Προσφορά!

Γκιακ

του Δημοσθένη Παπαμάρκου

, ,

Οι ήρωες των διηγημάτων του Γκιακ, στρατιώτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία, έρχονται αντιμέτωποι με τους ρόλους που τους επιβάλλουν οι παραδοσιακοί κανόνες και το βίωμα του πολέμου. Συγκρούονται, υποτάσσονται, ζουν εν κρυπτώ ή φεύγουν. Το γκιακ είναι το αίμα, ο συγγενικός δεσμός και ο νόμος του αίματος που σκιάζει τις ζωές τους. Με έναν τραχύ προφορικό λόγο, οι ιστορίες τους αφηγούνται την απώλεια προσανατολισμού, την αδυναμία τους να συμβιβάσουν τους κώδικες της παράδοσης με τα συναισθήματα και τη συνείδησή τους.
O Δημοσθένης Παπαμάρκος, με τα οκτώ διηγήματα και την παραλογή αυτής της υποβλητικής συλλογής, αξιοποιεί τη λογοτεχνική δύναμη της προφορικότητας και της παράδοσης, για να οικοδομήσει μια μοντέρνα σύνθεση. Τα διηγήματα του Γκιακ συγκροτούν προοδευτικά μια ενιαία εικόνα, σαν θραύσματα ενός μυθιστορήματος που φωτίζει λοξά μια καθοριστική στιγμή της ελληνικής ιστορίας.

Εκκαθάριση

Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών - 2015

Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας - Περιοδικό "Αναγνώστης" - 2015

ο συγγραφέας

Παπαμάρκος Δημοσθένης

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε στη Μαλεσίνα Λοκρίδας το 1983. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Η αδελφότητα του πυριτίου (Αρμός 1998, Βραβείο Νεανικός Ικαρομένιππος), Ο τέταρτος ιππότης (Κέδρος 2001), και τις συλλογές διηγημάτων ΜεταΠοίηση (Κέδρος 2012) και Γκιακ (Αντίποδες 2014, Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών και Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας περιοδικού αναγνώστης, 2015). Είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Διηγήματα και ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα ρωσικά.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε

Αφού με ρώτηξες θα σου πω, Αντώνη. Κι έτσι είν’ και το πρεπό μιας κι ήρθα στο σπίτι σ’  μέσα και σου ζητάω ό,τι σου ζητάω. Θα μου δώσεις όμως μπέσα πως θα μείνει σε τούτο δω το τραπέζι. Εγώ κι εσύ και κανένας άλλος. Δεν είναι που το ’χω ντροπή, αλλά κάλλιο μη μαθευτεί. Μετά δε θα βαστιέται το πράμα. Κάνε υπομονή και θα καταλάβεις το γιατί.

