Το Σπίτι των Ονείρων ως η Βασίλισσα και η Σουπιά
απόσπασμα από το βιβλίο της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο Στο σπίτι των ονείρων (σελ. 292-296)
Να μια ιστορία που την έμαθα από μια σουπιά:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια βασίλισσα που ήταν (πάλι) ολομόναχη. Κάλεσε, λοιπόν, όλους τους συμβούλους της, που με τη σειρά τους κάλεσαν όλα τα σημαντικά πρόσωπα της χώρας, για να βρει η βασίλισσα μια συντροφιά καταδική της.
Οι σύμβουλοι έστυψαν τα κεφάλια τους ώρες, και αφού είχαν περάσει τρεις μέρες πίσω από κλειστές πόρτες, της έφεραν με επισημότητα και μεγαλοπρέπεια μια σουπιά. Η Βασίλισσα ενθουσιάστηκε. Η σουπιά είχε όλα όσα από πάντα ονειρευόταν: ήταν μαργαριταρένια και υγρή, σκληρή και έξυπνη. Αλλά κι η σουπιά απ’ την πλευρά της ενθουσιάστηκε με τη νέα της κατάσταση. Πάντα θαύμαζε από απόσταση τη βασίλισσα και δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι η βασίλισσα είχε διαλέξει αυτήν.
Στην αρχή η φιλία τους ήταν υπέροχη. Ταξίδευαν σε κάθε γωνιά του βασιλείου και η σουπιά έφερνε στη βασίλισσα πανέμορφα στολίδια που μάζευε από μικροσκοπικές θαλασσινές σπηλιές. Η βασίλισσα έπαιρνε τη σουπιά μαζί της και επισκέπτονταν σπουδαίους αξιωματούχους σε μακρινούς τόπους και τα βράδια ψαχούλευαν σε σκοτεινά δωμάτια να βρουν μεταμεσονύχτιους μεζέδες να τσιμπολογήσουν. Η σχέση τους ήταν πολύ στοργική κι οι δυο τους ήταν απερίγραπτα ευτυχισμένες.
Πέρασε καιρός και η βασίλισσα βαρέθηκε τη σουπιά. Οι μέρες έγιναν δύσκολες. Μερικές φορές η βασίλισσα κλείδωνε τη σουπιά έξω απ’ το γραφείο της· η σουπιά καθόταν στις σκληρές, κρύες πέτρες και προσευχόταν να την ξαναβάλει στο μπολ της πριν το δέρμα της ξεραθεί και γίνει σαν χαρτί. Ακόμα κι όταν η βασίλισσα και η σουπιά έκαναν συντροφιά η μία στην άλλη, η βασίλισσα ήταν απόμακρη, συχνά ακόμα και βίαιη. Αναποδογύριζε τη σουπιά και της πετούσε μικρά σκουπιδάκια στο ανοιχτό της στόμα. Επίσης η βασίλισσα σκούπιζε συνέχεια τις επιφάνειες που άγγιζε η σουπιά, κι όλο τη μάλωνε που λέρωνε έτσι το παλάτι. (Η σουπιά, όπως ξέρετε, έχει τρεις καρδιές και όλες τους ράγισαν πολλές φορές, έτσι που της φερόταν η βασίλισσα.)
Ένα βράδυ, ενώ η βασίλισσα κοιμόταν, η σουπιά αποφάσισε να τριγυρίσει και να διασκεδάσει στο παλάτι. Βρήκε έναν κουβά με ροδάκια, που τον είχαν για το σφουγγάρισμα, και άρχισε να περιφέρεται στους διαδρόμους, απολαμβάνοντας τη σιωπή. Τριγύρισε έτσι κάμποσο, ώσπου βρέθηκε στο βάθος ενός διαδρόμου, μπροστά σε μια πολύ παράξενη και βαριά πόρτα. Η σουπιά ήταν έτοιμη να κάνει μεταβολή και να φύγει, όταν άκουσε κάτι.
