Προσφορά!

Εύα και άλλα ποιήματα

της Αϊλήν Μάιλς

Μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Δημήτρης Αθηνάκης, Νίκος Ερηνάκης, Ευτυχία Παναγιώτου, Κάλλια Παπαδάκη, Θεόδωρος Χιώτης

,

Το Αϊλήν Μάιλς ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση της Συλλογής Kerenidis Pepe, για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα σύγχρονης τέχνης Phenomenon 3 στην Ανάφη (1-14 Ιουλίου 2019). Tο Phenomenon ανέθεσε τη μετά­­φρα­­ση των ποιημάτων σε Έλληνες ποιητές και ποι­­ήτριες και συνέβαλε στην έκδοση του βιβλίου. Η συλλογή αποτελείται από 15 ποιήματα και δύο εισαγωγικά κείμενα.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Μάιλς Αϊλήν

Το Αϊλήν Μάιλς (Eileen Myles) γεννήθηκε στη Μασσαχουσέτη το 1949. Έχει εκδώσει 22 βιβλία (ποίηση, λογοτεχνία, δοκίμιο, θεατρικά έργα κ.ά.). Έχει κερδίσει την υποτροφία Guggenheim, 4 βραβεία Lambda και το βραβείο Shelley, ενώ το 2019 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης από την Αμερικανική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών. Το 2020 έλαβε το βραβείο Bill Whitehead για το σύνολο του έργου του από το Publishing Triangle. Μένει στη Νέα Υόρκη και στη Μάρφα του Τέξας. Το 2019 επισκέφτηκε την Ανάφη για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα σύγχρονης τέχνης Phenomenon 3.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Να είσαι εκεί – Ιούλιος 2019 στην Ανάφη