Την αδερφή μου τη Σύρμω τη θυμάσαι. Ναι, στάσου, δε σ’ το λέω γι’ αυτό. Άσε με να σου πω. Η Σύρμω, που λες, κι εγώ ήμασταν οι μικρότεροι. Ήταν, δηλαδής, κι ο Χριστόφορος, αλλά πέθανε εκεί στα ένα δυο το παιδάκι, θιοσχωρέστον, κι ούτε που προλάβαμαν να το λογιάσουμε γι’ αδέρφι. Με τη Σύρμω ήμανε πιο κοντά απ’ όλους. Βλέπεις, τον Σταμάτη και τον Βασίλη τους είχε κάνει η μάνα μ’ νωρίς κι ώσπου να γίνω κάπως γω, αυτοί ήτανε κιόλας άντρες για παντρειά. Τα στερνοπούλια ήμασταν μεις. Εγώ κι η Σύρμω. Ήτανε πιο μεγάλη τέσσερα χρόνια από μένα, ήτανε και κορίτσ’, κι απ’ όλους πιο πολύ αυτή με μάζευε. Με μεγάλωσε, δηλαδής, στην κυργιολεξία. Έφευγε η μάνα μ’ κι ο πατέρα μ’ στις δουλειές με τους άλλους τους μεγάλους και μ’ άφηνε με την αδερφή μ’, γιατί κι η γιαγιά μ’ η μακαρίτισσα είχε αρχίσει να στραβώνεται τότες και δεν της είχε και πολλή εμπιστοσύνη. Όσο θυμάμαι γω τον εαυτό μ’ μικρό, τη Σύρμω θυμάμαι να μου βάνει να φάω, να με πλιένει, να με ξεσκατίζει, να με βάνει για ύπνο. Και δεν ήμανε κι εύκολο παιδί. Κακορίζικος, στραβόξυλο. Όλο με την γκρίνια. Αλλά μια φορά δε με μάλωσε. Έτσι να βα­ρυγκομήξει κι εκείνη σαν παιδί, να πει άμε στο διάλο. Όλο με το γλυκό το λόγο, όλο με την υπομονή. Τακούλη μ’ και Τακούλη μ’, μ’ είχε. Σα μανούλα. Να σκεφτείς, μια φορά που μ’ είχε πιάσει η μάνα μ’ και μ’ έδερνε, για τα τις, ούτε που θυμάμαι, μπήκε η Σύρμω στη μέση και λέει, μάνα, άσ’ το κούτσκο, παιδί ’ναι, τόσο του ’κοψε τόσο έκαμε. Κι αρπάζει η μάνα μ’ απ’ τα νεύρα κι αρχινάει αυτήνανε στο ξύλο. Συ που του σκώνεις την ουρά, της είπε. Κι η Συρμούλα ούτε κιχ. Κι άμα ξαπλώσαμε δίπλα δίπλα το βράδυ, με πήρε έτσ’ αγκαλιά και μ’ είπε, μη στεναχωριέσαι, Τακούλη μ’. Είμαι γυναίκα μεγάλη και δεν πονάω που με βαράει η μάνα. Να, στο σταυρό που σου κάνω, έτσι μου ’πε. Και τι; Κορτσάκι κι αυτή μικρό. Δώδεκα δεκατριώ θα ’ταν δε θα ’ταν τότες. Τόσο καλόβολη κι επιδέξια ήταν, σα γυναίκα μεγάλη. Αφού θυμάμαι τη θεια-Ντίνα, που ’λεε στη μάνα μ’, Παγώνα, τούτη δω, τόσο άξια που ’ναι, θα σου δώκουνε προίκα, δε θα σου ζητήξουνε. Μη σ’ τα πολυλογώ, μικρός όλο πίσω από κείνη έτρεχα. Με το ’να χέρι έκαμα πράματα και με το άλλο έψαχα να πιάσω το σιγκούνι της Σύρμως. Και που άρχισα ν’ αντρεύω, πάλι γύρω γύρω από την αδερφή μ’. Τόσο που μ’ έπιασε μια μέρα και μου είπε, σύρε ρε να παίξεις με τ’ άλλα τα παιδιά. Κορίτσ’ είσαι που όλο κλωθογυρνάς δώθε στ’ αργαλειό; Μ’ είχε πειράξει πολύ τότες αυτό που ’χε πει, τόσο που ούτε της γύρσα κουβέντα. Γω που δεν χάριζα σε κανέναν, σαν το σκυλί. Αλλά κατάλαβα που το ’λεε από αγάπη, βλέπεις. Με τα πολλά έφτασε κείνη να γίνει κοπέλα για παντρειά κι εγώ αντράκι και πάλιε αχώριστοι. Κι έλεε η μακαρίτισσα η μάνα μ’, κι απόψε να πεθάνω, ήσυχη θα πάω που ’ν’ τα παιδιά μ’ τόσο μονιασμένα και το ’να στέκεται στ’ άλλο. Γιατί άμα μεγάλωσα και γίνηκα άντρας, Αντώνη, από τη Σύρμω γίνηκα.