Άνοιξε την πόρτα και γλίστρησε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο.
Η μυρωδιά ήταν φρικτή. Δεν ήταν η οργανική αποφορά του θανάτου, ήταν η δυσωδία της απύθμενης θλίψης, θλίψης σκοτεινής σαν μαύρο κρασί, θλίψης πηχτής και πικρής. Και οι ήχοι – η σουπιά δεν είχε ξανακούσει ποτέ παρόμοιους. Ο υπόκωφος στεναγμός του νερού που το ρουφάει το σιφόνι· κοφτεροί θρήνοι σαν αστραπές διέσχιζαν το δωμάτιο, σαν λαμπερά πουλιά.
Τα μεγάλα μάτια της σουπιάς συνήθισαν στο ημίφως. Όταν συνειδητοποίησε τι έβλεπε, οδήγησε τον κουβά της έξω στο διάδρομο όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και γύρισε στο δωμάτιο της βασίλισσας.
Λίγο καιρό αργότερα, η σουπιά κοίταξε απ’ το παράθυρο και είδε τη βασίλισσα να παίζει με μια αρκούδα. Η αρκούδα ήταν όμορφη: τεράστια και εκθαμβωτική και με πλούσιο τρίχωμα. Η σουπιά, συντετριμμένη, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της. Όταν η βασίλισσα κι η αρκούδα έφυγαν για πικνίκ, η σουπιά παρακάλεσε την καμαριέρα να την πάει στην πόλη.
Γύρισε η βασίλισσα από το πικνίκ, είδε ότι η σουπιά είχε φύγει, έγινε έξαλλη. Μα όταν ο θυμός της καταλάγιασε, ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Κάθισε, λοιπόν, και έγραψε ένα γράμμα για τη σουπιά.
«Αγαπημένη μου», της έγραψε. «Πριν αρχίσω, σου ζητώ να διαβάσεις αυτό το γράμμα με ανοιχτό το μυαλό και την καρδιά σου.
Σε αγαπώ και πάντα θα σε αγαπώ. Το ότι αρνείσαι να έρθεις στην κάμαρά μου, ως φίλη έστω και όχι ως ερωμένη, μου πληγώνει την καρδιά. Πιστεύεις, φαίνεται, πως επειδή ο έρωτάς μας τελείωσε, δεν μπορούμε πια να είμαστε κοντά η μία στην άλλη. Σε ικετεύω να το ξανασκεφτείς. Έχω αγαπήσει πολλά πλάσματα στη ζωή μου –μια κατσίκα, μια μέλισσα, μια κουκουβάγια– και παρότι ο έρωτάς μας δεν κράτησε, συνεχίζω να τα βλέπω τακτικά. Είμαστε ακόμα φίλες. Ναι, βρήκα την ευτυχία στη συντροφιά μιας αρκούδας· αλλά αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως όσα ζήσαμε μαζί δεν άξιζαν τίποτα.
Λυπάμαι που τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα θέλαμε. Ελπίζω να συμφωνείς πως η συμπεριφορά μου απέναντί σου ήταν έντιμη και άμεμπτη. Είμαι γεμάτη θλίψη και πόνο που δεν θέλεις να χωρίσουμε σαν φίλες. Πίστευα ότι εσύ –έτσι έξυπνη που είσαι– δεν θα τα έκανες αυτά.
Η αλήθεια είναι ότι ήσουν πλάι μου σε μία πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου και λυπάμαι που δεν ήμουν στα καλύτερά μου. Αλλά έτσι είναι η αγάπη! Η δική μας αγάπη θα ξεπεράσει κι αυτό το πρόβλημα και θα είμαστε η μία στη ζωή της άλλης για πάντα. Δεν σ’ ευχαριστεί αυτό; Φτάνει πια με τις ζήλιες και τις προδοσίες· έλα να χτίσουμε μια φιλία βασισμένη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ελπίζω μια μέρα να συναντηθούμε σε ουδέτερο έδαφος, ελπίζω η κατανόηση να έχει σκεπάσει τον πόνο μας, ελπίζω να αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας. Περιμένω με ανυπομονησία και αφοσίωση την απάντησή σου».
