Προσφορά!

Διηγήματα

του Χάινριχ φον Κλάιστ

Μετάφραση: Θοδωρής Δασκαρόλης

, ,

Ο Χάινριχ φον Κλάιστ υπήρξε ένας από τους πιο αινιγματικούς, ιδιότυπους και σκοτεινούς συγγραφείς του 19ου αιώνα. Το έργο του διατηρεί μια εντυπωσιακή επικαιρότητα και ένταση αφού έχει στο επίκεντρό του την πολιτική, τη θέση της γυναίκας, την ψυχική ισορροπία, τη γλώσσα του έρωτα, το πρόβλημα του κακού και της καταπίεσης. Στα διηγήματα του Κλάιστ ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια ριζοσπαστική πεζογραφία, με τη μοναδική αφηγηματική της γλώσσα και τον ασθματικό ρυθμό της, το υπόγειο χιούμορ, την αμφισημία, την ανατροπή κάθε λογοτεχνικής σύμβασης. Ο Κλάιστ, ο μεγαλύτερος από τους Γερμανούς ρομαντικούς, υπήρξε πρόδρομος του μοντερνισμού, διαβάστηκε με πάθος από όλους τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα και δεν σταμάτησε να προκαλεί παθιασμένες συζητήσεις και να αποτελεί σημείο αναφοράς της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η έκδοση συνοδεύεται από επίμετρο των Ντέηβιντ Λουκ και Νάιτζελ Ρηβς.

Στον τόμο περιλαμβάνονται όλα τα διηγήματα του Χάινριχ φον Κλάιστ («Η μαρκησία του Ο… », «Ο σεισμός στη Χιλή», «Τα αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομήνικο», «Η ζητιάνα του Λοκάρνο», «Ο έκθετος», «Η Αγία Καικιλία ή Η δύναμη της μουσικής», «Η μονομαχία»), εκτός από τον «Μιχαήλ Κόλχαας» που θα εκδοθεί του χρόνου από τους αντίποδες.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Κλάιστ Χάινριχ φον

Ο Χάινριχ φον Κλάιστ γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1777 στη Φραγκφούρτη επί του Όντερ. Το 1792 κατατάχθηκε στον πρωσικό στρατό απ’ όπου παραιτήθηκε το 1799 για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης. Από το 1800 και εξής γράφει διηγήματα και θεατρικά έργα τα οποία ωστόσο δεν δημοσιεύονται. Το 1803 δημοσιεύεται ανώνυμα στη Βέρνη το πρώτο του θεατρικό, το Die Familie Schroffenstein. Μεταξύ 1804 και 1806 γράφει τον Μιχαήλ Κόλχαας, την κωμωδία Αμφιτρύων, τη «Μαρκησία του Ο…» και τη Σπασμένη στάμνα. Το 1807 συλλαμβάνεται από τις γαλλικές δυνάμεις και φυλακίζεται για αρκετούς μήνες. Μετά την απελευθέρωσή του ιδρύει το περιοδικό Phöbus, όπου θα δημοσιευτούν αρκετά έργα του. Από το 1810 εγκαθίσταται οριστικά στο Βερολίνο και ξεκινά την έκδοση της καθημερινής εφημερίδας Berliner Abendblätter, η οποία θα κλείσει τον Μάρτιο του 1811. Το 1810 και το 1811 δημοσιεύονται αντίστοιχα οι δύο τόμοι των διηγημάτων του και ο Κλάιστ συνδέεται με την Ενριέττε Φόγκελ με την οποία αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν από κοινού. Στις 21 Νοεμβρίου 1811, αφού πρώτα πυροβολεί την Ενριέττε, ο Κλάιστ αυτοκτονεί στη λίμνη Βανζέε.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΙΛΗ

