Προσφορά!

Όνειρα τραίνων

του Ντένις Τζόνσον

Μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς

, ,

Ο Ρόμπερτ Γκρέινιερ, εργάτης στην κατασκευή σιδηροδρόμων στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα, ερωτεύεται την Γκλάντυς και απομονώνεται μαζί της σε μια ειδυλλιακή κοιλάδα, όπου θα γεννηθεί η κόρη τους. Μια πυρκαγιά θα στερήσει από τον Γκέινιερ αυτή τη χαραμάδα ευτυχίας σε μια ολόκληρη ζωή σκληρής χειρωνακτικής δουλειάς. Μέχρι το τέλος της ζωής του θα μείνει απομονωμένος μέσα στη φύση στο περιθώριο της Ιστορίας, σε μια Αμερική που μεταμορφώνεται ριζικά, καθώς μια ολόκληρη εποχή χάνεται για πάντα. Στην αριστουργηματική του νουβέλα, ο Τζόνσον με απλό, οξυδερκές και συγκινητικό ύφος κατορθώνει να συμπυκνώσει την ουσία ολόκληρης της ζωής ενός ανθρώπου, η οποία είχε ξεκινήσει με ένα δρομολόγιο του τραίνου που δεν μπορούσε να θυμηθεί, και τελείωσε την ώρα που καθόταν και περίμενε έξω από ένα τραίνο μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Έλβις Πρίσλεϋ.

 

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Τζόνσον Ντένις

Ο Ντένις Τζόνσον (1949-2017) γεννήθηκε στο Μόναχο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, με δάσκαλο τον Ρέυμοντ Κάρβερ. Υπήρξε πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αρθρογράφος και ποιητής. Έγινε γνωστός με το βιβλίο του Jesus’ Son (1992), μια συλλογή διηγημάτων με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, με θέμα τον εθισμό στα ναρκωτικά. Για το μυθιστόρημα Δέντρο από καπνό (μτφρ. Γ.-Ι. Μπαμπασάκης, Πατάκης 2011), έλαβε το National Book Award. Η Γενναιοδωρία της γοργόνας (2018) είναι η τελευταία συλλογή διηγημάτων του.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

2

Σαράντα μία μέρες μετά, ο Γκρέινιερ στεκόταν μαζί με τους υπόλοιπους εργάτες του συνεργείου και κοιτούσε την πρώτη ατμομηχανή να διασχίζει τριάντα πέντε μέτρα άδειου αέρα, είκοσι μέτρα πάνω απ’ το ποτάμι, περνώντας τη γέφυρα που είχαν φτιάξει εκείνοι. Ο κύριος Σίαρς πήγε και στάθηκε δίπλα στη μικρή ατμομηχανή και ύψωσε το περίστροφό του για να δώσει το σινιάλο. Όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός, ο μηχανικός τράβηξε το φρένο και πήδηξε από το όχημα, και οι άντρες άρχισαν να επευφημούν καθώς εκείνο κυ­­­λού­­­σε αργά αργά πάνω στις ράγες διασχίζοντας τον Μόγιε προς την άλλη μεριά, όπου ένας άλλος πε­­­ρί­­μενε για να πηδήξει πάνω και να το ακινητο­ποιήσει πριν φτάσει στο τέλος της σιδηροτροχιάς. Οι άντρες φώναζαν και ζητωκραύγαζαν. Ο Γκρέι­νιερ ένιωσε μια στενοχώρια. Δεν καταλάβαινε για­­­τί. Ζητωκραύγασε κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους. Η γέφυρα θα ονομαζόταν Παράκαμψη Δε­­­κα­­­­­οχτώ γιατί διαφορετικά η γραμμή θα έπρεπε να κάνει έναν μεγάλο κύκλο γύρω απ’ το φαράγγι και να ακολουθήσει ένα κοντινό πέρασμα, κι άρα η γέ­­φυ­­ρα γλίτωνε τη Σποκέιν Ιντερνάσιοναλ από τη συ­­­ντήρηση αυτών των επιπλέον δεκαοχτώ χιλιομέτρων σιδηροτροχιάς.

