Συρτό γλωσσίδι μια, συρτό γλωσσίδι δυο, στην τρίτη, κόρη ανεβάζει κι ο ήλιος νταμιτζάνα. Αφήνει τα πασίκια στο χωράφι, πηγαίνει από το σχολειό. Με τον μικρό κινάνε για το σπίτι. Οι αδερφές στην ξώπορτα, κορόμηλο το δάκρυ. Στα χέρια τους κρατάν σινί. Κάνει να δει απ᾿ το παράθυρο, σανίδι ο γέρος στο ντιβάνι. Χώνει τα δάχτυλα βαθιά, παράς ούτε γι᾿ αστεία. Φτύνει το χώμα κάθετα, φτύνει και τις παλάμες. Πιάνει τα κόλια, τα γυρνά, το μάτι του γυαλίζει. Ξηλώνει ό,τι πλαϊνό, τρία και τρία έξι. Η κάσα πρόχειρη, σφιχτή, θα τον χωρέσει ίσα. Τ᾿ άλογο να ᾿ναι καλά, τα καλαμπόκια μύτη. Η κάσα τσίλικη με το στανιό, μισή ντροπή το κάρο.
***
Τα πλαϊνά απ᾿ το κάρο είναι αληθινά. Μ᾿ αυτά θάψαν τον Ηλία Ιγγιλίζογλου — αν και ανύπαρκτος, θα εμφανιστεί σε επόμενη σελίδα.