Προσφορά!

Αυτός ο χειμώνας

του Δημήτρη Καρακίτσου

, ,

Ένας άντρας περνά έναν ολόκληρο χειμώνα ως φύλακας σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Ένας ουρανός κάτασπρος, και το δάσος απέναντι σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η βροχή, το χιόνι, ο άνεμος και το κρύο που απειλούν να γκρεμίσουν τα πάντα, το εγκαταλελειμμένο χωριό που αντιστέκεται μέσα στη μοναξιά, το δάσος και τα μυστικά του, συνθέτουν ένα μυστηριακό κόσμο όπου ο απομονωμένος ήρωας αναμετριέται διαρκώς με τα στοιχεία της φύσης, με τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν, αλλά και με τον εαυτό του, με τις αναμνήσεις και το παρελθόν του.

 

* Οι παραγγελίες θα αρχίσουν να παραδίδονται την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Καρακίτσος Δημήτρης

Ο Δημήτρης Καρακίτσος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου (Το Ροδακιό 2012), Βένουσμπεργκ (Αντίποδες 2015), Παλαιστές (Ποταμός 2016), Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε (Ποταμός 2017) και Ζαχαρίας Σκριπ (Ποταμός 2019), Ιστορίες της Μάντσας (Θράκα 2020), Ο Δον Υπαστυνόμος (αντίποδες 2020), Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους (Ποταμός 2022), Αυτοκοινωνιοπαραμυθία (Ποταμός 2023).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Ένα ζαρκάδι

Όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι η θεία Χρυσάν­­θη τύλιξε σε αλουμινόχαρτο λίγο φαγητό και τον φίλησε. Ο Λευτέρης συνόδεψε τον ξάδερφό του μέ­­­­­­­­­χρι το αγροτικό. Του έδωσε ένα μπουκάλι κονιάκ και δυο πακέτα εννιάβολα φυσίγγια. Ο Στέργιος πήγε να βγά­­­λει λεφτά, αλλά ο Λευτέρης τον σταμάτησε, να προσέχεις, του είπε.
Την αγαπούσε τη Βοβούσα ο Στέργιος. Όταν ήταν μικρός, είχε πιάσει ένα νερόφιδο στην όχθη του Αώου. Θα γίνεις Μεγαλέξανδρος εσύ, είπε η γιαγιά για να τον πειράξει. Καθόταν εβδομάδες στη Βοβούσα. Ένα πρωί, ο θείος Ζήσης βγήκε για κυνήγι και δεν ξαναγύρισε. Τον έψαχναν για μέρες, δεν τον βρήκαν. Όργωσαν τα βουνά, στην κυριολεξία. Ο Λευτέρης ήταν έντεκα ετών. Οι τελευταίοι που τον είδαν ζωντανό, οι θαμώνες του καφενείου, είπαν ότι ήταν ζωσμένος τα άρματα. Στην κουβέντα πάνω έβαλε στοίχημα ότι θα φέρει τρεις λαγούς. Ήθελε να τον ακολουθήσει ένας φίλος του, ξεκίνα Ζήση, αλλάζω και έρχομαι να σε βρω στη Λα Πουντίκα, του είχε πει. Άσ’ το για άλλη φορά, είπε ο Ζή­­­σης και έφυγε. Αλλά πέρασε η ώρα, κι ο Ζήσης δεν έδι­­­­­­νε σημεία ζωής. Το καφενείο ήταν κλειστό. Η θεία Χρυσάνθη άρχισε να χτυπά κουδούνια και πόρτες. Αναστατώθηκε η Βοβούσα. Πήραν φακούς και χωρίστηκαν σε ομάδες, κάλεσαν την αστυνομία και σκόρπισαν στις γύρω περιοχές. Πού να ψάξεις όμως; Το δά­­­σος πυκνό. Γύρνα σπίτι σου, είπαν στη θεία Χρυσάνθη, και μη φοβάσαι, θα δούμε αύριο. Την άλλη μέρα ήρθε το περιπολικό από τα Γιάννενα. Άρχισαν οι ανακρίσεις, οι χω­­ριανοί χτένισαν τα βουνά και τις πλαγιές. Με όποιο μέσο, ακόμη και με μουλάρια και άλογα. Και πού δεν πή­­γαν. Τσούκα Ρόσσια, Τσερνέσι, Βάλια Μούσκα, Κου­­­κουρούτζος. Κι από την άλλη, Σιόπολο Αράτσι, Τίζα, Βά­­λια Κάλντα, Φλέγγα. Και οι μήνες πέ­­ρασαν. Ήρ­­θε το καλοκαίρι, ο Αώος πάντα με κρύα νερά. Όποιος αφήσει τα πόδια του στο κρυστάλλινο πο­­­τάμι τα βγάζει με­­­λα­­­νιασμένα, αλλά ύστερα νιώθει ότι περπα­τά στον αέρα. Η θεία πήρε τον Λευτέρη και πήγαν στα Γιάννενα. Ένας επιχειρηματίας από την Αθήνα τούς έκα­­­νε πρόταση να αγοράσει το σπίτι, τους είπε ότι θα το γκρέμιζε για να χτίσει μια πανσιόν. Αλλά η θεία δεν το πούλησε. Όταν το καλοκαίρι γύρισαν στη Βο­­­βούσα, η θεία Χρυσάνθη άνοιξε ένα μίνι μάρκετ. Ο Λευτέρης το ’σκαγε απ’ την πα­­ρέα του για να πάρει σβάρνα τις πλαγιές. Το μαρτύ­ρησαν όμως αυτό στη μάνα του κάποια παιδιά και η θεία έτρεξε να τον μαζέψει. Έφαγε της χρονιάς του. Το βράδυ κοιμήθηκε στη γιαγιά. Δεν πέθανε ο πατέρας σου, του είπε η γιαγιά, τον είδα εγώ. Ο Λευτέρης πε­­­­­τά­­­χτηκε από το κρεβάτι. Τον είδα, ήρθε μια φορά και με βρήκε. Ξημερώματα, είχα βγει να κάνω τις δουλειές μου, τότε μπήκε ένα ζαρκάδι στην αυλή. Τρόμαξα που το είδα, αλλά αυτό στεκόταν εκεί και με κοίταζε σαν να ήθελε να μου μιλήσει. Είχε τα μάτια του πατέρα σου. Ζήση; είπα στο ζαρκάδι, κι αυτό σαν να δάκρυσε. Συ­­­νέ­­­χιζε να με κοιτάει. Ζήση, του είπα, εσύ είσαι; Και το ζαρκάδι άρχισε να ξύνει το χώμα με το πόδι του. Του έβα­­λα τροφή και μετά χάθηκε στα βουνά. Και το βράδυ το είδα στον ύπνο μου, είπε να μην κλαίμε και να μην τον ψάχνουμε κι ότι σε αγαπάει πολύ. Κι ότι αυτό που έκα­­νε, να γίνει ζαρκάδι, το λαχταρούσε από παιδί, γιατί ήθε­­λε να ζει στα δάση, και συ όταν μεγαλώσεις και πιάσεις όπλο να μη σκοτώσεις ποτέ ζαρκάδι, γιατί μπορεί να είναι ο πατέρας σου.
Σε εκείνο το σημείο, λίγο πριν την Τίζα, οι ρόδες του αγροτικού σπίνιαραν, το νερό είχε φάει άλλο ένα κομ­­­­­μάτι του δρόμου. Τράβηξε το χειρόφρενο. Η πλαγιά, άδεντρη και απότομη, κατέβαζε από την κορυφή κρυστάλλινες μάζες αέρα. Έκανε όπισθεν, να βρουν οι τρο­­χοί το λειψό οδόστρωμα, και οδήγησε σύριζα στον γκρε­­μό. Τα λάστιχα άρχισαν να τινάζουν φλούδες νε­­ρουλής λάσπης. Ο Στέργιος έβαλε χειρόφρενο και κα­­­τέ­­­βη­­­κε από το αυτοκίνητο για δεύτερη φορά: Ψηλά, προς τις στάνες, η πλαγιά είχε πάρει το χρώμα του σά­­­πιου ξύ­­­λου. Εκεί, ανάμεσα στους χαμηλούς θάμνους, ένα ζαρκάδι σηκώθηκε από τη βοσκή, κοίταξε τον άντρα, εκτίμη­σε την κατάσταση και γύρισε από την άλ­­­λη, λες και ο άνθρωπος εκεί κάτω δεν μετρούσε ως απει­­­λή.