Η εμπειρία του Γκρέινιερ στην Παράκαμψη Δεκαοχτώ του άνοιξε την όρεξη για τέτοια γιγάντια εγχειρήματα, όπου πλήθη εργατών έκοβαν δάση ολόκληρα και συναρμολογούσαν τις μεγαλύτερες γέ­­φυρες της εποχής τους, υφαίνοντας τεράστιες ξύλινες σκαλωσιές που αιωρούνταν στο κε­­νό πάνω από αδιάβατα βάραθρα, ολοένα και πιο μεγάλες, πιο μακριές, πιο ψηλές. Το 1920 πήγε στα βορειοδυτικά της πολιτείας Ουάσινγκτον για να δουλέψει στη συντήρηση της γέφυρας στο φα­­­­­ράγγι Ρόμπινσον, της μεγαλύτερης απ’ όλες. Αυτοί που τη σχεδίασαν είχαν καταφέ­­ρει να γεφυρώσουν ένα κενό με βάθος εξήντα τρία μέτρα και πλάτος διακόσια σαράντα πέντε με μια σι­­δηροτροχιά που μπορούσε να σηκώσει μία ατμομηχανή και δύο βα­­­γόνια φορτωμένα με κορμούς. Τη γέφυρα αυτή την είχαν σηκώσει κοντά τριά­­ντα χρόνια πριν, τρανταζόταν ολόκληρη κι έσπερ­­νε τον τρόμο – κανείς δεν καβαλούσε το τραίνο ενώ την περνούσε, ούτε καν ο μηχανοδηγός. Ένας άλλος πε­­ρίμενε στην απέναντι πλευρά να το φρενάρει.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι επισκευές, ο Γκρέινι­­ερ προσελήφθη στην Εταιρεία Σίμπσον και πήγε βα­­­θιά μέσα στο δάσος για να δουλέψει στη με­­ταφο­­ρά ξυλείας. Ένα δίκτυο μικρών ξυλόδρομων απλωνόταν σε ολόκληρη την περιοχή. Οι ρά­­­γες προορί­­ζονταν μόνο για τη μεταφορά της ξυλείας έξω από το δάσος· αυτή ήταν και η δουλειά των κοντά σα­­­ρά­­­ντα εργατών, μαζί κι ο Γκρέινιερ, που έσερναν τους κορμούς με ομάδες των έξι αλόγων μέχρι εκεί που έφτανε το βίντσι της αποβάθρας του τραίνου.
Στην αποβάθρα ορθωνόταν ένα γιγάντιο μηχάνη­μα, που ο εργοδηγός αποκαλούσε γαϊδούρα, ένα πράμα με δυο τεράστια μεταλλικά τύμπανα, το ένα άφηνε σύρμα ενώ το άλλο το μάζευε, κι έσερ­­­νε με αυτόν τον τρόπο τους κορμούς προς την αποβάθρα, ενώ την ίδια στιγμή έστελνε τον γά­­ντζο στον γαντζωτή, ο οποίος τον ασφάλιζε στον επόμενο κορμό. Το μηχάνημα αυτό ήταν ένας πα­­­μπάλαιος ατ­­­­­μοκίνητος κολοσσός που έκαιγε ξύλα, παλλόταν και μούγκριζε και βογκούσε, ενώ οι ατμοί βρυχώνταν σαν τα νερά του καταρράκτη, και από την άλλη τα άλογα προχωρούσαν με τιτάνια προσπάθεια πάνω στον ξυλόδρομο, βυ­­θισμέ­να σε κάτι σαν σιω­­­­πή, κάθε ήχος τους πνιγόταν μέσα στον ορυμαγδό του ατμού και του ατσαλιού. Στην αποβάθρα οι κορμοί φορτώνονταν στα ανοιχτά βαγόνια, κι από κει περνούσαν πά­­­­­νω από το θαυμαστό, βαθύτα­το κενό του φα­­­ραγγιού ­­Ρό­­μπιν­­σον, κατέβαιναν το βουνό κι έφταναν στο σταθ­­μό που αποτελούσε τη διασύνδε­­ση με όλους τους σιδηροδρόμους της αμερικανικής ηπείρου.
Εντωμεταξύ ο Γκρέινιερ είχε πατήσει τα τριάντα πέντε. Του έλειπαν η Γκλάντυς και η Κέιτ, το Μι­­κρό Κοριτσάκι του και το Μικρομικρούτσικο Κο­­ριτσάκι του, αλλά είχε ζήσει τριάντα δύο χρόνια εργένης προτού βρει γυναίκα, κι έτσι εδώ, ανάμε­­σα στα αναρίθμητα έλατα των βουνών, εύκολα ξα­­­να­­κύλησε στη σιγουριά της μοναξιάς του.
