Προσφορά!

Αυτόματα

του Κώστα Περούλη

, ,

Στα δέκα διηγήματα αυτού του βιβλίου, οι ήρωες είναι αφομοιωμένοι από τον αυτοματισμό και την επαναληπτικότητα της εργασίας. Ένας εντατικός εσωτερικός ρυθμός διέπει την κίνηση του σώματος και του νου, και αποτυπώνεται στη γλώσσα των αφηγητών. Όμως η μηχανική ροή και η μοναχικότητα της εργασίας οδηγούν τους ήρωες σε μια στιγμή συνειδητοποίησης, καθώς ένα εξωτερικό ερέθισμα τους ωθεί σε μια φευγαλέα κατανόηση του ρόλου, της θέσης και του εαυτού τους. Μέσα από μια ακριβή καταγραφή της πραγματικότητας, που υιοθετεί το ρυθμό και την ιδιόλεκτο του κάθε επαγγέλματος, τα Αυτόματα προσφέρουν μια πιστή εικόνα της κοινωνικής ζωής, αλλά και ένα σημείο φυγής.

Εκκαθάριση

Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα - Περιοδικό "αναγνώστης" - 2016

ο συγγραφέας

Περούλης Κώστας

Ο Κώστας Περούλης γεννήθηκε το 1974 στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Συνεργάστηκε στο σενάριο της ταινίας Miss Violence και έχει κάνει δραματουργική επεξεργασία σε θεατρικές παραστάσεις. Τα Αυτόματα είναι η πρώτη του συλλογή διηγημάτων για την οποία βραβεύτηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην πεζογραφία του περιοδικού Αναγνώστης (2016).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Ερχόντουσαν τα χαράματα μέσα από τα οικόπεδα, περνάγαν την πύλη και αρχίζαν μαζί με καμιά πενηνταριά άλλους να μαζεύουν το κάρβουνο απ’ τους λόφους. Σκαρφαλώνανε με χέρια και με πόδια στους μαύρους σβόλους να βγούνε πάνω απ’ τις στέγες και το φράχτη στις κορφές να το στρώσουνε με τις τσουγκράνες. Από κει φαινόντουσαν τα αυτοκίνητα και τα τρόλεϊ που περνάγανε στην Πειραιώς. Μετά κατρακυλάγανε κάτω στους πρόποδες και ανοίγανε δρόμους να περνάνε τα βαγόνια που το παίρνανε στους φούρνους.