Ήθελα τόσο πολύ καιρό να πάω στην Ελλάδα που έγραψα μέχρι κι ένα ποίημα γι’ αυτό. Και για πολύ καιρό μόνο με τον πόθο ταξίδευα όταν δεν είχα λεφτά για να αγοράσω εισιτήριο. Είχα πάει στην Ευρώπη για λίγο μετά το πανεπιστήμιο όταν μάζεψα όλα μου τα λεφτά από τη δουλειά μου στο σέρβις και έφυγα αφήνοντας τη Βόρεια Αμερική για πρώτη φορά και ήταν υπέροχα αν και ήμουν ένα πραγματικά θλιμμένο παιδί και δεν είχα μεταγγίσει ακόμη τη θλίψη μου στην ποίηση οπότε γέμιζα τετράδια με κάτι που δεν ήξερα τι είναι. Νομίζω πως δεν ξαναταξίδεψα έτσι στην Ευρώπη για καμιά δεκαριά χρόνια. Και ο χάρτης του κόσμου είχε για μένα αλλάξει τόσο που η Ελλάδα ήταν για λίγο και νομίζω ειδικά όταν πρωτοήρθα στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’70 το μόνο μέρος που πραγματικά είχα ανάγκη να πάω σαν ένα είδος εναλλακτικού χωροχρόνου στο μυαλό μου όπως είπα το μυαλό μου ή ο χάρτης μου άλλαζε για αρκετά χρόνια και ακόμη δεν είχα πάει στην Ελλάδα και αλήθεια θα το έκανα άραγε ποτέ. Δεν είχε να κάνει τόσο με το να αγοράσω ένα εισιτήριο όσο με το να έχω την ιδέα. Χάρηκα τόσο πολύ που είδα το ποίημα μου με τίτλο «Ελλάδα» να εμφανίζεται στο Instagram κάποια χρόνια πριν. Αμέσως έγραψα στα σχόλια «Κι ακόμα δεν έχω πάει» ή κάτι τέτοιο και η απάντηση ήρθε με ένα μέιλ λίγες βδομάδες αργότερα, όταν ο Ιορδάνης και ο Πιερτζιόρτζιο με προσκάλεσαν να συμμετάσχω στο Phenomenon το επόμενο καλοκαίρι. Η ιδέα παραμόνευε, η Ελλάδα είχε επιστρέψει.
Περνάω μεγάλα διαστήματα πιστεύοντας ότι όπου βρίσκομαι είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο. Η Νέα Υόρκη κατείχε αυτή τη θέση αρκετές φορές, η Ιταλία για πολύ καιρό, η Μάρφα στο Τέξας την κατέχει ακόμη με κάποιο τρόπο, αν και μοιράζεται τα πρωτεία με τη Νότια Αμερική, μια εντελώς νέα ήπειρο για να προκαλεί τέτοια συναισθήματα, αλλά απ’ όλα τα μέρη που επισκέφτηκα τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα είναι εκείνο όπου νιώθω ότι πρέπει να επιστρέψω και στο μικρό διάστημα που πέρασα στην Ελλάδα μπορώ μόνο να πω ότι ήμουν εντελώς εκεί, οι σκέψεις μου δεν ξέφευγαν ήμουν παρόν κι έτσι είναι εύκολο τουλάχιστον στο μυαλό μου να επιστρέψω εκεί και αυτό κάνω. Ο λόγος που η Ελλάδα καταλαμβάνει αυτό το χώρο στη φαντασία μου είναι γιατί η εμπειρία του να είμαι εκεί ήταν κάτι ανεπανάληπτο. Δεν ήταν απλώς μια κουλτούρα ή μια γλώσσα ή ένας τρόπος σερβιρίσματος του φαγητού ή τα γαλάζια νερά ή οι ελάχιστοι τουρίστες ή η ευγένεια και η προσοχή που ένιωθα στις σύντομες συζητήσεις μου στα εστιατόρια ή όταν αγόραζα νερό ή προσπαθούσα να αλλάξω το ακτοπλοϊκό μου εισιτήριο – μάλλον αυτή η συζήτηση δεν ήταν τόσο ευγενική, αλλά ένιωσα απολύτως ορατό. Η εμπειρία μου από τους ανθρώπους που γνώρισα ήταν ότι με κοιτούσαν όταν μιλούσαμε. Και μπορώ να σας πω ότι αυτή ίσως είναι μία σπάνια εμπειρία μεταξύ των ανθρώπων, η αίσθηση ότι συνυπάρχουμε στο χρόνο. Το μόνο πραγματικά σημαντικό. Υποθέτω ότι αυτό σκέφτηκα αρχικά για την Ελλάδα ότι θα υπήρχε χρόνος εκεί. Και υπήρχε. Η Ανάφη ήταν ένα νησί γεμά­­το λόφους οπότε χωρίς αμάξι ρίξαμε πολύ περπάτημα κάτι που αναφέρω υπαινικτικά και στο ποίημα που περιλαμβάνεται εδώ. Τα μικροσκοπικά ξωκκλήσια ψηλά στα βουνά από τα οποία φαινόταν να είναι φτιαγμένο το νησί είχαν κάτι μαγευτικό κι ένα πρωί ανεβήκαμε σε ένα απ’ αυτά. Υπήρχε πάντοτε φαγητό, φοβερό φαγητό στα μαγαζιά, στο τέλος της πεζοπορίας, υπήρχε ψωμί υπήρχε μέλι και το γεγονός ότι βρισκόμουν εκεί για να συμμετάσχω στο μικρό φεστιβάλ που μόλις είχε ξεκινήσει στην Ανάφη (πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχαν άνθρωποι με τους οποίους θα περνούσα το χρόνο μου που τους ήξερα ελάχιστα ή καθόλου) σήμαινε ότι υπήρχε τέχνη το αγαπημένο μου πράγμα που έδενε όλα τα άλλα μεταξύ τους. Κάθισα σε μια πλατεία ένα βράδυ μετά το φαγητό και παρακολούθησα ένα πολύ παράξενο θεατρικό. Οι ηθοποιοί προχωρούσαν προς το κέντρο και αλληλεπιδρούσαν ενώ γάτες τριγυρνούσαν στις άκρες και στο κέντρο όποτε ήθελαν. Υπήρχαν παιδιά που έπαιζαν και οι θεατρικές σκηνές ανακατεύονταν με όλα τα υπόλοιπα. Η έκθεση που καταλάμβανε ένα δημόσιο κτήριο στην Ανάφη έμοιαζε το ίδιο προσωρινή – φωτο­­γραφίες από ζώα και τοπία, συγκεντρωμένα κομμάτια υλικών σκορπισμένα στο πάτωμα, σημειώματα καρφιτσωμένα στους τοίχους που σαν να κατέγραφαν το χρόνο μας εδώ (εκεί), μια αίσθηση παρόμοια με εκείνη μιας έντονης συνάντησης. Μερικοί από μας μαζευτήκαμε αργά το βράδυ σε ένα μπαρ όπου κάποιος έλεγε ένα τραγούδι. Κι αργότερα βρέθηκα έξω να ακουμπάω σε έναν τοίχο μες στη νύχτα, ανασαίνοντας τον αέρα της, μαζί με όλους όσους συμμετείχαν στο φεστιβάλ αλλά και άλλους που είχαν απλώς έρθει για να παντρευτούν και είχαν γίνει μέρος της σκηνής, προσκεκλημένοι ή μη, πολλοί Λιθουανοί και φαινόταν απολύτως λογικό που οι Λιθουανοί έρχονταν στην Ελλάδα και έπειτα γύριζαν στο Λονδίνο ή στο Βίλνιους ή σε κάποιο άλλο μέρος της χώρας τους. Είχα μια ωραία ζωική αίσθηση ότι αυτό κάνουν οι άνθρωποι – και μάλλον και οι γάτες, και τα πουλιά και τα σκυλιά, περιπλανιούνται και μαζεύονται και μένουν κάπου για λίγο. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Η γυναίκα που είχε το μέρος όπου έμενα στην Ανάφη μιλούσε για την Κρή-τη. Όχι Creet, όπως είχα μάθει να τη λέω κι έτσι το όνομα ενός τόπου για τον οποίο είχα διαβάσει σ’ ένα βιβλίο όταν ήμουν παιδί είχε τώρα το δικό του όνομα, άλλο από κείνο που είχα συνηθίσει να ακούω στην Αμερική. Ακουγόταν πιο τραχύ και γήινο. Κρή-τη. Και ακόμα και τώρα κρατιέμαι απ’ αυτό, από αυτή την αλλαγμένη λέξη και από τους τόπους που αλλάζουν ονόματα κι έπειτα ξεκινήσαμε φυσικά το ταξίδι μας για τη Νέα Υόρκη κι έτσι περάσαμε ένα απόγευμα στην Κρή-τη και βρήκα εκείνο το αρχαίο κυκλαδικό ειδώλιο σε ένα μουσείο και αυτή η ονειρική εσωστρεφής ανθρώπινη μορφή θα βρεθεί στο εξώφυλλο κάποιων βιβλίων μετά απ’ αυτό εδώ, το βιβλίο που δουλεύω τώρα, έτσι που αφού πάτησα μια φορά το πόδι μου στην Ελλάδα, έγινε κομμάτι του εαυτού μου, κομμάτι του ονείρου μου για τον κόσμο, που αποδέχεται τη ζωή μου έστω για μια στιγμή και νιώθω να αφυπνίζομαι και μόνο που το σκέφτομαι και νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το παντοτινό δώρο.