ISBN | 978-618-5267-67-4 |
---|---|
Σελίδες | 136 |
Σχήμα | 12 × 1.3 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €14.40.€12.96Η τρέχουσα τιμή είναι: €12.96. |
Κυκλοφορία | Μάιος 2023 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Κώστας Σπαθαράκης |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | Μάρω Κατσίκα |
Όνειρα τραίνων
του Ντένις Τζόνσον
Μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς
discount10percent, ΝΟΥΒΕΛΑ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΟ Ρόμπερτ Γκρέινιερ, εργάτης στην κατασκευή σιδηροδρόμων στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα, ερωτεύεται την Γκλάντυς και απομονώνεται μαζί της σε μια ειδυλλιακή κοιλάδα, όπου θα γεννηθεί η κόρη τους. Μια πυρκαγιά θα στερήσει από τον Γκέινιερ αυτή τη χαραμάδα ευτυχίας σε μια ολόκληρη ζωή σκληρής χειρωνακτικής δουλειάς. Μέχρι το τέλος της ζωής του θα μείνει απομονωμένος μέσα στη φύση στο περιθώριο της Ιστορίας, σε μια Αμερική που μεταμορφώνεται ριζικά, καθώς μια ολόκληρη εποχή χάνεται για πάντα. Στην αριστουργηματική του νουβέλα, ο Τζόνσον με απλό, οξυδερκές και συγκινητικό ύφος κατορθώνει να συμπυκνώσει την ουσία ολόκληρης της ζωής ενός ανθρώπου, η οποία είχε ξεκινήσει με ένα δρομολόγιο του τραίνου που δεν μπορούσε να θυμηθεί, και τελείωσε την ώρα που καθόταν και περίμενε έξω από ένα τραίνο μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Έλβις Πρίσλεϋ.
2
Σαράντα μία μέρες μετά, ο Γκρέινιερ στεκόταν μαζί με τους υπόλοιπους εργάτες του συνεργείου και κοιτούσε την πρώτη ατμομηχανή να διασχίζει τριάντα πέντε μέτρα άδειου αέρα, είκοσι μέτρα πάνω απ’ το ποτάμι, περνώντας τη γέφυρα που είχαν φτιάξει εκείνοι. Ο κύριος Σίαρς πήγε και στάθηκε δίπλα στη μικρή ατμομηχανή και ύψωσε το περίστροφό του για να δώσει το σινιάλο. Όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός, ο μηχανικός τράβηξε το φρένο και πήδηξε από το όχημα, και οι άντρες άρχισαν να επευφημούν καθώς εκείνο κυλούσε αργά αργά πάνω στις ράγες διασχίζοντας τον Μόγιε προς την άλλη μεριά, όπου ένας άλλος περίμενε για να πηδήξει πάνω και να το ακινητοποιήσει πριν φτάσει στο τέλος της σιδηροτροχιάς. Οι άντρες φώναζαν και ζητωκραύγαζαν. Ο Γκρέινιερ ένιωσε μια στενοχώρια. Δεν καταλάβαινε γιατί. Ζητωκραύγασε κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους. Η γέφυρα θα ονομαζόταν Παράκαμψη Δεκαοχτώ γιατί διαφορετικά η γραμμή θα έπρεπε να κάνει έναν μεγάλο κύκλο γύρω απ’ το φαράγγι και να ακολουθήσει ένα κοντινό πέρασμα, κι άρα η γέφυρα γλίτωνε τη Σποκέιν Ιντερνάσιοναλ από τη συντήρηση αυτών των επιπλέον δεκαοχτώ χιλιομέτρων σιδηροτροχιάς.
