ας το παραδεχτούμε: ενίοτε, είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Για να αποσυνδεθώ από το χρώμα μου, για να γίνει το χρώμα μου μια αμελητέα σωματική λεπτομέρεια, πρέπει οι λευκοί να αποσυνδεθούν από το δικό τους. Πώς θα γίνει όμως αυτό; Παραδόξως, το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να συνειδητοποιήσουν το χρώμα τους, και ό,τι αυτό τους υπαγορεύει να αναπαράγουν.

Ένα βράδυ, αποφασίζω να τηλεφωνήσω σ’ έναν παιδικό φίλο μου, τον Πιερ.
– Έλα, Πιερ. Τι γίνεται;
– Γεια σου, Λιλιάν. Όλα καλά. Εσύ;
– Να σε ρωτήσω κάτι;
– Ρίχ’ το.
– Αισθάνεσαι ότι είσαι λευκός, Πιερ;
Νιώθω έναν δισταγμό στην άλλη άκρη της γραμμής.
– Τι εννοείς; Δεν σε πολυπιάνω.
– Συμφωνούμε ότι είμαι μαύρος, έτσι;
– Ε, ναι.
– Αν εγώ είμαι μαύρος, εσύ τι είσαι;
– Θα έλεγα… κανονικός.
Έβαλα τα γέλια.
– Κανονικός, ε; Άρα εγώ δεν είμαι κανονικός;
– Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Κατάλαβες τώρα…
Ο Πιερ και η εντελώς αυθόρμητη, αστεία απάντησή του μου επέτρεψαν να εντοπίσω κάτι ουσιώδες και βαθιά ριζωμένο: ακόμα κι ένα ξεχωριστό πρόσωπο ή ένας αδερφικός φίλος μπορεί, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, να φοράει τη λευκή μάσκα της κανονικότητας. Αυτός που βρίσκεται σε κυρίαρχη θέση είναι τόσο προνομιακά ισχυρός, τόσο αδιάλειπτα στο προσκήνιο, τόσο σταθερά άτρωτος, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως νόρμα. Αυτό συμβαίνει με τους λευκούς, όπως εξακολουθεί να συμβαίνει και με τους άντρες σε σχέση με τις γυναίκες.
Οι γυναίκες ξέρουν πολύ καλά ότι είναι γυναίκες, δηλαδή ότι ανήκουν σ’ ένα κοινωνικό φύλο κυριαρχούμενο από τους άντρες, οι οποίοι έχουν την εξουσία να αποφασίζουν γι’ αυτές τι δικαιούνται να κάνουν και τι όχι. Πόσος χρόνος και πόση ενέργεια πρέπει να ξοδευτούν ώστε οι άντρες να αναγνωρίσουν ότι κι οι ίδιοι είναι παγιδευμένοι σε σχήματα κυριαρχίας, στην αρρενωπότητά τους, με όλες τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται; Με τον ίδιο τρόπο, εγώ, απ’ τα εννιά μου χρόνια –αφότου ήρθα στο Παρίσι εγκαταλείποντας τη Γουαδελούπη– ξέρω ότι με αντιλαμβάνονται ως μαύρο, και ξέρω ότι αυτό δεν είναι καθόλου ανώδυνο. Η λευκή σκέψη μού φόρεσε τη μάσκα του μαύρου.
Μόνο που οι λευκοί θα ήθελαν να περνιούνται ως «άχρωμοι»: δεν θέλουν με τίποτα να εξετάσουν τη σημασία αυτού του χρώματος. Επειδή έτσι τους βολεύει; Ή μήπως φοβούνται να έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα; Όπως πολύ σωστά λέει η Βρετανή δοκιμιογράφος Ρένι Έντο-Λοτζ, «το χρώμα του δέρματός τους είναι η νόρμα, και όλα τα υπόλοιπα μια παρέκκλιση απ’ αυτήν». Είμαι μαύρος σημαίνει δεν είμαι λευκός. Το να είσαι λευκός, από την άλλη, δεν επιδέχεται ερωτήσεις. Η Ρένι Έντο-Λοτζ αποκαλεί αυτή τη στάση «λευκή άρνηση»: εφόσον για τους λευκούς δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μια κατάσταση πραγμάτων, μια πραγματικότητα που είναι αυτονόητη, γιατί να θέσουν υπό αμφισβήτηση μια θέση που τους ευνοεί;
Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών, ιδίως στις αγγλόφωνες χώρες, συναντάς ερευνητές που ασκούν τις λεγόμενες whiteness studies, τις «σπουδές λευκότητας» (αυτός είναι ο καθιερωμένος ακαδημαϊκός όρος), προσπαθώντας να απαντήσουν στα εξής ερωτήματα: πώς οι λευκοί, που αποτελούν το 16,6% του παγκόσμιου πληθυσμού, βιώνουν το γεγονός ότι κυριαρχούν επί των μη λευκών, τόσο στο εσωτερικό των αντίστοιχων κοινωνιών τους όσο και ως σταθερά στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων; Πώς αυτή η κυριαρχία άλλαξε όψη στο πέρασμα των αιώνων; Η Γαλλία διστάζει να σκεφτεί σε βάθος αυτά τα ερωτήματα. Θα ήθελε να διαγράψει τη λέξη «φυλή» απ’ το Σύνταγμά της. Αλλά αυτό αρκεί; Δεν υπάρχει ένα αίσθημα φυλετικού ανήκειν στη χώρα μας;
