Η ελληνική έκδοση της ανθολογίας Dichtung mit Biss, που επιμελήθηκε η Μαρία Τοπάλη, μετέφρασε ο Torsten Israel, και εξέδωσαν στα γερμανικά οι εκδόσεις Romiosini το 2018, μια ανθολογία που στηρίζεται σε ανοιχτά ειδολογικά ερωτήματα και μορφολογικούς προβληματισμούς, και όχι σε μια προσπάθεια κανονικοποίησης και ταξινόμησης.
Στην Ασπίδα του Αχιλλέα περιλαμβάνονται δεκαεννιά αντιπροσωπευτικά ποιήματα από όλο το έργο του Ώντεν (μεταξύ άλλων: «Στη μνημη του Γ. Μπ. Γεητς», «1η Σεπτεμβρίου 1939», «Πένθιμο μπλουζ») μεταφρασμένα από τον Ερρίκο Σοφρά, με τη γλωσσική και υφολογική ακρίβεια και με τη συναισθηματική ένταση που χαρακτηρίζει όλες του τις μεταφραστικές εργασίες.
Η ποίηση από τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας είναι στην Ελλάδα μια αόρατη ποίηση, σε μεγάλο βαθμό κατατρεγμένη ήδη από τη στιγμή του ονόματός της. Μαζί με την απαγορευμένη γλώσσα χάνεται και ό,τι γράφεται σε αυτήν. Στην ανθολογία περιλαμβάνονται δεκαεπτά ποιητές και ποιήτριες που έγραψαν και γράφουν στη μακεδονική γλώσσα από το 1945, και παρουσιάζονται αναλυτικά τα ποιητικά ρεύματα, από τους πρώτους μεταπολεμικούς ποιητές μέχρι τις σύγχρονες τάσεις, με στόχο τη γνωριμία με μια λογοτεχνία που παραμένει στη σκιά.
Πόσα βιβλία αδιάβαστα στα ράφια
πόσες πρωτεύουσες που δεν επισκεφθήκαμε
και πρόσωπα με τα οποία θα μπορούσαμε
να έρθουμε πολύ κοντά, αν τη συνάντηση
δεν αναβάλλαμε επ᾿ άπειρον. Αλλά ίσως
έτσι είναι καλύτερα. Ίσως είναι προτιμότερο
να έχεις μία πόλη, να ξέρεις από στήθους
τα τσιμεντένια ρείθρα της· ένα μοναχά βιβλίο
μια φωνή, στην οποία να επιστρέφεις
όπως στην πόρτα ενός δύσκολου φίλου·
και τώρα, που τα χρόνια επιταχύνουν
κι οι μέρες μας κυλούν απρόθυμα
είναι πλέον ασφαλές να ομολογήσεις
σ᾿ εκείνον που έδωσε ένα πρόσωπο
στ᾿ απρόσωπα αισθήματά σου, πως αυτή
η αδράνεια είναι το αληθινό μας σπίτι.
Αθήνα, 1914. Ο Ν. Γ. Πολίτης εκδίδει τις «εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού». Ανέκδοτο όμως παραμένει στα συρτάρια του ένα χειρόγραφο με καταγραφές κειμένων που ο πατέρας της νεοελληνικής λαογραφίας φροντίζει να κρύψει. Τον φάκελο ανακαλύπτει ο αποκηρυγμένος γιος του Νικολάου, Alexandro Jorge de Carvalho de Polites. Κατά τη δίωξή του από το πατρικό, ο άσωτος υιός Πολίτη κλέβει το χειρόγραφο. Ξεκινά ένα ταξίδι ανά τον κόσμο μαζί με την πολύτιμη λεία του, την οποία διασπείρει μεθοδικά, ενώ παράλληλα συνθέτει στίχους στη μητρική του γλώσσα. Καταλήγει στη Βραζιλία, όπου διαπρέπει ως επιχειρηματίας και δημιουργεί πολυμελή οικογένεια.
