Προσφορά!

Μπίλλυ Μπαντ, Ναύτης

του Χέρμαν Μέλβιλ

Μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς, Κώστας Σπαθαράκης

,

Ο Μπίλλυ Μπαντ, ένας νεαρός ναύτης, στρατολογείται σε ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Εκεί μπλέκεται άθελά του στα δίχτυα ενός μοχθηρού οπλονόμου, που τον κατηγορεί ενώπιον του καπετάνιου για υποκίνηση ανταρσίας. Το τελευταίο έργο του Χέρμαν Μέλβιλ, η πνευματική του παρακαταθήκη, είναι μια ιστορία για τη μάχη του καλού με το κακό, για την αθωότητα και την αδικία, για την ομορφιά και τον πόθο· είναι συγχρόνως ένας βαθύς στοχασμός για την ελευθερία και την εξουσία, για την πολιτική και τη δικαιοσύνη, για την αποδοχή και την αντίσταση.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Μέλβιλ Χέρμαν

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891) είναι ο μεγαλύτερος Αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, μπάρκαρε το 1839 ως απλός ναύτης σε εμπορικά και αργότερα σε φαλαινοθηρικά καράβια. Απαθανάτισε τις ναυτικές και ταξιδιωτικές του εμπειρίες στα πρώτα του έργα (Typee, 1846· Omoo, 1847), η τεράστια επιτυχία των οποίων τον έστρεψε στην επαγγελματική ενασχόληση με τη λογοτεχνία. Ωστόσο, η συνέχεια δεν υπήρξε εξίσου επιτυχής: τα μυθιστορήματά του Mardi (1849), Redburn (1849) και White-Jacket (1850· μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Gutenberg 2004) είχαν χλιαρή υποδοχή από τους κριτικούς και μέτριες πωλήσεις. Ακόμη πιο αρνητικές ήταν οι εντυπώσεις από το αριστούργημά του, τον Moby-Dick (1851· μτφρ. Αθανάσιος Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg 1992) και το Pierre: or, The Ambiguities (1852). Τα επόμενα χρόνια δημοσίευσε μόνο διηγήματα, ενώ το 1857 δημοσιεύτηκε το τελευταίο του πεζογραφικό έργο, The Confidence-Man. Το 1863 ανέλαβε μια θέση στο τελωνείο της Νέας Υόρκης και στράφηκε στην ποίηση,  εντελώς λησμονημένος από κοινό και κριτικούς. Από το 1886 ώς το θάνατό του το 1891, αφοσιώθηκε στη συγγραφή της νουβέλας Μπίλλυ Μπαντ, η οποία ωστόσο δημοσιεύτηκε μόνο το 1924.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

1

Πριν από την εποχή των ατμόπλοιων, ή τουλάχιστον τότε πιο συχνά απ’ ό,τι σήμερα, αν έκανες τον περίπατό σου στην προκυμαία ενός μεγάλου λιμανιού, θα σου τραβούσε πού και πού την προσοχή κάποια παρέα από ηλιοκαμένους ναυτικούς, απ’ τα μεγάλα πολεμικά καράβια ή απ’ τα εμπορικά, που φορώντας τα καλά τους έβγαιναν με άδεια στη στεριά. Κάποιες φορές θα συνόδευαν, ή θα περιέβαλλαν σαν σωματοφυλακή, κάποια ανώτερη μορφή από τις δικές τους τάξεις, που θα περπατούσε μαζί τους, όπως ο Αλδεβαράν ανάμεσα στα μικρότερα άστρα του αστερισμού του. Αυτό το σημαδιακό αντικείμενο ήταν ο «Ωραίος Ναύτης» μιας λιγότερο πεζής εποχής του πολεμικού αλλά και του εμπορικού ναυτικού. Χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας, αλλά μάλλον με την ανεπιτήδευτη φυσικότητα μιας έμφυτης αρχοντιάς, φαινόταν να αποδέχεται τις αυθόρμητες τιμές των συντρόφων του.

