Προσφορά!

Αργός σίδηρος

του Σωφρόνη Σωφρονίου

, ,

Ένας σκακιστής σκοτώνεται σε μια πλατεία της Νέας Υόρκης και μεταφέρεται στη Μικρή Ζωή, μια μεταθανάτια κατάσταση με περιορισμένη χρονική διάρκεια. Εκεί θα κληθεί να ανασυγκροτήσει το μυθιστόρημα 4001 του Αυστριακού Ρόμπερτ Κράους και να διαπιστώσει αν ο συγγραφέας βρίσκεται σε κάποιο σημείο του άγνωστου αυτού τόπου. Ο Αργός σίδηρος, μέσα από μια διαδοχή προσεκτικά σκηνοθετημένων επεισοδίων, οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα δυστοπικό, παραληρηματικό ταξίδι με θέμα τον ίλιγγο της μνήμης, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Σωφρόνης Σωφρονίου

Ο Σωφρόνης Σωφρονίου γεννήθηκε στο Παλαιχώρι της Κύπρου το 1976. Σπούδασε ψυχολογία στη Λευκωσία και νευροεπιστήμες στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο του βιβλίο, Οι πρωτόπλαστοι (Το Ροδακιό, 2015), τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου και με το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου μυθιστοριογράφου «Μένης Κουμανταρέας» της Εταιρείας Συγγραφέων (2016).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Ήμουν σκακιστής στην πλατεία Γιούνιον. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι αυτό έκανα, ήταν αν θέλετε το επάγγελμά μου προτού φύγω από τη Γη. Συνήθιζα να μένω εκεί για ώρες, παρακινούσα τους περαστικούς να κάτσουν για μια παρτίδα. Στον βιαστικό που ψιθύριζε ότι δεν ήξερε καλό σκάκι έλεγα: «Σε δέκα λεπτά θα είσαι τουλάχιστον δυο φορές καλύτερος απ’ όσο είσαι τώρα, άμα δεν γίνεις, ας μου πάρουν τη σκακιέρα για πάντα». Δεν το έκανα για τα λεφτά, λεφτά είχα.

Τη μέρα που με πυροβόλησαν κόντευα τα εξήντα έξι· τώρα είμαι στα είκοσι εννιά. Από τους λίγους μήνες που μου έχουν απομείνει στη Μικρή Ζωή σκοπεύω να περάσω τον τελευταίο σε μια πλατεία όμοια με τη Γιούνιον: στην Τρίνες ή στη Σιέκλε. Το ξέρω ότι με ψάχνουν, με κάθε μέσο από ό,τι καταλαβαίνω, σκέφτομαι όμως πως καθισμένος κάπου έξω με μια σκακιέρα μπροστά μου θα κρυφτώ ίσως καλά κάτω από τη μύτη τους. Πόσο θα μου άρεσε να ξεγελάσω για μια τελευταία φορά αυτούς που μας εξαπάτησαν τόσο ξεδιάντροπα!

Πέθανα στις 5 Μαΐου 1948. Όταν έφτασα στη Μικρή Ζωή βρέθηκα πρώτα σε μια μισοσκότεινη αίθουσα. Διέκρινα μια πόρτα και την άνοιξα· έξω είχε φως. Γυμνός όπως ήμουν, σταμάτησα άγαρμπα έναν περαστικό για να ρωτήσω πού βρισκόμουν. Κατευθύνθηκε προς μια λεπτή μεταλλική κολόνα και πάτησε ένα κουμπί· μετά από λίγο κατέφθασαν τρεις νεαρές γυναίκες. Δεν ντράπηκα ούτε προσπάθησα να κρυφτώ. Αφού με έντυσαν, μου εξήγησαν τι συνέβαινε. Τα δέχτηκα όλα χωρίς αντίσταση· θα μπορούσα να πω ίσως με ενθουσιασμό ή ακόμα και με ανακούφιση: ήμουν ξανά είκοσι και είχα μπροστά μου, όπως όλοι όταν φτάνουμε εδώ, δέκα χρόνια ζωής.

