Προσφορά!

Σωτηρία

της Χαράς Ρόμβη

, ,

Ένα καλοκαίρι στο χωριό που καταλήγει σε τραγωδία, μια βόλτα στο καινούργιο σουπερμάρκετ που τελειώνει σαν φάρσα, ένας έρωτας που δεν λέει να ξεχαστεί, ένας άλλος που ευτυχώς ξεχνιέται για πάντα, μια εξόρμηση για τα κάλαντα των Χριστουγέννων που μετατρέπεται σε μάθημα ταξικής αυτογνωσίας, η φωτογραφία μιας βάφτισης που αποκαλύπτει μια κρυμμένη ζωή. Η Χαρά Ρόμβη συλλέγει στοιχεία για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 και του ’90, δίνοντας φωνή σε έξι λαϊκά πρόσωπα και κοιτάζοντας με τρυφερότητα ένα απωθημένο, συλλογικό παρελθόν.

 

*  Οι παραγγελίες θα αρχίσουν να παραδίδονται 10 Νοέμβρη.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Σωτηρία

Η Όλγα καθώς πιέζει τα κουμπιά του τηλεφώ­­νου νιώθει κάτι να πεταρίζει στο στομάχι της. Βρίσκεται σε υπερδιέγερση. Όλοι οι πληρο­φο­ρι­­­οδότες τη στιγμή που είναι να δώσουν την πληροφορία το παθαίνουν. Έχει ένα νέο απ’ αυτά που σκά­­­­­­νε μια φορά στα δέκα χρόνια. Με το που το ρίξει, η Σωτηρία θα καραφλιάσει. Όπως καράφλιασε κι αυτή όταν το ’μαθε, τώρα πριν είκοσι λεπτά, απ’ την περιπτερού. Η Σωτηρία θα καραφλιάσει πιο πο­­­­­­­λύ, θα πέσει ξερή. Από δω και πέρα, για ολόκληρες εβδομάδες (μπορεί και μήνες) θα ενεργοποιηθούν οι παλιές πολύωρες συζητήσεις. Τηλεφωνικές και τετ­­-­­­α-τετ, γεμάτες συμπεράσματα, οργή, ειρωνεία και αυτοδικαίωση. Με φράσεις του τύπου θα το βρει απ’ τον Θεό, όλα εδώ πληρώνονται, μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις, αλλά και δε βαριέσαι, καλά να ’ναι, εγώ δε θέλω το κακό κανενός. Θα γίνουν διεισδυτικές αναλύσεις με ανασκόπηση του παρελθόντος και εκεί απάνω θα ζυγιστούν τύχες και πεπρωμένα.
Οι δύο γυναίκες έλεγαν πως ήταν ξαδέρφες. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν ξαδέρφες. Είχαν μια μακρινή συγγένεια, εξασθενημένη, χωρίς υποχρεώσεις. Η Σωτηρία έλεγε πως ήταν τέταρτες ξαδέρφες, η Όλγα επέμενε πως ήταν τρίτες. Κάποτε τα βάλαν κάτω κι αποδείχτηκε πως δίκιο είχε η Σω­­­τη­­­ρία. Στην Αθήνα πάντως ήταν ξαδέρφες στενές, έτσι έμοιαζαν. Μια φορά ο γιος της ­Σωτηρίας, έφηβος στα δεκαπέντε, από βαρεμάρα, έκατσε και λογάριασε το βαθμό συγγένειας. Αφού έβγαλε το αποτέλεσμα και είδε τις φύτρες τόσο μακρινές, ειρωνεύτηκε τη μάνα του. Στα χωριά είστε όλοι βλαμμένοι, θέλετε με το ζόρι να είστε συγγενείς με όλους. Κι όταν η Όλγα τον έπιασε επ’ αυτοφώρω στην πλατεία να καπνίζει και τον ξεφτίλισε μπροστά στους φίλους του, της αντεπιτέθηκε. Δεν έχεις δι­­­καίωμα, δεν είσαι θεία μου. Κι αυτή δεν θίχτηκε, μέ­­χρι που της είπε αυτό που της είπε και την τσάκισε. Ο πατέρας μου σας ταΐζει όταν μένει άφραγκος ο άντρας σου το χαρτόμουτρο. Ακόμα φαρμακωμένη είναι η Όλγα απ’ αυτό.
Το ’79 εγκαταστάθηκε η Σωτηρία στην Αθήνα, το ’79 και η Όλγα. Κατά σύμπτωση στην ίδια γειτονιά. Κι οι δυο τους παντρευτήκανε μαστόρους, ο ένας υδραυλικός και ο άλλος αλουμινάς. Από τα ίδια μέρη ήταν και οι άντρες τους, από τα χωριά της Τριχωνίδας.
Περνούσαν ωραία στην Αθήνα, απ’ την πρώτη στιγμή. Το λέγανε ότι οι εποχές δεν ήταν για να ζεις σε χωριό. Φύγαμε και γλιτώσαμε απ’ τη γλωσσοφαγιά και τις κηδείες. Μόνο κουτσομπολιό και θάνατο έχει το κωλοχώρι, έλεγε η Σωτηρία και τίναζε με τα δάχτυλά της την μπλούζα της. Περνούσαν φανταστικά. Και πού δεν πήγαιναν. Για καφέ, για πίτσα, σε ταβερνάκια, στο λούνα παρκ, στα μπουζούκια, για μπάνιο στο Καβούρι το καλοκαίρι. Πότε τετράδα με τους άντρες τους, πότε με μεγαλύτερη παρέα. Και πριν ακόμα κάνουν παιδιά και χωθούν για τα καλά μες στο νοικοκυριό, τα απογεύματα αλώνιζαν στα μαγαζιά. Δεν ψώνιζαν απαραίτητα. Πάνω απ’ όλα διασκέδαζαν, ήταν το γλεντά­­­κι τους. Το να χαζεύουν βιτρίνες, να δοκιμάζουν ρούχα και παπούτσια και να ανταλλάσουν απόψεις σχετικά με το στυλ, ήταν σαν μάζεμα λουλουδιών στον αγρό, στόλισμα της νύφης και του επιταφίου, αυγουστιάτικο μπάνιο στη θάλασσα για βουνίσιους.
