Ο αποικιοκράτης χίπστερ – Προδημοσίευση

Γκρέγκορι Πιερρό

*Προδημοσίευση: Ο αποικιοκράτης χίπστερ, Γκρέγκορι Πιερρό
| Κυκλοφορεί στις 10 Ιουλίου.

Η σύντομη ιστορική ανασκόπηση του Λου Μπάρλοου και η εξύμνηση του «ίντυ ροκ» ήταν σε μεγάλο βαθμό και χλευασμός του είδους και των πρωταγωνιστών του, τη στιγμή ακριβώς που ο ίδιος ο Λου Μπάρλοου είχε αρχίσει να γίνεται ένας απ’ αυτούς. Κάπου μέσα στο δυνατό χαρμάνι αυτοσυνείδη­σης, αυτοαποτίμησης και αυτοϋποτίμησης που μας έδωσε το μικρό διαμάντι των Sebadoh, κρυβόταν επίσης το επερχόμενο τέρας. Ο Μπάρλοου γνώριζε καλά την απόλυτη λευκότητά του, την ανομολόγητη επιδίω­­­ξη του κουλ στην οποία στηρίζεται κάθε ποπ σκηνή και γνώριζε επίσης πως σε ένα όλο και πιο ασαφές ιδεο­λογικό επίπεδο αυτές οι τάσεις συμπλέουν αλλά και συγκρούονται με την πιθανότητα εμπορικής επιτυχίας. Εν προκειμένω απηχούσε μια επίγνωση όχι δική του, την επίγνωση ενός λευκού αγοριού δηλαδή, αλλά της μπασίστριας των Sonic Youth, Κιμ Γκόρντον.

Στην πορεία της μέχρι να γίνει το αιώνιο, απαστράπτον σύμβολο της γυναίκας χίπστερ, ακόμα και η Γκόρντον έπρεπε να μάθει. Το 1989, σε μια εποχή που η φήμη της ήταν σχετικά περιορισμένη, αλλά αποτελούσε ήδη το απόλυτο πρότυπο της αντικουλτούρας, της ζητήθηκε να πάρει συνέντευξη από το νέο τότε ίνδαλμα του χιπ χοπ LL Cool J για το περιοδικό SPIN. Όταν συνάντησε τον Cool James και τη χορευτική του ομάδα (μεταξύ άλλων και τη Ρόζι Πέρεζ) σε ένα στούντιο στο κέντρο της πόλης, η Γκόρντον, που αυτοπροσδιοριζόταν ως «σκαμ ρόκερ του Λόουερ Ιστ Σάιντ», ένιω­­­σε «πάρα πάρα πολύ άβολα» και πιθανώς λίγο σο­­­κα­­ρισμένη με τις προκλητικές χορευτικές κινήσεις που θε­­ώρησε «μάλλον χυδαίες παρά ερωτικές», μια ειρωνι­­κή απεικόνιση της υπερσεξουαλικοποιημένης αμερικάνικης κουλτούρας. Η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο σεξοβόμβες που προανήγγελλε ο πιασάρικος τίτλος του άρθρου δεν προκάλεσε καμία έκρηξη, αφού δεν κατάφεραν να συνομιλήσουν πραγμα­­τι­κά μεταξύ τους. «Doin’ it and doin’ it», όπως θα έλεγε ο LL Cool J. Δεν τα κατάφεραν τόσο καλά, αλλά δεν πειράζει: η Γκόρντον βρήκε ψαχνό για το άρθρο της, με­­­τατρέποντας μια αποτυχημένη συνάντηση σε μια παιχνιδιάρικη διερεύνηση του χάσματος ανάμεσα στη δική της λευκή γυναικεία πανκ έτζινες και στη μαύρη χιπ χοπ αρρενωπότητα του LL Cool J.