Ήμασταν σε μια γειτονιά του Μπρασκένο. Είπαν πως θα μου έδιναν κάπου να μείνω, πρώτα όμως θα επισκεπτόμασταν κάποιες από τις επιτροπές της περιοχής. Ακολούθησα μπερδεμένος. Στην πρώτη, σε έναν προθάλαμο βαμμένο πράσινο, καμιά δεκαριά άνθρωποι συζητούσαν για τις υποδιαιρέσεις μιας πρωτεΐνης. Δεν καταλάβαινα πολλά. Σε μια άλλη μελετούσαν τη μείξη πολυστερίνης και σιδήρου, ενώ παραδίπλα ανέλυαν ένα οικονομικό σύστημα που θα εφαρμοζόταν δοκιμαστικά στη Μικρή Ζωή. Στο τέλος επισκεφτήκαμε μια επιτροπή που συνεδρίαζε στην άκρη ενός πάρκου. Εφτά άντρες ασχολούνταν με ανασυνθέσεις γραπτών έργων. Πληροφορήθηκα πως η δουλειά τους ήταν να μαζεύουν στοιχεία γύρω από διάφορα λογοτεχνικά έργα της Γης και να τα γράφουν ξανά προσπαθώντας να μείνουν όσο το δυνατόν πιο πιστοί στο πρωτότυπο. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το όνομα του Ρόμπερτ Κράους. Κάποιος από την επιτροπή, γύρω στα τριάντα, επέμενε πως ο Κράους είχε γράψει το σημαντικότερο έργο γερμανικής λογοτεχνίας αυτού του αιώνα. Οι υπόλοιποι αντιδρούσαν, μερικοί έντονα· μιλούσαν για υπερβολές, για προσβολή προς τον Κάφκα, τον Μαν, τον Μούζιλ, τον Ντέμπλιν. Από αυτούς, γνώριζα πολύ καλύτερα τον Κάφκα, αφού στη Γη είχα διαβάσει τα έργα του στο πρωτότυπο. Ψέλλισα ασυναίσθητα την αρχική πρόταση της Μεταμόρφωσης.

«Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, όχι από όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του, όχι στο πάτωμα, μεταμορφωμένος σε γιγάντιο έντομο, όχι μεγάλο έντομο!» με διόρθωσε με εμφανή ικανοποίηση ένας από τους άντρες.

Κρίθηκα ικανός για να αναλάβω το έργο της ανασύνθεσης του μυθιστορήματος 4001 του Ρόμπερτ Κράους. Προϋπόθεση ήταν να εκπαιδευτώ για ένα εξάμηνο στο κεντρικό πανεπιστήμιο του Μπρασκένο. Οι περισσότεροι ισχυρίζονταν πως χρειαζόταν τουλάχιστον ένας χρόνος εκπαίδευσης, αλλά ο άντρας που με είχε διορθώσει, και που οι άλλοι αποκαλούσαν καθηγητή, επέμενε πως η δουλειά είχε ήδη καθυστερήσει, υπενθυμίζοντας ότι πριν το πανεπιστήμιο έπρεπε να λάβω μέρος και στο Μήνα Μνήμης. Το 4001 είχε βαθμό δυσκολίας εννιά στη δεκάβαθμη κλίμακα ανασύνθεσης έργων. «Είναι ένα κείμενο γεμάτο σοφία, ένας ωκεανός διανοητικών αποκαλύψεων, δύσκολα κατατάσσεται σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, για να μην πω φιλοσοφικό ή και επιστημονικό», άκουσα να λένε, προτού αφήσουν τις συνοδούς μου να με οδηγήσουν σε ένα σπίτι για να ξεκουραστώ.

Κοιμήθηκα ήρεμα, όπως κοιμούνται οι περισσότεροι την πρώτη μέρα στο Μπρασκένο.

***

Υποθέτω πως η εμπειρία μου κατά το Μήνα Μνήμης ήταν παρόμοια με τη δική σας. Προσπάθησα φιλότιμα να ανακαλέσω όσα περισσότερα μπορούσα από τη ζωή μου στη Γη. Νομίζω δεν είναι καθόλου παράξενο: όσοι πεθάναμε γέροι εκεί, όταν βρεθούμε εδώ έχουμε διπλάσια όρεξη να θυμηθούμε. Προτού φύγουμε από τη Γη το δέρμα και το πρόσωπό μας είναι μαραγκιασμένα, τα κόκαλα και οι μύες αδύναμοι. Μόλις βρεθούμε στη Μικρή Ζωή και συνειδητοποιήσουμε ότι το σώμα μας έγινε πάλι νέο, είναι λογικό να χαρούμε ή τέλος πάντων να αναθαρρήσουμε.