Στο Σαντιάγο, πρωτεύουσα του βασιλείου της Χι­­­λής, τη στιγμή ακριβώς του μεγάλου σεισμού του έτους 1647, στον οποίο πολλές χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ένας νεαρός Ισπανός με τ’ όνο­­­μα Χερώνυμο Ρουγκέρα, κατηγορούμενος για κάποιο έγκλη­­­μα, στεκόταν μπροστά σ’ ένα στύλο της φυλακής όπου τον είχαν κλείσει και ήθελε να κρεμαστεί. Ο Δον Ενρίκο Αστερόν, ένας από τους πλουσιότερους ευγενείς της πόλης, τον είχε πριν ένα χρόνο περίπου διώξει από το σπίτι του, όπου είχε προσληφθεί ως δά­­σκαλος, επειδή είχε συνδεθεί ερωτικά με τη Δόνα Γιοζέ­φα, τη μοναχοκόρη του. Μια μυστική συνάντηση που ήρθε στ’ αυτιά του γερο-Δον, χάρη στη μοχθηρή επαγρύπνηση του περήφανου γιου του, τον εξόργισε τόσο, αφού είχε προειδοποιήσει αυστηρά την κόρη, ώστε την έκλεισε ο ίδιος στο μοναστήρι των Καρμηλιτισσών της Παναγίας του Βουνού.
Από μια ευτυχή σύμπτωση όμως, ο Χερώνυμο κα­­­τόρθωσε να ξανασμίξει με την κοπέλα, και μια ήσυχη νύ­­­χτα, ο κήπος του μοναστηριού έγινε μάρτυρας της ολοκλήρωσης της ευτυχίας του. Έφτασε η ημέρα της γιορτής της Αγίας Δωρεάς, και τη στιγμή ακριβώς που ξεκινούσε η πανηγυρική λιτανεία των καλογραιών, την οποία ακολουθούσαν οι δόκιμες, η άτυχη Γιοζέφα έπε­­­σε, κάτω από τις κωδωνοκρουσίες, στα σκαλοπάτια του Καθεδρικού σφαδάζοντας από τους πόνους της κοιλιάς της.
Το γεγονός αυτό σήκωσε τρομερό σάλο· κλείσαν αμέσως τη νεαρή αμαρτωλή στη φυλακή, δίχως να σε­­βα­­στούν την κατάστασή της, και πριν καν προλάβει να ση­­κωθεί από τη γέννα, έστησαν με διαταγή του αρχι­­επισκόπου μια τρομερή δίκη εναντίον της. Στην πό­­λη μιλούσαν με τέτοια αγανάκτηση γι’ αυτό το σκάν­­δαλο κι από παντού ακούγονταν τόσο σκληρές επικρίσεις για ολόκληρο το μοναστήρι, ώστε ούτε οι παρακλήσεις της οικογένειας του Αστερόν ούτε καν η επιθυμία της ίδιας της ηγουμένης, που αγαπούσε πολύ την κοπέλα, χάρη στην άμεμπτη, κατά τα άλλα, συμπεριφορά της, στάθηκαν ικανές να μετριάσουν την αυστηρότητα με την οποία την απειλούσαν οι νόμοι του μο­­να­­­στηριού. Το μόνο που στάθηκε δυνατό να γίνει ήταν, με διαταγή του αντιβασιλέα, να μετατραπεί ο θά­­­νατος στην πυρά, στον οποίο είχε καταδικαστεί, σε αποκεφαλισμό, προς μεγάλη απογοήτευση των κυράδων και των παρθένων του Σαντιάγο.
Στους δρόμους απ’ όπου θα περνούσε η πομπή της μελλοθάνατης νοίκιαζαν τα παράθυρα, σήκωναν τις στέγες από τα σπίτια, και οι θεοσεβούμενες κόρες της πόλης καλούσαν τις φιλενάδες τους να απολαύσουν από κοινού το θέαμα που θα πρόσφερε η Θεία Δίκη.
Ο Χερώνυμο, που στο μεταξύ βρισκόταν κι αυτός στη φυλακή, κόντεψε να χάσει τα λογικά του σαν έμα­­­θε τις τρομερές αυτές εξελίξεις. Μάταια αναζητού­­­σε σω­­­­τηρία· παντού, όπου κι αν τον κατηύθυναν τα φτε­­ρά της παράτολμης φαντασίας του, συναντούσε κλειδαριές και τοίχους, και μια προσπάθεια να λιμάρει τα κάγκελα των παραθυριών έγινε αντιληπτή και το μόνο αποτέλεσμα που είχε ήταν να τον κλείσουν σε μεγαλύτερη απομόνωση. Έπεσε στα γόνατα μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και προσευχόταν σ’ αυτήν με άπει­­­ρη θέρμη, σαν τη μόνη απ’ την οποία μπορούσε πια να ελπίζει σωτηρία.
