Ειρήνη Βλάχου
Μετά από πολλά χρόνια δουλειάς στα σημεία επαφής των θεσμών του ελληνικού κράτους με τις ζωές όσων φτάνουν από ανάγκη στα σύνορά του, η Ειρήνη Βλάχου εξηγεί πώς η τεχνική γλώσσα των ευρωπαϊκών οργάνων, της ελληνικής διοίκησης και των μη κυβερνητικών οργανώσεων, αλλά και η νομική γλώσσα με τους μηχανισμούς της, ακουμπούν πάνω στα σώματα των ανθρώπων. Το κείμενο δεν είναι αγόρευση σε δικαστήριο, δεν είναι πολιτική καταγγελία και ασφαλώς δεν είναι η μαρτυρία κάποιας που έχει βρεθεί στην Ελλάδα χωρίς χαρτιά. Είναι μια συμβολή στην απομυθοποίηση του «προσφυγικού ζητήματος» και στην αποκρυπτογράφηση της διαδικασίας του ασύλου, από την προνομιακή θέση κάποιας που διαμεσολαβεί ανάμεσα στο νομικό σύστημα και τους ανθρώπους που υφίστανται τις πιο τρομακτικές συνέπειές του.
Μουνίρ Ατσέμι
Τέσσερις νεαροί Ισπανοί ξεκινούν ένα καλοκαίρι για τη νότια Γαλλία, προκειμένου να δουλέψουν σεζόν στον τρύγο. Όμως η πραγματικότητα τους επιφυλάσσει κάτι πολύ πιο παράξενο: αντί για τα αμπέλια, βρίσκονται να δουλεύουν σε εκτροφεία πουλερικών και σε γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες, σε ένα σύμπαν που δοκιμάζει τις αντοχές τους, τις μεταξύ τους σχέσεις, την αντίληψή τους για τον κόσμο. Αναδεικνύοντας συνειδητά τις επιρροές του Μπόρχες και του Μπολάνιο, ο Ατσέμι γράφει ένα μυθιστόρημα που διερευνά με χιούμορ τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στην αυτογνωσία και τη φιλία, ανάμεσα στην ταυτότητα και την εργασία, με την πίστη ότι η αφήγηση μιας ιστορίας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, εκείνο που κάνουμε ενστικτωδώς όσο καταρρέει ό,τι βρίσκεται γύρω μας. «Η πραγματικότητα δεν έχει την υποχρέωση να είναι ενδιαφέρουσα – ούτε η μνήμη· η λογοτεχνία την έχει. Οι αναμνήσεις μου πιάνουν όλο το χώρο που χρειάζονται οι μυστηριώδεις λεπτομέρειες και η έκπληξη. Θα μπορούσα να τις αναδιατάξω, πράγματι, αλλά αν το έκανα, θα πρόδιδα κατά κάποιο τρόπο την αλήθεια.»
Σταντάλ
Ο Ζυλιέν Σορέλ, γιος ενός ξυλουργού σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας την εποχή της Παλινόρθωσης, μαθητής ενός παλιού πολεμιστή του Ναπολέοντα αλλά και του τοπικού εφημέριου, ένας έξυπνος, ημιμαθής, ρομαντικός νεαρός γεμάτος φιλοδοξίες, προσπαθεί να ξεφύγει από τις ρίζες του και να ανέλθει, φεύγει για το Παρίσι, ερωτεύεται χωρίς να το καταλάβει, μάχεται και ηττάται. Το Κόκκινο και το μαύρο, το κατεξοχήν μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, είναι το προγραμματικό κείμενο της κοινωνικής κινητικότητας: ο Ζυλιέν εργάτης, μαθητευόμενος ιερέας, παιδαγωγός, γραμματέας, κοσμικός, διπλωμάτης, κατάσκοπος, ευγενής, υπαξιωματικός, εγκληματίας και θανατοποινίτης, θα μπορούσε να έχει γίνει ξυλέμπορος, ιερέας ή επαναστάτης, να έχει παντρευτεί την καμαριέρα της ερωμένης του, μια πάμπλουτη Ρωσίδα κληρονόμο ή μια νεαρή αριστοκράτισσα του Παρισιού. Ο Σταντάλ αποδίδει με την ανάλαφρη ειρωνεία του τις αδυναμίες και το διχασμό του ήρωά του, την ασταθή αυτοκατανόηση και την κωμωδία της εσωτερικής του ζωής, παίζοντας με τη γλώσσα της φιλοδοξίας και του έρωτα, και συμπυκνώνοντας προκαταβολικά την πορεία όλων των ηρώων του 19ου αιώνα.