Η σουπιά δεν απάντησε και η βασίλισσα της έγραψε κι άλλο γράμμα:
«Αγαπημένη μου σουπιά! Νομίζω πως τα λάθη που έχω κάνει είναι χιλιάδες. Πέρασα πολλές μέρες βυθισμένη στις σκέψεις μου, δίχως να τρώω, δίχως να πίνω αλκοόλ· και τώρα συνειδητοποιώ πόσο πολύ σε πίκρανα. Η αλήθεια είναι πως εσύ είσαι και το παρελθόν μου και το μέλλον μου. Μου λείπεις. Εύχομαι να μπορούσα να γλείψω τα πλοκάμια σου και να φιλήσω τον δροσερό μανδύα σου και να ταξιδέψουμε όπως κάναμε παλιά. Λυπάμαι πολύ για την αρκούδα. Η αρκούδα είναι όμορφη. Είναι κι αυτή ξεχωριστή με τον τρόπο της, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. Είναι ακόμα εδώ στο κάστρο αλλά όταν τη βλέπω με πιάνει μια λαχτάρα να γυρίσω και να τρέξω απ’ την άλλη. Μόνο εσένα θέλω, μικρό μου λαχανάκι. Όχι πως θέλω να σε φάω, βέβαια, χα-χα! Θέλω απλά να φωλιάσεις στο στομάχι μου για όλη την αιωνιότητα. Σε παρακαλώ γύρνα πίσω σε μένα. Γύρνα πίσω και θα σου ορκιστώ αιώνια πίστη. Ξέρω τώρα ότι αυτό έπρεπε να είχα κάνει εδώ και πολύ καιρό. Τι χαζή που ήμουν! Σε παρακαλώ, βοήθησέ με να πάψω να είμαι χαζή. Παντρέψου με. Κι όταν πεθάνουμε, τα κορμιά μας θα σκορπίσουν στα ουράνια σαν δίδυμοι αστερισμοί, η βασίλισσα και η σουπιά. Κανείς δεν θα είναι τόσο ευτυχισμένος όσο εμείς. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, γλυκιά μου, σ’ αγαπώ. Με αφοσίωση και ειλικρινή πίστη, η Βασίλισσά σου».
Λαβαίνοντας αυτό το τελευταίο γράμμα, η σουπιά βάλθηκε να γράψει την απάντησή της. Πέρασε πολλές ώρες αρχίζοντας και τσαλακώνοντας προσχέδια· κάποια της πήραν περισσότερη ώρα από άλλα. Στεναχωρήθηκε που ξόδεψε το μελάνι της για έναν τόσο εξαντλητικό και μάταιο σκοπό. Τελικά κατάφερε να γράψει δυο λόγια που την ικανοποιούσαν. Έστειλε το γράμμα της μ’ έναν αγγελιοφόρο και μετά πήγε σ’ έναν κοντινό αγρότη. Του έδωσε χρήματα κι αυτός της έδωσε ένα άλογο κι ένα γερό ασκί, που μπορούσε να κρεμαστεί πάνω στη σέλα. Η σουπιά καβάλησε το άλογο και αποχαιρέτησε την πόλη όπου τόσο είχε υποφέρει.
Όταν το γράμμα έφτασε στο παλάτι, η βασίλισσα το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια.
«Βασίλισσά μου», έλεγε το γράμμα, «τα λόγια σου είναι πολύ όμορφα. Όμως δεν μπορούν να κρύψουν το πολύ απλό γεγονός ότι έχω δει τον ζωολογικό σου κήπο».