Προσφορά!

Η ακύρωση του μέλλοντος

του Μαρκ Φίσερ

Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

,

«Προς το παρόν, η επιθυμία μας δεν έχει όνομα – αλλά είναι πραγματική. Η επιθυμία μας αφορά το μέλλον –μια διαφυγή από τα αδιέξοδα και την απέραντη έρημο των ατελείωτων επαναλήψεων του κεφαλαίου– και προέρχεται από το μέλλον – εκείνο το μέλλον όπου νέες αντιλήψεις, επιθυμίες, γνώσεις θα είναι και πάλι δυνατές. Μέχρι στιγμής, μπορούμε να συλλάβουμε αυτό το μέλλον μόνο μέσα από αναλαμπές. Είναι όμως στο χέρι μας να κατασκευάσουμε αυτό το μέλλον, τη στιγμή που –σε ένα άλλο επίπεδο– εκείνο ήδη κατασκευάζει εμάς: μια νέα μορφή συλλογικότητας, μια νέα δυνατότητα να μιλάμε σε πρώτο πληθυντικό. Κάποια στιγμή σε αυτή τη διαδρομή, το όνομα της νέας μας επιθυμίας θα μας φανερωθεί – και θα το αναγνωρίσουμε.»

Τα είκοσι δύο κείμενα του Φίσερ που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο, κείμενα για τον καπιταλιστικό ρεαλισμό και για τη μυστική θλίψη του 21ου αιώνα, αποτελούν μια αντιπροσωπευτική επιλογή από το έργο του, που οργανώνεται γύρω από τους άξονες της δυσφορίας, της κουλτούρας και της πολιτικής.

 

* Οι παραγγελίες θα αρχίσουν να παραδίδονται την Παρασκευή 20 Δεκέμβρη.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Φίσερ Μαρκ

Ο Μαρκ Φίσερ γεννήθηκε στο Λέστερ το 1968. Ήταν συγγραφέας, πολιτικός φιλόσοφος, πολιτισμικός κριτικός και μπλόγκερ, γνωστός κυρίως για το βιβλίο του Καπιταλιστικός ρεαλισμός (Futura, 2015). Η αρθρογραφία στο μπλογκ του kpunk με αφορμή τη μουσική, τον κινηματογράφο, την ποπ κουλτούρα κ.ο.κ. υπήρξε καθοριστική για τον ριζοσπαστικό πολιτισμικό λόγο μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Φίσερ υπέφερε από κατάθλιψη και αυτοκτόνησε το 2017, λίγο πριν την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου, Το αλλόκοτο και το απόκοσμο.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κανείς δεν βαριέται, απλώς όλα είναι βαρετά

Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα και προκλητικά κείμε­­να για την πολιτική και την κουλτούρα που διάβασα φέτος ήταν το «Είμαστε όλοι πολύ αγχωμέ­­νοι» του Ινστιτούτου Επισφαλούς Συνείδησης (το οποίο τράβη­­­ξε την προσοχή όταν αναδημοσιεύτηκε στην ιστο­σελί­­­δα του Plan C). Το επιχείρημά του είναι ότι το βασι­­­κό προβληματικό συναίσθημα που αντιμετω­­πί­­ζει σήμε­­ρα ο καπιταλισμός είναι το άγχος. Σε μια προηγούμε­­­νη, φορντική περίοδο, η «κυρίαρχη συναισθη­ματική απόκριση» ήταν η πλήξη. Η επαναληπτική εργασία στη γραμ­­­μή παραγωγής προκαλούσε πλήξη, η οποία, στο φορντισμό, ήταν συγχρόνως η βασική μορφή καθυπόταξης και η πηγή μιας νέας συγκρουσιακής πολιτικής.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η αποτυχία της παραδοσιακής αριστεράς συνδέεται με την αδυναμία της να συγκρουστεί με αυτή την πολιτική της πλήξης, η οποία δεν αρθρώθηκε μέσω των συνδικάτων ή των πολιτικών κομμάτων αλλά μέσω της πολιτισμικής πο­­­λιτικής των καταστασιακών και του πανκ. Ήταν οι νεοφιλελεύθεροι, και όχι η οργανωμένη αριστερά, αυτοί που μπόρεσαν να απορροφήσουν και να εργαλειοποιή­σουν αποτελεσματικότερα αυτή την κριτική της πλήξης. Οι νεοφιλελεύθεροι έσπευσαν να συνδέσουν τα φορντικά εργοστάσια, καθώς και τη σταθερότητα και την ασφάλεια της σοσιαλδημοκρατίας, με την ανία, την προβλεψιμότητα και τη γραφειοκρατική ιεραρχία. Αντί για αυτά οι νεοφιλελεύθεροι προσέφεραν τον ενθουσια­σμό και το απρόβλεπτο – αλλά το μειονέκτημα αυτών των νέων ρευστών συνθηκών ήταν το διαρκές άγχος. Το άγχος είναι η συναισθηματική κατάσταση που σχετίζεται με την (οικονομική, κοινωνική, υπαρξιακή) επισφάλεια την οποία έχει κανονικοποιήσει η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση.
Το Ινστιτούτο Επισφαλούς Συνείδησης σωστά πα­­­ρατηρεί ότι ένα μεγάλο μέρος της αντικαπιταλιστικής πολιτικής είναι εγκλωβισμένο σε στρατηγικές και προοπτικές που διαμορφώθηκαν σε μια εποχή κατά την οποία ο αγώνας διεξαγόταν ενάντια στην πλήξη. Έχουν επίσης δίκιο τόσο στο ότι ο καπιταλισμός έχει λύσει αποτελεσματικά το πρόβλημα της πλήξης, όσο και στο ότι είναι ζωτικής σημασίας για την αριστερά να βρει τρόπους πολιτικοποίησης του άγχους. Η νεοφιλελεύθερη κουλτούρα –η οποία έγινε κυρίαρχη την εποχή που το αντιψυχιατρικό κίνημα εξασθενούσε– έχει εξατομικεύσει την κατάθλιψη και το άγχος. Ή μάλλον, πολλές περιπτώσεις κατάθλιψης και άγχους είναι αποτελέσματα της επιτυχημένης τάσης του νεοφιλελευθερισμού να ιδιωτικοποιεί το άγχος, να μετατρέπει τους πολιτικούς ανταγωνισμούς σε ιατρικές παθήσεις.
Την ίδια στιγμή, πιστεύω ότι το επιχείρημα της πλήξης πρέπει να είναι γίνει κάπως πιο εκλεπτυσμένο. Είναι σίγουρα αλήθεια ότι θα μπορούσε κανείς να νιώθει σχεδόν νοσταλγία για την παλιά καλή Βαρεμάρα. Οι ζοφερές και άδειες Κυριακές, οι νυχτερινές ώρες που σταματάει το τηλεοπτικό πρόγραμμα, ακόμη και τα ατέλειωτα λεπτά αναμονής στις ουρές ή τα μέσα μαζικής με­­­­ταφοράς: για όποιον έχει smartphone, αυτός ο κενός χρό­­­νος έχει πλέον ουσιαστικά εξαλειφθεί. Στο εντατικό, 24/7 περιβάλλον του καπιταλιστικού κυβερνοχώρου, ο εγκέφαλος δεν έχει πλέον το χρόνο να είναι αδρανής · αντιθέτως, κατακλύζεται από μια αδιάλειπτη ροή χαμηλού επιπέδου ερεθισμάτων.