Ένα βράδυ, που λες, γυρνάω απ’ τη Λιούμλια που ’χα πάει να ποτίσω τα ζα. Μπαίνω σπίτι κι όπως το ’χα συνήθειο προτού ανοίξω καλά καλά την πόρτα, φωνάζω στη Σύρμω να μου κενώσει να φάω. Βλέπω που δεν παίρνω απόκριση, φωνάζω ξανά. Τίποτα. Κοιτάω. Άδειο το σπίτι. Ούτε η Σύρμω ούτε η μάνα μ’ ούτε ο πατέρα μ’. Βγαίνω ξανά μια έξω στην αυλή, ξαναφωνάζω, ξανά τίποτα. Με τα πολλά, κοιτάω στον αχερώνα, στον καμπινέ, όπου μου πήγαινε και δε μου πήγαινε το μυαλό. Λέω, δε μπορεί, έπεσε η νύχτα και δεν είναι κανένας στο σπίτι; Πάω χτυπάω την πόρτα στη θεια μου δίπλα, κι εκεί κανένας. Παραδίπλα στον άλλο, τίποτα. Ανησύχησα. Μου γύρναε το μυαλό σβούρα. Λέω, τι κακό γίνηκε και δεν είναι κανείς στα σπίτια τους. Λέω από μέσα μ’, μη βάνεις όλο το κακό με το νου, κάτι θα ’ναι, θα γυρίσουνε. Είν’ κι η ώρα αργά, δεν μπορούνε να γυρνάνε για πολύ. Αλλά πέφτει πίσσα το σκοτάδι και πάλιε κανένας να γυρίσει. Κι εκεί που είμαι και συλλογιέμαι να πάω στο καφενείο να ρωτήξω, να ιδώ μη γίνηκε κάνα μεγάλο κακό, ξέρω γω, κι είναι όλοι στην εκκλησία, ακούω που ανοί­γει η εξώπορτα και μπαίνει ο πατέρα μ’ με όλα τ’ αδέρφια του, πίσω η μάνα μ’ με τον θειο μ’, κι από πίσω ο Βασίλης κι ο Σταμάτης με τις γυναίκες τους. Μη σ’ τα πολυλογώ, λίγο πολύ όλο το σόι κι όλοι με τα κεφάλια κάτ’, σα σε κηδεία. Είδες τη Σύρμω; με ρωτάει ο πατέρα μ’, προτού προλάβω να πω κουβέντα. Τι λες; του λέω. Η Σύρμω έφυγε αχάραγα να πάει στη βρύση να πιάσει νερό. Εγώ ολημερίς είμαι στη Λιούμ­λια. Τι δουλειά έχω να ’μαι με τη Σύρμω; Κι εκεί μου λέει ότι από το πρωί η Σύρμω δεν είχε φανεί. Άμα είδανε που αργεί, ρωτήξανε δω κει, αλλά ούτε που την είδε κανείς, κι ωσότου να πιάσει το βράδυ τη γυρεύανε. Στη βρύση πήγανε, στην Παναγιά, μέχρι το Χούνι φτάσανε, αλλά η Σύρμω πουθενά. Μου ’ρθε σα σβημάρα με το που μου το ’πε. Με πιάνουνε κάτι νεύρα και βάνω τις φωνές. Και τι κάθεσαι τότες, ρε γέρο; του λέω. Είν’ η αδερφή μ’ χαμένη κι εσύ γυρνάς στο σπίτ’; Πάρε δυο δαδιά και πάμε κι ούτ’ ένας να μη γυρίσει χωρίς να βρεθεί η Σύρμω. Ήμανε στα δεκάξι τότες και λογιόμουν άντρας, αλλά όσο και να ’μουνα, το ξέρεις κι εσύ καλύτερα από μένα, έτσ’ δε μιλάς στον πατέρα σ’. Αλλά δε μου ’πε τίποτα, ούτ’ αυτός ούτε κανένας, που κανονικά ακόμα θα με δέρνανε που ’χα μιλήσει έτσ’, με δίχως σέβας καθόλου. Βλέπεις, και δίκιο είχα, και ξέρανε που την αγάπαγα τη Σύρμω πολύ. Μου πέσανε πάνω μόνο με τα καλόλογα και μου ξηγήσανε που δε φελάει να βγούμε πάλι μες στη νύχτα. Είχανε πει στον βλάμη τ’ αδερφού μ’ του Βασίλη που ’ταν κυνηγός κι είχε σκυλιά και το πρωί πρωί θ’ αρχινούσαμε πάλι το ψάξιμο και δε θ’ αφήναμε πέτρα αγύριστη αν δε βρίσκαμε τη Σύρμω. Κάτσανε ύστερα και στρώσανε να φάνε, κι όλοι τους ήτανε ανόρεχτοι και δε βγάνανε μιλιά, παρά για να πούνε πού θα κοιτάξουνε πάλι το πρωί κι από πού θ’ αρχινήσει ο καθένας. Γω μήδ’ έτρωγα μήδε μίλαγα, μόνο σκεφτόμουνα και σκεφτόμουνα τι να ’χε γενεί και δε γύρισε η Σύρμω. Κι αν έβαλα με το νου μου πράματα κακά! Αλλά δεν μπόραγα να τα πιστέψω και στο τέλος είπα, θα χτύπησε κάνα πόδι, θα ’δε που δεν μπορεί να γυρίσει ταχιά και θα λούφαξε πουθενά μέχρι να πάμε να τη βρούμε. Κι έτσ’ ησύχασα λίγο και κοιμήθκα.