Ο Γκρέινιερ δούλευε γαντζωτής – όχι στην απο­­βάθρα, αλλά μέσα στο δάσος, εκεί που οι πριο­νι­­στές δούλευαν δυο δυο για να κόψουν τα θεόρα­­τα έλα­­­τα, οι τσεκουράδες καθάριζαν τους κορμούς απ’ τα κλαδιά, και οι ξυλοσχίστες τους έκοβαν σε κομ­­μάτια των έξι μέτρων για να τα τυλίξουν οι γαντζωτές με σύρμα και να τα πάρουν τα άλο­­γα. Ο Γκρέινιερ απολάμβανε τη δουλειά, τη σω­­μα­­­­τι­­­­κή προσπάθεια, τη μεθυστική εξάντληση, την ξε­­­­κούραση στο τέλος της ημέρας. Του άρεσε η με­­­­γά­­λη κλίμακα που είχαν τα πράγματα μέσα στο δά­­σος, η αίσθηση ότι ήταν χαμένος κάπου μα­­κριά και η πεποίθηση ότι, με τόσα δέντρα να τον φυ­­λάνε, τίποτα δεν μπορούσε να τον βλάψει. Όμως, όπως έλεγε κι ένας που δούλευαν μαζί, ο Αρν Πηπλς, γέρος πια, που στον καιρό του είχε φή­­­μη ατζαμή πριονιστή, τα δέντρα ήταν φονιάδες, και παρότι ένα καλός πριονιστής μπορούσε να κρίνει σωστά ενενήντα εννιά φορές στις εκατό προς τα πού θα έπεφτε το δέντρο, και με επιδέξια κοψίματα και σφήνες να δώσει εντολή σε πενήντα τό­­­νους δέντρο να κάνει μια στροφή προς την ανηφό­ρα και να προσγειωθεί πίσω του απαλά σαν βε­­λό­­να, μία στις εκατό μπορούσε να το φάει όλο στη μούρη και να τα κακαρώσει έτσι ξαφνικά. Ο Αρν Πηπλς έλεγε πως μια φορά είχε δει έναν κορμό πέντε τόνους να τινάζεται σαστισμένος απ’ το κά­­­­ρο και να κατρακυλά πάνω από έξι άλογα, σκοτώνοντάς τα και τα έξι. Το δέντρο σου φερόταν σαν φίλος μόνο αν το άφηνες στην ησυχία του. Τη στιγμή που το πριόνι χάραζε το ξύλο, ξεκινούσε ο πό­­­λεμος.
Απαλλαγμένοι από τις σκοτούρες των κανονι­­κών ανθρώπων, οι εργάτες, που ο αριθμός τους με­­ρι­­κές φορές ανέβαινε πάνω από σαράντα και δεν έπεφτε ποτέ κάτω από τριάντα πέντε, πάλευαν με το δάσος από την αυγή μέχρι την ώρα του βραδινού, κόβοντας τα γιγάντια έλατα και χωρίζοντάς τα σε κομμάτια που με το ζόρι μπορούσαν να τα κουμαντάρουν, φέροντας εις πέρας, σκεφτόταν κα­­μιά φορά ο Γκρέινιερ, έργα ισάξια των πυραμίδων, αλ­­λάζοντας την όψη των βουνών, μιλώντας σπάνια, φωνάζοντας όταν είχαν κάτι να πουν, περνώντας τις μέρες τους με τα μούσια γεμάτα κατράμι, με τον ιδρώτα να ξεπλένει το χώμα από τις σκε­λέ­­ες τους και να τον κάνει μάκα στο σβέρκο και τις αρθρώσεις, η οσμή απ’ το κατράμι ήταν τόσο βαριά που έκαι­­­γε το λαιμό και έτσουζε τα μάτια, και κάλυπτε ακόμα και την αποφορά των ζώων και της κο­­­πριάς. Στο τέλος της ημέρας οι εργάτες κοιμόντουσαν αποκαμωμένοι όπου έβρισκαν. Κάποιοι τυ­­χεροί είχαν καλύβες. Οι περισσότεροι έμεναν σε αντίσκηνα: κάτι πολυκαιρισμένα πανιά, που τα πε­­ρισσότερα ήταν γεμάτα μπαλώματα από λινάτσα· όμως το καναβάτσο τους προερχόταν από τις σκη­­­νές που είχε χρησιμοποιήσει στον Εμφύλιο το πεζικό των Βορείων, έλεγε ο Αρν Πηπλς. Τους έδειχνε πάνω στο ύφασμα τις κηλίδες από το αίμα. Κάποιες απ’ αυτές τις σκηνές είχαν μετά χρησιμοποιηθεί από το Ιππικό στους πολέμους εναντίον των Ινδιάνων, και σίγουρα είχαν υπηρετήσει περισσότερο απ’ ό,τι όσοι κοιμήθηκαν σ’ αυτές, έτσι πίστευε ο Αρν Πηπλς.