Το μεγάλο σουπερμάρκετ στη γειτονιά τους ήταν τρεις μήνες που είχε ανοίξει. Διώροφο, το με­­­γα­­λύτερο σε όλη την Αττική, το έλεγε απ’ έξω η τα­­­μπέλα σε παρένθεση. Ξεφύτρωσε στη θέση ενός πα­­λιού σινεμά. Παράδεισος εντελώς. Χιλιάδες προ­­ϊόντα, για κάθε χρήση, για κάθε ανάγκη, όλα εκεί μέσα. Έτοιμες σάλτσες ζυμαρικών σε σκόνη, κύ­­­βοι νοστιμιάς, τυριά, αλλαντικά, ποτά, σκούπες σε παπαγαλιά χρώματα, σκοροκτόνα, υγρά σα­­­πού­­­­νια, πλαστικά δοχεία φαγητού, τσίχλες, σοκο­­λά­­­τες, ώς και παντόφλες και νάιλον τραπεζομάντιλα. Τα πάντα. Μια υπεραποικία προϊόντων, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης νωπών και κατεψυγμένων, τυποποιημένων και χύμα. Ξεσκάς, ρε παιδί μου, εδώ μέσα, έλεγε η Όλγα κι έσπρωχνε απαλά το καρότσι της. Μόνο ξεσκάς; Εγώ θα μπορούσα να ξεχαστώ εδώ μέσα για ώρες, απαντούσε η Σω­­­τη­­ρία. Και το ’κανε. Στ’ αλήθεια κάποτε η Σωτη­ρία ξεχάστηκε και πέρασε ένα ολόκληρο βράδυ κλεισμένη, κλειδωμένη για την ακρίβεια, μες στο σουπερμάρκετ.
Ήταν απόγευμα και σκυλοβαριόταν μέσα στο σπί­­τι. Όλες τις δουλειές του σπιτιού τις είχε τελειώσει από νωρίς το μεσημέρι. Τα εμπορικά μαγαζιά ήταν κλειστά, ήταν Τετάρτη. Η τηλεόραση είχε πολιτικές συζητήσεις και στα δύο κανάλια. Ήταν προεκλογική περίοδος και το πρόγραμμα είχε γίνει άνω κάτω. Δοκίμασε να παρακολουθήσει. Για λίγα λεπτά συγκεντρώθηκε στην κουβέντα, έπειτα ξανά βαρεμάρα. Έλειπε και η Όλγα, για να πίνανε κανένα καφέ. Είχε πάει στο νοσοκομείο που ήταν άρρωστος ένας μπάρμπας της. Μια, δυο, τρεις βαρεμάρα, δεν άργησε να της κατέβει η ιδέα. Βόλτα στο σουπερμάρκετ.
Ντύθηκε γρήγορα, έλεγξε ότι είχε λεφτά στο πορτοφόλι και ξεκίνησε. Στη διαδρομή προσπαθούσε να σκεφτεί πράγματα που ίσως χρειαζόταν να αγοράσει. Τα αναγκαία ψώνια τα είχε κάνει την προηγούμενη μέρα. Αν άφηνε όμως τον εαυτό της ελεύθερο, δίχως να την ορίζει το πορτοφόλι της, ό,τι υπήρχε εκεί μέσα αναγκαίο θα της φαινόταν.
Μπήκε στο σουπερμάρκετ κι άρπαξε ένα καλα­θά­­κι. Άρχισε να προχωράει ανάμεσα στους διαδρόμους αργά, κοιτάζοντας τα ράφια από πάνω ώς κάτω. Έδινε σε όλα τα προϊόντα την ευκαιρία να της φανούν άξια αγοράς. Η μουσική που έπαι­­ζε εκεί μέσα τη βοηθούσε να χαλαρώνει γιατί δεν της θύμιζε τίποτα, παρά μόνο το ίδιο το σουπερμάρκετ, μόνο εκεί είχε ξανακούσει τέτοιου είδους μουσική. Ήταν απαλές, χαρούμενες μελωδίες. Πολύ απαλές και χαρούμενες, σαν μεταξωτό εμπριμέ φό­­­ρεμα επάνω στο κορμί της. Μουσική που σε πα­­­ραδίδει με χάρη στη λωτοφαγική δραστηριότητα της κατανάλωσης. Κάπου κάπου η μουσική διακοπτόταν για να ακουστεί απ’ τα μεγάφωνα μια γλυκιά, ευδιάθετη γυναικεία φωνή που ενημέρωνε τους πελάτες για τις προσφορές. Η Σωτηρία άκουγε πάντα με προσοχή αυτά τα μηνύματα, όχι τόσο για το περιεχόμενό τους όσο γι’ αυτή τη γυ­­ναικεία φωνή με την τέλεια άρθρωση, που με ακαταμάχητο τρόπο έκλεινε κάθε μήνυμα με τη λέξη επωφεληθείτε. Στο ισόγειο ήταν τα τρόφιμα, ενώ στον όροφο ήταν τα απορρυπαντικά, τα καλλυντικά και τα είδη γενικής χρήσης. Τα γραφεία της επιχείρησης και η αποθήκη ήταν στο υπόγειο. Μετά από μια γρήγορη περιήγηση στο ισόγειο και αφού στο καλάθι της είχε βάλει μπισκότα κι ένα κουτάκι έτοιμου μείγματος για φρουί ζελέ, ανέβηκε στον όροφο. Πήρε από την αρχή το διάδρομο με τα απορρυπαντικά. Ήταν σίγουρη ότι όλο και κά­­­­­ποιο καινούργιο καθαριστικό θα είχε ξεμυτίσει στα ράφια.