Το πραγματικό tour de force θα ερχόταν λίγο αργότερα, όταν η Γκόρντον θα συμπύκνωνε τη συνάντηση αυτή στο σινγκλ των Sonic Youth «Kool Thing» το 1990. Κλασικό δείγμα της δουλειάς της μπάντας στο απόγειό της, το τραγούδι αυτό αναμειγνύει ποπ δομή, πανκ χολή και αβανγκαρντίστικες δυσαρμονίες, ενώ οι στίχοι του ανατρέχουν στη σκηνή όπου η Γκόρντον κοιτάζει τον LL Cool J και κοροϊδεύει τη σοβαρή, εντυπωσιακή αρρενωπότητά του, με τη γελοία φιλελεύθε­ρη ζέση της και το εκκεντρικό άρωμα των ρατσιστικών και σεξιστικών κλισέ που απέπνεε η συζήτησή τους. Το βιντεοκλίπ που σκηνοθέτησε η Τάμρα Ντέι­βις έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη λεπτομέρεια, για όσους δεν καταλάβαιναν τα υπονοούμενα, εναλλάσ­­σοντας πλάνα της μπάντας, που έπαιζε σε φόντο από πεπιεσμέ­νο χαρτόνι, με μια ασπρόμαυρη φαντασίωση με την Γκόρντον και κάποιον που υποδυόταν τον LL Cool J. Η κατσουφιασμένη Κιμ χαϊδεύει γλυκά μια μαύρη γάτα (που παραπέμπει στο εξώφυλλο του δίσκου του LL Cool J, Walking with the Panther), φαντασιώνεται έναν ανώνυμο, αντικειμενοποιημένο μαύρο άντρα (το «Kool thing» του τίτλου) και σε όλο το βίντεο συχνά η εικόνα περιορί­­ζεται σε μέρη του σώματος –πρόσωπο, μάτια, στόμα, κορμός– με ιδιαίτερα κοντινά πλάνα. Του βγάζει την μπλούζα με τα δόντια της, γονατίζει για να του χαϊδέψει τα πόδια. Ο σημαιοφόρος του πολιτικού ραπ της δεκαετίας του ’80, ο Chuck D των Public Enemy, που εδώ αντικαθιστά τη φωνή του Cool James, παρεμβάλλει τσιτάτα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους. Σαν να επαναλαμβάνουν ένα διάλογο από αρτχάουζ ταινία της δεκαετίας του ’90 του αγαπημένου Χαλ Χάρτλεϋ, οι δύο φωνές φαίνεται να μιλούν όχι η μία στην άλλη, αλλά παράλληλα. Εκ των υστέρων, το «Kool Thing» παραμένει ένα εντυπωσιακό επίτευγμα αλχημεί­­ας, καθώς η Γκόρντον καταφέρνει να μετασχηματίσει την άχαρη συζήτησή της με τον LL Cool J σε ένα διαμαντάκι αυτοϋποτίμησης και κριτικής στην εμπορευματοποίηση. Είναι επίσης εξαιρετικά άβολο να το βλέπει κανείς, κάτι που ήταν αναμφισβήτητα και ένας από τους στόχους, και έτσι το βιντεοκλίπ αναδεικνύεται σε προπάτορα της χιπ ειρωνείας. Τελικά, το «Kool Thing» ήταν το δεύτερο σινγκλ των Sonic Youth από το πρώτο τους άλμπουμ σε μεγάλη δισκογραφική: μια νέα εποχή μόλις ξεκινούσε.

Μια ακόμα ιστορία για την Γκόρντον, από το σωτήριον έτος 2001. Ζούσα τότε στο (υπερτιμημένο) Παρίσι και ετοιμαζόμουν να πάρω το τραίνο για να επιστρέψω στη γενέτειρά μου στα ανατολικά σύνορα της Γαλλί­ας, όταν αντίκρισα ένα αποτρόπαιο θέαμα: γιγάντιες αφίσες κρεμασμένες από τα δοκάρια του σιδηροδρομικού σταθμού, αθλητές και μουσικοί που πόζαραν σοβαροφανείς στην κάμερα, και ανάμεσά τους η Κιμ Γκόρντον –που είχε πλέον γίνει η βασιλομήτωρ του χιπ­­στερισμού– και ο Tricky. Ήταν διαφημίσεις της Gap, η οποία είχε μόλις ανοίξει καταστήματα στο Λονδίνο και το Παρίσι. Δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για αυτή τη μάρκα μέχρι εκείνη τη στιγμή, και η κολεξιόν της με τα μέ­­­τρια παντελόνια και τα κολλεγιακά μπλουζάκια δεν με εντυπωσίαζε: στην πραγματικότητα, το μόνο ενδια­φέρον πράγμα σε αυτά τα ρούχα φαινόταν να είναι οι άν­­θρωποι που τα φορούσαν. Προκειμένου να αποκτήσει κάποια αναγνωρισιμότητα στη γηραιά Ευρώπη, η Gap είχε αποφασίσει να πλαισιώσει αυτήν τη διακριτική διαφημιστική καμπάνια με δωρεάν συναυλίες με μεγάλα ονόματα και στις δύο πόλεις. Το Gap Hi Fi Glo­­­bal Concert Tour, όπως ονομαζόταν, περιλάμβανε μια ενδιαφέρουσα σύνθεση: Tricky, Sonic Youth, Ikue Mori, DJ Olive, The Incredible Moses Leroy και ο Τζιμ Ο’Ρουρκ, όλοι τους έπαιζαν μια αρκετά απαιτητική μουσική, και ήταν ανερχόμενα αστέρια του μέινστρημ – ακόμη και ο πιο διάσημος, αναμφισβήτητα ο Tricky, δεν ήταν πολύ γνωστός· είχαν όμως αφενός αρκετή αναγνωρισιμότητα για να προσελκύσουν πλήθη και αφε­­­τέρου ήταν αρκετά έτζυ για να θέλουν να έρθουν να τους ακούσουν και οι γνώστες. Αυτό «το να το παί­­­­­­ζεις κουλ» ήταν τόσο ξεκάθαρα ο στόχος που, για όποιον γνώριζε και εκτιμούσε τη μουσική αυτών των καλ­­­λιτεχνών, το όλο θέαμα ήταν προσβλητικό. Η συ­­­­­­ναυλία ήταν δωρεάν, ΑΛΛΑ: τα εισιτήρια θα μοιράζο­­νταν με σειρά προτεραιότητας στο κωλομάγαζο της Gap. Για να πάρει κανείς το μαγικό χαρτάκι, έπρεπε να μπει σε αυτό το άντρο της καπιταλιστικής εξαχρείωσης.

