Προσφορά!

Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

του Καρλ Μαρξ

Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης

, ,

Η περίοδος που έχουμε μπροστά μας κλείνει μέσα της ένα πρωτοφανές συνονθύλευμα κραυγαλέων αντιφάσεων: συνταγματικοί που συνωμοτούν ανοιχτά κατά του Συντάγματος, επαναστάτες που ομολογούν ανοιχτά ότι είναι συνταγματικοί, […] συμμαχίες με πρώτη ρήτρα τους το διχασμό, αγώνες με πρώτο νόμο τους την αναποφασιστικότητα, ακατάσχετες και κούφιες δημαγωγίες στο όνομα της ησυχίας, κατανυκτικά κηρύγματα για ησυχία στο όνομα της επανάστασης, πάθη χωρίς αλήθεια, αλήθειες χωρίς πάθος, ήρωες δίχως ηρωικά κατορθώματα, ιστορία δίχως γεγονότα, μια εξελικτική πορεία που δεν φαίνεται να έχει άλλη κινητήρια δύναμη πέρα από το ημερολόγιο και καταντά κουραστική με τη μόνιμη επανάληψη των ίδιων εντάσεων και περιόδων εκτόνωσης, αντιθέσεις που κατά περιόδους μοιάζουν να κλιμακώνονται, μόνο και μόνο για να αμβλυνθούν και να καταλαγιάσουν χωρίς να επιλυθούν, […] η γενική βούληση του έθνους, εκφρασμένη ξανά και ξανά με καθολικές ψηφοφορίες, ψάχνοντας κάθε φορά να βρει τη φωνή της στους αρτηριοσκληρωτικούς εχθρούς των λαϊκών συμφερόντων, ώσπου στο τέλος τη βρίσκει στην ισχυρογνωμοσύνη ενός αρχιληστή.

* Οι παραγγελίες θα αρχίσουν να παραδίδονται 18 Δεκεμβρίου.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Μαρξ Καρλ

Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε το 1818 στο Τρίερ. Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, έζησε εξόριστος στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες και εγκαταστάθηκε εντέλει στο Λονδίνο, όπου και αφοσιώθηκε στο πολιτικό, φιλοσοφικό και επιστημονικό του έργο. Πέθανε το 1883.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Απέναντι στη συνασπισμένη μπουρζουαζία είχε συγκροτηθεί ένα κοινό μέτωπο από εργάτες και μικροαστούς, το λεγόμενο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Μετά τα γεγονότα του Ιουνίου 1848, οι μικροαστοί διαπίστωσαν πως είχαν βγει ριγμένοι, καθώς έβλεπαν τα υλικά τους συμφέροντα να διακυβεύονται και τις δημοκρατικές εγγυήσεις που υπόσχονταν τάχα να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους να αμφισβητούνται από την αντεπανάσταση. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να πλευρίσουν τους εργάτες. Από την άλλη, οι ορεινοί, η κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση, παραγκωνισμένοι από τη δικτατορία των αστών ρεπουμπλικάνων, είχαν δώσει αγώνες ενάντια στον Βοναπάρτη και τους βασιλόφρονες υπουργούς, καταφέρνοντας έτσι να ανακτήσουν τη χαμένη τους δημοτικότητα κατά το τελευταίο μισό του βίου της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, ασφαλώς όχι χωρίς να συνάψουν συμμαχία με τους ηγέτες των σοσιαλιστών. Τον Φεβρουάριο του 1849, οι δύο πλευρές διοργάνωσαν δημόσιες συνεστιάσεις για να πανηγυρίσουν τη συμφιλίωση. Διαμόρφωσαν κοινό πρόγραμμα, συγκρότησαν κοινές εκλογικές επιτροπές και στήριξαν κοινούς υποψήφιους. Από τη μια άμβλυναν την επαναστατική αιχμή από τα κοινωνικά αιτήματα του προλεταριάτου για να τους δώσουν δημοκρατική χροιά, από την άλλη απογύμνωσαν τις δημοκρατικές διεκδικήσεις της μικροαστικής τάξης από τον καθαρά πολιτικό χαρακτήρα τους, αφήνοντας να προβάλλει η σοσιαλιστική αιχμή τους. Έτσι γεννήθηκε η σοσιαλδημοκρατία. Εκτός από μερικούς αιρετικούς σοσιαλιστές και άλλους τόσους κομπάρσους από την εργατική τάξη, το κόμμα των νέων ορεινών, ο καρπός αυτού του γάμου, περιλάμβανε στις τάξεις του τα ίδια στοιχεία με τους παλιούς ορεινούς, απλώς αριθμητικά ενισχυμένα. Ωστόσο, στην πορεία των εξελίξεων, το κόμμα είχε αλλάξει, μαζί με την τάξη που αντιπροσώπευε. Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας της σοσιαλδημοκρατίας συνοψίζεται στο γεγονός ότι η ίδια επικαλείται τους δημοκρατικούς θεσμούς ως μέσο, όχι όμως για να καταργήσει τα δύο αντίθετα άκρα, το κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία, αλλά για να μετριάσει τις αντιθέσεις τους και να διασφαλίσει την αρμονική τους συνύπαρξη. Όμως, όσο διαφορετικά μέτρα κι αν προτείνονται για την επίτευξη αυτού του σκοπού, όσο κι αν ο σκοπός εξωραΐζεται με περισσότερο ή λιγότερο επαναστατικές ιδέες, το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Και το περιεχόμενο ναι μεν δεν είναι άλλο από τον δημοκρατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αλλά ο μετασχηματισμός αυτός παραμένει πάντα εντός του πλαισίου της μικροαστικής τάξης. Θα ήταν λάθος να σχηματίσουμε τη στενόμυαλη άποψη ότι βασική επιδίωξη της μικροαστικής τάξης είναι να επιβάλει ένα εγωιστικό ταξικό συμφέρον. Απεναντίας, η ίδια πιστεύει μάλλον ότι οι ειδικοί όροι για τη δική της απελευθέρωση είναι συγχρόνως και οι καθολικοί όροι για τη σωτηρία της σύγχρονης κοινωνίας και την αποτροπή της ταξικής πάλης. Ομοίως, δεν έχουμε λόγο να φανταστούμε ότι οι δημοκρατικοί βουλευτές είναι όλοι τους shopkeepers ή ότι πίνουν νερό στο όνομά τους. Με το μορφωτικό τους επίπεδο και την κοινωνική θέση τους, απέχουν πιθανώς απ’ αυτούς όσο ο ουρανός από τη γη. Αυτό που τους κάνει εκπροσώπους των μικροαστών είναι το γεγονός ότι το μυαλό τους δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια που εκ των πραγμάτων δεν υπερβαίνουν οι μικροαστοί στη ζωή, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να οδηγούνται θεωρητικά στα ίδια προβλήματα και τις ίδιες λύσεις, στα οποία οδηγούνται πρακτικά και οι τελευταίοι, σπρωγμένοι από το υλικό συμφέρον και τη θέση τους στην κοινωνία. Από αυτή τη γενική αρχή διέπεται η σχέση ανάμεσα στους πολιτικούς και πνευματικούς εκπροσώπους μιας τάξης και στην τάξη που εκπροσωπούν.

Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει σχεδόν αυτονόητα πως αν οι ορεινοί αντιμάχονται ακατάπαυστα το κόμμα της τάξης για τη Δημοκρατία και για τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα, απώτερος στόχος τους δεν είναι ούτε η Δημοκρατία ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι περισσότερο από ένα στρατό που, για να μην παραδώσει τα όπλα, αντιστέκεται στο πεδίο της μάχης, αλλά όχι μόνο για να διατηρήσει την κατοχή των όπλων του.