Δεν πέρασαν δύο λεπτά και βρέθηκε να περιεργάζεται ένα μικρό λευκό μπουκάλι. Απορρυπαντικό γαλάκτωμα ειδικό στο να εξαφανίζει τις βρομιές και τα επίμονα λίπη από τα μάτια και το φούρνο της κουζίνας. Προσοχή! Για τον καθαρισμό της συσκευής σας χρησιμοποιείτε μόνο ενδεδειγμένα γι’ αυτή τη χρήση προϊόντα, έγραφε η ετικέτα στο πίσω μέρος. Εκείνη συνήθιζε να καθαρίζει την ηλεκτρική κουζίνα, όπως και τις περισσότερες επιφάνειες του σπιτιού, με απορρυπαντικό πιάτων ή πράσινο σαπούνι. Κακή συνήθεια που της είχε μείνει απ’ όταν ζούσε στο χωριό. Το έριξε στο καλα­θά­­κι της.
Συνέχισε να περπατά αργά ανάμεσα στους δια­δρόμους, κοιτάζοντας τα ράφια σαν επισκέπτρια στο μουσείο. Το μάτι της έπεσε στα βερνίκια παπουτσιών και σκέφτηκε τα καστόρινα του άντρα της. Κι άλλη προσθήκη στο καλάθι. Ο άντρας της εκείνες τις μέρες έλειπε, είχε πάει στο χωριό να κανονίσει κάτι περιουσιακά. Είχε φύγει απ’ το πρωί της ίδιας μέρας και θα επέστρεφε την Κυριακή το βράδυ. Η Σωτηρία πέθαινε απ’ το φόβο που θα έμε­­­νε μόνη της στο σπίτι τέσσερα βράδια. Προς το παρόν δεν το σκεφτόταν αυτό. Ήταν ασκότιστη που δεν έπρεπε να επιστρέψει εγκαίρως, πριν τις οχτώ, που συνήθως γυρνούσε ο άντρας της απ’ τη δουλειά. Δεν χρειαζόταν να του έχει έτοιμη την τη­­­γανιτή του μπριζόλα. Για τρεις μέρες παύση μπριζόλας, ψέλλισε και της ξέφυγε ένα κατσαρό γελάκι. Εκείνη, αν είχε την επιλογή, κάθε βρά­­­δυ θα έτρω­­­γε πίτσα, και συγκεκριμένα πίτσα κα­­πρι­­τσιό­­­­ζα. Και τώρα που η μπριζόλα είχε φύγει απ’ τη μέση, σχεδίαζε φεύγοντας απ’ το σουπερμάρκετ να περάσει απ’ την πιτσαρία της γωνίας, να πάρει μία πίτσα καπριτσιόζα και να πάει σπίτι της να την απολαύσει με την ησυχία της, κι ύστερα ας άρχιζε το μαρτύριο του μόνη βράδυ στο σπίτι.
Απ’ τα μεγάφωνα η φωνή με την άψογη άρθρω­ση αρχαίας τραγωδού ενημέρωνε πως το κατάστημα θα έκλεινε σε δεκαπέντε λεπτά και παρακαλούσε οι πελάτες να συντομεύουν με τις αγορές τους. Η Σωτηρία, χωρίς να βιάζεται, σαν συνταξιούχος που επιστρέφει απ’ τον πρωινό του περίπατο, κατευθύνθηκε αργά προς τις σκάλες του ορόφου, εξακολουθώντας να χαζεύει τα ράφια. Κατέβηκε στο ισόγειο με το πάσο της, σαν η φωνή απ’ τα με­­γάφωνα να μην προειδοποίησε ποτέ. Το βλέμμα της έπεσε σ’ ένα ράφι με ημιέτοιμες τούρτες σε πακέτο. Της άρεσε το επαγγελματικό αποτέλε­σμα που υπόσχονταν οι φωτογραφίες των πακέτων. Δίπλα από τις προκάτ τούρτες υπήρχε ένα πά­­­κο από μι­­κρά βιβλιαράκια με ιδέες και οδηγίες για γαρ­­νι­­­ρίσματα γλυκών. Πήρε ένα κι άρχισε να το ξε­­­φυλ­λίζει.
Στο μεταξύ οι υπάλληλοι μεθόδευαν το κλείσι­μο του καταστήματος. Πηγαινοέρχονταν βιαστικά, άλλοι φορτωμένοι με κάποιο κιβώτιο και άλλοι μαζεύοντας τα καλαθάκια. Ο διευθυντής στη ρε­­­σεψιόν οργάνωνε διάφορα έγγραφα. Μόνο ένα τα­­μείο είχε μείνει ανοιχτό για να εξυπηρετεί τους τε­­λευταίους πελάτες, τα υπόλοιπα είχαν αρχίσει την καταμέτρηση της είσπραξης. Ύστερα από λί­γο, κανένας πελάτης δεν υπήρχε στο κατάστημα. Μια από τις υπαλλήλους κλείδωσε την πόρτα της εισόδου.
