Προσφορά!

Επιστολές

της Δανάης Σιώζιου

,

Η έκδοση συνοδεύεται από σχέδια του Στέφανου Ρόκου.

Αγαπητή Κλαίουσα Ιτιά,

μην πιστεύετε τον κοκκινολαίμη, είναι ακόμα θυμωμένος.
Ο θυμός φυλάσσεται σε διάφανα μπουκαλάκια,
έχει διάφορα χρώματα και πίνεται σαν κολόνια.
Οι συνεχείς μετακομίσεις είναι αδιαμφισβήτητα
δουλειά για αράχνες.
Οι θάλασσες το φθινόπωρο είναι μολυβένιες.
Το μολύβι πάντα κάποιον βαραίνει.
Αγαπητή μου Κλαίουσα,
η έλευση της ανθοφορίας είναι μια άδεια φιέστα.
Βαθιά στη γη συντελείται το πανδαιμόνιο.
Ρωτήστε τις ρίζες σας, τις βαθιές σας ρίζες.
Με τα κίτρινα ανθάκια σας, όταν πέσουν,
θα φτιάξουμε περιδέραια,
ελαφρύτερα κι από όνειρα που δεν πήγαν παραπέρα.

Δικός σας,
Κ.

 

* Οι παραγγελίες θα αρχίσουν να παραδίδονται την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Σιώζιου Δανάη

H Δανάη Σιώζιου γεννήθηκε το 1987. Μεγάλωσε στην Καρλσρούη και στην Καρδίτσα. Σπούδασε αγγλική φιλολογία, ευρωπαϊκή ιστορία και πολιτιστική διαχείριση. Υπήρξε συνεκδότρια και μέλος της ομάδας του περιοδικού Τεφλόν. Ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Από τους αντίποδες κυκλοφορεί η συλλογή της Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια (2016), για την οποία τιμήθηκε με το Βραβείο «Γιάννης Βαρβέρης» της Εταιρείας Συγγραφέων και με το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, και η συλλογή Ενδεχόμενα τοπία (2021).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Το τραπέζι της κουζίνας

Αγαπητέ κύριε,

πάνω μου υπάρχουν λουλούδια μαζί μ’ ένα σημείωμα για τη γιορτή σας, δώρο του αγαπημένου σας φίλου. Μου αρέσει όταν μαγειρεύετε και τα μπαχαρικά πέφτουν πάνω μου. Το ξύλο είναι απορροφητικό υλικό, έτσι μπορώ κι εγώ να ρουφάω, να γεύομαι, να μυρίζω και να ζαλίζομαι. Μου αρέσει ιδιαιτέρως όταν τρίβετε με τα δάχτυλά σας το αλάτι και όταν χρησιμοποιείτε το γουδί. Θυμάμαι με πόσο κόπο με δημιουργήσατε.

Φιλικά,
το τραπέζι

 

Αγαπητό Τραπέζι,

σήμερα έριξε πρωινό, ανοιξιάτικο χιόνι. Η ομίχλη κα­­­­τέβηκε χαμηλά στα βουνά κι έκατσα στο μπαλκό­­­νι να δω τα πουλιά και να πιω λίγο τσάι. Χαιρέτησα τους εργάτες που δούλευαν στην αυλή. Ένας απ’ αυτούς μου έκανε νόημα να πλησιάσω και μου πα­­­­ρέδωσε έναν γκρι φάκελο χωρίς γραμματόσημο. Ήταν ένα παλιό γράμμα του αγαπημένου μου φίλου που παράπεσε στην αποθήκη απ’ όπου παίρνανε τα υλικά. Ο φίλος μου κι εγώ θέλαμε ένα τραπέζι. Βγήκα­­με για ξύ­­λα. Περπατούσαμε για ώρες ανάμεσα σε χιονισμένες, πα­­­γωμένες πλαγιές και πλαγιές γεμάτες λουλούδια. Αμέτρητα ρυάκια διέτρεχαν το τοπίο, ψυχρές φλέβες που κατέβαιναν το βουνό σχηματίζοντας ρεύματα, πο­­­τάμια και καταρράχτες. Ξαπλώσαμε στην πλαγιά να ξεκουραστούμε. Πολύ γρήγορα αποκοιμήθηκα και ονειρεύτηκα το σχήμα που θα σας έδινα.

Δικός σας,
Κ.