Κι όμως, η πλήξη ήταν αμφίσημη · δεν ήταν μόνο ένα αρνητικό συναίσθημα από το οποίο κάποιος ήθελε απλώς να απαλλαγεί. Για το πανκ, ο κενός χώρος της πλήξης ήταν μια πρόκληση, μια προσταγή και μια ευκαιρία: αν βαριόμαστε, τότε είναι στο χέρι μας να δημιουργήσουμε κάτι που θα γεμίσει το κενό. Ωστόσο, ο καπιταλισμός εξουδετέρωσε την πλήξη ακριβώς μέσω αυτής της απαίτησης για συμμετοχή. Τώρα, αντί να μας επιβάλλουν ένα κατευναστικό θέαμα, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις κάνουν τα πάντα για να μας προσκαλέσουν να αλληλεπιδράσουμε, να δημιουργήσουμε το δικό μας περιεχόμενο, να συμμετάσχουμε στη συζήτη­­ση. Δεν υπάρχει πλέον ούτε δικαιολογία ούτε ευκαιρία για να βαριόμαστε.
Αλλά, αν η σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού έχει εξαλείψει την πλήξη, δεν έχει εκμηδενίσει το βαρετό. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το βα­­­­ρε­­­τό είναι πανταχού παρόν. Ως επί το πλείστον, έχουμε εγκαταλείψει κάθε προσδοκία ότι θα εκπλαγούμε από την κουλτούρα – και αυτό ισχύει τόσο για την «πειραμα­­τική» όσο και για τη λαϊκή κουλτούρα. Είτε πρόκειται για μουσική που ακούγεται σαν να μπορούσε να έχει βγει πριν από 20, 30, 40 χρόνια, είτε για χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ που ανακυκλώνουν και επαναφέρουν έν­­­νοιες, χαρακτήρες και στερεότυπα που έχουν καταστεί τετριμμένα εδώ και πολύ καιρό, είτε για τις κουρασμένες χειρονομίες του μεγαλύτερου μέρους της σύγχρο­­νης τέχνης, το βαρετό είναι παντού. Απλώς κανείς δεν βαριέται – γιατί δεν υπάρχει πια κανένα κοινωνικό υποκείμενο ικανό να βαρεθεί. Γιατί η πλήξη είναι μια κατάστα­ση έντονης προσήλωσης – μια κατάστα­­­ση υψηλής απορρόφησης για την ακρίβεια, και γι’ αυτό είναι ένα τόσο καταπιεστικό συναίσθημα. Η πλήξη κα­­­τατρώει την ύπαρξή μας · νιώθουμε ότι δεν θα της ξε­­­φύγουμε ποτέ. Ωστόσο ακριβώς αυτή η ικανότητα προσήλωσης είναι που τώρα δέχεται επίθεση, ως αποτέλεσμα της συνεχούς διάσπασης της προσοχής μας, η οποία είναι αναπό­­σπαστο μέρος του καπιταλιστικού κυβερνοχώρου. Αν η πλήξη είναι μια μορφή κενής προσήλωσης, τότε ο τρόπος αποτελεσματικής αντιμετώπισής της είναι οι πιο θετικές μορφές προσήλωσης. Αλλά αυτές ακριβώς τις μορφές προσήλωσης δεν μπορεί να προσφέρει πια ο κα­­­πιταλισμός. Αντί να μας κάνει να προσηλωνόμαστε, αποσπά την προσοχή μας από το βαρετό.
Ίσως το συναίσθημα που χαρακτηρίζει περισσότερο τη σημερινή μας κατάσταση είναι ένα μείγμα πλήξης και καταναγκασμού. Παρότι αναγνωρίζουμε ότι είναι βαρετά, εντούτοις νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε ακόμα ένα κουίζ στο φέισμπουκ, να διαβάσουμε ακόμα μια λίστα στο Buzzfeed, να κάνουμε κλικ σε κάποιο κουτσομπολίστικο άρθρο για μια διασημότητα που δεν μας ενδιαφέρει ούτε στο ελάχιστο. Κινούμαστε ακατάπαυστα μέσα στο βαρετό, αλλά το νευρικό μας σύστημα δέ­­χεται τόσα πολλά ερεθίσματα που δεν έχουμε ποτέ την πο­­λυτέλεια να νιώσουμε βαρεμάρα. Κανείς δεν βαριέται, απλώς όλα είναι βαρετά.