Η Σωτηρία εκεί, στην ίδια ακριβώς θέση, όπως και μερικά λεπτά πριν, χάζευε το βιβλιαράκι ζαχα­ροπλαστικής διακόσμησης. Όλα αυτά τα στολίσματα που έβλεπε στις σελίδες του βιβλίου την είχαν απορροφήσει. Προσπαθώντας να διακρίνει τις λεπτομέρειες στις εντυπωσιακές ­φωτογραφίες, οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλεί και η πε­­­ριμετρική όραση είχε πάψει να λειτουργεί. Αυτό έφταιξε που δεν είχε αντιληφθεί ότι τα μισά φώτα είχαν σβήσει κι ο χώρος ήταν υποφωτισμένος. Ούτε την ησυχία που απλωνόταν σιγά σιγά την είχε πάρει χαμπάρι. Προδομένη απ’ τις αισθήσεις της δεν κατάλαβε ότι ο παράδεισος είχε κλείσει γι’ απόψε.
Είχαν περάσει δεκαπέντε λεπτά από την επίση­μη ώρα κλεισίματος. Κάποιοι υπάλληλοι πέρασαν την έξοδο με γέλια που έφτασαν μέχρι τη Σωτήρια και την τράνταξαν. Τότε κατάλαβε ότι πρέπει να συντομεύει. Έριξε το βιβλιαράκι στο καλάθι και ξα­­­νακοίταξε τα πακέτα με τις προκάτ τούρτες. Έπρεπε να πάρει και μία τέτοια. Όχι τη λευκή αμυγδάλου, ήταν αλλεργική στους ξηρούς καρπούς. Πήρε τη σοκολατίνα, που στη φωτογραφία του πακέτου της δεν διέκρινε κάποιο κίνδυνο, έβλεπε μόνο ένα γυαλιστερό σοκολατένιο κομμάτι με μια ξαπλω­τή φράουλα επάνω του. Όμως καλού κακού είπε να ελέγξει τα συστατικά. Τι ωραία που τώρα πια αναγράφονταν τα συστατικά στις συσκευασίες των τροφίμων. Οδηγία της ΕΟΚ, να ξέρουμε τι τρώμε. Ακόμα ένα καλό απ’ την προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΟΚ, σκέφτηκε.
Όσο η Σωτηρία διάβαζε τα συστατικά στο πακέτο, ο διευθυντής και η υπεύθυνη, τα μοναδικά άτομα του προσωπικού που είχαν μείνει στο κατάστημα, έκαναν τα τελειώματα. Η υπεύθυνη, με μια αρμαθιά κλειδιά στο χέρι, περίμενε στην έξοδο τον διευθυντή. Ο διευθυντής πήγε στο βάθος του χώρου και έλεγξε τους διακόπτες στον ηλεκτρολογικό πίνακα. Δεν είδε τη Σωτηρία, όπως δεν την είδε και κανένας απ’ τους υπαλλήλους τόση ώρα που βρισκόταν εκεί. Μια προεξοχή ενός τοίχου με ράφια την έκανε αθέατη.
Έξω απ’ το κατάστημα ο διευθυντής κλείδωνε τη μεγάλη τζαμένια πόρτα της εξόδου. Η Σωτηρία τότε έκανε το πρώτο της βήμα από το σημείο όπου στεκόταν τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά και περπάτησε προς τα ταμεία. Ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε όταν ο διευθυντής κατέβασε και με τα δυο του χέρια τη σιδερένια καγκελόπορτα και τώρα της περνούσε το τεράστιο λουκέτο. Μόλις η Σωτηρία έφτασε μπροστά στα ταμεία δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Η πόρτα διπλόκλειστη και ανάμεσα απ’ τα εκρού κάγκελα οι φιγούρες του διευθυντή και της υπεύθυνης να ξεμακραίνουν. Δεν ούρλιαξε χτυπώντας απελπισμένη την τζαμαρία για να την ακούσουν. Έμεινε παγωμένη να τους κοι­­τάει να περνούν στην απέναντι μεριά του δρόμου, κι εκεί να χωρίζουν. Λάθος της.
Όταν ξεκοκάλωσε, έκανε δύο τρεις χωριάτικες χειρονομίες, απ’ αυτές που έκαναν οι θειες της στο άκουσμα μιας συμφοράς. Μια σκέψη την έκανε ν’ αποτραβηχτεί απότομα πίσω απ’ τα ταμεία. Φοβήθηκε πως αν κάποιος περαστικός την έβλεπε, θα την περνούσε για διαρρήκτη και θα καλούσε την αστυνομία. Φαντάστηκε τους αστυνομικούς να τη χώνουν στο περιπολικό και της ήρθε να πεθάνει. Πήγε στο βάθος του χώρου και κάθισε σ’ ένα μετακινούμενο σκαλοπάτι που χρησιμοποιούσαν οι υπάλληλοι για να φτάνουν στα πάνω ράφια. Άρχισε να κλαίει με κλάμα νηπίου. Έκανε έναν παρατεταμένο γοερό μορφασμό πριν ακόμα βγει ο ήχος και κυλήσει το δάκρυ. Ένα πράγμα σαν την μπόρα, που πρώτα βλέπεις την αστραπή, ύστερα ακούς το μπουμπουνητό και στο τέλος νιώθεις στο δέρμα τις σταγόνες. Άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε από μέσα ένα χαρτομάντιλο, την ξανάκλεισε, την ακούμπησε πάνω στους μηρούς, την αγκάλιασε και έγειρε μπροστά. Έμεινε να κλαίει σ’ αυτή τη στά­­­ση μέχρι που μούδιασε ολόκληρη απ’ τη μέση και κάτω. Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα πέρα δώθε, φύσηξε καλά τη μύτη της κι άρχισε να συλλογίζεται πώς και γιατί της είχε συμβεί αυτό.
