Ένα ποιητικό παίγνιο για έξι χέρια, με κοινό θεματικό, υφολογικό και τεχνοτροπικό άξονα. Τρεις ποιητές πιάνουν και αφήνουν το ίδιο νήμα, διερευνώντας τις δυνατότητες μιας κοινής εκφραστικής πορείας.
Αυτή η συλλογή από καινοφανείς δοξασίες και παραδόσεις αποκαλύπτει κάτω από το δέρμα της σύγχρονης ζωής τη μυθική φύση της ελληνικής υπαίθρου. Από το Πήλιο μέχρι τα Άγραφα κι από το Δομοκό μέχρι τον Όλυμπο, χαράσσεται ξανά ο χάρτης μιας άλλης, σκοτεινής Θεσσαλίας.
Ο νεαρός Νικολάι Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ, ένας ριζοσπάστης δανδής, μετά από μια ερωτική απογοήτευση αναλαμβάνει να τοποθετήσει μια βόμβα στον σεβαστό γερουσιαστή και πατέρα του, Απολλών Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ. Ο ωρολογιακός μηχανισμός ενεργοποιείται, ο χρόνος της αφήγησης διαστέλλεται, για να περιλάβει όλες τις πνευματικές, πολιτικές και αισθητικές εντάσεις της μεταιχμιακής εκείνης εποχής.
Ένα κορίτσι μεγαλώνει στη δεκαετία του ’80, μέσα στα όρια ενός παραδεισένιου Κήπου και μιας πυρηνικής οικογένειας, σε «ένα παλίμψηστο από Καθαρές Δευτέρες. Μισοτελειωμένα γεύματα, λεκιασμένα τραπεζομάντιλα, ακρωτηριασμοί μικρής κλίμακας». Αυτή η Εδέμ όμως δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα – η κόρη ενηλικιώνεται.
Ο Χανς Μπλούμενμπεργκ, σε μία από τις παραδειγματικές μελέτες του για τις θεμελιώδεις μεταφορές της σκέψης, μελετά την εικόνα του ναυαγίου και του θεατή του ως μεταφορά για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Η αφήγηση του Βάρθη συνδέεται οργανικά με τη χαρακτική τέχνη· οι ξυλογραφίες του δεν αποτελούν εικονογράφηση του παραμυθιού, αλλά συμβαίνει περίπου το αντίστροφο: το κείμενο είναι αυτό που διακοσμεί κατά κάποιο τρόπο τη σπουδαία αφηγηματική τέχνη των εικόνων του.
Στην Ώρα του αστεριού, το τελευταίο και γοητευτικότερο έργο της, που δημοσιεύτηκε το 1977, λίγο μετά το θάνατό της, η Λισπέκτορ αφηγείται την ιστορία της Μακκαμπέας, μιας άσημης, φτωχής και άχρωμης κοπέλας, που ζει στο Ρίο ντε Τζανέιρο, μέσα από την οπτική ενός άντρα συγγραφέα.
Mετανάστρια, φεμινίστρια και ακτιβίστρια, η Φαρροχζάντ είναι μια από τις πιο παρεμβατικές νέες φωνές της σουηδικής λογοτεχνίας. Στη βραβευμένη ποιητική της συλλογή Λευκοσελευκό, που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο και προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, σκηνοθετεί
έναν διάλογο έξι φωνών της ίδιας οικογένειας που συζητούν για την επανάσταση, τον πόλεμο, τη μετανάστευση και τον ρατσισμό, αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι εμπειρίες αυτές μετασχηματίζουν τις εσωτερικές τους σχέσεις. Στο ποιητικό αυτό βιβλίο, η Φαρροχζάντ χειρίζεται υποδειγματικά τα ζητήματα της ταυτότητας, της οικογένειας και της γλώσσας, συγκροτώντας ένα σύγχρονο παράδειγμα πολιτικής ποίησης.
Σε ένα ερημικό δάσος στο Τενεσί, ο αυτόκλητος προφήτης Μέισον Ταργουότερ πεθαίνει, αφήνοντας στον νεαρό μικρανιψιό του την εντολή να τον θάψει και να πάρει τη θέση του. Εκείνος παρακούει και αναζητά τη βοήθεια του ορθολογιστή θείου του, που ζει στην πόλη με τον άρρωστο γιο του.
