Το σώμα ως πεδίο ταξικής και έμφυλης καταπίεσης / Με αφορμή το έργο του Εντουάρ Λουί
Κώστας Σαββόπουλος
*Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε για την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε με αφορμή το έργο του Εντουάρ Λουί στο Ύψιλον στις 2 Δεκεμβρίου 2022.
Την πρώτη φορά που έπιασα στα χέρια μου βιβλίο του Λουί, συγκεκριμένα το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου έπαθα ένα μικρό σοκ. Δεν είχα ξαναδιαβάσει στη ζωή μου μια τόσο καλή προσέγγιση γύρω από το πώς τέμνεται η αρρενωπότητα από την ταξική καταπίεση. Με ποιο τρόπο αμφότερες δυνάμεις υπακούν σε αυτό που ονομάζει ο Μπουρντιέ «αρχή διατήρησης της βίας», δηλαδή πως εκείνα τα υποκείμενα που βιώνουν συνεχώς μια βίαιη καταπίεση, δεν αντιλαμβάνονται τις αλυσίδες τους ώστε να τις αποτινάξουν αλλά αντίθετα εγκλωβίζονται σε έναν ατέρμονο κύκλο αναπαραγωγής αυτής της βίας στο εσωτερικό των κοινοτήτων τους.
Νομίζω πως οι ιστορίες που περιγράφει ο Λουί είναι ιστορίες που έχουν να κάνουν με την ευθύνη. Τουλάχιστον για μένα.
Εξετάζουν την έννοια της ευθύνης από διαφορετικές οπτικές γωνίες, από την οπτική γωνία του δρώντος υποκειμένου, δηλαδή εκείνου που όντως έχει την ευθύνη για κάτι, για την πράξη του, αλλά ταυτόχρονα εξετάζουν και την ευθύνη πολιτικά. Μέχρι ποιο σημείο, εμείς οι από κάτω, είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας, για τις επιλογές μας; Μέχρι πιο σημείο αυτή η ευθύνη αφορά εμάς; Μήπως αυτή η ευθύνη είναι μια εφεύρεση των από πάνω προκειμένου να βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην κύκλο της αρχής διατήρησης της βίας;
Εξηγεί εις βάθος, την αρκετά πολύπλοκη σχέση με τον πατέρα του, η οποία σε μεγάλο βαθμό τον όρισε και μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα αυτό που ανέφερα πριν, δηλαδή την διαπλοκή της αρρενωπότητας, ως μορφή καταπίεσης για αυτόν που την δέχεται αλλά και για αυτόν που την αναπαράγει (σαν ένα δίκοπο μαχαίρι δηλαδή) με την ταξική καταπίεση, δηλαδή με την ακραία φτώχεια.
Η ζωή όπως την περιγράφει στην Αλλενκούρ, είναι μια ζωή η οποία σε καταδικάζει σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, σχεδόν επιτελεστικά και έρχεται ως επιταγή γραμμένη πάνω σε πέτρα για να αποτελέσει την ταυτότητά σου. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η Μπάτλερ περιγράφει τη διαδικασία της επιτελεστικότητας στο φύλο έτσι και ο Λουί, περιγράφει την επιτελεστικότητα στην τάξη των υποτελών, των βιομηχανικών εργατών, εκείνων που δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσουν τους μπαμπάδες και τους παππούδες τους, σε μια ζωή αλκοολισμού, μια ζωή εξοντωτικής εργασίας και πάνω απ’ όλα μιας ζωή εξαναγκαστικής αρρενωπότητας ως μηχανισμό άμυνας, απέναντι στο κυρίαρχο, στην αστική αισθητική και ιδιοσυγκρασία, η οποία είναι πλήρως απομακρυσμένη από τον μόχθο, το φόβο της επιβίωσης και ως εκ τούτου, έχει αποκτήσει, στο μυαλό των κατοίκων της Αλλενκούρ (κυρίως όπως μαθαίνουμε μέσα από την αφήγηση του Λουί) τα χαρακτηριστικά ενός «ασθενέστερου φύλου», γι’ αυτό και τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με αυτήν (όχι στην πραγματικότητα βέβαια) αποτελούν γυναικεία ή «αδερφίστικα» γνωρίσματα, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Λουί (η συμμετοχή στη σχολική τάξη, το θέατρο, ο χορός, η ευγένεια, η καθαριότητα, η επιμέλεια κ.λπ.).
Ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον σημείο, που νομίζω πως χωράει πάλι στην κουβέντα γύρω από την επιτελεστικότητα, είναι η αδυναμία του σώματος να αυτονομηθεί από το μυαλό. Διαβάζουμε πως η προσπάθεια του Λουί, να γίνει «άντρας», να γίνει αρρενωπός, παρά τη σωστή της μεθοδολογία βρίσκει ένα τείχος το οποίο δεν μπορεί να ξεπεράσει και αυτό το σώμα, ή καλύτερα οι ενορμήσεις του σώματος. Όσο και αν προσπάθησε να ταιριάξει στον περίγυρο του, έμφυλα, να πείσει τους άλλους και τον εαυτό του πως του αρέσουν οι κοπέλες, πως είναι άντρας (κοινωνικά, όχι βιολογικά) το σώμα του τον πρόδιδε, με κάθε ευκαιρία.