Σάο Πάολο, 2019. Ο João Nikolao Polites da Silveira, υστερότοκος γιος του Alexandro και καθηγητής στην πρώτη έδρα νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο, ολοκληρώνει ένα ερευνητικό πρόγραμμα διάσωσης και ανάδειξης του αποσιωπημένου χειρογράφου. Βασικό μέλος του προγράμματος, ο ελληνοβραζιλιάνος μεταδιδακτορικός ερευνητής Νικηφόρος Ερράντες αναλαμβάνει να εκδώσει τις «εκλογές από τα απόκρυφα τραγούδια του ελληνικού λαού», τα άσματα του χειρογράφου Πολίτη [φάκελος πατέρα], σε αντίστιξη με τα ποιήματα του ίδιου του Alexandro [φάκελος υιού].
Ένας ευσυγκίνητος πατέρας
είναι δώρο για ένα κορίτσι
Κι όταν κλαίνε μαζί
μπροστά στην τηλεόραση
με τα τραγούδια
το κορίτσι ξέρει
ότι πριν απ᾿ την πόλη
ο πατέρας έζησε καιρό
σε μέρος με πολύ αέρα
κάτω απ᾿ τα πεύκα
Αργά αργά
η φτωχή του καρδιά
μεγάλωσε
χώρεσε έτσι αμέτρητα αντικείμενα
δεκαπέντε μικρά δέντρα που μεγαλώνουν
τη Μυρτώ που έφτασε αργοπορημένη
μα χώρεσε
τον Στάικο που βρήκε πρώτος θέση
κι εμένα
που βολεύτηκα
μα έπιασα όλο τον τόπο
έμεινε λίγος μόνο
για τον αέρα που μέσα του
τώρα φυσάει
φυσάει γρήγορα και δυνατά ο αέρας
κουνιόμαστε όλοι
Δροσερή είναι η καρδιά του πατέρα μου
Ένα ποιητικό παίγνιο για έξι χέρια, με κοινό θεματικό, υφολογικό και τεχνοτροπικό άξονα. Τρεις ποιητές πιάνουν και αφήνουν το ίδιο νήμα, διερευνώντας τις δυνατότητες μιας κοινής εκφραστικής πορείας.
Mετανάστρια, φεμινίστρια και ακτιβίστρια, η Φαρροχζάντ είναι μια από τις πιο παρεμβατικές νέες φωνές της σουηδικής λογοτεχνίας. Στη βραβευμένη ποιητική της συλλογή Λευκοσελευκό, που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο και προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, σκηνοθετεί
έναν διάλογο έξι φωνών της ίδιας οικογένειας που συζητούν για την επανάσταση, τον πόλεμο, τη μετανάστευση και τον ρατσισμό, αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι εμπειρίες αυτές μετασχηματίζουν τις εσωτερικές τους σχέσεις. Στο ποιητικό αυτό βιβλίο, η Φαρροχζάντ χειρίζεται υποδειγματικά τα ζητήματα της ταυτότητας, της οικογένειας και της γλώσσας, συγκροτώντας ένα σύγχρονο παράδειγμα πολιτικής ποίησης.
Μέσα στον κόσμο των παιχνιδιών κατοικούν άνθρωποι, ζώα, φυτά και ένα βραχιόλι. Για παράδειγμα οι δύο χελώνες που πάνε ένα παιδί στη θάλασσα, μία οικογένεια τρυποκάρυδων που έχει προβλήματα επικοινωνίας, ο ωραιότερος άντρας στη γη, οι κόρες του Ρήνου, ένας στρατιώτης, τέσσερα σπίτια, μία διευθύντρια σχολείου και δύο πιερότοι.
Βάθος είναι η φανταχτερή ασημαντολογία, η κακόγουστη επιτήδευση, τα φτηνά ευφυολογήματα, οι εκτροπές που ευτελίζουν το υψηλό ύφος. Είναι κυρίως ένα πάθος άκαιρο, χωρίς νόημα ή χωρίς μέτρο. Στο Περί βάθους, την ειρωνική αντιστροφή του Περί ύψους, ο Πόουπ στρέφει τα βέλη του στους βαρετούς και ανέμπνευστους δημιουργούς, στην ψεύτικη εμβρίθεια που κρύβεται πίσω από τη μεγαλοστομία και τη σοβαροφάνεια, στις έτοιμες συνταγές και στις ποιητικίζουσες κοινοτοπίες.