Όταν ο παππούς έμαθε πως έφευγα για σπουδές στην Αμερική μου έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. «Σάπιο καπιταλιστικό γουρούνι», έλεγε το σημείωμα, «να ’χεις καλή πτήση. Με αγάπη, ο παππούς σου». Ήταν γραμμένο σε ένα τσαλακωμένο κόκκινο ψηφοδέλτιο από τις εκλογές του 1991, το οποίο ήταν η κορωνίδα της συλλογής κομμουνιστικών ψηφοδελτίων του παππού και έφερε τις υπογραφές όλων από το χωριό Λένινγκραντ. Συγκινήθηκα που αξιώθηκα τέτοια τιμή, οπότε κάθισα κάτω, έβγαλα ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου και έγραψα στον παππού την ακόλουθη απάντηση: «Κομμουνιστικό κορόιδο, ευχαριστώ για το γράμμα. Φεύγω αύριο και μόλις φτάσω εκεί θα προσπαθήσω να παντρευτώ μια Αμερικάνα το συντομότερο δυνατόν. Θα φροντίσω να κάνω πολλά Αμερικανάκια. Με αγάπη, ο εγγονός σου».
Μέσα στον κόσμο των παιχνιδιών κατοικούν άνθρωποι, ζώα, φυτά και ένα βραχιόλι. Για παράδειγμα οι δύο χελώνες που πάνε ένα παιδί στη θάλασσα, μία οικογένεια τρυποκάρυδων που έχει προβλήματα επικοινωνίας, ο ωραιότερος άντρας στη γη, οι κόρες του Ρήνου, ένας στρατιώτης, τέσσερα σπίτια, μία διευθύντρια σχολείου και δύο πιερότοι.
Τα πέντε διηγήματα της Τελευταίας προειδοποίησης συνθέτουν δεξιοτεχνικούς αφηγηματικούς λαβυρίνθους, οδηγώντας τον αναγνώστη σε ένα παράδοξο αλλά οικείο σύμπαν.
Ο Τζωρτζ Στάινερ, στο πρώτο του αυτό έργο, μελετά δύο αντιθετικές ιδιοσυγκρασίες, δύο ανταγωνιστικά λογοτεχνικά παραδείγματα και δύο αντικρουόμενες κοσμοθεωρίες. Στο δίλημμα Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, η ουδετερότητα είναι ψευδής, αν όχι αδύνατη. Το έργο του Τολστόι εντάσσεται στην επική παράδοση, ενώ η τέχνη του Ντοστογιέφσκι ανάγεται στα θεμέλια της δραματικής σύλληψης του κόσμου. Ο Στάινερ διαβάζει αντιστικτικά τα σημαντικότερα έργα των δύο Ρώσων συγγραφέων και εξετάζει συστηματικά το ιστορικό, ιδεολογικό και λογοτεχνικό τους πλαίσιο.
Στα δέκα διηγήματα αυτού του βιβλίου, οι ήρωες είναι αφομοιωμένοι από τον αυτοματισμό και την επαναληπτικότητα της εργασίας. Ένας εντατικός εσωτερικός ρυθμός διέπει την κίνηση του σώματος και του νου, και αποτυπώνεται στη γλώσσα των αφηγητών. Όμως η μηχανική ροή και η μοναχικότητα της εργασίας οδηγούν τους ήρωες σε μια στιγμή συνειδητοποίησης, καθώς ένα εξωτερικό ερέθισμα τους ωθεί σε μια φευγαλέα κατανόηση του ρόλου, της θέσης και του εαυτού τους. Μέσα από μια ακριβή καταγραφή της πραγματικότητας, που υιοθετεί το ρυθμό και την ιδιόλεκτο του κάθε επαγγέλματος, τα Αυτόματα προσφέρουν μια πιστή εικόνα της κοινωνικής ζωής, αλλά και ένα σημείο φυγής.
Σε έναν καταιγιστικό μονόλογο, ο δάσκαλος ρητορεύει πάνω στη νεοελληνική ταυτότητα και τη σχέση της με τη Δύση, άλλοτε έξαλλος από οργή και άλλοτε βυθισμένος στην αυτολύπηση. Με έναν λόγο κυκλικό και επαναληπτικό, διάστικτο από αναφορές στις πιο ετερόκλιτες πηγές, παρουσιάζει ένα παλίμψηστο στο οποίο η φαντασιακή νεοκλασική καθαρότητα επικαλύπτεται από τις ανάγκες της πρακτικής ζωής και τη μοιραία φθορά των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Στο Ημερολόγιο προσευχής αποτυπώνεται η πορεία μέσα από την οποία συγκροτείται η συγγραφική αυτοσυνείδηση της Φλάννερυ Ο’Κόννορ. Στις εγγραφές αυτού του νεανικού τετραδίου, το οποίο ανακαλύφθηκε πρόσφατα, η Ο’Κόννορ συνειδητοποιεί σταδιακά τον προορισμό της, μέσα από μια ιδιότυπη και απολύτως προσωπική μορφή προσευχής.