Θέτω τις διαπιστώσεις, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου στην κρίση του έργου αρκετών στοχαστών της λευκής συνθήκης. «Αν έχω μια τόσο οξυμμένη συνείδηση της φυλής, είναι αποκλειστικά επειδή η διαφορά μου υποδεικνυόταν πάντα ρητά απ’ τον κόσμο που με περιβάλλει. […] Το χρώμα του δέρματός μου πολιτικοποιήθηκε άθελά μου», συνοψίζει η Ρένι Έντο-Λοτζ. Ελπίζω οι λευκοί να καταλάβουν ότι το χρώμα του δέρματός τους είναι μια πολιτική κατασκευή. Επιμένω: κανείς τους δεν γεννιέται λευκός. Τους συμβαίνει άθελά τους μεν, αλλά, σε αντίθεση με τους μη λευκούς ανθρώπους, προς όφελός τους.
Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να φέρει στο φως λησμονημένα, ή ακόμα και αγνοημένα, κομμάτια της ιστορίας που έχουν ωστόσο συγκροτήσει τη λευκή ταυτότητα. Δεν αποσκοπεί σε μια γενικόλογη καταδίκη του ρατσισμού. Δεν πρόκειται να καταδείξει τον ρατσισμό εκεί που το περιμένουμε, στις εξωφρενικές εκδηλώσεις κάποιων εξτρεμιστικών κομμάτων, αλλά στην καθημερινότητα των κοινωνιών μας. Ο φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ χρησιμοποιεί τον όρο «ρατσισμός χωρίς φυλές», εννοώντας την κατασκευή και τη νομιμοποίηση συμπεριφορών διακρίσεων σε μια κοινωνία όπου όλοι θα ’πρεπε να γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι η έννοια της ανθρώπινης φυλής δεν έχει νόημα σε επιστημονικό επίπεδο. Η καθημερινότητα του ρατσισμού που υφίστανται οι μη λευκοί στη Δύση υφαίνεται από μια διαδοχή μικρογεγονότων άλλοτε γνωστών, άλλοτε λιγότερο γνωστών, αλλά τις περισσότερες φορές παντελώς άγνωστων – σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, η απουσία τους από τον δημόσιο διάλογο εξυπηρετεί μερικούς μερικούς. Κουμπώνοντας καλά το ένα στο άλλο, τα γεγονότα αυτά συγκροτούν συνήθειες. Και οι συνήθειες αυτές ωθούν τους λευκούς να διατηρούν τους μη λευκούς στη θέση του υποτελούς: στην αρχή με απερίφραστο και εμφατικό τρόπο, και με το πέρασμα του χρόνου πιο διακριτικά, όπως οι άντρες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις γυναίκες.
Θα δούμε παρακάτω ότι η λευκή σκέψη δεν ταυτίζεται με τη σκέψη αποκλειστικά των λευκών. Και οι μη λευκοί έχουν ενσωματώσει τη σκέψη που αποκαλώ λευκή. Η μαύρη μάσκα, σύμφωνα με την έκφραση του Φραντς Φανόν, μπορεί να φοριέται εξίσου απ’ τους μη λευκούς και απ’ τους λευκούς. Η λευκή σκέψη δεν είναι ζήτημα χρώσης του δέρματος. Είναι ένας τρόπος ύπαρξης στον κόσμο που ανάγεται τουλάχιστον στην εποχή των Σταυροφοριών. Όπως γράφει η Ροζά Αμελιά Πλυμέλ-Ουριμπέ, «η κατάκτηση της Αμερικής [τον 16ο αιώνα] και η αποικιοποίησή της τροποποίησαν βαθιά τις σχέσεις των Ευρωπαίων με τους άλλους. Η απόσταση μεταξύ διαφοράς και ανωτερότητας καλύφθηκε γρήγορα. […] Για αιώνες, ήταν ιδεολογικά δικαιολογημένο και πολιτισμικά αποδεκτό ότι τα “κατώτερα” όντα καταβάλλουν αναγκαστικά φόρους, προσφέρουν άμισθη εργασία, αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα και, εν ανάγκη, ξεπαστρεύονται κι από πάνω. Τα υλικά και ψυχολογικά προνόμια που απέρρεαν απ’ τη συμμετοχή στην υπερέχουσα ομάδα ευνόησαν την αποδοχή αυτών των δεδομένων, τα οποία με το πέρασμα των αιώνων μετατράπηκαν σε σχεδόν ανεκρίζωτο πολιτισμικό συστατικό του δυτικού πολιτισμού».