Η εμπειρία του Γκρέινιερ στην Παράκαμψη Δεκαοχτώ του άνοιξε την όρεξη για τέτοια γιγάντια εγχειρήματα, όπου πλήθη εργατών έκοβαν δάση ολόκληρα και συναρμολογούσαν τις μεγαλύτερες γέφυρες της εποχής τους, υφαίνοντας τεράστιες ξύλινες σκαλωσιές που αιωρούνταν στο κενό πάνω από αδιάβατα βάραθρα, ολοένα και πιο μεγάλες, πιο μακριές, πιο ψηλές. Το 1920 πήγε στα βορειοδυτικά της πολιτείας Ουάσινγκτον για να δουλέψει στη συντήρηση της γέφυρας στο φαράγγι Ρόμπινσον, της μεγαλύτερης απ’ όλες. Αυτοί που τη σχεδίασαν είχαν καταφέρει να γεφυρώσουν ένα κενό με βάθος εξήντα τρία μέτρα και πλάτος διακόσια σαράντα πέντε με μια σιδηροτροχιά που μπορούσε να σηκώσει μία ατμομηχανή και δύο βαγόνια φορτωμένα με κορμούς. Τη γέφυρα αυτή την είχαν σηκώσει κοντά τριάντα χρόνια πριν, τρανταζόταν ολόκληρη κι έσπερνε τον τρόμο – κανείς δεν καβαλούσε το τραίνο ενώ την περνούσε, ούτε καν ο μηχανοδηγός. Ένας άλλος περίμενε στην απέναντι πλευρά να το φρενάρει.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι επισκευές, ο Γκρέινιερ προσελήφθη στην Εταιρεία Σίμπσον και πήγε βαθιά μέσα στο δάσος για να δουλέψει στη μεταφορά ξυλείας. Ένα δίκτυο μικρών ξυλόδρομων απλωνόταν σε ολόκληρη την περιοχή. Οι ράγες προορίζονταν μόνο για τη μεταφορά της ξυλείας έξω από το δάσος· αυτή ήταν και η δουλειά των κοντά σαράντα εργατών, μαζί κι ο Γκρέινιερ, που έσερναν τους κορμούς με ομάδες των έξι αλόγων μέχρι εκεί που έφτανε το βίντσι της αποβάθρας του τραίνου.
Στην αποβάθρα ορθωνόταν ένα γιγάντιο μηχάνημα, που ο εργοδηγός αποκαλούσε γαϊδούρα, ένα πράμα με δυο τεράστια μεταλλικά τύμπανα, το ένα άφηνε σύρμα ενώ το άλλο το μάζευε, κι έσερνε με αυτόν τον τρόπο τους κορμούς προς την αποβάθρα, ενώ την ίδια στιγμή έστελνε τον γάντζο στον γαντζωτή, ο οποίος τον ασφάλιζε στον επόμενο κορμό. Το μηχάνημα αυτό ήταν ένας παμπάλαιος ατμοκίνητος κολοσσός που έκαιγε ξύλα, παλλόταν και μούγκριζε και βογκούσε, ενώ οι ατμοί βρυχώνταν σαν τα νερά του καταρράκτη, και από την άλλη τα άλογα προχωρούσαν με τιτάνια προσπάθεια πάνω στον ξυλόδρομο, βυθισμένα σε κάτι σαν σιωπή, κάθε ήχος τους πνιγόταν μέσα στον ορυμαγδό του ατμού και του ατσαλιού. Στην αποβάθρα οι κορμοί φορτώνονταν στα ανοιχτά βαγόνια, κι από κει περνούσαν πάνω από το θαυμαστό, βαθύτατο κενό του φαραγγιού Ρόμπινσον, κατέβαιναν το βουνό κι έφταναν στο σταθμό που αποτελούσε τη διασύνδεση με όλους τους σιδηροδρόμους της αμερικανικής ηπείρου.
Εντωμεταξύ ο Γκρέινιερ είχε πατήσει τα τριάντα πέντε. Του έλειπαν η Γκλάντυς και η Κέιτ, το Μικρό Κοριτσάκι του και το Μικρομικρούτσικο Κοριτσάκι του, αλλά είχε ζήσει τριάντα δύο χρόνια εργένης προτού βρει γυναίκα, κι έτσι εδώ, ανάμεσα στα αναρίθμητα έλατα των βουνών, εύκολα ξανακύλησε στη σιγουριά της μοναξιάς του.