Θυμάμαι τώρα ένα κάπως αξιοσημείωτο παράδειγμα. Στο Λίβερπουλ, πάνε πια πενήντα χρόνια, στη σκιά του μεγάλου σκοτεινού τοίχου δίπλα στην αποβάθρα του Πρίγκιπα (ένα εμπόδιο που έχει κατεδαφιστεί εδώ και πολύ καιρό), είδα έναν απλό ναύτη με τόσο βαθύ μαύρο χρώμα που πρέπει να ήταν γηγενής Αφρικανός από την ανόθευτη γενιά του Χαμ – μια συμμετρική μορφή πολύ ψηλότερη από το κανονικό. Οι δύο άκρες ενός πολύχρωμου μεταξωτού μαντιλιού που τύλιγαν ανάλαφρα το λαιμό του χόρευαν πάνω στο γυμνό έβενο του στήθους του, στ’ αυτιά του κρέμονταν μεγάλοι χρυσοί κρίκοι και μια σκοτσέζικη τραγιάσκα με καρό λωρίδα στόλιζε το όμορφο κεφάλι του. Ήταν ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου· και το πρόσωπό του, που γυάλιζε απ’ τον ιδρώτα, ακτινοβολούσε βαρβαρική ευθυμία. Στα αστεία πειράγματα που ακούγονταν δεξιά κι αριστερά, τα κατάλευκα δόντια του άστραφταν, καθώς γελούσε μαζί με τους άλλους, στο κέντρο της συντροφιάς των ναυτών. Η συντροφιά αυτή αποτελούνταν από τέτοια πανσπερμία φυλών και χρωμάτων που θα άξιζε να τους είχε παρουσιάσει ο Ανάχαρσις Κλοτς στο βήμα της πρώτης Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης ως πρεσβευτές του ανθρώπινου γένους. Με κάθε αυθόρμητη τιμή που απέδιδαν οι περαστικοί στο κατάμαυρο είδωλο –το φόρο τιμής μιας παύσης και ενός βλέμματος, και σπανιότερα ενός επιφωνήματος–, η ετερόκλητη συνοδεία του έδειχνε να νιώθει για τον αποδέκτη των τιμών εκείνη την περηφάνια που θα αισθάνονταν δίχως αμφιβολία οι Ασσύριοι ιερείς για τον μεγαλοπρεπή σκαλιστό Ταύρο τους όταν οι πιστοί έπεφταν στο έδαφος για να τον προσκυνήσουν.

Ας επιστρέψουμε όμως. Αν και πότε πότε έμοιαζε με Μυρά του ναυτικού, έτσι που στολιζόταν για να βγει στη στεριά, ο Ωραίος Ναύτης της εποχής που μας απασχολεί δεν έμοιαζε καθόλου με τον δανδή Billy-be-Dam, έναν κωμικό τύπο που έχει πια σχεδόν εκλείψει, αλλά τον συναντά κανείς πού και πού, και μάλιστα με μορφή ακόμα πιο κωμική από την αρχική, στο δοιάκι κάποιας βάρκας στο ανταριασμένο Κανάλι του Ίρι ή, πιο συχνά, να αερολογεί στα χαμαιτυπεία στην όχθη του καναλιού. Πάντοτε μάστορας στην επικίνδυνη δουλειά του, ο Ωραίος Ναύτης ήταν επίσης πολύ συχνά ανίκητος πυγμάχος ή παλαιστής. Ήταν δύναμη αλλά και ομορφιά. Έλεγαν τραγούδια για την παλληκαριά του. Αυτόν διάλεγαν για να παλέψει στη στεριά· αυτόν για να τους εκπροσωπήσει στη θάλασσα· σε κάθε δύσκολη περίσταση πάντα στην πρώτη γραμμή. Την ώρα που μουδάρουνε τις γάμπιες μες στην καταιγίδα, να τος, καβάλα στο πινό απ’ τη μεριά του ανέμου, με το πόδι περασμένο στον πασαδούρο σαν αναβολέα, με τα δυο του χέρια να τραβάνε την αμορόζα σαν καπίστρι, ίδιος ο μικρός Αλέξανδρος την ώρα που δαμάζει τον οργισμένο Βουκεφάλα. Μορφή μεγαλειώδης, να πετάγεται σαν απ’ τα κέρατα του Ταύρου στον θυελλώδη ουρανό, χαιρετώντας εύθυμα τη σειρά των ναυτών που μοχθούν πάνω στην αντένα.