Φλάννερυ Ο'Κόννορ
Στην πιο διάσημη συλλογή διηγημάτων της, η Ο’Κόννορ, με το γκροτέσκο χιούμορ και το αδυσώπητο βλέμμα της, διερευνά τις ηθικές, πνευματικές και ψυχικές ανισορροπίες της μεταπολεμικής Αμερικής: μια οικογενειακή εκδρομή με απρόβλεπτα βίαιη κατάληξη, ένας φαινομενικά αθώος πωλητής Βίβλων, μια απροσδόκητη εγκυμοσύνη, ένας βετεράνος που βυθίζεται στην άνοια, ένας πρόσφυγας που ανατρέπει τις ταξικές και φυλετικές ισορροπίες σε ένα αγρόκτημα. Η ρευστότητα των ανθρώπινων σχέσεων, η ύπουλη εισβολή της τεχνολογίας, η μάταιη αναζήτηση της πίστης, η διάρρηξη των ταυτοτήτων και της οικογένειας, οι έμφυλες και φυλετικές εντάσεις, η συνύπαρξη του ειρωνικού με το τραγικό, κάνουν τη βαθιά Αμερική της Ο’Κόννορ έναν τόπο που μοιάζει πολύ με τον δικό μας.
Τάσος Θεοφίλου
Οι φυλακές είναι πάρκινγκ και γυμναστήριο για τους κρατούμενους και τις κρατούμενες, διευθυντήριο και σχολείο για το έγκλημα, ένοχο μυστικό για τη δικαιοσύνη και μαύρο κουτί για την κοινωνία των πολιτών. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από τον Τάσο Θεοφίλου, έναν άνθρωπο που έζησε μέσα στις ελληνικές φυλακές και βγαίνοντας δεν σταμάτησε να τις παρακολουθεί και να γράφει γι’ αυτές. Με άλλα λόγια, έναν άνθρωπο που τις έζησε διπλά, ως φυλακισμένος και ως παρατηρητής της καθημερινότητάς τους, μετατρέποντας την προσωπική του εμπειρία σε γλώσσα ικανή να σταθεί απέναντι στα στερεότυπα που παράγουν οι ειδήσεις, οι επιτροπές και οι σκηνοθέτες. Και είναι μια σύντομη κατάδυση στο τυφλό σημείο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των θεσμών του, εκεί όπου τα δικαιώματα ακυρώνονται από την ίδια την εφαρμογή τους.
Μάκης Μαλαφέκας
Έπρεπε να γράψω ένα λάθος μυθιστόρημα. Ο αφηγητής παρασέρνει τον ήρωα σ’ όλα τα αδιέξοδα, σ’ όλα τα λάθη, τα περιγράφει και λάθος από πάνω, εκτιμά λάθος την εποχή του, τις καταστάσεις όλες, και στο τέλος ο ήρωας πεθαίνει γιατί δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο. Και πεθαίνει κι ο αφηγητής. Όλοι. Πεθαίνουν όλοι με φριχτό τρόπο, το λάθος μυθιστόρημα ξεχνιέται, και μετά από χρόνια το βρίσκει σε καλάθι ένας άλλος αφηγητής. Κάνει πλέον μισό ευρώ, αλλά δεν το αγοράζει καν.