Εύχομαι το παρόν βιβλίο να προκαλέσει έναν διάλογο χωρίς το μίσος, τον σεκταρισμό και την κακοπιστία που υπονομεύουν την υγιή ανταλλαγή ιδεών. Δεν θέλω με τίποτα να στρέψω τους μεν ενάντια στους δε, αλλά να δημιουργήσω μια καλοπροαίρετη συμμαχία με άξονα μια κοινή διαπίστωση. Υπάρχει ένα σύστημα, μια οικονομική, πολιτισμική και κοινωνική κατασκευή που έχει καταστροφικές επιπτώσεις, όχι μόνο στους μη λευκούς αλλά και στους ίδιους τους λευκούς. Για να αλλάξουμε την πραγματικότητα, πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Το να συνειδητοποιή­σουμε τη θέση απ’ την οποία μιλάμε –είμαι άντρας, είμαι γυναίκα, είμαι μαύρος, είμαι λευκός, είμαι μιγάς, είμαι καθολικός, είμαι μουσουλμάνος, είμαι άθεος, κ.ο.κ.– είναι το πρώτο βήμα ώστε να αντιληφθούμε ότι δεν τοποθετούμαστε για την αποκαλούμενη «ανακάλυψη» της Αμερικής, τη δουλεία, την αποικιοποίηση, τον ρατσισμό και την παγκοσμιοποίηση με αντικειμενικό τρόπο, αλλά αναπαράγοντας πανίσχυρες ιστορικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις. Αυτές τις προκαταλήψεις θα εξετάσουμε στη συνέχεια, τη λογική αυτών των προκαταλήψεων θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε. Ποια είναι η υποτιθέμενη ταυτότητά μας στην Ιστορία; Ποιον ρόλο μας υποχρεώνει να παίζουμε αυτή η υποτιθέμενη ταυτότητα; Δεν πρόκειται για επικρίσεις, αλλά για απλές διερωτήσεις. Οι οποίες απαιτούν ένα και μόνο πράγμα: να δούμε τα γεγονότα κατάματα. Ο κρατικός ρατσισμός δεν υπάρχει πια. Το γεγονός όμως ότι υπήρξε για πάνω από διακόσια πενήντα χρόνια στη Γαλλία, λόγου χάρη, αποτελεί το υπόστρωμα όσων ζούμε σήμερα. Όνειρό μου είναι να γίνουμε όλοι αρκετά ώριμοι ώστε να αντιστεκόμαστε και η σκέψη μας να μην υπαγορευτεί ποτέ ξανά από το χρώμα του δέρματός μας. Να μπορέσουμε να δούμε κατάματα τι έκανε και συνεχίζει να κάνει η λευκή οικονομική σκέψη στην ανθρωπότητα, στον ήδη εξαντλημένο πλανήτη μας.
Το παρόν έργο είναι ένα «έργο-φερέφωνο». Ο εκάστοτε λευκός που εκφράζει τις απόψεις του, ανεξάρτητα απ’ το αν είναι ανθρωπιστής ή οτιδήποτε άλλο, θεωρείται ότι παίρνει τον λόγο στο όνομα του οικουμενικού Ανθρώπου. Ο μη λευκός, από την άλλη, ταξινομείται συνήθως ως φερέφωνο της κοινότητάς του. Στόχος μου είναι να αναλύσω τη συγκρότηση μιας λευκής σκέψης η οποία κυριάρχησε τους τελευταίους αιώνες. Είναι αναγκαίο να διατρέξουμε την ιστορία της· γιατί δεν θα μπορέσουμε ούτε να καταλάβουμε ούτε να λύσουμε τα σημερινά προβλήματα, αν δεν ακολουθήσουμε αυτή τη μακρά ιστορική διαδρομή. Η κατανόηση που κομίζει η Ιστορία αποκαλύπτει την αληθινή φύση του ρατσισμού, και κυρίως μας οπλίζει ποικιλοτρόπως ώστε να οικοδομήσουμε έναν κοινό ορίζοντα.
Κι εν πάση περιπτώσει, τι εξυπηρετεί ο ρατσισμός; Ποιον ωφελεί πραγματικά; Μπορούμε να μιλάμε για ρατσισμό χωρίς να θέτουμε υπό διερώτηση τη σχέση του Ανθρώπου με τα άλλα έμβια όντα;