Ο Γκρέινιερ δούλευε γαντζωτής – όχι στην αποβάθρα, αλλά μέσα στο δάσος, εκεί που οι πριονιστές δούλευαν δυο δυο για να κόψουν τα θεόρατα έλατα, οι τσεκουράδες καθάριζαν τους κορμούς απ’ τα κλαδιά, και οι ξυλοσχίστες τους έκοβαν σε κομμάτια των έξι μέτρων για να τα τυλίξουν οι γαντζωτές με σύρμα και να τα πάρουν τα άλογα. Ο Γκρέινιερ απολάμβανε τη δουλειά, τη σωματική προσπάθεια, τη μεθυστική εξάντληση, την ξεκούραση στο τέλος της ημέρας. Του άρεσε η μεγάλη κλίμακα που είχαν τα πράγματα μέσα στο δάσος, η αίσθηση ότι ήταν χαμένος κάπου μακριά και η πεποίθηση ότι, με τόσα δέντρα να τον φυλάνε, τίποτα δεν μπορούσε να τον βλάψει. Όμως, όπως έλεγε κι ένας που δούλευαν μαζί, ο Αρν Πηπλς, γέρος πια, που στον καιρό του είχε φήμη ατζαμή πριονιστή, τα δέντρα ήταν φονιάδες, και παρότι ένα καλός πριονιστής μπορούσε να κρίνει σωστά ενενήντα εννιά φορές στις εκατό προς τα πού θα έπεφτε το δέντρο, και με επιδέξια κοψίματα και σφήνες να δώσει εντολή σε πενήντα τόνους δέντρο να κάνει μια στροφή προς την ανηφόρα και να προσγειωθεί πίσω του απαλά σαν βελόνα, μία στις εκατό μπορούσε να το φάει όλο στη μούρη και να τα κακαρώσει έτσι ξαφνικά. Ο Αρν Πηπλς έλεγε πως μια φορά είχε δει έναν κορμό πέντε τόνους να τινάζεται σαστισμένος απ’ το κάρο και να κατρακυλά πάνω από έξι άλογα, σκοτώνοντάς τα και τα έξι. Το δέντρο σου φερόταν σαν φίλος μόνο αν το άφηνες στην ησυχία του. Τη στιγμή που το πριόνι χάραζε το ξύλο, ξεκινούσε ο πόλεμος.
Απαλλαγμένοι από τις σκοτούρες των κανονικών ανθρώπων, οι εργάτες, που ο αριθμός τους μερικές φορές ανέβαινε πάνω από σαράντα και δεν έπεφτε ποτέ κάτω από τριάντα πέντε, πάλευαν με το δάσος από την αυγή μέχρι την ώρα του βραδινού, κόβοντας τα γιγάντια έλατα και χωρίζοντάς τα σε κομμάτια που με το ζόρι μπορούσαν να τα κουμαντάρουν, φέροντας εις πέρας, σκεφτόταν καμιά φορά ο Γκρέινιερ, έργα ισάξια των πυραμίδων, αλλάζοντας την όψη των βουνών, μιλώντας σπάνια, φωνάζοντας όταν είχαν κάτι να πουν, περνώντας τις μέρες τους με τα μούσια γεμάτα κατράμι, με τον ιδρώτα να ξεπλένει το χώμα από τις σκελέες τους και να τον κάνει μάκα στο σβέρκο και τις αρθρώσεις, η οσμή απ’ το κατράμι ήταν τόσο βαριά που έκαιγε το λαιμό και έτσουζε τα μάτια, και κάλυπτε ακόμα και την αποφορά των ζώων και της κοπριάς. Στο τέλος της ημέρας οι εργάτες κοιμόντουσαν αποκαμωμένοι όπου έβρισκαν. Κάποιοι τυχεροί είχαν καλύβες. Οι περισσότεροι έμεναν σε αντίσκηνα: κάτι πολυκαιρισμένα πανιά, που τα περισσότερα ήταν γεμάτα μπαλώματα από λινάτσα· όμως το καναβάτσο τους προερχόταν από τις σκηνές που είχε χρησιμοποιήσει στον Εμφύλιο το πεζικό των Βορείων, έλεγε ο Αρν Πηπλς. Τους έδειχνε πάνω στο ύφασμα τις κηλίδες από το αίμα. Κάποιες απ’ αυτές τις σκηνές είχαν μετά χρησιμοποιηθεί από το Ιππικό στους πολέμους εναντίον των Ινδιάνων, και σίγουρα είχαν υπηρετήσει περισσότερο απ’ ό,τι όσοι κοιμήθηκαν σ’ αυτές, έτσι πίστευε ο Αρν Πηπλς.