Ξύπνησα αχάραγα, πρώτος απ’ όλους, και τους έβαλα πόστο να σκωθούνε και να μη χασομερήσουμε άλλο. Πήγε ο Βασίλης έφερε τον βλάμη του και τα ζαγάρια, και βγήκαμε όλοι κομπανία και πιάσαμε τις τέσσερις άκριες του χωριού. Όσο να σηκωθεί ο ήλιος να κάψει καλά, εγώ, ο Σταμάτης κι ο θειος μ’ ο Νίκος είχαμε φτάσει σχεδόν στη Λημνιώνα, και τόπο στ’ ανάμεσο δεν είχαμε αφήσει ατάραχο. Είχαμε πει, άμα φτάναμε στη θάλασσα, θα κάναμε ένα γύρω την άμμο και θα ’ρχόμασταν μετά να πέφταμε στον Αϊ-Λια κι εκεί θ’ ανταμώναμε με τον πατέρα μ’ και τον άλλο τον αδερφό του, τον Φάνη, να δούμε άμα θα ’χε βρει κανείς τη Σύρμω. Όντως κι έτσι κάναμε, αλλά στον Αϊ-Λια που φτάσαμε δε βρήκαμε κανένα. Καθόμαστε να περιμένουμε, ξανασυζητάμε σε ποια μεριά να κοιτάξουμε μετά, αλλά περνάει η ώρα, φτάνει μεσημέρι και δεν έχει φανεί ψυχή. Λέει ο θειος μ’, πάμε σαπάν’, κει που ψάχουνε αυτοί και θα τους πετύχουμε στο δρόμο.

Μια και δυο αρχινάμε πάλι και παίρνουμε το μονοπάτι πίσω απ’ τον Αϊ-Λια με το σκυλί αφημένο να πάει μπροστά σ’ όλο το δρόμο και μεις να κοιτάμε σ’ ό,τι κρυψώνα είχε το μέρος. Με το που φτάνουμε στη δικέλλα που στρίβει μια για το χωριό μια για το μοναστήρι, ακούμε που πίσω απ’ τη ράχη έρχονται φωνές. Αρχινάει να γαβγίζει το σκυλί, αρχινάω να τρέχω κι εγώ προς το μέρος, και με το που βγαίνω απάν’ βλέπω τον πατέρα μ’ και τον άλλον τον θειο μ’ που κάθουνται σκυμμένοι, μισοκρυμμένοι πίσω από ένα σκίνο. Τρέχω, κι εκεί που τοιμάζομαι να τους τροκιμήξω που χασομεράνε, βλέπω τη Σύρμω. Ξαπλωμένη τ’ ανάσκελο κι είχε το πρόσωπο στα αίματα. Είχε βγάλει ο πατέρα μ’ το σακάκι του και το ’χε ρίξει πάνω στο κορμί της, κι ο θειος μ’ παραδίπλα κράταε στα χέρια του τις δυο κοτσίδες της, κομμένες, να κρέμουνται σαν ψόφιες δραγκολιές. Τρέχα στο χωριό, μου λέει ο θειος μ’, και σύρε φέρε τ’ άλογο και μια βελέντζα, και πες και του γιατρού να ’ρθει κοντά. Μια που μου το ’πανε και μια που βάζω τα πόδια στην πλάτη και κάνω το δρόμο με μιαν ανάσα. Όσο να ξαναγυρίσω είχανε μαζευτεί κι όλοι οι άλλοι κι άκουγα τα κλάματα της μάνας μ’ απ’ τα μακριά μαζί με τα ουρλιαχτά απ’ τα σκυλιά. Κατεβαίνω απ’ τ’ άλογο και τους κάνω όλους πέρα να περάσει ο γιατρός και μαζί του πέφτω κι εγώ δίπλα στη Σύρμω και κοιτάω που αρχινάει να την πασπατεύει και να την ψάχει. Κι έλεγα από μέσα μ’, κάνε να ζει και να γίνει καλά, Παναγία μ’, και σ’ το τάζω να γίνω καλόγερος. Μόνο να ’ναι καλά η Σύρμω. Δεν της ήταν γραφτό όμως. Λέει ο γιατρός, το κορίτσ’ ίσα π’ ανασαίνει. Το κεφάλι και τα μέσα της είν’ όλα μαντάρα. Είν’ άσκημα πολύ κι ούτε μόνη της θα γιάνει ούτε γω μπορώ να κάνω άλλο τίποτα. Είναι θαύμα που τη βρήκατε ζωντανή, αλλά και να τη σηκώσετε, μέχρι το χωριό δε θα ζήσει. Άμα θέτε να της κάνω μια ένεση να μην πονάει, αλλά αφήκετέ τηνα δω, να μην τυραννιστεί άλλο.