Ομοίως, όταν αργότερα θα προσπαθούσε να αποτινάξει τη φτωχή εργατική του καταγωγή και να ταιριάξει στον τρόπο ζωής των παριζιάνων ή ευρωπαίων αστών, τότε πάλι το σώμα του αλλά κυρίως η συνείδηση θα ήταν αυτή που θα τον εμπόδισε να μπει στο «ρόλο» και θα του δημιουργούσε εμπόδια που τον απέτρεπαν από την ολική ενσωμάτωση (μάλλον καλύτερα κιόλας, αλλιώς ενδεχομένως να μην τον διαβάζαμε ποτέ).
Τα παραπάνω νομίζω πως έρχονται διαλεκτικά, να κουμπώσουν πάνω στο ζήτημα της ευθύνης, που τόσο επιμελώς και βιωματικά περιγράφει ο Λουί, για τον πατέρα του, τον αδερφό του, τον ξάδερφό του και τελικά για τον ίδιο.
Μέσα από αυτούς τους εξαναγκασμούς, αυτές τις αναγκαστικές επιτελέσεις, που συντελούνται σε μοριακό επίπεδο, πάντα με την ευθύνη και την καθοδήγηση των από πάνω, γεννιέται η ατομική ευθύνη των από τα κάτω.
Η ατομική ευθύνη που επιτάσσει πως ο εργάτης, ο φτωχός, ο ομοφυλόφιλος, ο μετανάστης είναι εκείνος που ευθύνεται για την κατάσταση της ζωής και έρχεται ο από πάνω, ο κάτοικος της ελίτ για να τον ταρακουνήσει και να τον βάλει στη θέση του.
Η σκηνή που περιγράφει στο Αλλαγή: μέθοδος, το τελευταίο βιβλίο, με τη γυναίκα που εκτελεί χρέη οικιακής βοηθού και υπηρέτριας, όπου τα αφεντικά της, ο νέος κοινωνικός κύκλος του Λουί, μιλούν για αυτή και την απροσεξία της σε τρίτο πρόσωπο, ενώ εκείνη στέκεται μπροστά τους, θυμίζει έντονα τις εικόνες όπου οι γονείς συζητάνε για το παιδί μπροστά του, καθώς εκείνο θεωρείται ανίκανο να συζητήσει αυτά που συζητάνε οι μεγάλοι, θεωρείται ανίκανο να λάβει αποφάσεις για τη ζωή του.
Είναι εκείνη η ευθύνη που χρησιμοποιείται ως τιμωρητικό μέσο, προκειμένου οι πολιτικοί, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι, να στερήσουν από τον πατέρα του Λουί τα επιδόματά του (ψίχουλα στην πραγματικότητα) επειδή δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να δουλέψει παραπάνω (ασχέτως που το σώμα του έχει τσακιστεί από χρόνια χειρωνακτικής και καταστροφικής για το σώμα και την ψυχή εργασίας).
Είναι εκείνη η ευθύνη που είναι σχεδιασμένη να κρατά συνεχώς τους από κάτω φυλακισμένους σε μια διαδικασία αναζήτησης της ευθύνης για το τι πήγε λάθος στη ζωή τους, για ποιο λόγο υποφέρουν, σε μια διαδικασία ανταλλαγής μεταξύ τους, ή στο εσωτερικό τους, στον εαυτό τους δηλαδή και ποτέ προς τα εκεί όπου υπάρχει πραγματικά ευθύνη, δηλαδή σε εκείνους που δημιουργούν και διαχειρίζονται πολιτικές οι οποίες δημιουργούν, συντηρούν και αναπαράγουν αυτή τη κατάσταση. Είναι η ευθύνη της οποίας η βαρύτητα αφορά αποκλειστικά και μόνο τους φτωχούς και τους αποκλεισμένους και ποτέ εκείνους που κάνουν την επιλογή γι’ αυτή την ευθύνη.
Η ευθύνη αυτή λειτουργεί και αποπροσανατολιστικά. Παρόλα αυτά και εκεί υπάρχει τρομερό ενδιαφέρον, ακόμα και παρά αυτό το μηχανισμό παραγωγής ευθύνης, οι άνθρωποι έχουν μέσα τους, τη βαθύτερη γνώση του ποιος φταίει.