«Για δώστε μου λίγο το τσεκούρι, ρε παιδιά», του άρεσε να λέει. «Όταν πάρω μπρος, θα ’ρχεστε για δουλειά το πρωί και το ροκανίδι δεν θα έχει κατακάτσει ακόμη από την προηγούμενη…»
«Είμαι φτιαγμένος για να δουλεύω το κατακαλόκαιρο», έλεγε ο Αρν Πηπλς. «Εσείς τα παλικάρια απ’ τη Μινεσότα μπορεί να παραπονιέστε. Εμένα το μηχάνημα δεν ξεκινά να δουλεύει αν το θερμόμετρο δεν πάει πάνω απ’ τους τριάντα οχτώ βαθμούς. Είχα δουλέψει σ’ ένα βουνό κοντά στο Μπίσμπη στην Αριζόνα, όπου μας χώριζαν απ’ τον ήλιο το πολύ καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα. Σαράντα εφτά βαθμούς έπιανε το θερμόμετρο, και κάθε βαθμός ήταν μισό μέτρο. Κι αυτό ήταν υπό σκιά. Και σκιά δεν υπήρχε πουθενά». Αποκαλούσε όλους τους υλοτόμους του συνεργείου «παλικάρια απ’ τη Μινεσότα». Απ’ όσο ήξεραν, κανείς τους δεν είχε καν περάσει ποτέ από τη Μινεσότα.
Ο Αρν Πηπλς καταγόταν από τις νοτιοδυτικές πολιτείες και ισχυριζόταν ότι είχε συναντήσει τους αδερφούς Ερπ στο Τουμστόουν, κι ότι τους είχε μιλήσει κιόλας· περιέγραφε τους ξακουστούς σερίφηδες ως «παλαβούς κωλόβλαχους». Στα νιάτα του είχε κάνει εργάτης στα ορυχεία της Αριζόνας, και μετά είχε δουλέψει για δεκαετίες σε κάθε γωνιά της χώρας όπου υπήρχαν δέντρα για κόψιμο, και τώρα ήταν ένας γερασμένος και καμπούρης αργόσχολος, που δεν έβαζε γλώσσα μέσα του, απέφευγε τη σκληρή δουλειά, κι ήταν ο γηραιότερος σε ολόκληρο το δάσος.
Την αληθινή του ειδικότητα την είχαν ανάγκη μόνο περιστασιακά. Όταν έπρεπε να σκάψουν ένα τούνελ, αυτός ήταν που έβαζε τα φουρνέλα και τα ανατίναζε, και έμπαινε όλο και πιο βαθιά μες στην πλαγιά μέχρι που έβγαινε από την άλλη μεριά, ενώ οι υπόλοιποι εργάτες του συνεργείου απομάκρυναν τα μπάζα μετά από κάθε έκρηξη. Ήταν προληπτικός και τα έκανε όλα όπως ακριβώς τα είχε μάθει στα βουνά Μιουλ, στα ορυχεία χαλκού της νότιας Αριζόνας.
«Είδα με τα μάτια μου τον κύριο Τζον Τζέικομπ Γουόρεν να χάνει ολόκληρη την περιουσία του. Ήταν τύφλα στο μεθύσι και έβαλε στοίχημα ότι θα παράβγαινε ένα άλογο στο τρέξιμο». Αυτό μπορεί και να ’ταν αλήθεια. Ο Αρν Πηπλς δεν συνήθιζε να λέει ψέματα, τουλάχιστον δεν έλεγε όλη την ώρα ότι είχε γνωρίσει ένα σωρό διάσημους, πέρα από τους αδερφούς Ερπ, και εν πάση περιπτώσει, κανείς εδώ πάνω δεν είχε ακουστά κανέναν Τζον Τζέικομπ Γουόρεν. «Έβαλε στοίχημα ότι θα νικούσε έναν τρίχρονο επιβήτορα! Στάθηκε στη μέση του δρόμου παραπατώντας, με τα μάτια του αλλήθωρα, τόσο τύφλα, θέλω να πω –ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Αριζόνα!– και άρχισε να τρέχει με τον κώλο του αλόγου μες στη μούρη του σε ολόκληρη την κούρσα. Έβαλε στοίχημα ολόκληρο το ορυχείο Κόππερ Κουίν. Και το έχασε κι από πάνω! Να ένας τύπος με τον οποίο θα ήθελα να τζογάρω! Βέβαια τώρα ξύνει τον πάτο του βαρελιού, και δεν θα έχει τίποτα να ρίξει στην τσόχα».
