Ο χαράκτης Φώτης Βάρθης, εμπνεόμενος από τις παραλογές, φιλοτέχνησε εννιά χαρακτικά έργα που μιλούν για τις εκφάνσεις του γυναικείου πόνου. Τα αρχετυπικά μοτίβα της θυσίας, του αποχωρισμού, της κακοποίησης, της βίας, της προσμονής, τοποθετούνται σε ένα άχρονο και άτοπο εικαστικό περιβάλλον, που διατηρεί την ένταση και το λυρισμό του δημοτικού τραγουδιού, με αναφορά στο αφηγηματικό στοιχείο των παραλογών.
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης κλήθηκε να διηγηθεί εκ νέου τις ιστορίες αυτές, έχοντας όμως πλέον ως αφετηρία τα χαρακτικά και όχι τα δημοτικά τραγούδια. Δημιούργησε έτσι μια σειρά εννιά ιστοριών που συνομιλούν με το έργο του Βάρθη, αλλά αποδίδουν τη δική του προσέγγιση στον γυναικείο πόνο.
Ο Φώτης Βάρθης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη γραφιστική φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 2015 αποφοίτησε από το Α΄ εργαστήριο χαρακτικής. Έχει συμμετάσχει με έργα του σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1984 και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Οι Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας είναι το πρώτο του βιβλίο.
Η αφήγηση του Βάρθη συνδέεται οργανικά με τη χαρακτική τέχνη· οι ξυλογραφίες του δεν αποτελούν εικονογράφηση του παραμυθιού, αλλά συμβαίνει περίπου το αντίστροφο: το κείμενο είναι αυτό που διακοσμεί κατά κάποιο τρόπο τη σπουδαία αφηγηματική τέχνη των εικόνων του.
Η αφήγηση του Βάρθη συνδέεται οργανικά με τη χαρακτική τέχνη· οι ξυλογραφίες του δεν αποτελούν εικονογράφηση του παραμυθιού, αλλά συμβαίνει περίπου το αντίστροφο: το κείμενο είναι αυτό που διακοσμεί κατά κάποιο τρόπο τη σπουδαία αφηγηματική τέχνη των εικόνων του.
Αυτή η συλλογή από καινοφανείς δοξασίες και παραδόσεις αποκαλύπτει κάτω από το δέρμα της σύγχρονης ζωής τη μυθική φύση της ελληνικής υπαίθρου. Από το Πήλιο μέχρι τα Άγραφα κι από το Δομοκό μέχρι τον Όλυμπο, χαράσσεται ξανά ο χάρτης μιας άλλης, σκοτεινής Θεσσαλίας.
Oι ήρωες των διηγημάτων του Γκιακ, στρατιώτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία, έρχονται αντιμέτωποι με τους ρόλους που τους επιβάλλουν οι παραδοσιακοί κανόνες και το βίωμα του πολέμου. Συγκρούονται, υποτάσσονται, ζουν εν κρυπτώ ή φεύγουν.Το γκιακ είναι το αίμα, ο συγγενικός δεσμός και ο νόμος του αίματος που σκιάζει τις ζωές τους. Με έναν τραχύ προφορικό λόγο, οι ιστορίες τους αφηγούνται την απώλεια προσανατολισμού, την αδυναμία τους να συμβιβάσουν τους κώδικες της παράδοσης με τα συναισθήματα και τη συνείδησή τους.
Αθήνα, 1914. Ο Ν. Γ. Πολίτης εκδίδει τις «εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού». Ανέκδοτο όμως παραμένει στα συρτάρια του ένα χειρόγραφο με καταγραφές κειμένων που ο πατέρας της νεοελληνικής λαογραφίας φροντίζει να κρύψει. Τον φάκελο ανακαλύπτει ο αποκηρυγμένος γιος του Νικολάου, Alexandro Jorge de Carvalho de Polites. Κατά τη δίωξή του από το πατρικό, ο άσωτος υιός Πολίτη κλέβει το χειρόγραφο. Ξεκινά ένα ταξίδι ανά τον κόσμο μαζί με την πολύτιμη λεία του, την οποία διασπείρει μεθοδικά, ενώ παράλληλα συνθέτει στίχους στη μητρική του γλώσσα. Καταλήγει στη Βραζιλία, όπου διαπρέπει ως επιχειρηματίας και δημιουργεί πολυμελή οικογένεια.
Σάο Πάολο, 2019. Ο João Nikolao Polites da Silveira, υστερότοκος γιος του Alexandro και καθηγητής στην πρώτη έδρα νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο, ολοκληρώνει ένα ερευνητικό πρόγραμμα διάσωσης και ανάδειξης του αποσιωπημένου χειρογράφου. Βασικό μέλος του προγράμματος, ο ελληνοβραζιλιάνος μεταδιδακτορικός ερευνητής Νικηφόρος Ερράντες αναλαμβάνει να εκδώσει τις «εκλογές από τα απόκρυφα τραγούδια του ελληνικού λαού», τα άσματα του χειρογράφου Πολίτη [φάκελος πατέρα], σε αντίστιξη με τα ποιήματα του ίδιου του Alexandro [φάκελος υιού].
Ένας νεαρός Βούλγαρος, φοιτητής στην Αμερική, επιστρέφει στην πατρίδα για να βρει τον παππού του, που εδώ και χρόνια έχουν χαθεί τα ίχνη του, και να πουλήσει τα χωράφια του.
Όταν ο παππούς έμαθε πως έφευγα για σπουδές στην Αμερική μου έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. «Σάπιο καπιταλιστικό γουρούνι», έλεγε το σημείωμα, «να ’χεις καλή πτήση. Με αγάπη, ο παππούς σου». Ήταν γραμμένο σε ένα τσαλακωμένο κόκκινο ψηφοδέλτιο από τις εκλογές του 1991, το οποίο ήταν η κορωνίδα της συλλογής κομμουνιστικών ψηφοδελτίων του παππού και έφερε τις υπογραφές όλων από το χωριό Λένινγκραντ. Συγκινήθηκα που αξιώθηκα τέτοια τιμή, οπότε κάθισα κάτω, έβγαλα ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου και έγραψα στον παππού την ακόλουθη απάντηση: «Κομμουνιστικό κορόιδο, ευχαριστώ για το γράμμα. Φεύγω αύριο και μόλις φτάσω εκεί θα προσπαθήσω να παντρευτώ μια Αμερικάνα το συντομότερο δυνατόν. Θα φροντίσω να κάνω πολλά Αμερικανάκια. Με αγάπη, ο εγγονός σου».