Το απέδωσε όλο στη γλωσσοφαγιά. Στη βάσκα­νο γλώσσα, που είναι τα κεντήματα του κακού πάνω στις τύχες των ανθρώπων. Μια ζωή άκουγε πως ο κόσμος είναι κακός. Και ο διάολος, ­δηλαδή το ίδιο το κακό, μπορούσε να είναι παντού, όχι μόνο μες στις ψυχές των ανθρώπων. Μπορούσε να είναι μες στα ζώα, στα ποτάμια, στη θάλασσα, στον αέρα, ακόμα και μες στα άδεια βάζα. Η γιαγιά της έλεγε πως ο διάολος μπορεί να γίνει δάγκωμα φιδιού, ορμητικά νερά ποταμών που παρασέρνουν μικρά παιδιά κι αρνιά, κύματα της θάλασσας θεόρατα που διπλώνουν και πνίγουν άμοιρο κόσμο, αέρας δυνατός που σε γκρεμοτσακίζει από υψώματα. Επίσης ο διάολος μπορούσε να τα κανονίσει όλα καταπώς ήθελε. Μετακινούσε ή εξαφάνιζε αντικείμενα για να ταλαιπωρεί τους δούλους του Θεού. Ποιος διάολος το ’βαλε εδώ; Ποιος διάολος το εξαφάνισε από δω; Θόλωνε την κρίση των ανθρώπων κάνοντάς τους να λαμβάνουν λανθασμένες αποφάσεις. Ποιος διάολος τον έβαλε να το κάνει αυτό; Έσπερνε μέσα τους την αμφιβολία και την καχυποψία για τον συνάνθρωπο, ώστε να μη ζουν με ομόνοια. Ποιος διάολος τους έβαλε να φαγωθούν; Μα πάνω απ’ όλα κυρίευε το πνεύμα και το σώμα τους. Τους οδηγούσε σε ακολασίες και διαστροφές της γενετήσιας ορμής, για να πλήξει την ηθική και τον ορθό βίο. Ποιος διάολος τον καβαλίκεψε;
Με δεδομένη τη βασιλεία του κακού επί της γης, η Σωτηρία λάμβανε τα μέτρα της. Ξεμάτιασμα, λι­­βάνια, αγιασμούς, ευχέλαια, σκόρδα, προσευχές και φυλαχτά. Κλειδωμένη στη διαβολοπαγίδα που ήταν τώρα γι’ αυτήν το σουπερμάρκετ, δεν είχε παρά να πράξει τα στοιχειώδη. Έβγαλε από το πορτοφόλι της μια χάρτινη εικονίτσα της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, τη φίλησε κι έκανε έναν τριπλό επιμή­κη σταυρό.
Στο βάθος της αίθουσας, στη μεριά που από φό­­βο μην τη δει κανείς είχε αποφασίσει να παραμείνει, υπήρχε μια καταδικαστική ησυχία. Οι διαδο­χικές σειρές από γεμάτα ράφια δημιουργούσαν ηχητική μόνωση. Ο ήχος των σειρήνων ή ο ήχος από μηχανάκια με ζόρικη εξάτμιση δεν έφταναν εκεί πίσω που είχε βρει καταφύγιο η Σωτηρία. Εκεί μέσα μόνο τα μοτέρ των ψυγείων ακούγονταν, που δούλευαν σαν ανακριτές. Άρχισαν πάλι να την πιάνουν τα κλάματα. Χίλιες φορές να πέρναγε μια νύχτα ολομόναχη στο σπίτι της, παρά αυτή η απελπισία που ζούσε τώρα. Βράδυ, μόνη της στο σπίτι, ναι, θα φοβόταν, θα έμενε καθηλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι της, κρατώντας την εικονίτσα της ­Θείας Μεταμορφώσεως, και όταν θα άκουγε κάποιον παράξενο θόρυβο, θα έλεγε από μέσα της το Πάτερ ημών και, ναι μεν θα ξαγρυπνούσε βασανιστικά, αλλά κάποια στιγμή θα ξημέρωνε κι όλα θα τελείωναν, θα σηκωνόταν, θα έφτιαχνε τον καφέ της και μια ασφαλής μέρα θα άρχιζε.
Τώρα το ξημέρωμα θα έφερνε τον όλεθρο. Τι να κάνει; Πώς ν’ αντιδράσει όταν το πρωί ανοίξουν οι υπάλληλοι το κατάστημα και τη δουν μπροστά τους φάντη μπαστούνι; Τι να πει στον διευθυντή, που σίγουρα θα χειριστεί την υπόθεση προσωπικά; Πώς ν’ απολογηθεί στους αστυνομικούς όταν, με τρόπο ευγενικό κατά τ’ άλλα, θα την οδηγήσουν στο τμήμα για να την ανακρίνουν; Ποιος θα την πιστέψει αν πει την αλήθεια; Πως δηλαδή την ξελόγιασαν τα παντεσπάνια, οι τρούφες και τα κερασάκια μαρασκίνο και πως σε καμία περίπτωση δεν είχε πονηρό και παράνομο σκοπό.