Σκοπός της φωτογραφίας που ’χανε βάλει τώρα να πιάνει όλο τον τοίχο σαν γιγαντοαφίσα, ήταν να σε κάνει να νιώσεις πόσο ήταν αυτοί οι λόφοι του κάρβουνου. Πηγαίνανε μισό χιλιόμετρο στην αυλή και άλλα δυο τρία χιλιόμετρα απέξω στα διπλανά οικόπεδα που τώρα ήταν τα μπαρ, οι σκαρφαλωμένοι φαίνονταν πάνω τους σα μικρά παιδιά. Τον είχε βάλει ο παππούς του λίγο πριν πεθάνει. Είχε βάλει μέσο και πήρανε τον πατέρα του αλλά επειδή έπαθε αμέσως καρκίνο και πέθανε, η χούντα το σεβάστηκε και τον βάλανε στη θέση του πατέρα του αν και δεν είχε κλείσει τα δεκαοκτώ. Καθάριζε δέκα μήνες πίσσα στα πλυντήρια και μετά ζήτησε και πήγε στο σιδηρουργείο, αλλά μετά πέθανε και ο παππούς του και τον βάλανε κατευθείαν στη θέση του στους φούρνους. Πέσανε όλοι οι προσωρινοί να του φάνε τη θέση. Είχανε ξαναεπιτρέψει τις απεργίες και όσο και να ’δερνε ο Καραμανλής όλοι ξέρανε ότι θα ’ρθει το ΠΑΣΟΚ. Το σωματείο έφερε τελικά τον δικό του, οι θέσεις δεν ήταν κληρονομικές του είπανε, όπως στη χούντα. Τους απάντησε ότι ήτανε κληρονομικές τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια και περνάγανε από πατέρα που παθαίνει καρκίνο σε γιο. Δεκαεννιά χρονών ήτανε και ένιωθε τους φούρνους τάφους. Και όλους τους εργάτες κακομοίρηδες, τους έβλεπε μεγάλους ανθρώπους να ζούνε εκεί μέσα στο Γκάζι σαράντα χρόνια χωρίς αύριο, με τη φιλοδοξία αν θα πάρουνε κανένα κατοστάρικο αύξηση ν’ ανέβουνε μετά κοπάδια στα καφενεία στην Αθηνάς. Επειδή τους έβλεπε μέσα στο σπίτι του κάθε μέρα που καθόντουσαν στο τραπέζι για να φάνε, είχε αποφασίσει ότι αυτός θα προοδεύσει στη ζωή του, θα ανέβει. Ο παππούς του που τον κορόιδευε κεφάλαιο έχεις, πτυχία έχεις, χωράφια έχεις, καμιά πλούσια κόρη απ’ τη βιοτεχνία υαλικών απέναντι, είχε έναν φίλο που τους μούτζωσε μια μέρα κι έφυγε και πήγε στο Πέραμα τεχνίτης συγκολλητής και αγόρασε σε πέντε χρόνια αυτοκίνητο. Όταν ζήτησε και μπήκε στο σιδηρουργείο οι συγκολλητές που κολλάγανε τις τρύπιες σωλήνες τον διώχνανε να μη βλέπει, αλλά αυτός που ’κανε ότι έξυνε τις πίσσες είχε ένα γυαλάκι και το ’βαζε καθρέφτη και κοίταζε πίσω πώς κολλάγανε. Όταν τον πήρανε χαμπάρι τον στείλανε έξω να κόβει τις σωλήνες στον τροχό. Χωνότανε όμως χωρίς να τον βλέπουνε στις αλλαγές κι έπαιρνε την τσιμπίδα, άναβε το ηλεκτρόδιο και κόλλαγε ό,τι πεταμένα έβρισκε. Χέρι είχε, είχε ταλέντο. Όταν τον βάλανε όμως στους φούρνους τα χέρια του καήκανε. Δεν κάνανε για λεπτοδουλειά γιατί χυνότανε οκτώ ώρες πάνω τους η φωτιά, έπρεπε να ξεσφραγίζουνε τις μπούκες, να λαμπαδιάζουνε τις αναθυμιάσεις και να σπρώχνουν τον εμβρυουλκό μέσα στα έγκατα των φούρνων τρία μέτρα βάθος στους χίλιους βαθμούς Κελσίου, για να τραβήξουνε να πέσουνε οι άνθρακες στα καρότσια μέχρι να αδειάσουν και να τους ξαναγεμίσουν οι θερμαστές με το φρέσκο κοκ που φέρναν τα βαγόνια. Θα έχανε τη θέση άμα δεν πήγαινε, γιατί έκανε πως συμβιβάστηκε το σωματείο να βάλει τον δικό του στο σιδηρουργείο κι αυτός να πάει στους φούρνους. Μάζεψε λεφτά και πήρε από πάνω στην Ερμού γυναικείες αλοιφές κι έβαζε, και μόλις τέλειωνε η βάρδια ανέβαινε κι έπαιρνε τον ηλεκτρικό μέχρι το λιμάνι στον Πειραιά κι από κει το λεωφορείο για Σχιστό που ’τανε η γενική βιοτεχνία του Αγγελόπουλου όπου είχε μπει βοηθός τ’ απογεύματα να καρφώνει τελάρα για να βλέπει από δίπλα στους λέβητες τους συγκολλητές. Κάρφωνε γύρω στα πεντακόσια τελάρα το κατοστάρικο. Κρυβότανε στη μάντρα μόλις έπαιρνε το κατοστάρικο κι άμα κλείνανε έβγαινε κι άναβε το ηλεκτρόδιο και κολλούσε μέταλλα, να δει πώς λιώνανε, πώς δένανε, πού σκάγανε, ξαπλωμένος και όρθιος σε όλες τις στάσεις, με διάφορα μήκη και πάχη ηλεκτρόδια και πάστες, μέχρι που ’φευγε από μια τρύπα και κατέβαινε να προλάβει πίσω τα τελευταία δρομολόγια. Όταν τον έπιασε ο Αγγελόπουλος μια νύχτα εντυπωσιάστηκε, και τον έστελνε για ένα χρόνο συγκολλητή, μόνο όρθιο χωρίς να τον μαθαίνει ξαπλωτό, με το μισθό για τα τελάρα.