Σπάνια είχε προαναγγελθεί με τόσο πάταγο μια δράση όσο η επικείμενη εκστρατεία των ορεινών, σπάνια είχε τύχει να αναμένεται ένα γεγονός με ακράδαντη βεβαιότητα και να διατυμπανίζεται από καιρό πριν τόσο ηχηρά όσο ο αναπόδραστος θρίαμβος της Δημοκρατίας. Φως φανάρι! Οι δημοκρατικοί πιστεύουν στα σαλπίσματα που γκρέμισαν τα τείχη της Ιεριχώς. Και κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά στα οχυρά του δεσποτισμού, προσπαθούν απεγνωσμένα να αντιγράψουν το βιβλικό θαύμα. Αν οι ορεινοί ήθελαν τη νίκη στο κοινοβούλιο, κακώς κάλεσαν στα όπλα. Άπαξ και κάλεσαν στα όπλα, δεν χωρούσε κοινοβουλευτισμός στους δρόμους. Αν η ειρηνική διαδήλωση είχε κάποιο σοβαρό νόημα, ήταν τεράστια γκάφα να μην προβλέψουν ότι οι διαδηλωτές θα έβρισκαν απέναντί τους το στρατό με τα όπλα προτεταμένα. Αν σκόπευαν πράγματι να δώσουν μάχη, ήταν πρωτάκουστο να παρατήσουν τα όπλα που χρειάζονταν για να πολεμήσουν. Όμως, οι επαναστατικές απειλές των μικροαστών και των δημοκρατικών αντιπροσώπων τους δεν είναι τίποτε παραπάνω από αθώες απόπειρες εκφοβισμού του εχθρού. Και όταν περιέρχονται σε αδιέξοδο, όταν εκτίθενται ανεπανόρθωτα και αναγκάζονται να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, υιοθετούν μια διφορούμενη στάση σαμποτάροντας έτσι τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού και γυρεύοντας προφάσεις για να ηττηθούν. Η εκκωφαντική ουβερτούρα που προαναγγέλλει τη μάχη σβήνει σ’ ένα λιγόψυχο μουρμουρητό μόλις έρθει η στιγμή να ξεσπάσει· οι ηθοποιοί παύουν να παίρνουν τον εαυτό τους au sérieux, και η δράση του έργου ξεφουσκώνει σαν μπαλόνι που το τρυπάς με την καρφίτσα.

