ISBN | 978-618-5267-96-4 |
---|---|
Σελίδες | 184 |
Σχήμα | 12 × 1.15 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €13.30.€11.97Η τρέχουσα τιμή είναι: €11.97. |
Κυκλοφορία | Δεκέμβριος 2024 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Κώστας Σπαθαράκης, Εύα Πλιάκου |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | thinking |
Αυτός ο χειμώνας
του Δημήτρη Καρακίτσου
discount10percent, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΈνας άντρας περνά έναν ολόκληρο χειμώνα ως φύλακας σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Ένας ουρανός κάτασπρος, και το δάσος απέναντι σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η βροχή, το χιόνι, ο άνεμος και το κρύο που απειλούν να γκρεμίσουν τα πάντα, το εγκαταλελειμμένο χωριό που αντιστέκεται μέσα στη μοναξιά, το δάσος και τα μυστικά του, συνθέτουν ένα μυστηριακό κόσμο όπου ο απομονωμένος ήρωας αναμετριέται διαρκώς με τα στοιχεία της φύσης, με τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν, αλλά και με τον εαυτό του, με τις αναμνήσεις και το παρελθόν του.
* Οι παραγγελίες θα αρχίσουν να παραδίδονται την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου.
Ένα ζαρκάδι
Όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι η θεία Χρυσάνθη τύλιξε σε αλουμινόχαρτο λίγο φαγητό και τον φίλησε. Ο Λευτέρης συνόδεψε τον ξάδερφό του μέχρι το αγροτικό. Του έδωσε ένα μπουκάλι κονιάκ και δυο πακέτα εννιάβολα φυσίγγια. Ο Στέργιος πήγε να βγάλει λεφτά, αλλά ο Λευτέρης τον σταμάτησε, να προσέχεις, του είπε.
Την αγαπούσε τη Βοβούσα ο Στέργιος. Όταν ήταν μικρός, είχε πιάσει ένα νερόφιδο στην όχθη του Αώου. Θα γίνεις Μεγαλέξανδρος εσύ, είπε η γιαγιά για να τον πειράξει. Καθόταν εβδομάδες στη Βοβούσα. Ένα πρωί, ο θείος Ζήσης βγήκε για κυνήγι και δεν ξαναγύρισε. Τον έψαχναν για μέρες, δεν τον βρήκαν. Όργωσαν τα βουνά, στην κυριολεξία. Ο Λευτέρης ήταν έντεκα ετών. Οι τελευταίοι που τον είδαν ζωντανό, οι θαμώνες του καφενείου, είπαν ότι ήταν ζωσμένος τα άρματα. Στην κουβέντα πάνω έβαλε στοίχημα ότι θα φέρει τρεις λαγούς. Ήθελε να τον ακολουθήσει ένας φίλος του, ξεκίνα Ζήση, αλλάζω και έρχομαι να σε βρω στη Λα Πουντίκα, του είχε πει. Άσ’ το για άλλη φορά, είπε ο Ζήσης και έφυγε. Αλλά πέρασε η ώρα, κι ο Ζήσης δεν έδινε σημεία ζωής. Το καφενείο ήταν κλειστό. Η θεία Χρυσάνθη άρχισε να χτυπά κουδούνια και πόρτες. Αναστατώθηκε η Βοβούσα. Πήραν φακούς και χωρίστηκαν σε ομάδες, κάλεσαν την αστυνομία και σκόρπισαν στις γύρω περιοχές. Πού να ψάξεις όμως; Το δάσος πυκνό. Γύρνα σπίτι σου, είπαν στη θεία Χρυσάνθη, και μη φοβάσαι, θα