Κει κάτσαμε και τη χαϊδέψαμε και την αγκαλιάσαμε και παρηγοριά δεν πήραμε που ’ταν στα χέρια μας, γιατί την κλάψαμε σαν πεθαμένη όσο ήταν ακόμα ζωντανή. Δεν μπόραγα να της πω κουβέντα, μόνο είχα βαλθεί να της δροσίζω το πρόσωπο με το μαντήλι, κι όταν άρχισε να σπαρταράει απ’ την κάψα κι απ’ τον πόνο, τη φίλησα και είπα από μέσα μ’, άι μανα μ’, άι καρδούλα μ’, μην κάνεις άλλο κουράγιο. Φεύγα να ξεκουράζεσαι κι εσύ. Σα να μ’ άκουσε, Αντώνη, σα να με κατάλαβε που την κοιτούσα έτσι στα ματάκια της μέσα, γιατί αυτή μ’ είχε σα γιο κι ήξευρε το καθετίς μου. Και τότες ξανάσανε κι αλαφρώθκε. Με σηκώσανε και μένα μαζί με κείνη, γιατί άλλο πια δε με βαστάγανε τα πόδια μ’, κι άλλο τίποτα δε θυμάμαι απ’ το γυρισμό μόνο που περπάταγα δίπλα στ’ άλογο και την κράταγα απ’ το χέρι κι όσο προχωρούσε ο δρόμος κρυώνανε και τα δαχτυλάκια της.
Τα επίλοιπα δεν έχει όφελος να σ’ τα πω. Κάθε φορά που τα θυμάμαι, κάθε φορά ορφανεύω απ’ την αρχή. Ξέρεις όμως που είπανε ότι η Σύρμω δεν είχε πέσει να χτυπήσει. Κάποιος την είχε βρει εκεί που πήγαινε και την είχε χαλάσει. Αυτό είναι σίγουρο. Κι όταν την πίστεψε πεθαμένη, έκοψε και τις κοτσίδες της και τις πέταξε στα σκίνα παραδίπλα. Εκεί τις είχε βρει κι ο θειος μ’. Ε, λοιπόν, όταν το ’μαθα πήρα όρκο να τον βρω τον φονιά. Γύρισα στο μέρος που ’χε απαρατήσει την αδερφή μ’ κι έπιασα την πέτρα που ’χε ακουμπήσει το κεφάλι της κι ορκίστκα στην πέτρα να τον σκοτώσω και να τον κρύψω, έτσ’ που να μην τονε βρουνε ούτε τα θηρία. Έτσ’ όπως έκανε κι αυτός με τη Σύρμω. […]