Είχε φουσκώσει από το κλάμα. Τα μαλλιά της ήταν ανάκατα, έμοιαζε τρελή. Όλα της τα χαρτομάντιλα τα είχε χρησιμοποιήσει ξανά και ξανά, μέχρι που τα είχε κάνει άχρηστα. Σκεφτόταν σκεφτόταν και το κλάμα αμείωτο. Γλωσσοφαγιά και αδικία. Μια ζωή αδικία. Δεν ήταν μόνο το πάθημά της εκείνη τη βραδιά. Ήταν όλη της η ζωή, είκοσι τέσσερα χρόνια. Της βγήκε το παράπονο σαν εμετός.
Ήταν γεννημένη από πατέρα κουλό, ανάπηρο πο­­­λέμου. Μόνο το ένα χέρι του ’λειπε βέβαια. Το άλλο το ’χε μια χαρά δραστήριο. Και με τη βίτσα ακό­­μα πιο δραστήριο. Πάντως, από σακατεμένο κορμί ήταν γεννημένη. Κι από μάνα αργοπαντρεμένη, που κατέληξαν να τη δώσουν στον σακάτη. Αυτό το παράπονο πρώτη φορά της έσκαγε. Για τον αδερφό της, που ήταν πεθαμένος από πέντε χρονών, έκλαιγε συχνά. Έκλαιγε επειδή θυμόταν τη μάνα της να κλαίει. Είχε πεθάνει ξαφνικά εκείνο το παιδί. Από τι, κανένας δεν ξέρει. Ένα πρωί ξύ­­­πνησε ανόρεχτο, δεν σηκώθηκε καθόλου απ’ το κρεβάτι μέχρι που το απόγευμα πέθανε. Ούτε πυρετό είχε ούτε έδειχνε να πονάει. Το ασπράδι των ματιών του μόνο είχε κιτρινίσει. Η μάνα της έλεγε πως είχε πέντε μέρες πριν πεθάνει που έτρωγε χώμα. Έτρωγε το χώμα στην αυλή. Το μάλωνε το μά­­­λωνε, το ’δειρε κιόλας, αλλά αυτό δεν σταμάτα­γε, έτρωγε το χώμα. Εκείνη δεν θυμάται, ήταν δύο χρονών, η μάνα της της τα λέει. Δυο φορές το χρόνο σίγουρα της τα λέει. Πώς πέθανε εκείνο το παιδί. Το ότι δεν την αφήσανε να πάει στο γυμνάσιο, άλλο παράπονο. Για να μην γκαστρωθεί, έλεγε ο πατέρας της. Ας όψεται. Κι ήταν καλή μαθήτρια. Ονειρευόταν να γίνει γραμματέας γιατί της άρεσε η γραφομηχανή και οι σφραγίδες. Της άρεσε γενικά να πατάει κάτι και να ακούγεται το τακ. Της άρεσε πολύ και η ταμειακή μηχανή στο σουπερμάρκετ. Είχε ρωτήσει κιόλας στο σουπερμάρκετ αν ζητάνε υπαλλήλους, ταμίες συγκεκριμένα. Ζητάμε, της είπανε. Το είπε στον άντρα της και έγιναν μπίλιες. Δεν την άφηνε να πάει να δουλέψει. Ας όψεται κι αυτός.
Το χωριό της που έγινε λίμνη, άλλο από κει. Κλάμα και γι’ αυτό. Εννιά χρονών ήταν όταν ολοκληρώθηκε το φράγμα, το θυμάται πολύ καλά. Το σπίτι της εξαφανιζόταν σιγά σιγά όσο ανέβαινε η στάθμη. Χαιρότανε τότε το θέαμα. Μαγικό μπροστά στα μάτια της. Οι μεγάλοι κλαίγανε, αυτή χαιρόταν. Η οικογένειά της και το περισσότερο σόι της έφτιαξαν τη σειρά τους στο απέναντι χωριό, που ήταν σε ύψωμα. Στην αρχή μένανε σε κάτι παραπήγματα μέχρι να γίνουν τα καινούργια σπίτια, με τα λεφτά από την αποζημίωση. Καμάρωνε που το καινούργιο της χωριό είχε θέα μια λίμνη. Πώς της ήρθε τώρα κι έκλαιγε με μαύρο δάκρυ για το παλιό χωριό το πνιγμένο;
Πέρασαν έτσι πέντε έξι ώρες, απ’ το παράπονο στο φόβο κι αντίστροφα. Ώσπου αποκοιμήθηκε καθισμένη στο πάτωμα με τα πορτοκαλί πλακάκια, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Δεν είχε πρόθεση να κοιμηθεί. Ήθελε μόνο να κρατήσει για λίγο τα μάτια της κλειστά, που την έτσουζαν από το κλάμα. Δεν έφταιξε που τα μάτια της για την επόμενη μισή ώρα δεν άνοιξαν.