Υπήρχαν φορές που ο Πηπλς έβαζε το φουρνέλο, έστριβε τη βίδα για την έκρηξη, και δεν γινόταν τίποτα. Τότε μια τεταμένη σιωπή απλωνόταν σε όλο το δάσος. Εργάτες που δούλευαν ένα χιλιόμετρο μακριά με κάποιον ανεξήγητο τρόπο έπαιρναν γραμμή ότι υπήρχε ένα τζούφιο φουρνέλο και κάτι έπρεπε να γίνει, και όλοι σταματούσαν να δουλεύουν. Ο Πηπλς άδειαζε από τις τσέπες του τα λιγοστά τιμαλφή του –ένα χάλκινο ρολόι, μια τσίγκινη τσατσάρα και μια ασημένια οδοντογλυφίδα– και τα ακουμπούσε πάνω σ’ έναν κομμένο κορμό, κι έπειτα χωνόταν μέσα στη σκοτεινή του σήραγγα χωρίς να κοιτάξει πίσω. Όταν έβγαινε έξω κι έστριβε ξανά τις βίδες, και ο δυναμίτης ανατιναζόταν με μια υπόκωφη έκρηξη, οι εργάτες ζητωκραύγαζαν κι ένα σύννεφο σκόνης έβγαινε ορμητικά από τη σήραγγα και κονιορτοποιημένες πέτρες έπεφταν βροχή πάνω σε όλους.
Όλοι πίστευαν ότι ο Αρν Πηπλς πιθανότατα θα άφηνε πίσω τον μάταιο τούτο κόσμο με ένα συννεφάκι καπνού κι έναν γιγάντιο κρότο, αλλά τελικά έφυγε πολύ διαφορετικά, χτυπημένος στο πίσω μέρος του κεφαλιού από ένα ξερό κλαδί που έπεσε από ένα πανύψηλο πεύκο – τα κλαδιά εκείνα που τα αποκαλούν «φονιάδες» ακριβώς από κάτι τέτοια ατυχήματα. Το χτύπημα τον έριξε αναίσθητο, αλλά συνήλθε γρήγορα και έδειχνε μια χαρά, μόνο που παραπονιόταν ότι ένιωθε στη ραχοκοκαλιά «ένα μούδιασμα ανάμεσα στους κόμπους» και μετά έλεγε πως «έτσι μ’ αρέσει να περπατάω – στραβά». Τις επόμενες μέρες τον έπιαναν πού και πού κάτι ζαλάδες, ήταν αφηρημένος και ξεχνούσε εύκολα, πέρασε όλη την Κυριακή ξάπλα με ρίγη και πυρετό, και τη Δευτέρα το πρωί τον βρήκαν πεθαμένο στο κρεβάτι του, τυλιγμένο στα σκεπάσματά του και «με μια έκφραση τέτοιας γαλήνης», όπως είπε ο εργοδηγός, «που δεν ήθελες να τον ξεκουνήσεις
– ας τον έβαζες καλύτερα όπως ήταν σε έναν μακρύ και πλατύ τάφο, μαζί με το κρεβάτι και τις κουβέρτες». Ο Αρν Πηπλς είχε πει πως ένα όρθιο δέντρο μπορεί να είναι φίλος σου, αλλά ο θάνατός του είχε κατέβει να τον βρει από ένα τέτοιο δέντρο.