Όμως η τρομερή μέρα ήρθε και μαζί μ’ αυτήν μες στην ψυχή του η βεβαιότητα πως η κατάστασή του ήταν αθεράπευτα απελπιστική. Οι καμπάνες που συ­­νό­­­­­­δευαν τη Γιοζέφα στο ικρίωμα χτύπησαν και η απόγνω­ση κυρίευσε την ψυχή του. Η ζωή τού φαινόταν μι­­­­­σητή και πήρε την απόφαση να πεθάνει μ’ ένα σκοινί που τυχαία είχε βρει μες στο κελί του. Στεκόταν ήδη, όπως είπαμε πριν, μπροστά σ’ ένα στύλο του τοίχου κι έδε­­νε το σκοινί που θα τον γλίτωνε από τούτη την άθλια ζωή σ’ έναν σιδερένιο γάντζο που ήταν καρφωμένος στο γείσο· όταν ξάφνου, το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης καταποντίστηκε με θόρυβο σαν να γκρεμι­­ζό­­ταν το στερέωμα, κι ό,τι ανάσαινε ζωή θάφτηκε κάτω απ’ τα ερείπιά της. Ο Χερώνυμο Ρου­­­γκέρα πάγωσε απ’ τον τρόμο· και σαν όλη του η συνείδηση να κομματιαζόταν, πιάστηκε από το στύλο απ’ όπου είχε θελήσει να πεθάνει, για να μην πέσει. Το έδαφος σάλευε κάτω απ’ τα πόδια του, οι τοίχοι της φυ­­λακής σκίζονταν στα δύο, το κτήριο έγερνε συθέμελα μπροστά και θα σω­­ριαζόταν στο δρόμο, αν την ίδια στιγμή δεν έπεφτε και το αντικρινό κτήριο, ώστε να σχηματιστεί τυχαία μια κα­­­­­­­­μάρα ανάμεσά τους, που απο­­σόβησε την πτώση και των δύο. Τρέμοντας, με ορθωμένα τα μαλλιά και με τα γό­­νατα κομμένα, γλίστρησε ο Χερώνυμο πάνω απ’ το λοξά γκρεμισμένο δάπεδο, προς το άνοιγμα που είχε σχηματιστεί από την ταυτόχρονη πτώση των δύο κτηρίων στον μπροστινό τοίχο της φυλακής.
Σαν βγήκε έξω, όλα τα ήδη ετοιμόρροπα κτήρια του δρόμου κατέρρευσαν εντελώς, με μια δεύτερη δό­­­νη­­­ση της γης. Μην ξέροντας πώς να σωθεί από έναν τέ­­­τοιον όλεθρο, έτρεξε, δρασκελώντας χαλάσματα και μαδέρια, ενώ ο θάνατος ριχνόταν καταπάνω του από όλες τις πλευρές, προς την πιο κοντινή πύλη της πόλης. Εδώ τον κυνήγησε ένα σπίτι που γκρεμιζόταν, τινάζοντας τα χαλάσματά του, προς έναν πλαϊ­­νό δρόμο· εδώ φούντωναν κιόλας οι φλόγες, αστράφτοντας μέσα σε σύννεφα καπνού απ’ τα αετώματα των σπιτιών, διώχνοντάς τον σ’ έναν άλλο δρόμο· εδώ ερχόταν κατά πάνω του, σηκωμένος απ’ τις όχθες του, ο πο­­­ταμός Μαπόχο και τον παρέσυρε μουγκρίζοντας σ’ έναν τρίτο δρόμο. Εδώ βρισκόταν ένας σωρός πτώμα­τα, εδώ στέναζε ακόμα μια φωνή κάτω απ’ τα ερείπια, εδώ ούρλιαζαν άνθρωποι πάνω στις φλεγόμενες στέγες, εδώ πάλευαν άνθρωποι και ζώα με τα κύματα, εδώ κάποιος γενναίος προσπαθούσε να βοηθήσει· εδώ ένας άλλος, άσπρος σαν τον Χάρο, ύψωνε άφωνος χέ­­­ρια τρεμάμενα προς τον ουρανό. Μόλις ο Χερώνυ­­­μο έφτασε στην πύλη κι ανέβηκε σ’ ένα λόφο αντίκρυ, έπε­­­­­­σε λιπόθυμος κατάχαμα.
Θα πρέπει να ’μεινε εκεί πεσμένος σίγουρα ένα τέ­­­ταρτο της ώρας εντελώς αναίσθητος, όταν επιτέλους συ­­νήλθε και μισοσηκώθηκε πάνω στο έδαφος, με τη ράχη γυρισμένη προς την πόλη. Έψαυσε το μέτωπό του και το στήθος, ανίκανος να σκεφτεί τι θα ’πρεπε να κάνει στην κατάσταση που βρισκόταν, κι ένα ανείπω­­το ηδονικό συναίσθημα τον κυρίευσε, καθώς ένας δυτικός άνεμος από τη θάλασσα φυσούσε πάνω του τη ζωή του που ξαναρχόταν, και το βλέμμα του στρεφόταν προς όλες τις κατευθύνσεις πάνω στην ανθισμένη πε­­­διάδα του Σαντιάγο. Μόνο τα αλαφιασμένα πλήθη των ανθρώπων που φαίνονταν από παντού πλάκωναν την ψυχή του· δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που είχε οδηγήσει αυτόν κι εκείνους εδώ πέρα· και μόνο σαν στράφηκε πίσω του και είδε την πόλη καταποντισμέ­­νη, θυμήθηκε τις τρομερές στιγμές που είχε περάσει. Γονάτισε τόσο βαθιά που το μέτωπό του άγγιξε το χώμα, να ευχαριστήσει τον Θεό για τη θαυμαστή σω­­­τηρία του· και αμέσως, σαν η φρικτή αυτή εικόνα που είχε χαραχτεί στην ψυχή του να έδιωξε όλες τις προηγούμενες, έκλαψε από αγαλλίαση που γευόταν ακόμη τη γλυκιά ζωή, τη γεμάτη πολύχρωμες παραστάσεις. […]