«Για δώστε μου λίγο το τσεκούρι, ρε παιδιά», του άρεσε να λέει. «Όταν πάρω μπρος, θα ’ρχεστε για δουλειά το πρωί και το ροκανίδι δεν θα έχει κα­­­τακάτσει ακόμη από την προηγούμενη…»
«Είμαι φτιαγμένος για να δουλεύω το κατακα­­λόκαιρο», έλεγε ο Αρν Πηπλς. «Εσείς τα παλικάρια απ’ τη Μινεσότα μπορεί να παραπονιέστε. Εμέ­­­να το μηχάνημα δεν ξεκινά να δουλεύει αν το θερ­­μό­­­­μετρο δεν πάει πάνω απ’ τους τριάντα οχτώ βαθ­­­­μούς. Είχα δουλέψει σ’ ένα βουνό κοντά στο Μπί­­­σμπη στην Αριζόνα, όπου μας χώριζαν απ’ τον ήλιο το πολύ καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα. Σα­­ράντα εφτά βαθμούς έπιανε το θερμόμετρο, και κά­­­θε βαθμός ήταν μισό μέτρο. Κι αυτό ήταν υπό σκιά. Και σκιά δεν υπήρχε πουθενά». Αποκαλούσε όλους τους υλοτόμους του συνεργείου «παλικάρια απ’ τη Μινεσότα». Απ’ όσο ήξεραν, κανείς τους δεν είχε καν περάσει ποτέ από τη Μινεσότα.
Ο Αρν Πηπλς καταγόταν από τις νοτιοδυτικές πολιτείες και ισχυριζόταν ότι είχε συναντήσει τους αδερφούς Ερπ στο Τουμστόουν, κι ότι τους είχε μιλήσει κιόλας· περιέγραφε τους ξακουστούς σερίφηδες ως «παλαβούς κωλόβλαχους». Στα νιάτα του είχε κάνει εργάτης στα ορυχεία της Αριζόνας, και μετά είχε δουλέψει για δεκαετίες σε κάθε γωνιά της χώρας όπου υπήρχαν δέντρα για κόψιμο, και τώρα ήταν ένας γερασμένος και καμπούρης αργόσχολος, που δεν έβαζε γλώσσα μέσα του, απέφευ­­γε τη σκληρή δουλειά, κι ήταν ο γηραιότερος σε ολόκληρο το δάσος.
Την αληθινή του ειδικότητα την είχαν ανάγκη μόνο περιστασιακά. Όταν έπρεπε να σκάψουν ένα τούνελ, αυτός ήταν που έβαζε τα φουρνέλα και τα ανατίναζε, και έμπαινε όλο και πιο βαθιά μες στην πλαγιά μέχρι που έβγαινε από την άλλη μεριά, ενώ οι υπόλοιποι εργάτες του συνεργείου απομάκρυναν τα μπάζα μετά από κάθε έκρηξη. Ήταν προ­λη­πτικός και τα έκανε όλα όπως ακριβώς τα είχε μά­­­θει στα βουνά Μιουλ, στα ορυχεία χαλκού της νότιας Αριζόνας.
«Είδα με τα μάτια μου τον κύριο Τζον Τζέικομπ Γουόρεν να χάνει ολόκληρη την περιουσία του. Ήταν τύφλα στο μεθύσι και έβαλε στοίχημα ότι θα πα­­­ράβγαινε ένα άλογο στο τρέξιμο». Αυτό μπορεί και να ’ταν αλήθεια. Ο Αρν Πηπλς δεν συνήθι­ζε να λέει ψέματα, τουλάχιστον δεν έλεγε όλη την ώρα ότι είχε γνωρίσει ένα σωρό διάσημους, πέ­­ρα από τους αδερφούς Ερπ, και εν πάση περιπτώσει, κανείς εδώ πάνω δεν είχε ακουστά κανέναν Τζον Τζέικομπ Γουόρεν. «Έβαλε στοίχημα ότι θα νικούσε έναν τρίχρονο επιβήτορα! Στάθη­­κε στη μέση του δρόμου παραπατώντας, με τα μάτια του αλλήθωρα, τόσο τύφλα, θέλω να πω –ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Αριζόνα!– και άρχι­­­σε να τρέχει με τον κώλο του αλόγου μες στη μού­­­ρη του σε ολόκληρη την κούρσα. Έβαλε στοίχη­μα ολόκληρο το ορυχείο Κόππερ Κουίν. Και το έχασε κι από πάνω! Να ένας τύπος με τον οποίο θα ήθε­­λα να τζογάρω! Βέβαια τώρα ξύνει τον πάτο του βα­­ρελιού, και δεν θα έχει τίποτα να ρίξει στην τσόχα».