Το ήθος του σχεδόν πάντα συμβάδιζε με την εξωτερική του εμφάνιση. Άλλωστε, αν δεν χρωματίζονταν από το χαρακτήρα του, η κομψότητα και η ρώμη, όσο γοητευτικές και αν είναι όταν συνδυάζονται σ’ έναν άντρα, δεν θα αρκούσαν για να εξηγήσουν την ειλικρινή αφοσίωση που έδειχναν πολλές φορές στον Ωραίο Ναύτη οι λιγότερο χαρισματικοί σύντροφοί του.

Ένα τέτοιο πολικό αστέρι, τουλάχιστον ως προς την όψη, και κάτι ανάλογο ως προς το χαρακτήρα, αλλά με σημαντικές διαφορές που θα φανούν στην εξέλιξη της ιστορίας, ήταν ο γαλανομάτης Μπίλλυ Μπαντ –ή Μπέιμπυ Μπαντ, όπως κατέληξαν να τον φωνάζουν χαϊδευτικά όσοι τον γνώρισαν υπό τις περιστάσεις που θα εξιστορήσουμε παρακάτω–, είκοσι ενός χρονών, γαμπιέρος του τουρκέτου στον βρετανικό στόλο, στην εκπνοή της τελευταίας δεκαετίας του δεκάτου ογδόου αιώνα. Την εποχή που συνέβησαν όσα θα αφηγηθούμε, είχε μόλις μπει στην υπηρεσία του Στέμματος, όταν, κάπου στα Αγγλικά Στενά, ενώ υπηρετούσε σε ένα αγγλικό εμπορικό που επέστρεφε στην πατρίδα, ναυτολογήθηκε αναγκαστικά σε ένα εβδομηντατεσσάρι πολεμικό που μόλις είχε ξεκινήσει το ταξίδι του, το H.M.S. Bellipotent· το πολεμικό, όπως συνέβαινε συχνά εκείνα τα ταραγμένα χρόνια, είχε αναγκαστεί να σαλπάρει με ελλιπές πλήρωμα. Ο ανθυποπλοίαρχος Ράτκλιφ, ο αξιωματικός που επιβιβάστηκε στο εμπορικό, πέτυχε τον Μπίλλυ στον μπαρκαρίζο κι αυτός του γυάλισε με την πρώτη, και πήρε την απόφασή του, πριν καλά καλά το πλήρωμα παραταχθεί στο πρυμναίο κατάστρωμα για τη σχολαστική του επιθεώρηση. Και μόνο εκείνον διάλεξε. Είτε επειδή οι άλλοι άντρες, όταν παρατάχθηκαν μπροστά του, υστερούσαν σε σχέση με τον Μπίλλυ είτε επειδή είχε κάποιους ενδοιασμούς, αφού το εμπορικό είχε κι εκείνο λιγοστούς άντρες, όπως και να ’χει, ο αξιωματικός αρκέστηκε στην πρώτη αυθόρμητη επιλογή του. Προς έκπληξη του πληρώματος, αλλά και προς ικανοποίηση του ανθυποπλοιάρχου, ο Μπίλλυ δεν έδειξε να διαμαρτύρεται καθόλου. Άλλωστε κάθε διαμαρτυρία θα ήταν τόσο μάταιη όσο οι φωνές μιας καρδερίνας που την έκλεισαν στο κλουβί.