Ο πατέρας του Λουί, παρά τα συνεχή παράπονα του για τους μαύρους, τους Άραβες, τους αριστερούς, ψέγει τον γιο του, όταν μαθαίνει πως αυτός είναι οργανωμένος στην αριστερά, όχι γιατί μισεί τελικά την αριστερά αλλά γιατί φοβάται για τον γιό του. Γιατί αναγνωρίζει ότι η τοποθέτησή του αυτή, τον βάζει σε κάποιου είδους στόχαστρο, ότι θα τον αποτρέψει από το να πετύχει στη ζωή του, γιατί η κοινωνία είναι έτσι φτιαγμένη ώστε εκείνοι που αγωνίζονται υποφέρουν.
Με τον ίδιο τρόπο που ο ξάδερφος του Εντουάρ, ένας λούμπεν προλετάριος, αναπαράγει τα ίδια πρότυπα με τον πατέρα του Εντουάρ, αλλά ταυτόχρονα πηγαίνει και γράφει με σπρέϋ «Γαμώ τους μπάτσους» (αυτολεξεί) ή αργότερα, όταν ειρωνεύεται τον ανακριτή.
Η μητέρα του, όταν έφτασε στο σημείο να αποκηρύξει τις επιλογές της μέχρι τότε και να σταματήσει να είναι δέσμια μιας κατάστασης η οποία της είχε επιβληθεί από εξωγενείς δυνάμεις, την ταξική της θέση και τον έμφυλό της ρόλο.
Νομίζω πως αυτή πάλι είναι μια παρόμοια συζήτηση, γύρω από μια κοινωνική ταυτότητα, η οποία προϋπάρχει από εμάς και εμείς ερχόμαστε να κουμπώσουμε σε αυτήν και γύρω από το τελικά τι υπάρχει μέσα, που έρχεται σε σύγκρουση με αυτή την ταυτότητα, όπως στο παράδειγμα με την προσαρμογή που αναφέρθηκε παραπάνω.
Το τελευταίο κομμάτι που θέλω να βάλω στην κουβέντα, είναι αυτό των αντιφάσεων, που νομίζω πως διαπερνά και τα προηγούμενα δύο. Όσο έχω εικόνα, νομίζω πως τα βιβλία του Λουί, όταν κυκλοφόρησαν, δέχτηκαν μια περίεργη κριτική από κάποιους κύκλους, πως είναι άδικα απέναντι στην εργατική τάξη, πως την παρουσιάζουν δίνοντας έμφαση στα συντηρητικά της χαρακτηριστικά και τη σπρώχνουν προς μια τάση της δεξιάς ή της ακροδεξιάς.
Νομίζω πως τα έργα του Λουί, είναι έργα που εστιάζουν στις αντιφάσεις που παράγονται μέσα στην κοινωνία, στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, της οποίας και αποτελεί σπλάχνο ο Λουί αλλά και στις αντιφάσεις στον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο του εργάτη, ως άτομο.
Οι αντιφάσεις αυτές δεν είναι εκεί για να στιγματίσουν την εργατική τάξη, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά για να αποδώσουν μια πραγματικότητα, την οποία πολλοί από την αριστερά και τους συνακόλουθους πολιτικούς χώρους, αγνοούν, γιατί θεωρούν πως το επαναστατικό υποκείμενο είναι αγγελικά πλασμένο. Όμως μια τέτοια βολονταριστική προσέγγιση, είναι καταστατικά αντιαριστερή και εχθρική προς τους καταπιεσμένους, γιατί κρύβει το πρόβλημα, κρύβει τις αφηγήσεις τους, κρύβει στην ουσία την πραγματικότητα.
Οι αντιφάσεις που περιγράφει ο Λουί, ο τρόπος που περιγράφει τους αγώνες, με έναν τρόπο –γιατί για πάλη πρόκειται– της μητέρας του και του πατέρα του αλλά και του ίδιου, μας υπενθυμίζει έναν από τους απαράβατους κανόνες της πολιτικής όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς. Και αυτός ο κανόνας λέει πως παλεύουμε για τη χειραφέτηση όλων των ανθρώπων, ασχέτως του πόσο κακά χαρακτηριστικά έχουν. Στεκόμαστε δίπλα σε εκείνους που υποφέρουν και δεν τους θεωρούμε υπεύθυνους, με όρους ατομικής ευθύνης όπως κάνουν οι από πάνω για τα προβλήματά τους. Στεκόμαστε μαζί τους, παρά τον προβληματικό χαρακτήρα τους, τα κακόβουλα πράγματα που μπορεί να λένε ή να κάνουν, γιατί γνωρίζουν σε τελική ανάλυση ποιος φταίει για την κατάστασή τους και το αρθρώνουν όταν βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο. Όπως κλείνει και ο Λουί, στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, ο πατέρας του του εξομολογείται τελικά, ο ίδιος εκείνος ο πατέρας που ήταν ομοφοβικός, ρατσιστής, αντιαριστερός, αντικομμουνιστής, τελικά Εντουάρ είχες δίκιο, αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια πραγματική επανάσταση.