Υπήρχαν φορές που ο Πηπλς έβαζε το φουρνέ­λο, έστριβε τη βίδα για την έκρηξη, και δεν γινόταν τίποτα. Τότε μια τεταμένη σιωπή απλωνόταν σε όλο το δάσος. Εργάτες που δούλευαν ένα χιλιόμετρο μακριά με κάποιον ανεξήγητο τρόπο έπαιρναν γραμμή ότι υπήρχε ένα τζούφιο φουρνέλο και κάτι έπρεπε να γίνει, και όλοι σταματούσαν να δουλεύουν. Ο Πηπλς άδειαζε από τις τσέπες του τα λιγοστά τιμαλφή του –ένα χάλκινο ρολόι, μια τσίγκινη τσατσάρα και μια ασημένια οδοντογλυφί­δα– και τα ακουμπούσε πάνω σ’ έναν κομμένο κορμό, κι έπειτα χωνόταν μέσα στη σκοτεινή του σή­­ραγγα χωρίς να κοιτάξει πίσω. Όταν έβγαινε έξω κι έστριβε ξανά τις βίδες, και ο δυναμίτης ανατιναζόταν με μια υπόκωφη έκρηξη, οι εργάτες ζη­­­τω­­κραύγαζαν κι ένα σύννεφο σκόνης έβγαινε ορμητικά από τη σήραγγα και κονιορτοποιημένες πέ­­τρες έπεφταν βροχή πάνω σε όλους.
Όλοι πίστευαν ότι ο Αρν Πηπλς πιθανότατα θα άφηνε πίσω τον μάταιο τούτο κόσμο με ένα συννεφάκι καπνού κι έναν γιγάντιο κρότο, αλλά τε­­­λι­­­κά έφυγε πολύ διαφορετικά, χτυπημένος στο πί­­σω μέρος του κεφαλιού από ένα ξερό κλαδί που έπεσε από ένα πανύψηλο πεύκο – τα κλαδιά εκεί­­­­­να που τα αποκαλούν «φονιάδες» ακριβώς από κάτι τέτοια ατυχήματα. Το χτύπημα τον έριξε αναίσθητο, αλλά συνήλθε γρήγορα και έδειχνε μια χαρά, μόνο που παραπονιόταν ότι ένιωθε στη ρα­­­­χο­­­κοκαλιά «ένα μούδιασμα ανάμεσα στους κό­­μπους» και μετά έλε­­γε πως «έτσι μ’ αρέσει να περπατάω – στρα­­­βά». Τις επόμενες μέρες τον έπιαναν πού και πού κάτι ζα­­­λάδες, ήταν αφηρημένος και ξεχνούσε εύκο­­­λα, πέ­­ρα­­­σε όλη την Κυριακή ξάπλα με ρίγη και πυ­­­ρετό, και τη Δευτέρα το πρωί τον βρήκαν πε­­­θα­­μέ­­­νο στο κρεβάτι του, τυλιγμένο στα σκεπά­σμα­­­τά του και «με μια έκφραση τέτοιας γαλήνης», όπως είπε ο εργοδηγός, «που δεν ήθελες να τον ξεκουνήσεις
– ας τον έβαζες καλύτερα όπως ήταν σε έναν μα­­κρύ και πλατύ τάφο, μαζί με το κρεβάτι και τις κου­­βέρτες». Ο Αρν Πηπλς είχε πει πως ένα όρθιο δέ­­­ντρο μπορεί να είναι φίλος σου, αλλά ο θάνατός του είχε κατέβει να τον βρει από ένα τέτοιο δέ­­­ντρο.