Είναι λέει στο χωριό της, την εποχή της Κατοχής, και είναι μικρό κοριτσάκι υπερβολικά κοκκινομάλλικο. Έχει τρυπώσει σε μια αποθήκη, όπου οι Γερμανοί έχουν κλειδώσει μέσα όλα τα τρόφιμα του χωριού. Το σκηνικό είναι γεμάτο βαρέλια με παστό κρέας, τσουβάλια με σιτηρά, πατάτες και κρεμμύδια, γυάλινα δοχεία με τουρσιά κι ελιές, τενεκέδες με τυρί, πάνινα μπογαλάκια με χυλοπίτες και τραχανά. Από παντού κρέμονται λουκάνικα. Ο σκοπός της είναι ξεκάθαρος. Βρίσκεται εκεί μέσα για να φάει όσο περισσότερο μπορεί. Ύστερα να πάει να ξαπλώσει κάτω απ’ τη μεγάλη συκιά που βρίσκεται στην αυλή του σπιτιού της και να χωνέψει με την ησυχία της. Ανοίγει τα βαρέλια, αρπάζει παστό κρέας και το καταπίνει αμάσητο, σπάει με την μπουνιά της τη φέτα, την κάνει τρίμματα και την καταβροχθίζει, σηκώνει το βάζο και ρίχνει τα τουρσιά απευθείας στο στόμα της, πηδάει και κρεμιέται απ’ τα λουκάνικα, και σαν πίθηκος κάνει μια εναέρια διαδρομή από λουκάνικο σε λουκάνικο. Απ’ έξω ακούγονται ήχοι απειλητικοί. Καταλαβαίνει πως ο εχθρός είναι προ των πυλών και ετοιμάζεται. Πάει και στέκεται στο κέντρο της απο­­θήκης. Σκύβει και με τα λιγδιασμένα της ­χέρια τραβάει από την κάλτσα της τη χάρτινη εικονίτσα της Θείας Μεταμορφώσεως και μ’ ένα τίναγμα τη μεταμορφώνει σε ασπίδα. Οι Γερμανοί σπάνε την πόρτα, μπαίνουν κι αρχίζουν να γαζώνουν με τα πο­­λυβόλα τους. Όσες σφαίρες χτυπούν την ασπί­­­δα της επιστρέφουν σ’ αυτούς και τους τρυπάνε την καρδιά. Οι μισοί Γερμανοί είναι ήδη νεκροί και οι υπόλοιποι έχουν ξεμείνει από σφαίρες. Φτάνει η ώρα της μάχης σώμα με σώμα. Πετάει πέρα την ασπίδα (η οποία αμέσως μεταμορφώνε­ται ξανά σε χάρτινη εικονίτσα) και μ’ ένα συνδυα­σμό κινήσεων καράτε και πυγμαχίας, ξεπατικωμένες απ’ τον Μπρους Λι και απ’ τον Ρόκι 1, επιτίθε­ται στους εχθρούς που είχαν απομείνει ενερ­­­γοί. Στο άψε σβή­σε τους αφήνει αναίσθητους και τους αποτελειώνει έναν έναν, πνίγοντάς τους με μια κορδέλα από λουκάνικα.
Ξύπνησε απότομα, ιδρωμένη απ’ το ράντισμα του εφιάλτη. Αυτός ήταν εφιάλτης της μάνας της, της τον διηγούνταν συχνά. Μόνο που η μάνα της έβλεπε ότι έτρωγε, χόρταινε κι έπειτα οι Γερμανοί τη σκοτώνανε. Η Σωτηρία τους καθάρισε όλους. Μα­­­­νούλα μου, είπε, κι ύστερα πάλι το Πάτερ ημών.
Ένιωσε μια ακραία δίψα. Πήγε στην άλλη γωνία του ισογείου, εκεί όπου θυμόταν ότι υπήρχε ένας ψύ­­­κτης (το μόνο πράγμα που πρόσφερε δωρεάν το κατάστημα). Πάτησε παρατεταμένα το σκληρό κου­­­μπί στη βάση της μικρής βρύσης και το νερό ανάβλυσε. Έσκυψε ώστε να ευθυγραμμιστεί το στό­­­μα της με τον χαλαρό πίδακα κι άρχισε να πίνει με μια έκφραση αθωότητας στο πρόσωπο, σαν μικρή αντιλόπη που πίνει ανέμελα νερό απ’ το ποτάμι μέχρι να τη μαγκώσει ο κροκόδειλος. Σταμάτησε χωρίς να είναι σίγουρη ότι έχει ξεδιψάσει. Το γνώριζε το τερτίπι του παγωμένου νερού. Πίνεις πίνεις, νομίζεις ότι δεν έχεις ξεδιψάσει, πίνεις κι άλλο και μετά υποφέρει το στομάχι. Πεινούσε κιόλας. Εδώ το ζήτημα δυσκόλευε. Υπήρχαν άπειρα πράγματα εκεί μέσα που θα μπορούσε να φάει. Δεν της ανήκαν όμως, δεν τα είχε πληρώσει. Αν μπορούσε, θα έφτιαχνε την προκάτ τούρτα της και θα την έτρωγε όλη. Αλλά ούτε κι αυτή την είχε πληρώσει, δεν είχε προλάβει. Συγκεντρώθηκε ξανά στο φόβο και στην αγωνία της. Έμεναν κάποιες ώρες μέχρι οι πόρτες του καταστήματος ν’ ανοίξουν σαν τους ουρανούς την ώρα της Κρίσεως. Ο χρόνος που είχε απομείνει πέρασε βασανιστικά στο ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο ψυχολογικής διαχείρισης. Κλάματα, σταυρός, φίλημα εικονίτσας, ανάθεμα τον διάολο και όλο πάλι απ’ την αρχή. Πώς της συνέβη αυτό; Πώς είχε βρεθεί κλεισμένη στην κάψουλα του ίδιου της του φαρμάκου;
Δεν φορούσε ρολόι. Το είχε βγάλει το μεσημέρι για να πλύνει τα πιάτα και είχε ξεχάσει να το ξαναβάλει. Παρατηρούσε ότι ο ελάχιστος εσωτερικός φω­­­τισμός νοθευόταν όλο και περισσότερο μ’ ένα γκρι φθοριώδες φως. Καταλάβαινε πως ξημέρωνε. Το να μην ξέρει ακριβώς την ώρα ήταν τώρα το χειρότερο μαρτύριο. Μια μεσαιωνική μηχανή βασανισμού με μορφή ρολογιού χωρίς δείκτες τεντώνει τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου της έως ότου αυτά αποκολληθούν. Αν ήξερε τι ώρα είναι, θα ήξερε και ποια θα ήταν η ώρα της. Θα έβλεπε την κάν­­νη να τη σημαδεύει σε ευθεία βολή. Τώρα το ρο­­λόι που ξέχασε στο σπίτι της της είχε δέσει τα μά­­τια.