Βλέποντας τούτη την αγόγγυστη συναίνεση, τη σχεδόν χαρωπή θα έλεγε κανείς, ο καπετάνιος του εμπορικού έριξε έκπληκτος στον ναύτη του ένα βλέμμα σιωπηρής επίπληξης. Ο καπετάνιος ήταν ένας από εκείνους τους άξιους άντρες που συναντάς σε κάθε επάγγελμα, ακόμα και στα πιο ταπεινά – εκείνους που όλοι αποκαλούν ομόφωνα «έντιμους ανθρώπους». Και –όσο παράξενο κι αν φαίνεται– παρόλο που είχε οργώσει τις τρικυμισμένες θάλασσες κι είχε φάει τη ζωή του παλεύοντας με τα αδάμαστα στοιχεία της φύσης, τίποτα δεν αγαπούσε αυτή η αγνή ψυχή περισσότερο από την ησυχία και τη γαλήνη. Κατά τα άλλα, ήταν γύρω στα πενήντα, με τάση προς την παχυσαρκία, με πρόσωπο καλοσυνάτο, ξυρισμένο, και με χρώμα όλο υγεία – ένα μάλλον στρογγυλό πρόσωπο, που φανέρωνε ανθρωπιά και εξυπνάδα. Όταν ο καιρός ήταν καλός, ο άνεμος ούριος και όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, στη φωνή του καμπάνιζε κάτι μελωδικό που έμοιαζε να αποτελεί τη γνήσια και πηγαία έκφραση του βαθύτερου χαρακτήρα του. Ήταν πολύ συνετός, πολύ ευσυνείδητος, και σε ορισμένες περιστάσεις αυτές οι αρετές του προκαλούσαν υπερβολική ανησυχία. Στα ταξίδια, όταν το πλοίο του πλησίαζε έστω και λίγο στη στεριά, ο καπετάν Γκρέιβλινγκ δεν έκλεινε μάτι. Έπαιρνε πολύ στα σοβαρά όλες εκείνες τις σημαντικές ευθύνες που άλλοι καπετάνιοι αντιμετωπίζουν πιο ανάλαφρα.

Όσο λοιπόν ο Μπίλλυ Μπαντ ήταν κάτω στο καμπούνι και μάζευε τα πράγματά του, ο ανθυποπλοίαρχος του Bellipotent, ευτραφής και απότομος, χωρίς καθόλου να ενοχληθεί που ο καπετάν Γκρέιβλινγκ παρέλειψε να του προσφέρει την ενδεδειγμένη φιλοξενία σε μια περίσταση τόσο δυσάρεστη για εκείνον, παράλειψη που οφειλόταν μόνο στο σκοτισμένο του μυαλό, αγνοώντας τις τυπικότητες, μπήκε απρόσκλητος στην καμπίνα του καπετάνιου και έβγαλε από το ντουλάπι με τα ποτά ένα μπουκάλι που το έμπειρο μάτι του εντόπισε αμέσως. Ήταν εξάλλου ένας από εκείνους τους θαλασσόλυκους που καμιά από τις κακουχίες και τους κινδύνους της ναυτικής ζωής στους μακροχρόνιους πολέμους της εποχής του δεν είχε καταφέρει να κάμψει τη φυσική του ροπή προς τις απολαύσεις των αισθήσεων. Το καθήκον του το εκτελούσε πάντοτε ευσυνείδητα· αλλά το καθήκον κάποιες φορές είναι μια ξερή υποχρέωση, κι εκείνος πίστευε πως έπρεπε να αρδεύεται, όποτε ήταν δυνατόν, με τα ευεργετικά νάματα των αποσταγμάτων. Δεν απέμενε άλλη λύση για τον ιδιοκτήτη της καμπίνας παρά να παίξει το ρόλο του κατ’ ανάγκην οικοδεσπότη, με όση χάρη και προθυμία μπορούσε να επιστρατεύσει. Τοποθέτησε σιωπηλά μπροστά στον ορμητικό επισκέπτη του τους απαραίτητους συντρόφους του μπουκαλιού, το ποτήρι και την κανάτα με το νερό. Αλλά αφού ζήτησε συγγνώμη που δεν θα έπινε μαζί του εκείνη τη στιγμή, έκατσε και κοιτούσε κατηφής τον αξιωματικό, που ανενδοίαστα αραίωσε προσεκτικά το ρούμι του, και στη συνέχεια το κατέβασε με τρεις γουλιές, σπρώχνοντας στο πλάι το άδειο ποτήρι, αλλά σε απόσταση τέτοια που να μπορεί να το φτάσει εύκολα, και μετά βολεύτηκε καλύτερα στην καρέκλα του, πλαταγίζοντας τα χείλη του με ευχαρίστηση και κοιτάζοντας κατάματα τον οικοδεσπότη.

