Κι εκεί βρισκόταν καθισμένη τώρα, σιωπηλή με το καφέ μπουφάν της. Το κάθισμά της ήταν σταματημένο για την ώρα, ο μηχανισμός του τραίνου ήταν σταματημένος για την ώρα. Χωρισμένη από όλους στο κάθισμά της έμοιαζε λες και καθόταν σε εκκλησία. Τα χαμηλωμένα της μάτια κοιτούσαν το έδαφος ανάμεσα στις γραμμές. Το έδαφος όπου απλά και μόνο από αγάπη –αγάπη, αγάπη, όχι η αγάπη!– όπου από καθαρή αγάπη φύτρωναν αγριόχορτα ανάμεσα στις γραμμές μ’ ένα απαλό πράσινο τόσο ζαλιστικό που την έκανε να αποστρέψει τα μάτια από το μαρτύριο του πειρασμού. Το αεράκι της έφερνε ανατριχίλα στο σβέρκο, αναρίγησε για να αρνηθεί, για να αρνηθεί τον πειρασμό, ήταν πάντα τόσο πιο εύκολο να αγαπάς.
Ξαφνικά όμως ήρθε εκείνο το σκίρτημα στα σπλάχνα, εκείνο το σταμάτημα μιας καρδιάς που εκπλήσσεται στον αέρα, εκείνος ο τρόμος, η νικηφόρα λύσσα με την οποία το κάθισμα την έκανε να βουτά στο τίποτα και την ξανασήκωνε αμέσως σαν κούκλα με ανασηκωμένη φούστα, τη βαθιά δυσφορία με την οποία μετατράπηκε σε κάτι μηχανικό, το σώμα αυτόματα χαρούμενο –η κραυγή των ερωτευμένων κοριτσιών!– το βλέμμα της πληγωμένο από τη φοβερή έκπληξη, την προσβολή, «την έκαναν ό,τι ήθελαν», τη φοβερή προσβολή –η κραυγή των ερωτευμένων κοριτσιών!– τη φοβερή αμηχανία που ένιωθε επειδή διασκέδαζε σπασμωδικά, την έκαναν ό,τι ήθελαν, η αγνότητά της ξαφνικά εκτεθειμένη.