Ο πρώτος ήχος απ’ την είσοδο του καταστήματος έφτασε ξερός εκεί πίσω, στα λίγα τετραγωνικά όπου όλο το βράδυ η Σωτηρία είχε αυτοπεριοριστεί ως παράνομη. Άκουσε καθαρά την καγκελόπορτα να σηκώνεται κι έναν συνεχή ρυθμό σε τύμπανο που ερχόταν απ’ το αριστερό της στήθος. Προώθησε το σώμα της μερικά βήματα προς την μπροστινή πλευρά του χώρου και στάθηκε ακίνητη. Είχε περάσει το μακρύ λουρί της τσάντας της γύρω απ’ τους καρπούς της με τρόπο που έκανε τα χέρια της να μοιάζουν δεμένα. Δύο άνθρωποι, ο διευθυντής και μια υπάλληλος, μπήκαν στο κατά­στημα. Οι ασφάλειες σηκώθηκαν και όσα φώτα δεν είχαν υπηρεσία τη νύχτα, ανέλαβαν. Ο διευθυ­ντής και η υπάλληλος κατέβηκαν στο υπόγειο. Η Σωτηρία δεν σάλευε. Στεκόταν εκεί σαν άγαλμα μιας πλατείας που ο καθένας μπορεί να του κάνει ό,τι θέλει γιατί τοποθετήθηκε εκεί από έναν δήμαρχο, όπως η Σωτηρία τοποθετήθηκε εκεί από τον διάολο.
Ακούστηκαν βήματα να έρχονται απ’ το υπόγειο. Η Σωτηρία, που ως άγαλμα ήταν καταδικα­σμέ­­νη να κοιτάζει προς μία μόνο κατεύθυνση, αντι­­λήφθηκε με την άκρη του ματιού της τον διευθυντή να ξεπροβάλλει απ’ το διάδρομο με τις ζάχαρες και τ’ αλεύρια. Εκείνος κοντοστάθηκε, εκείνη έστριψε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα ρουθούνια. Το όπλο ήταν δίκαννο τελικά. Κυρία μου, δεν έχουμε ανοίξει ακόμα. Αν θέλετε να ψωνίσετε, ελά­­τε σε μισή ώρα.
Έγινε στ’ αλήθεια. Οι κάννες έριξαν κομφετί. Πε­­­­τ­άρισε το βλέμμα της σαν να ήθελε ν’ αποτρέψει το κομφετί να μπει στα μάτια της. Έκανε να φύ­­γει, όμως κοντοστάθηκε και ξανακοίταξε τον διευθυντή. Εκείνος την κοιτούσε με απαξίωση γιατί αυτή η γυναίκα αποδείκνυε αυτό που ο διευθυ­ντής καιρό τώρα είχε καταλάβει. Οι καταναλωτές δεν σέ­­­βονται τίποτα. Σε μισή ώρα, κυρία μου, της είπε. Η Σωτηρία έκανε οριστική μεταβολή και βγή­­­­­κε απ’ το κατάστημα.
Το τηλέφωνο χτυπάει. Είναι γύρω στις 10 το πρωί, Τρίτη, ημέρα λαϊκής. Η Σωτηρία έχει το ασύρ­­μα­­το στην τσέπη της ζακέτας της. Βλέπει την αναγνώριση. Είναι η Όλγα. Έλα, λέει, κάθεσαι; Κάτσε για να μην πέσεις μ’ αυτό που θ’ ακούσεις. Στον τόνο της φωνής της η Όλγα δεν έχει συμφορά, έχει ίντριγκα. Το σουπερμάρκετ στην Αγαθουπόλεως μωρή. Ναι, τι; Η μακαρίτισσα η κυρα-Μυρσίνη το άφησε στην κουνιαδούλα σου. Δεκαεφτά χιλιάδες ευρώ νοίκι το μήνα. Σ’ τα ’λεγα ή δε σ’ τα ’λεγα ότι αυτή είχε να λαβαίνει; Τι νόμιζες μωρή, απ’ την κα­­­λή της καρδιά ξεσκάτιζε τη γριά και της ξεσκόνι­ζε το πιάνο τρεις φορές τη μέρα;
Η Σωτηρία θυμάται τριάντα έξι χρόνια πίσω. Θυ­­­μάται εκείνο το πρωί που ακολούθησε τη βραδιά του φαρσικού εγκλεισμού της. Θυμάται να περνάει την έξοδο του σουπερμάρκετ με τον πιο νό­­­μι­­­μο τρόπο και δέκα μέτρα παρακάτω να ψάχνει τον κόρφο της για την εικονίτσα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Θέλει να ξεχάσει πως δεν τόλμησε να επιστρέψει στο σουπερμάρκετ να ψάξει την εικονίτσα, στο μέρος που σίγουρα είχε παραπέσει.
Εμένα, Όλγα, με σώζει ο Χριστός. Αυτή τη ρουφιάνα τη σώζει ο διάολος, είπε.