Μετά που κλείσανε το Γκάζι και όσοι δεν είχανε μέσο στο ΠΑΣΟΚ απολυθήκανε κι αρχίσανε να κατεβαίνουνε την Πειραιώς, νοίκιασε στον Ταύρο στις εργατικές και τα πρωινά πέρναγε απέναντι μέσα στις μάντρες και κόλλαγε δυο τρία χρόνια σε ό,τι έβρισκε γιατί δεν ξανάμπαινε σε εργοστάσιο, ούτε νεκρός δεν ξανάμπαινε, στους καγκελάδες, στους σωληνάδες, στους αλουμινάδες, στους λέβητες, στις κατασκευές, και όταν τα έδιωξαν τα εργοστάσια κι από κει και κλείσανε και οι μάντρες που παίρνανε παραγγελίες και κατέβηκαν όλοι πιο κάτω, έμεινε στον Ρέντη γιατί βρήκε στου Μαλεβίτση κανονικός συγκολλητής. Ήταν ούτε τριάντα χρονών και έβγαζε όσο ο μόνιμος ανθρακέας στους φούρνους. Εκεί γνώρισε εργολάβους. Αγόρασε κάτι πέτσινα σακάκια και μετά τη δουλειά άλλαζε και ριχνόταν από δίπλα όταν σχολάγανε και πήγαινε για καφέδες μαζί τους για να κάνει γνωριμίες. Έφυγε από του Ρέντη στην πρώτη δουλειά σε πλοίο. Τον πήρε μ’ άλλους είκοσι ένας εργολάβος που ναυπηγούσε μια νησίδα για έναν εφοπλιστή, σημερινά λεφτά ενάμισι εκατομμύριο ευρώ εργολαβικό αντάλλαγμα. Εκεί έμαθε να δουλεύει ξαπλωτός κατευθείαν μέσα στις ανθρωποθυρίδες. Έβγαλε εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές μέσα σ’ ένα μήνα, που ο πατέρας του έβγαζε ογδόντα πριν πεθάνει, γιατί οι περισσότερες θυρίδες στα παλιά τάνκερ είναι στα σαράντα εκατοστά ύψος και χώνεσαι από αμπάρι σε αμπάρι με το ηλεκτρόδιο σερνάμενος. Σ’ ένα λαδάδικο μια φορά είχε κατέβει και είχε συρθεί είκοσι μέτρα στη θυρίδα ανάμεσα στους πυθμένες για να βρει με το φακό μια σωλήνα. Δεν έφτανε ούτε φως ούτε αέρας. Δεν είχε ξαναμπεί άνθρωπος από το ναυπηγείο, κόλλαγε στο σκοτάδι ανάσκελα κι ενώ ήτανε εν πλω στο Αιγαίο μήνα Αύγουστο. Όλο το πλοίο ήτανε φτιαγμένο από λιωμένο σκραπ και ξαναχυμένο μαζί με τη σκουριά του και οι λαμαρίνες ήτανε τσιγαρόχαρτα και σκίζανε εδώ κι εκεί. Ήτανε μια θεόκοντη θυρίδα, δεν χώραγε ούτε να βάλει τη μάσκα, λύγισε την τσιμπίδα για να μη βρίσκει στην οροφή και κράτησε το ηλεκτρόδιο δέκα εκατοστά απ’ το μάτι του να στάζει η φλόγα στο τρύπιο φύλλο. Κόλλησε όλο το πλοίο έτσι μέσα σε τρία μερόνυχτα με πέντε μέτρα κύματα, έμπαινε και κόλλαγε μέσα στην τρικυμία άυπνος να προλάβει πριν πιάσουνε λιμάνι στην Τουρκία που ’χανε συμβόλαιο να το δώσουνε στον ναυλωτή. Είχε πάρει πενήντα χιλιάδες δραχμές σε τρεις μέρες. Τώρα δεν έπεφτε κάτω από τα τριάντα ευρώ την ώρα, τριακόσια ευρώ τη μέρα. Έκανε καριέρα, και εκτός απ’ τα αυτοκίνητα είχε πάρει κι ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο κι είχε στην τράπεζα πενήντα χιλιάδες ευρώ. Και στη Δραπετσώνα που ’χε πάει μετά του Ρέντη, έφυγε κι αγόρασε οικόπεδο κι έχτισε τριώροφο για τα παιδιά στον Ασπρόπυργο για να ’ναι ανάμεσα Πέραμα Ελευσίνα, γιατί τον ζητάγανε στα ναυπηγούμενα με κλειστό συμβόλαιο οι εργολάβοι, να κάνει τις φάτσες που φαίνονται τα κολλήματα και είναι όλη η μόστρα του πλοίου. Τώρα που η Ζώνη πέθανε τρελαίνεται το κινητό του, οι εργολάβοι τον αφήνουνε αυτόν να διαλέγει, σε μια πεντακοσάρα δεξαμενή πήγε και πήρε ο ίδιος τριανταπέντε συγκολλητές, οι μισοί στην ηλικία του εξήντα χρονών, να συμπληρώσουνε, έπαιρνε κόσμο που είχε ανάγκη και λέγανε ο Πέτσινος μ’ έβγαλε στη σύνταξη. Ήταν το παρατσούκλι του επειδή φόραγε πάντα πέτσινα, μόλις σχολάγανε πήγαινε και άλλαζε στο αμάξι στο πάρκινγκ γιατί το χειρότερο είναι να τελειώνεις τη δουλειά σου και να φεύγεις από τη Ζώνη και να μην έχεις γίνει άλλος άνθρωπος.