Θα έλεγα μάλιστα πως εκείνο το μήνα πέρασα καλά. Παρότι ήμουν ακόμα ανίκανος να σκέφτομαι ή να εκφράζομαι συναισθηματικά –έτσι δεν μας είπαν πως συμβαίνει τον πρώτο καιρό εδώ;– πολλά πράγματα μου φαίνονταν αστεία, όπως, παραδείγματος χάρη, όταν με ρωτούσαν για την περούκα που χρησιμοποίησε μια ηθοποιός σε μια διαφήμιση σοκολάτας κάποιου αμερικανικού καναλιού. Διάφορα άλλα με έκαναν να αισθάνομαι κάτι σαν οικειότητα ή νοσταλγία: ας πούμε όταν μιλούσα για θέματα που αφορούσαν την προσωπική μου ζωή, το θάνατο της γυναίκας μου, τις σχέσεις με τους συναδέλφους μου. Ένας από αυτούς που συνέλεγαν δεδομένα είχε αδυναμία στις μεγάλες πόλεις και στις εύσωμες γυναίκες· αγνοούσε συχνά το πρωτόκολλο ρωτώντας με διακριτικά γι’ αυτά τα θέματα. Με χαλάρωνε η συζήτηση μαζί του, η προσπάθεια να ανασύρεις το καθετί από τα εξήντα έξι χρόνια που έζησες στη Γη δεν είναι εύκολη. Στο τέλος του μήνα οι μνήμες μου αξιολογήθηκαν ότι είχαν υψηλή εγκυρότητα. Είπαν κιόλας ότι οι πληροφορίες που έδωσα σχετικά με διάφορα γεγονότα, όπως τη θέση που είχαν οι σημαντικότερες φιγούρες στη φωτογραφία του Άρθουρ Λάιπτσιγκ με θέμα το παιχνίδι με το ραβδί και το μπαλάκι σε ένα δρόμο της Νέας Υόρκης, το πρώτο μήνυμα του Αμερικανού προέδρου κατά το κύμα καύσωνα του 1936 και το μήκος μιας σήραγγας που είχε παραδοθεί στο κοινό λίγες μέρες προτού πεθάνω, ήταν πολύ σημαντικές. Δεν ήξερα γιατί το μυαλό μου είχε συγκρατήσει τέτοιες λεπτομέρειες. Όταν κατέθετα στις διάφορες επιτροπές, θυμόμουν συχνά την ταινία του Χίτσκοκ όπου ένας άντρας με το παρωνύμιο Mr. Memory στέκεται μπροστά στο πλήθος σε μια αίθουσα υποστηρίζοντας πως έχει απομνημονεύσει αμέτρητα στοιχεία από γεγονότα κάθε είδους. Αποστομώνει τους παρευρισκόμενους επιδεικνύοντας μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι ικανότητές του στην ανάκληση. Τέτοιους ανθρώπους με φωτογραφική μνήμη οι επιτροπές τους ψάχνουν απεγνωσμένα· μετά από καιρό θα το μάθαινα από πρώτο χέρι.

Όταν ολοκληρώθηκε ο Μήνας Μνήμης, μου έδωσαν ένα σπίτι κοντά στο σημείο όπου εμφανίστηκα. Ζήτησαν να μην απομακρυνθώ από τη γειτονιά έως ότου με επισκεφθεί μια ομάδα που είχε ήδη ασχοληθεί με τον Κράους. Είπαν ότι το σπίτι μου ανήκε. Είναι ένα διώροφο στις παρυφές του λόφου Ντίκαμ, στη βόρεια πλευρά του Μπρασκένο. Στην ίδια περιοχή βρίσκομαι τώρα, κρυμμένος σε ένα άδειο υπόγειο. Εδώ ηχογραφώ, χρησιμοποιώντας ένα μαγνητόφωνο και χιλιάδες μέτρα μαγνητικής ταινίας, την τελική μου αναφορά, η οποία πρέπει να φτάσει σε εσάς με κάθε τίμημα. Επέστρεψα ξανά πριν από μια εβδομάδα. Ζήτημα είναι αν έχω ζήσει στο Μπρασκένο έστω κι ένα από τα εννιάμισι χρόνια που βρίσκομαι στη Μικρή Ζωή. Έδιωξα το φόβο από μέσα μου και επέλεξα, όπως ξανάπα, να ακολουθήσω τον κανόνα που λέει πως κρύβεσαι καλύτερα κάτω από τη μύτη του εχθρού σου παρά στην επίφοβη ηρεμία του αγνώστου. Πλησιάζουμε στο 1958. Τον Μάιο θα πεθάνω. Η γειτονιά έχει αλλάξει αρκετά. Ακόμα όμως θυμίζει το κέντρο του Βερολίνου πριν τον πόλεμο. Πιστεύω ότι με τοποθέτησαν εδώ γιατί όταν ήρθα στη Μικρή Ζωή ο άντρας που επέμενε να μπω στην έρευνα για τον Κράους συμπέρανε ότι στη Γη ήμουν περισσότερο Γερμανός παρά οτιδήποτε άλλο.