Ο κολλητός του Αρν, ο Μπίλλυ, γέρος κι αυτός, αλλά που δεν του έπαιρνες κουβέντα, ψέλλισε κάνα δυο λόγια πλάι στον τάφο. «Ο Αρν Πηπλς δεν γέλασε ποτέ κανέναν στη ζωή του», είπε. «Δεν έκλεψε ποτέ του, ούτε μια καραμέλα όταν ήταν τοσοδά αγοράκι, κι έζησε πολλά πολλά χρόνια. Νομίζω πως αυτό είναι ένα καλό μάθημα για όλους μας· αν είμαστε τίμιοι, μια χαρά θα τα πάμε. Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, αμήν». Οι άλλοι είπαν, «Αμήν». «Μακάρι να μπορούσα να δώσω σε όλους ρεπό», είπε ο εργοδηγός. «Αλλά φταίει η εταιρεία, και φταίει κι ο πόλεμος». Ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε εκτοξεύσει τη ζήτηση για ξυλεία ελάτης. Στην πραγματικότητα, η ανακωχή είχε κηρυχτεί δεκαοχτώ μήνες νωρίτερα, αλλά ο εργοδηγός πίστευε ότι η ανακωχή ήταν προσωρινή κι ότι οι μάχες θα ξανάρχιζαν και δεν θα σταματούσαν μέχρι η μια πλευρά να αφανίσει την άλλη.
Το ίδιο βράδυ οι εργάτες κουβέντιασαν τα προσόντα και τα ελαττώματα του Αρν και θυμήθηκαν ξανά τις τελευταίες του ώρες. Άραγε ήταν το χτύπημα στο κεφάλι που του είχε θολώσει το μυαλό ή μήπως ήταν ο πυρετός που τον είχε πιάσει ξαφνικά; Μέσα στο παραλήρημά του φώναζε τρέλες –«προτιμότερος ο πάτερ που πάει περπατώντας!» είχε φωνάξει· «πρώτο κολατσιό ληστής ο μάγκας! Προσοχή! Προσοχή!»– και καλούσε τα πνεύματα απ’ το παρελθόν του, και είπε επίσης ότι τον επισκέφθηκε η αδερφή του μαζί με τον άντρα της, παρότι και οι δύο, όπως μας διαβεβαίωσε ο Μπίλλυ, είχαν πεθάνει χρόνια πριν.
Η δουλειά του Μπίλλυ ήταν να αλλάζει λάδια στη μηχανή που κινούσε τα δύο τύμπανα και να ελέγχει τα σύρματα για φθορές. Ήταν εύκολη δουλειά, δουλειά για γέρους. Ο πραγματικός γρασαδόρος του συνεργείου ήταν ένα αγόρι δώδεκα χρονών, ο Χάρολντ, ο γιος του εργοδηγού, που πήγαινε μπροστά από τα άλογα με έναν κουβά ψαρόλαδο, και το άπλωνε με ένα κουρέλι από λινάτσα πάνω στο δρόμο για να γλιστράνε εύκολα οι πελώριοι κορμοί. Ένα πρωί Τετάρτης, μόλις δυο μέρες μετά το θάνατο και την κηδεία του Αρν Πηπλς, του ήρθε και του μικρού Χάρολντ μια ζαλάδα και σωριάστηκε χάμω την ώρα της δουλειάς, και τα άλογα τρόμαξαν και κόντεψαν να αναποδογυρίσουν το φορτίο τους στην προσπάθειά τους να μην τον ποδοπατήσουν. Το παιδί σώθηκε από φρικτό θάνατο χάρη στην επέμβαση του Γκρέινιερ, που έτυχε να βρίσκεται εκεί δίπλα περιμένοντας να περάσει απέναντι τον ξυλόδρομο κι έσυρε το παιδί στην άκρη από το μπατζάκι του παντελονιού του. Ο εργοδηγός έμεινε στο προσκέφαλο του γιου του ολόκληρο το απόγευμα, βάζοντάς του κομπρέσες με νερό απ’ την πηγή. Ο μικρός είχε ανεβάσει πυρετό και παραληρούσε, κι ήταν αυτή η αρρώστια που τον είχε κάνει να σωριαστεί μπροστά στα άλογα.