Κανένα κόμμα δεν υπερεκτιμά τα μέσα του όσο το δημοκρατικό, κανένα δεν πιάνεται τόσο εύκολα κορόιδο από τις περιστάσεις. Επειδή μια μερίδα του στρατού τους είχε δώσει την ψήφο της, οι ορεινοί ήταν πεπεισμένοι ότι ολόκληρο το στράτευμα θα ξεσηκωνόταν για χάρη τους. Αλλά με ποια αφορμή; Με μια αφορμή που, από τη σκοπιά του στρατεύματος, δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο παρά ότι οι επαναστάτες έπαιρναν το μέρος των Ρωμαίων ενάντια στους Γάλλους στρατιώτες. Από την άλλη, οι μνήμες από τον Ιούνιο του 1848 παραήταν νωπές για να μην επικρατεί στις τάξεις του προλεταριάτου έντονη αποστροφή απέναντι στην εθνοφρουρά και να μην αντιμετωπίζονται με βαθιά δυσπιστία οι ηγέτες των δημοκρατικών από τους αρχηγούς των μυστικών εταιρειών. Προϋπόθεση για να διευθετηθούν αυτές οι διαφορές ήταν να διακυβεύονται μεγάλα κοινά συμφέροντα. Η παραβίαση ενός αφηρημένου συνταγματικού άρθρου δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τέτοιο συμφέρον. Άλλωστε, μήπως το Σύνταγμα δεν παραβιαζόταν κάθε λίγο και λιγάκι, όπως διαβεβαίωναν οι ίδιοι οι δημοκρατικοί; Μήπως ακόμα και οι πιο λαοφιλείς εφημερίδες δεν το είχαν στιγματίσει σαν κατασκεύασμα της αντεπανάστασης; Αλλά ο δημοκράτης, ως γνήσιος εκπρόσωπος της μικροαστικής τάξης, δηλαδή μιας μεταβατικής τάξης εντός της οποίας αμβλύνονται εξίσου τα συμφέροντα δύο τάξεων, βάζει τον εαυτό του υπεράνω των ταξικών αντιθέσεων. Οι δημοκρατικοί αναγνωρίζουν ότι απέναντί τους έχουν μια προνομιούχο τάξη, ενώ οι ίδιοι, μαζί με όλο το υπόλοιπο έθνος, αποτελούν το λαό. Το μόνο που αντιπροσωπεύουν είναι το δίκαιο του λαού· το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το λαϊκό συμφέρον. Να γιατί σ’ έναν επικείμενο αγώνα δεν έχουν ανάγκη να εξετάσουν τα συμφέροντα και τις διαθέσεις των διαφόρων τάξεων. Ούτε χρειάζεται να ζυγίσουν με σχολαστική ακρίβεια τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Δεν έχουν παρά να δώσουν το σύνθημα για να ριχτεί ο λαός καταπάνω στους καταπιεστές, με όλες τις ανεξάντλητες εφεδρείες του. Αν στην πράξη τα συμφέροντά τους αποδειχθούν αδιάφορα και η ισχύς τους ανίσχυρη, τότε φταίνε είτε κάποιοι ολέθριοι σοφιστές, που διαιρούν τον αδιαίρετο λαό σε κάθε λογής αντιμαχόμενα στρατόπεδα, είτε ο στρατός παραήταν αποκτηνωμένος και παραπλανημένος για να συνειδητοποιήσει ότι οι αγνοί στόχοι της Δημοκρατίας αποσκοπούν στο δικό του καλό ή το όλο εγχείρημα ναυάγησε από κάποια λεπτομέρεια στην εκτέλεση, ή μια απρόβλεπτη αναποδιά χάλασε αυτή τη φορά το παιχνίδι. Όπως και να ’χει, ο δημοκράτης βγαίνει και από την πιο ατιμωτική ήττα τόσο αλώβητος όσο αθώος ήταν όταν ρίχτηκε στη μάχη, με ανανεωμένη την πεποίθηση για την τελική νίκη του, όχι επειδή ο ίδιος και το κόμμα του θα εγκαταλείψουν τις παλιές θέσεις τους, αλλά το αντίστροφο, επειδή χρειάζεται να ωριμάσουν οι συνθήκες για να εξυπηρετήσουν το σκοπό του.

Έτσι και οι ορεινοί, παρόλο που αποδεκατίστηκαν, τσακίστηκαν αλλά και ταπεινώθηκαν από τον νέο κανονισμό της Βουλής, ας μη σπεύσουμε να φανταστούμε πως είχαν φορέσει και μαύρες πλερέζες. Μολονότι η 13η Ιουνίου παραμέρισε τους ηγέτες τους, από την άλλη άνοιξε το δρόμο σε μια σειρά από στελέχη μικρότερου διαμετρήματος, σε βαθμό να τους κολακεύει η προαγωγή τους. Με την ανίσχυρη θέση τους στο κοινοβούλιο να είναι πλέον αδιαμφισβήτητη, είχαν κερδίσει με το σπαθί τους το δικαίωμα να περιορίσουν τη δράση τους σε εκρήξεις ηθικής αγανάκτησης και βαρύγδουπες δηλώσεις. Αν το κόμμα της τάξης τούς αντιμετώπιζε τάχα σαν τους τελευταίους επίσημους εκπροσώπους της επανάστασης και παρίστανε ότι στο πρόσωπό τους έβλεπε να ενσαρκώνονται όλες οι φρικαλεότητες της αναρχίας, οι ίδιοι είχαν ένα λόγο παραπάνω να εμφανίζονται ακόμα πιο ρηχοί και μετριοπαθείς. Πάντως, για να αντισταθμίσουν την ήττα της 13ης Ιουνίου, βρήκαν παρηγοριά στην εξής βαθυστόχαστη δήλωση: «Ουαί και αλίμονο αν τολμήσετε να αγγίξετε το καθολικό δικαίωμα ψήφου! Τότε θα δείξουμε ποιοι είμαστε!» Nous verrons.