Όταν ολοκληρώθηκε αυτή η τελετή, ο καπετάνιος έσπασε τη σιωπή· και ο θλιμμένος τόνος της φωνής του έκρυβε μια αγανάκτηση: «Ανθυποπλοίαρχε, μου παίρνετε τον καλύτερό μου ναύτη, το διαμάντι μου».

«Ναι, το γνωρίζω», απάντησε ο άλλος κι έφερε κοντά του το ποτήρι για να το ξαναγεμίσει. «Ναι, το γνωρίζω. Συγγνώμη».

«Με όλο το σεβασμό, ανθυποπλοίαρχε, νομίζω δεν καταλαβαίνετε. Ακούστε. Προτού πάρω στο καράβι αυτόν τον νεαρό, το καμπούνι μου ήταν όλο σκυλοκαβγάδες. Μαύρες μέρες ζούσαμε τότε στο Rights. Ανησυχούσα τόσο που ούτε το τσιμπούκι δεν μπορούσε να με παρηγορήσει. Κι έπειτα ήρθε ο Μπίλλυ· και ήταν σαν να μπήκε καθολικός παπάς να διαλύσει έναν καβγά μεθυσμένων Ιρλανδών. Όχι ότι τους έκανε κήρυγμα, ούτε τους είπε ούτε έκανε τίποτα ιδιαίτερο· αλλά σκόρπιζε γύρω του μια καλοσύνη που γλύκανε και τους πιο ξινούς. Τους τραβούσε, όπως η μελάσα τις σφήκες· όλους εκτός από τον αρχικαβγατζή της παρέας, έναν μεγαλόσωμο τριχωτό τύπο με κατακόκκινα μούσια. Αυτός λοιπόν, μάλλον από ζήλια για τον νεοφερμένο, και πιστεύοντας ότι ένας «γλυκός και χαριτωμένος νεαρός», όπως τον έλεγε κοροϊδευτικά στους άλλους, αποκλείεται να είχε το τσαγανό για κοκορομαχία, θεώρησε ότι είχε κάθε δικαίωμα να ξεκινήσει έναν καβγά μαζί του. Ο Μπίλλυ πήγε με τα νερά του και προσπάθησε να τον πάρει με το καλό –μοιάζει με μένα, ανθυποπλοίαρχε, κι εγώ σιχαίνομαι όσο τίποτα τους καβγάδες– όμως ο άλλος δεν άκουγε τίποτα. Κι έτσι μια μέρα, στη δεύτερη βάρδια, ο Κοκκινοτρίχης, μπροστά σ’ όλους, προσποιούμενος ότι θα δείξει στον Μπίλλυ από πού κόβουν το φιλέτο –γιατί στο παρελθόν είχε κάνει χασάπης– του έριξε μια εξευτελιστική μπουνιά στα πλευρά. Γοργό σαν αστραπή σηκώθηκε το χέρι του Μπίλλυ. Πιστεύω πως δεν σκόπευε να τον χτυπήσει τόσο άσχημα, αλλά όπως και να ’χει έριξε ένα γερό χτύπημα στον βλάκα τον χοντρό. Έγιναν όλα, νομίζω, σε μισό λεπτό. Και κοίτα να δεις που ο κρεμανταλάς τα ’χασε με τη σβελτάδα. Κι αν το πιστεύετε, ο Κοκκινοτρίχης τώρα τον λατρεύει τον Μπίλλυ – ή τον λατρεύει ή είναι ο μεγαλύτερος υποκριτής που έχω συναντήσει. Μα όλοι τους τον λατρεύουν. Άλλοι του κάνουν την μπουγάδα, άλλοι του μπαλώνουν τα παντελόνια· ο μαραγκός όποτε έχει λίγο χρόνο του μαστορεύει ένα χαριτωμένο κασελάκι. Κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους για τον Μπίλλυ Μπαντ· κι είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Τώρα όμως, ανθυποπλοίαρχε, αν φύγει ο μικρός – ξέρω τι θα γίνει πάνω στο Rights. Θα περάσει πολύς καιρός πριν μπορέσω να γυρίσω από το βραδινό και ν’ ακουμπήσω στον αργάτη για να καπνίσω ήσυχος το τσιμπούκι μου – θα περάσει πάρα πολύς καιρός, έτσι πιστεύω. Έτσι είναι, ανθυποπλοίαρχε, μου παίρνετε το διαμάντι μου· μου παίρνετε τον ειρηνοποιό μου!» Και λέγοντας αυτά, ο καλόψυχος εκείνος άνθρωπος έπνιξε με μεγάλη δυσκολία ένα λυγμό.