Ο κολλητός του Αρν, ο Μπίλλυ, γέρος κι αυτός, αλλά που δεν του έπαιρνες κουβέντα, ψέλλισε κά­­να δυο λόγια πλάι στον τάφο. «Ο Αρν Πηπλς δεν γέλασε ποτέ κανέναν στη ζωή του», είπε. «Δεν έκλεψε ποτέ του, ούτε μια καραμέλα όταν ήταν το­­­σοδά αγοράκι, κι έζησε πολλά πολλά χρόνια. Νομίζω πως αυτό είναι ένα καλό μάθημα για όλους μας· αν είμαστε τίμιοι, μια χαρά θα τα πάμε. Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, αμήν». Οι άλλοι είπαν, «Αμήν». «Μακάρι να μπορούσα να δώ­­­­­­σω σε όλους ρεπό», είπε ο εργοδηγός. «Αλλά φταίει η εταιρεία, και φταίει κι ο πόλεμος». Ο πό­­­λε­­­­­μος στην Ευρώπη είχε εκτοξεύσει τη ζήτηση για ξυ­­­­­­­­λεία ελάτης. Στην πραγματικότητα, η ανακωχή είχε κηρυχτεί δεκαοχτώ μήνες νωρίτερα, αλλά ο εργοδηγός πίστευε ότι η ανακωχή ήταν προσωρι­­νή κι ότι οι μάχες θα ξανάρχιζαν και δεν θα σταματούσαν μέχρι η μια πλευρά να αφανίσει την άλλη.
Το ίδιο βράδυ οι εργάτες κουβέντιασαν τα προσόντα και τα ελαττώματα του Αρν και θυμήθηκαν ξανά τις τελευταίες του ώρες. Άραγε ήταν το χτύπη­μα στο κεφάλι που του είχε θολώσει το μυαλό ή μήπως ήταν ο πυρετός που τον είχε πιάσει ξαφνι­κά; Μέσα στο παραλήρημά του φώναζε τρέλες –«προτιμότερος ο πάτερ που πάει περπατώντας!» είχε φωνάξει· «πρώτο κολατσιό ληστής ο μά­­­γκας! Προσοχή! Προσοχή!»– και καλούσε τα πνεύματα απ’ το παρελθόν του, και είπε επίσης ότι τον επισκέφθηκε η αδερφή του μαζί με τον άντρα της, παρότι και οι δύο, όπως μας διαβεβαίωσε ο Μπίλλυ, είχαν πεθάνει χρόνια πριν.
Η δουλειά του Μπίλλυ ήταν να αλλάζει λά­­δια στη μηχανή που κινούσε τα δύο τύμπανα και να ελέγχει τα σύρματα για φθορές. Ήταν εύκολη δουλειά, δουλειά για γέρους. Ο πραγματι­­κός γρασαδόρος του συνεργείου ήταν ένα αγόρι δώ­­­­­­δε­­κα χρονών, ο Χάρολντ, ο γιος του εργοδηγού, που πή­­­­­­γαι­­νε μπροστά από τα άλογα με έναν κου­­­βά ψα­­ρό­­λα­­δο, και το άπλωνε με ένα κουρέλι από λι­­­νά­τσα πάνω στο δρόμο για να γλιστράνε εύκολα οι πε­­­λώριοι κορμοί. Ένα πρωί Τετάρτης, μόλις δυο μέρες μετά το θάνατο και την κηδεία του Αρν Πηπλς, του ήρθε και του μικρού Χάρολντ μια ζα­­­λά­­­δα και σωριάστηκε χάμω την ώρα της δουλειάς, και τα άλογα τρόμαξαν και κόντεψαν να αναποδογυρίσουν το φορτίο τους στην προσπάθειά τους να μην τον ποδοπατήσουν. Το παιδί σώθηκε από φρικτό θάνατο χάρη στην επέμβαση του Γκρέινιερ, που έτυχε να βρίσκεται εκεί δίπλα περιμένοντας να περάσει απέναντι τον ξυλόδρομο κι έσυρε το παι­­­δί στην άκρη από το μπατζάκι του παντελονιού του. Ο εργοδηγός έμεινε στο προσκέφαλο του γιου του ολόκληρο το απόγευμα, βάζοντάς του κομπρέσες με νερό απ’ την πηγή. Ο μικρός είχε ανεβάσει πυρετό και παραληρούσε, κι ήταν αυτή η αρρώστια που τον είχε κάνει να σωριαστεί μπροστά στα άλογα.