Γεννήθηκα στην Αμερική το 1882. Οι γονείς μου ήταν από το Νότο και είχαν μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη το 1879. Τα γερμανικά τα έμαθα στη δουλειά του πατέρα μου, κάτι σφαγεία στο Τσέλσι που ανήκαν σε δύο οικογένειες Γερμανών. Ξεκίνησα να δουλεύω εκεί στα δεκαπέντε, ενώ παράλληλα τελείωνα το λύκειο. Στα δεκαοκτώ με δέχτηκαν στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης για σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Προχώρησα κι άλλο τα γερμανικά μου κι έμαθα ακόμα αρχαία ελληνικά και λατινικά. Αργότερα έγινα καθηγητής γλωσσών και λογοτεχνίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Στον Μεσοπόλεμο ταξίδεψα μερικές φορές στη Γερμανία. Όταν λοιπόν η επιτροπή με επέλεξε για να εργαστώ στην ανασύνθεση του μυθιστορήματος του Κράους, νόμισα πως το έκανε λόγω των γνώσεων και των εμπειριών μου. Έπρεπε να μεσολαβήσουν πολλά για να καταλάβω πως οι λόγοι τους ήταν πολύ διαφορετικοί.

Πέντε μέρες μετά την εμφάνισή μου στη Μικρή Ζωή, με επισκέφτηκαν δύο άντρες και δύο γυναίκες: ο Μίκαελ, ο Γιοάχιμ, η Μποναντέα και η Αντρεμά. Οι άντρες και η Μποναντέα είπαν ότι ήταν είκοσι πέντε χρονών, ενώ η άλλη γυναίκα είχε περάσει τα είκοσι εννιά· της απέμεναν μόνο έντεκα μήνες. Οι τέσσερίς τους αποτελούσαν μια ομάδα ανασύνθεσης. Στις αρχές της πορείας τους στη Μικρή Ζωή είχαν αναπλάσει πλήρως δύο μικρά διηγήματα του Τσέχωφ, το δοκίμιο του Καντ Η αποτυχία όλων των φιλοσοφικών προσπαθειών στη θεοδικία κι ένα κείμενο του Μπακούνιν. Χωρίς εισαγωγές ανέφεραν ότι ο Κράους, μετά το θάνατό του, στα εξήντα ένα του, στις 15 Απριλίου του 1942, δεν εντοπίστηκε ποτέ στις καταγραφές της Μικρής Ζωής. «Θεωρείται εξαφανισμένος, εκ πεποιθήσεως ή λόγω συγκυριών, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος», είπαν ο Μίκαελ και ο Γιοάχιμ.

Για τους ανθρώπους που πέθαναν στη Γη και δεν εμφανίζονται στα αρχεία του Μπρασκένο, το ξέρουμε όλοι, έχει αποφασιστεί να μη μιλάμε. Οι επισκέπτες μου όμως είχαν το θάρρος όχι μόνο να χρησιμοποιήσουν φράσεις όπως «εκ πεποιθήσεως» και «λόγω συγκυριών», αλλά και να μιλήσουν για κάτι αδιανόητο: για την πιθανότητα όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μην έφτασαν ποτέ στη Μικρή Ζωή. Όταν το 1948 βρέθηκα κι εγώ εδώ, μας έλεγαν ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται από τη Γη θα εντοπιστούν γρήγορα, ακόμα κι αν πρωτοεμφανιστούν στο πιο δύσβατο όρος του πλανήτη μας, στην πιο μακρινή ήπειρο. Ο εντοπισμός τους σημαίνει την επίσημη εγγραφή τους στον δεκαετή κύκλο της ζωής μας εδώ. Υποστήριζαν ότι σε μερικές δεκαετίες θα υπάρχει η δυνατότητα της συνεχούς παρατήρησης μέχρι και του ογδόντα τοις εκατό των ανοιχτών χώρων της Μικρής Ζωής και σχεδόν πενήντα πέντε τοις εκατό των κλειστών. Δεν έχει σημασία που η έκταση του πλανήτη μας ξεπερνά τα τέσσερα δισεκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα και είναι περίπου οκτώ φορές μεγαλύτερη από αυτήν της Γης.

Ύστερα οι επισκέπτες μου αναφέρθηκαν σε διάφορα πρακτικά θέματα: αφού ο Κράους πέθανε τον Απρίλιο του 1942, αν το 1948 ζούσε σε κάποιο μέρος της Μικρής Ζωής θα ήταν τότε είκοσι έξι χρονών και θα του απέμεναν άλλα τέσσερα χρόνια. Αφαιρώντας το εξάμηνο της εκπαίδευσης που έπρεπε να περάσω μας έμεναν λιγότερα από τρεισήμισι χρόνια για να τον εντοπίσουμε και να πάρουμε όσες περισσότερες πληροφορίες γινόταν για το μυθιστόρημά του. Τόνισαν ότι η επιτροπή ανασύνθεσης έργων με θεωρούσε υπεύθυνο της αποστολής και ότι η ομάδα ήρθε στο σπίτι μου για να σχεδιάσουμε μαζί την προσπάθεια εντοπισμού του συγγραφέα.