Τα πέντε διηγήματα της Τελευταίας προειδοποίησης συνθέτουν δεξιοτεχνικούς αφηγηματικούς λαβυρίνθους, οδηγώντας τον αναγνώστη σε ένα παράδοξο αλλά οικείο σύμπαν. Αρχιτεκτονικοί αντικατοπτρισμοί, φασματικές εικόνες, ιδέες και αντικείμενα δημιουργούν έναν ενδιάμεσο τόπο όπου ασκείται η υψηλή τέχνη της ταυρομαντείας, όπου η έλευση της ευτυχίας εξαρτάται από ένα τηλεφώνημα, ο χάρτης ενός χωριού αναδεικνύεται σε ιερό κειμήλιο, ένα αρχαίο φρούριο δίνει την αφορμή για μια αλλόκοτη επιστημονική διαμάχη, ενώ ο κύριος Γκλας διασχίζει ολομόναχος μια καινούργια Αμερική.
Οι ήρωες του Τζάκσον είναι νέοι, ερωτευμένοι ή όχι ακριβώς, αταίριαστοι με το περιβάλλον τους, αεικίνητοι και συγκινητικοί, και παραδίδονται στα πάθη τους καθώς διασχίζουν τα ταραγμένα ρεύματα της ζωής, αναζητώντας νόημα και αυθεντικότητα σε μια καθημερινότητα διαβρωμένη από την εμμονή στον εαυτό.
Οι ήρωες του Τζάκσον είναι νέοι, ερωτευμένοι ή όχι ακριβώς, αταίριαστοι με το περιβάλλον τους, αεικίνητοι και συγκινητικοί, και παραδίδονται στα πάθη τους καθώς διασχίζουν τα ταραγμένα ρεύματα της ζωής, αναζητώντας νόημα και αυθεντικότητα σε μια καθημερινότητα διαβρωμένη από την εμμονή στον εαυτό.
Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι και σε ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας ακούγεται η καμπάνα που χτυπά. Καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ο Μάρκους Κόνγουεϊ, πολιτικός μηχανικός, ξεκινά εκείνη ακριβώς τη στιγμή έναν νοερό απολογισμό της ζωής του, σκέφτεται το γάμο του, τα παιδιά του, τη δουλειά του, την πολιτική, σε μια χώρα που βρίσκεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Ο απολογισμός αυτός κάθε άλλο παρά συγκροτημένος είναι· ακολουθεί τις υπόγειες και τυχαίες συνδέσεις που κυβερνούν τη μνήμη των ανθρώπων. Για μία ώρα ακριβώς, μέχρι να ακουστεί το σήμα των ειδήσεων στο ραδιόφωνο, ο απόηχος της καμπάνας γεννά στο νου του πολιτικού μηχανικού ένα αδιάκοπο τραγούδι, χωρίς τελείες, ερωτηματικά και θαυμαστικά: μια ελεγεία για το χάος της ζωής και τις καταδικασμένες προσπάθειές μας να το βάλουμε σε τάξη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Στα δέκα διηγήματα αυτού του βιβλίου, οι ήρωες είναι αφομοιωμένοι από τον αυτοματισμό και την επαναληπτικότητα της εργασίας. Ένας εντατικός εσωτερικός ρυθμός διέπει την κίνηση του σώματος και του νου, και αποτυπώνεται στη γλώσσα των αφηγητών. Όμως η μηχανική ροή και η μοναχικότητα της εργασίας οδηγούν τους ήρωες σε μια στιγμή συνειδητοποίησης, καθώς ένα εξωτερικό ερέθισμα τους ωθεί σε μια φευγαλέα κατανόηση του ρόλου, της θέσης και του εαυτού τους. Μέσα από μια ακριβή καταγραφή της πραγματικότητας, που υιοθετεί το ρυθμό και την ιδιόλεκτο του κάθε επαγγέλματος, τα Αυτόματα προσφέρουν μια πιστή εικόνα της κοινωνικής ζωής, αλλά και ένα σημείο φυγής.
Οι τέσσερις ιστορίες του Βένουσμπεργκ, παραλλαγές σε δοσμένα θέματα της αρχαίας και της χριστιανικής παράδοσης, κλονίζουν μέσα από το παιχνίδι του ύφους τα αλληγορικά νοήματα, περιγράφοντας τη φυγή από τον κόσμο και την εξορία στο βασίλειο των ηδονών.
Ένα μυθιστόρημα για τα παιδικά χρόνια, την ενηλικίωση, τη δύσκολη κληρονομιά του παρελθόντος και τις πολύπλοκες και εναλλασσόμενες σχέσεις ανάμεσα σε μαμάδες και κόρες, φίλες, φίλους και εραστές. Με μια γραφή εσωτερική και με έντονο το στοιχείο του ρυθμού, η Παναγιωτάτου ανασύρει την πρώτη ύλη των συναισθημάτων μιας μοναχικής καθημερινότητας.