δούμε αύριο. Την άλλη μέρα ήρθε το περιπολικό από τα Γιάννενα. Άρχισαν οι ανακρίσεις, οι χωριανοί χτένισαν τα βουνά και τις πλαγιές. Με όποιο μέσο, ακόμη και με μουλάρια και άλογα. Και πού δεν πήγαν. Τσούκα Ρόσσια, Τσερνέσι, Βάλια Μούσκα, Κουκουρούτζος. Κι από την άλλη, Σιόπολο Αράτσι, Τίζα, Βάλια Κάλντα, Φλέγγα. Και οι μήνες πέρασαν. Ήρθε το καλοκαίρι, ο Αώος πάντα με κρύα νερά. Όποιος αφήσει τα πόδια του στο κρυστάλλινο ποτάμι τα βγάζει μελανιασμένα, αλλά ύστερα νιώθει ότι περπατά στον αέρα. Η θεία πήρε τον Λευτέρη και πήγαν στα Γιάννενα. Ένας επιχειρηματίας από την Αθήνα τούς έκανε πρόταση να αγοράσει το σπίτι, τους είπε ότι θα το γκρέμιζε για να χτίσει μια πανσιόν. Αλλά η θεία δεν το πούλησε. Όταν το καλοκαίρι γύρισαν στη Βοβούσα, η θεία Χρυσάνθη άνοιξε ένα μίνι μάρκετ. Ο Λευτέρης το ’σκαγε απ’ την παρέα του για να πάρει σβάρνα τις πλαγιές. Το μαρτύρησαν όμως αυτό στη μάνα του κάποια παιδιά και η θεία έτρεξε να τον μαζέψει. Έφαγε της χρονιάς του. Το βράδυ κοιμήθηκε στη γιαγιά. Δεν πέθανε ο πατέρας σου, του είπε η γιαγιά, τον είδα εγώ. Ο Λευτέρης πετάχτηκε από το κρεβάτι. Τον είδα, ήρθε μια φορά και με βρήκε. Ξημερώματα, είχα βγει να κάνω τις δουλειές μου, τότε μπήκε ένα ζαρκάδι στην αυλή. Τρόμαξα που το είδα, αλλά αυτό στεκόταν εκεί και με κοίταζε σαν να ήθελε να μου μιλήσει. Είχε τα μάτια του πατέρα σου. Ζήση; είπα στο ζαρκάδι, κι αυτό σαν να δάκρυσε. Συνέχιζε να με κοιτάει. Ζήση, του είπα, εσύ είσαι; Και το ζαρκάδι άρχισε να ξύνει το χώμα με το πόδι του. Του έβαλα τροφή και μετά χάθηκε στα βουνά. Και το βράδυ το είδα στον ύπνο μου, είπε να μην κλαίμε και να μην τον ψάχνουμε κι ότι σε αγαπάει πολύ. Κι ότι αυτό που έκανε, να γίνει ζαρκάδι, το λαχταρούσε από παιδί, γιατί ήθελε να ζει στα δάση, και συ όταν μεγαλώσεις και πιάσεις όπλο να μη σκοτώσεις ποτέ ζαρκάδι, γιατί μπορεί να είναι ο πατέρας σου.
Σε εκείνο το σημείο, λίγο πριν την Τίζα, οι ρόδες του αγροτικού σπίνιαραν, το νερό είχε φάει άλλο ένα κομμάτι του δρόμου. Τράβηξε το χειρόφρενο. Η πλαγιά, άδεντρη και απότομη, κατέβαζε από την κορυφή κρυστάλλινες μάζες αέρα. Έκανε όπισθεν, να βρουν οι τροχοί το λειψό οδόστρωμα, και οδήγησε σύριζα στον γκρεμό. Τα λάστιχα άρχισαν να τινάζουν φλούδες νερουλής λάσπης. Ο Στέργιος έβαλε χειρόφρενο και κατέβηκε από το αυτοκίνητο για δεύτερη φορά: Ψηλά, προς τις στάνες, η πλαγιά είχε πάρει το χρώμα του σάπιου ξύλου. Εκεί, ανάμεσα στους χαμηλούς θάμνους, ένα ζαρκάδι σηκώθηκε από τη βοσκή, κοίταξε τον άντρα, εκτίμησε την κατάσταση και γύρισε από την άλλη, λες και ο άνθρωπος εκεί κάτω δεν μετρούσε ως απειλή.