Λοιπόν, αγαπητό αναγνωστικό κοινό, ίσως να λέει κάτι για τον ενάρετο νεαρό εαυτό μου το γεγονός ότι βρέθηκα σε δίλημμα. Όλα αυτά πριν το φέισ­μπουκ, όπως καταλαβαίνετε. Δεν ήταν ακόμα μέρος της καθημερινότητάς μας να χρησιμοποιούμε φαινομε­­νικά δωρεάν πράγματα που προορίζονται να εκμεταλλευτούν κομμάτια της ψυχής μας προς όφελος γιγάντι­­­ων πολυεθνικών εταιρειών. Όλο αυτό έμοιαζε σαν ένα βρώμικο κόλπο, ανέτρεπε τις ισορροπίες για τους λά­­­τρεις της μουσικής και τους αποθάρρυνε από το να κατακρίνουν τους καλλιτέχνες ότι «ξεπουλιούνται». Όχι, εδώ οι καλλιτέχνες ξεπουλούσαν τους θαυμαστές τους. Δεν είμαι σίγουρος τι νόμιζα ότι θα συνέβαινε αν πα­­­τούσα το πόδι μου μέσα σε ένα μαγαζί απ’ το οποίο διαφορετικά δεν θα περνούσα καν απέξω. Και ακριβώς αυτό ήταν το θέμα: μισούσα το γεγονός ότι με είχαν βάλει να κοιτάζω εμπορεύματα που δεν με ενδιέφεραν, επειδή είχαν χρησιμοποιήσει επιδέξια ανθρώπους που εκτιμούσα για τη μουσική τους. Δεν μου άρεσε να βλέπω την αύρα αυτών των μουσικών, που σαφώς με επηρέαζε, συνδεδεμένη με διάφορες αηδίες.

Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται αστειότητες εν έτει 2020, τώρα που κάθε πρωτοεμφανιζόμενος καλλι­­τέ­­­χνης έχει ήδη χορηγό, έστω και αν αυτός είναι η πλατφόρμα μέσα από την οποία ξεπετάχτηκε, πλήρως διαμορφωμένος, ως άλλη καπιταλιστική Αθηνά. Αλλά το λεγόμενο «μάρκετινγκ συνάφειας», όπου μια εταιρεία συνεργάζεται με ανθρώπους ή οργανώσεις με αφοσιωμένο κοινό προκειμένου να το προσελκύ­­σει στο προϊόν της, ήταν ακόμα κάτι σχετικά νέο για μέ­­­να, ή τέλος πάντων, κάτι που δεν είχα ξαναδεί να γίνεται τόσο ξεδιάντροπα. Δεν ήξερα ότι η χρήση πα­­­σί­­γνωστων τραγουδιών και μουσικών ήταν μια από τις πιο χαρακτηριστικές διαφημιστικές τακτικές της Gap. Η εταιρεία με σκοπό να αντισταθμίσει την απόλυ­­­τη μετριότητα των ρούχων της είχε επενδύσει τα προη­γού­­­μενα χρόνια στην ανάπτυξη διαφημίσεων με φα­­­ντα­­­σμαγορικές χορογραφίες που παρέπεμπαν σε κλα­­σικά μιούζικαλ, είτε σε έξυπνες διασκευές διάσημων και ευρέως αναγνωρίσιμων τραγουδιών με καλλιτέχνες, ηθοποιούς και μουσικούς να ξεφαντώνουν χα­­­ριτωμένα σε μονόχρωμα σκηνικά. Περιττό να πούμε ότι ούτε ο Tricky ούτε η Κιμ Γκόρντον ούτε ο Τζιμ Ο’Ρουρκ είχαν ποτέ εμφανιστεί σε τηλεοπτικές διαφη­­μί­­­σεις: η έτζινές τους έφτανε μέχρι τα περιοδικά και μάλιστα τα ευρωπαϊκά. Ήταν όλα τόσο προφανή και χο­­­ντροκομμένα που καταντούσαν προσβλητικά σε προσωπικό επίπεδο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Ίαν ΜακΚέι των Fugazi ρωτούσε στο «Merchandise», ένα οργισμένο ποστ-πανκ κομμάτι, ύμνο στον συνειδητό αντικαταναλωτισμό: «What could a businessman ever want more than to have us sucking in his store?» [Τι θα μπορούσε ένας επιχειρηματίας να θέλει περισσότερο απ’ το να ξερογλειφόμαστε μες στο μαγαζί του;»] Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά να που ήμουν εκεί, να στέκομαι αναποφάσιστος μπροστά στα στήθη της διαφήμισης.

Ποτέ δεν χρειάστηκε να αποφασίσω μεταξύ του να πράξω το ηθικά σωστό ή να σταθώ στην ουρά έξω από ένα κατάστημα Gap. Την παραμονή του προγραμματισμένου ταξιδιού του με τους Sonic Youth από τη Νέα Υόρ­­κη στο Παρίσι, ο Τζιμ Ο’Ρουρκ, μεταγραφή απ’ το Σι­­­κάγο και μελλοντικό πέμπτο μέλος του συγκροτήμα­­τος, βρισκόταν σε ένα στούντιο στην οδό Μάρεϊ στο Μανχάταν όταν άκουσε μια έκρηξη. Ένα αεροπλάνο είχε μόλις πέσει στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου τερματίζοντας οριστικά τον 20ό αιώνα. Ξαφνικά γίναμε όλοι Αμερικάνοι. Η συναυλία δεν έγινε ποτέ.

Σχετικά Άρθρα

Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της «Λάμψης» | Μαρκ Φίσερ

Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της «Λάμψης» | Μαρκ Φίσερ

Το κείμενο του Μαρκ Φίσερ «Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της Λάμψης» πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ k-punk του συγγραφέα στις 23 Ιανουαρίου 2006, ενώ αργότερα συμπεριλήφθηκε στην έκδοση Ghosts of My Life: Writings on Depression, Hauntology and Lost Futures (Zero Books, 2014). Μεταφράστηκε από τον Αλέξανδρο Παπαγεωργίου και ακούγεται ιδανικά με την συνοδεία του […]

Δείτε περισσότερα
Ο αποικιοκράτης χίπστερ – Προδημοσίευση

Ο αποικιοκράτης χίπστερ – Προδημοσίευση

Γκρέγκορι Πιερρό

*Προδημοσίευση: Ο αποικιοκράτης χίπστερ, Γκρέγκορι Πιερρό | Κυκλοφορεί στις 10 Ιουλίου. Η σύντομη ιστορική ανασκόπηση του Λου Μπάρλοου και η εξύμνηση του «ίντυ ροκ» ήταν σε μεγάλο βαθμό και χλευασμός του είδους και των πρωταγωνιστών του, τη στιγμή ακριβώς που ο ίδιος ο Λου Μπάρλοου είχε αρχίσει να γίνεται ένας απ’ αυτούς. Κάπου μέσα στο […]

Δείτε περισσότερα
Το Σπίτι των Ονείρων ως η Βασίλισσα και η Σουπιά

Το Σπίτι των Ονείρων ως η Βασίλισσα και η Σουπιά

απόσπασμα από το βιβλίο της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο Στο σπίτι των ονείρων (σελ. 292-296) Να μια ιστορία που την έμαθα από μια σουπιά: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια βασίλισσα που ήταν (πάλι) ολομόναχη. Κάλεσε, λοιπόν, όλους τους συμβούλους της, που με τη σειρά τους κάλεσαν όλα τα σημαντικά πρόσωπα της χώρας, για να […]

Δείτε περισσότερα