Την ίδια νύχτα ο Μπίλλυ κόλλησε κι αυτός ένα κρύωμα και έμεινε ξαπλωμένος στο ράντζο του στριφογυρίζοντας και παραμιλώντας χωρίς διακοπή μέχρι το ξημέρωμα. Πέρα από όσα είπε στην κηδεία του φίλου του, ο Μπίλλυ δεν είχε πει πάνω από δυο τρεις κουβέντες ολόκληρο το προη­­γούμενο διάστημα, όμως τώρα αυτοί που έμεναν στις διπλανές σκηνές δεν μπορούσαν να κοιμηθούν, και όσοι ήταν λίγο πιο μακριά είπαν μετά πως τη νύχτα εκείνη άκουσαν τη φωνή του στο όνει­­­ρό τους, να φωνάζει το ίδιο του το όνομα – «Ποιος είναι εκεί; Ποιος είναι;» φώναζε. «Μπίλλυ; Μπίλ­­­λυ; Εσύ είσαι, Μπίλλυ;»
Ο πυρετός του Χάρολντ έπεσε, όμως του Μπίλ­­­λυ όχι. Ο εργοδηγός έκανε λες και τον κυνηγούσα­­ν φαντάσματα, περιφερόταν στην κατασκήνω­­­ση και ενοχλούσε τους εργάτες, έπιανε όποιον έβρι­­σκε μπροστά του και τσέκαρε τις αρθρώσεις του, του σή­­κωνε τα βλέφαρα και του άνοιγε τα σα­­­­­­γό­­νια λες κι αγόραζε άλογο. «Αυτό ήταν, τε­­­λειώ­­­­­σα­­με για το κα­­λοκαίρι», είπε στους εργάτες την Παρασκευή το βράδυ όταν μαζεύτηκαν για το βραδινό. Είχε υπολογίσει το μισθό του καθενός – ο Γκρέινιερ έστελ­­­νε λεφτά στη γυναίκα του από την αρχή του κα­­­­­­λοκαιριού και πάλι του έμεναν τε­­τρα­­­­κό­σια δολάρια.
Μέχρι την Κυριακή το βράδυ είχαν τελειώσει τη δουλειά, είχαν κατεβάσει και τους τελευταίους κορμούς απ’ το βουνό, και έξι ακόμη εργάτες είχαν πέσει άρρωστοι με ρίγη. Τη Δευτέρα το πρωί ο ερ­­γο­­δηγός έδωσε σε όλους τέσσερα δολάρια μπόνους και είπε, «Πάρτε δρόμο, παιδιά». Τότε πια ο Μπίλ­­­­­­­­λυ είχε περάσει κι αυτός τα χειρότερα. Όμως ο ερ­­γοδηγός φοβόταν μην πέσει επιδημία γρίπης όπως το 1897. Τότε ήταν που είχε μείνει ορφανός, ολό­­κλη­­ρη η οικογένεια μαζί και τα δεκατρία του αδέρφια πέθανε σε μια βδομάδα μέσα. Ο Γκρέι­νιερ το λυπήθηκε το αφεντικό του. Ο εργοδηγός ήταν καλός και δίκαιος στη δουλειά, ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με γαλάζια μάτια, που δεν είχε πολλά πάρε δώσε με κανέναν πέρα από τον γιο του, τον Χάρολντ, και κανείς μέχρι τότε δεν ήξερε ότι είχε μεγαλώσει χωρίς οικογένεια.
Αυτό ήταν το πρώτο καλοκαίρι που πέρασε ο Γκρέινιερ στο δάσος, και η γέφυρα στο φαράγγι Ρό­­­μπινσον ήταν η πρώτη από τις πολλές γέφυρες του σι­­­δηροδρόμου στις οποίες εργάστηκε. Χρόνια με­­τά, δε­­καετίες μετά, το 1962 ή το 1963 πια, είδε κά­­τι νεαρούς που δούλευαν οξυγονοκολλητές σε μια γέφυρα υπό κατασκευή εκεί που η Εθνική οδός 2 διέσχιζε το πιο βαθύ φαράγγι του Μόγιε, εξί­­σου μακρύ και βαθύ με το Ρόμπινσον. Ο παλιός δρό­­μος έκανε έναν μεγάλο κύκλο για να περάσει το ποτάμι σε ένα πιο ρηχό σημείο· ο καινούργιος δρόμος περνούσε ίσια πάνω από το βάραθρο, δε­­κά­­­δες μέτρα πάνω απ’ το νερό. Ο Γκρέινιερ κοιτού­­σε με θαυμασμό τους νεαρούς να αρπάζουν τα προ­­στατευτικά κράνη απ’ τα κεφάλια των συναδέλφων τους και να τα αφήνουν να πέσουν στο δίχτυ ασφαλείας δέκα δεκαπέντε μέτρα πιο κάτω, και μετά να πέφτουν κι αυτοί αναπηδώντας στο δίχτυ και να σκαρφαλώνουν μετά πάλι πίσω στην ξύλινη σκαλωσιά. Στα νιάτα του κι αυτός χοροπηδούσε σαν χιμπατζής πάνω στις σιδεριές, αλλά τώρα τον έπιανε ναυτία ακόμα κι όταν ανέβαινε σε σκαμνί. Την ώρα που τους κοιτούσε, συνειδητοποίησε ότι είχε ζήσει κοντά ογδόντα χρόνια και στη ζωή του είχε δει τον κόσμο να γυρνά ξανά και ξανά.