«Λοιπόν», είπε ο ανθυποπλοίαρχος που φαινόταν να διασκεδάζει ακούγοντάς τα όλα αυτά και τώρα με το πιοτό είχε έρθει στο κέφι, «λοιπόν μακάριοι οι ειρηνοποιοί, και πιο πολύ οι ειρηνοποιοί που πολεμούν. Σαν εκείνες τις εβδομήντα τέσσερις ομορφούλες που οι μύτες τους εξέχουν από τις μπουκαπόρτες του πολεμικού – να, εκεί κάθεται και με περιμένει», είπε κι έδειξε από το παράθυρο της καμπίνας το Bellipotent. «Όμως κουράγιο! Μη στεναχωριέστε τόσο, φίλε μου. Εγώ σας εγγυώμαι προκαταβολικά τη βασιλική εύνοια. Να είστε βέβαιος ότι η Μεγαλειότητά του θα ευαρεστηθεί να μάθει πως σε μια εποχή που οι ναύτες δεν αποζητούν τη γαλέτα του με τον ενδεδειγμένο ζήλο, σε μια εποχή μάλιστα που και μερικοί καπετάνιοι πολύ δυσαρεστούνται όταν δανειζόμαστε κάνα δυο ναυτάκια για τα πολεμικά· η Αυτού Μεγαλειότης, λέω, θα ευαρεστηθεί να μάθει ότι ένας τουλάχιστον καπετάνιος παραδίδει πρόθυμα στο Στέμμα το άνθος του πληρώματός του, έναν ναύτη που δείχνοντας ανάλογη αφοσίωση δεν διαμαρτύρεται καθόλου. – Αλλά πού είναι ο ομορφούλης μου; Α, να τος», είπε κοιτώντας προς την ανοιχτή πόρτα της καμπίνας, «έρχεται· και, μα τον Δία, σέρνει μαζί την κασέλα του – ο Απόλλωνας με τις αποσκευές του! – Άνθρωπέ μου», σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του, «δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου ένα τόσο μεγάλο κιβώτιο στο πολεμικό. Τα κιβώτια εκεί τα έχουμε μονάχα για τα πυρομαχικά. Βάλε τα υπάρχοντά σου σ’ ένα σάκο, μικρέ. Η μπότα και η σέλα για τον άντρα του ιππικού, ο σάκος κι η αιώρα για τον ναύτη του πολεμικού».