Την ίδια νύχτα ο Μπίλλυ κόλλησε κι αυτός ένα κρύωμα και έμεινε ξαπλωμένος στο ράντζο του στριφογυρίζοντας και παραμιλώντας χωρίς διακοπή μέχρι το ξημέρωμα. Πέρα από όσα είπε στην κηδεία του φίλου του, ο Μπίλλυ δεν είχε πει πάνω από δυο τρεις κουβέντες ολόκληρο το προηγούμενο διάστημα, όμως τώρα αυτοί που έμεναν στις διπλανές σκηνές δεν μπορούσαν να κοιμηθούν, και όσοι ήταν λίγο πιο μακριά είπαν μετά πως τη νύχτα εκείνη άκουσαν τη φωνή του στο όνειρό τους, να φωνάζει το ίδιο του το όνομα – «Ποιος είναι εκεί; Ποιος είναι;» φώναζε. «Μπίλλυ; Μπίλλυ; Εσύ είσαι, Μπίλλυ;»
Ο πυρετός του Χάρολντ έπεσε, όμως του Μπίλλυ όχι. Ο εργοδηγός έκανε λες και τον κυνηγούσαν φαντάσματα, περιφερόταν στην κατασκήνωση και ενοχλούσε τους εργάτες, έπιανε όποιον έβρισκε μπροστά του και τσέκαρε τις αρθρώσεις του, του σήκωνε τα βλέφαρα και του άνοιγε τα σαγόνια λες κι αγόραζε άλογο. «Αυτό ήταν, τελειώσαμε για το καλοκαίρι», είπε στους εργάτες την Παρασκευή το βράδυ όταν μαζεύτηκαν για το βραδινό. Είχε υπολογίσει το μισθό του καθενός – ο Γκρέινιερ έστελνε λεφτά στη γυναίκα του από την αρχή του καλοκαιριού και πάλι του έμεναν τετρακόσια δολάρια.
Μέχρι την Κυριακή το βράδυ είχαν τελειώσει τη δουλειά, είχαν κατεβάσει και τους τελευταίους κορμούς απ’ το βουνό, και έξι ακόμη εργάτες είχαν πέσει άρρωστοι με ρίγη. Τη Δευτέρα το πρωί ο εργοδηγός έδωσε σε όλους τέσσερα δολάρια μπόνους και είπε, «Πάρτε δρόμο, παιδιά». Τότε πια ο Μπίλλυ είχε περάσει κι αυτός τα χειρότερα. Όμως ο εργοδηγός φοβόταν μην πέσει επιδημία γρίπης όπως το 1897. Τότε ήταν που είχε μείνει ορφανός, ολόκληρη η οικογένεια μαζί και τα δεκατρία του αδέρφια πέθανε σε μια βδομάδα μέσα. Ο Γκρέινιερ το λυπήθηκε το αφεντικό του. Ο εργοδηγός ήταν καλός και δίκαιος στη δουλειά, ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με γαλάζια μάτια, που δεν είχε πολλά πάρε δώσε με κανέναν πέρα από τον γιο του, τον Χάρολντ, και κανείς μέχρι τότε δεν ήξερε ότι είχε μεγαλώσει χωρίς οικογένεια.
Αυτό ήταν το πρώτο καλοκαίρι που πέρασε ο Γκρέινιερ στο δάσος, και η γέφυρα στο φαράγγι Ρόμπινσον ήταν η πρώτη από τις πολλές γέφυρες του σιδηροδρόμου στις οποίες εργάστηκε. Χρόνια μετά, δεκαετίες μετά, το 1962 ή το 1963 πια, είδε κάτι νεαρούς που δούλευαν οξυγονοκολλητές σε μια γέφυρα υπό κατασκευή εκεί που η Εθνική οδός 2 διέσχιζε το πιο βαθύ φαράγγι του Μόγιε, εξίσου μακρύ και βαθύ με το Ρόμπινσον. Ο παλιός δρόμος έκανε έναν μεγάλο κύκλο για να περάσει το ποτάμι σε ένα πιο ρηχό σημείο· ο καινούργιος δρόμος περνούσε ίσια πάνω από το βάραθρο, δεκάδες μέτρα πάνω απ’ το νερό. Ο Γκρέινιερ κοιτούσε με θαυμασμό τους νεαρούς να αρπάζουν τα προστατευτικά κράνη απ’ τα κεφάλια των συναδέλφων τους και να τα αφήνουν να πέσουν στο δίχτυ ασφαλείας δέκα δεκαπέντε μέτρα πιο κάτω, και μετά να πέφτουν κι αυτοί αναπηδώντας στο δίχτυ και να σκαρφαλώνουν μετά πάλι πίσω στην ξύλινη σκαλωσιά. Στα νιάτα του κι αυτός χοροπηδούσε σαν χιμπατζής πάνω στις σιδεριές, αλλά τώρα τον έπιανε ναυτία ακόμα κι όταν ανέβαινε σε σκαμνί. Την ώρα που τους κοιτούσε, συνειδητοποίησε ότι είχε ζήσει κοντά ογδόντα χρόνια και στη ζωή του είχε δει τον κόσμο να γυρνά ξανά και ξανά.