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Γκρέινιερ είχε πληρώσει εισιτήριο δέκα σεντς για να δει τον Πιο Χοντρό Άνθρωπο στον Κό­­­σμο, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος σε ένα ντιβάνι μέ­­σα σ’ ένα τροχόσπιτο που τον πήγαινε από πόλη σε πόλη. Για να βάλουν τον Πιο Χοντρό Άνθρω­­πο στον Κόσμο πάνω στο ντιβάνι χρειάστηκε να ξη­­­λώ­­­­σουν τη σκεπή του τροχόσπιτου και να τον κα­­­­­­τε­­­­­βάσουν με γερανό. Ζύγιζε κοντά τετρακόσια πε­­­νή­­ντα κιλά. Καθόταν εκεί, πελώριος και κάθιδρος, με μουστάκι και γένι κι έναν χρυσό χαλκά στο αυτί σαν πειρατής, φορούσε ένα χρυσό λαμέ σορ­­τσά­­κι και τίποτε άλλο και η σάρκα του απλωνό­ταν σε ολόκληρο το ντιβάνι και ξεχείλιζε και κρεμόταν προς το πάτωμα σαν ακινητοποιημέ­νος καταρράχτης, ενώ απ’ όλον αυτό το σωρό εξείχαν το κε­­φά­­­λι και τα χέρια και τα πόδια του. Ο κό­­σμος στηνό­ταν στην ουρά για να φτάσει μέχρι την ανοιχτή πόρτα και να ρίξει μέσα μια ματιά. Έλεγε σε όλους να δώσουν μια δεκάρα για να πάρουν μια φω­­το­γραφία του από ένα πάκο δίπλα στο παράθυρο.
Προς το τέλος της μακράς ζωής του ο Γκρέι­νιερ μπέρδευε τη σειρά των περασμένων γεγονό­­των κι ήταν βέβαιος πως η μέρα που είχε δει τον Πιο Χο­­ντρό Άνθρωπο στον Κόσμο –εκείνο το βρά­­­δυ– ήταν η ίδια μέρα που είχε σταθεί στην Τέταρτη Οδό στο Τρόυ της Μοντάνα, σαράντα δύο χιλιόμε­­τρα ανατολικά της γέφυρας, κι είχε δει το βαγόνι που με­­­­τέφερε τον παράξενο νεαρό χωριάτη τραγουδι­­στή, τον Έλβις Πρίσλεϋ. Το ιδιωτικό τραίνο του Πρίσ­­λεϋ για κάποιο λόγο είχε κάνει στάση, ίσως για επισκευές, σε τούτη τη μικρή πόλη που δεν είχε καν δικό της σταθμό. Ο διάσημος νεαρός είχε φα­­­­­νεί για λίγο στο παράθυρο και σήκωσε το χέρι για να χαιρετήσει, όμως ο Γκρέινιερ βγήκε από το μπαρμπέρικο στην απέναντι πλευρά του δρόμου λίγο πιο μετά και δεν πρόλαβε να τον δει. Του το είπαν όμως οι κάτοικοι της πόλης που περίμεναν εκεί στο σούρουπο, στην άκρη του δρόμου, ενώ ακουγόταν ο υπόκωφος ήχος της ντιζελομηχανής στο ρελαντί, μιλώντας χαμηλόφωνα ή και καθόλου, με τα πρόσωπα στραμμένα στο μυστήριο και το μεγαλείο ενός νέου τόσο μόνου εκεί ψηλά.
Ο Γκρέινιερ είχε κάποτε δει κι ένα άλογο-­θαύ­­­μα, είχε δει κι ένα αγόρι-λύκο, κι είχε πετάξει στον αέ­­ρα μ’ ένα διπλάνο το 1927. Η ιστορία της ζωής του είχε ξεκινήσει με ένα δρομολόγιο του τραίνου που δεν μπορούσε να ανακαλέσει, και τελείωσε την ώρα που καθόταν και περίμενε έξω από ένα τραί­­­νο μέσα στο οποίο ήταν ο Έλβις Πρίσλεϋ.