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Γκρέινιερ είχε πληρώσει εισιτήριο δέκα σεντς για να δει τον Πιο Χοντρό Άνθρωπο στον Κόσμο, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος σε ένα ντιβάνι μέσα σ’ ένα τροχόσπιτο που τον πήγαινε από πόλη σε πόλη. Για να βάλουν τον Πιο Χοντρό Άνθρωπο στον Κόσμο πάνω στο ντιβάνι χρειάστηκε να ξηλώσουν τη σκεπή του τροχόσπιτου και να τον κατεβάσουν με γερανό. Ζύγιζε κοντά τετρακόσια πενήντα κιλά. Καθόταν εκεί, πελώριος και κάθιδρος, με μουστάκι και γένι κι έναν χρυσό χαλκά στο αυτί σαν πειρατής, φορούσε ένα χρυσό λαμέ σορτσάκι και τίποτε άλλο και η σάρκα του απλωνόταν σε ολόκληρο το ντιβάνι και ξεχείλιζε και κρεμόταν προς το πάτωμα σαν ακινητοποιημένος καταρράχτης, ενώ απ’ όλον αυτό το σωρό εξείχαν το κεφάλι και τα χέρια και τα πόδια του. Ο κόσμος στηνόταν στην ουρά για να φτάσει μέχρι την ανοιχτή πόρτα και να ρίξει μέσα μια ματιά. Έλεγε σε όλους να δώσουν μια δεκάρα για να πάρουν μια φωτογραφία του από ένα πάκο δίπλα στο παράθυρο.
Προς το τέλος της μακράς ζωής του ο Γκρέινιερ μπέρδευε τη σειρά των περασμένων γεγονότων κι ήταν βέβαιος πως η μέρα που είχε δει τον Πιο Χοντρό Άνθρωπο στον Κόσμο –εκείνο το βράδυ– ήταν η ίδια μέρα που είχε σταθεί στην Τέταρτη Οδό στο Τρόυ της Μοντάνα, σαράντα δύο χιλιόμετρα ανατολικά της γέφυρας, κι είχε δει το βαγόνι που μετέφερε τον παράξενο νεαρό χωριάτη τραγουδιστή, τον Έλβις Πρίσλεϋ. Το ιδιωτικό τραίνο του Πρίσλεϋ για κάποιο λόγο είχε κάνει στάση, ίσως για επισκευές, σε τούτη τη μικρή πόλη που δεν είχε καν δικό της σταθμό. Ο διάσημος νεαρός είχε φανεί για λίγο στο παράθυρο και σήκωσε το χέρι για να χαιρετήσει, όμως ο Γκρέινιερ βγήκε από το μπαρμπέρικο στην απέναντι πλευρά του δρόμου λίγο πιο μετά και δεν πρόλαβε να τον δει. Του το είπαν όμως οι κάτοικοι της πόλης που περίμεναν εκεί στο σούρουπο, στην άκρη του δρόμου, ενώ ακουγόταν ο υπόκωφος ήχος της ντιζελομηχανής στο ρελαντί, μιλώντας χαμηλόφωνα ή και καθόλου, με τα πρόσωπα στραμμένα στο μυστήριο και το μεγαλείο ενός νέου τόσο μόνου εκεί ψηλά.
Ο Γκρέινιερ είχε κάποτε δει κι ένα άλογο-θαύμα, είχε δει κι ένα αγόρι-λύκο, κι είχε πετάξει στον αέρα μ’ ένα διπλάνο το 1927. Η ιστορία της ζωής του είχε ξεκινήσει με ένα δρομολόγιο του τραίνου που δεν μπορούσε να ανακαλέσει, και τελείωσε την ώρα που καθόταν και περίμενε έξω από ένα τραίνο μέσα στο οποίο ήταν ο Έλβις Πρίσλεϋ.