Μεταφράζοντας τον Μπίλλυ Μπαντ
Κώστας Σπαθαράκης
Θα ήθελα καταρχήν να πω δυο λόγια για την επιλογή αυτού του βιβλίου από τους αντίποδες, γιατί συνοψίζει κατά κάποιο τρόπο τη λογική με την οποία προσεγγίζουμε τη λογοτεχνία, αναζητώντας όχι απλώς τα κείμενα του κανόνα ή τα κείμενα που συνομιλούν με τον κανόνα, αλλά μια λογοτεχνία της ρήξης, τα σημεία τομής, εκεί όπου οι παλιές μορφές καταρρέουν αλλά δεν έχουν ακόμη αντικατασταθεί από καινούργιες στέρεες δομές. Στον Μπίλλυ Μπαντ αποτυπώνεται μια βαθιά ρήξη με την παραδοσιακή πεζογραφία. Δεν έχει σημασία αν αυτό γίνεται για λόγους που αφορούν τον ίδιο τον συγγραφέα, η τεθλασμένη πορεία του οποίου τον οδηγεί από τον εξωτισμό και το δημοφιλές θαλασσινό αφήγημα προς μια λογοτεχνία της εσωτερικότητας και της έντασης, εφοδιάζοντάς τον με κεντρικά πολιτικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Δεν έχει σημασία αν η ρήξη αυτή προέρχεται από λόγους ψυχολογικούς, από το γήρας ή την περιθωριοποίηση που βιώνει ο δημιουργός, όπως υπαινίσσεται ο Θοδωρής Δρίτσας στο εξαιρετικό επίμετρο που συνοδεύει τον Μπίλλυ Μπαντ. Δεν έχει καν σημασία η πρόσληψη αυτής της ρήξης, αν δηλαδή αποτέλεσε το έναυσμα ή το πρότυπο για μια λογοτεχνική στροφή, πράγμα που στην περίπτωση του Μπίλλυ Μπαντ είναι εκτός συζήτησης αφού το κείμενο δεν δημοσιεύτηκε παρά το 1924 και στην πραγματικότητα διαβάστηκε πολύ αργότερα, και κυρίως μεταπολεμικά.
Τα σημαντικά στοιχεία αυτής της ρήξης είναι η πυκνότητα του κειμένου, η μορφική του αυτοσυνείδηση και το φιλοσοφικό υπόβαθρο. Στην περίπτωση του Μπίλλυ Μπαντ, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα κείμενο η πυκνή ύφανση του οποίου δεν έχει προηγούμενο στην πεζογραφία του 19ου αιώνα, ένα κείμενο όπου η συγγραφική αυτοσυνείδηση είναι διαρκώς παρούσα και το πρόβλημα της μορφής εγκιβωτίζεται στην ίδια την αφήγηση, όπου οι έννοιες, η ιστορικότητα και ο αναστοχασμός δεν λειτουργούν ως πλαίσιο αλλά μετατρέπονται άμεσα σε λογοτεχνικά θέματα. Ο αφηγητής του Μπίλλυ Μπαντ, ένας άπιαστος και ωστόσο ενοχλητικά παρεκβατικός παρατηρητής, αναμετριέται διαρκώς με τον αναγνώστη του, τον οποίο ανοιχτά περιφρονεί – μπορεί να τον διδάσκει, όμως αρνείται πεισματικά να τον τέρψει με οτιδήποτε άλλο πέρα από τη διανοητική συγκίνηση. Ο μύθος της καθαρής μυθοπλασίας δεν έχει εδώ καμία θέση: «Η μορφική συμμετρία που μπορεί να επιτευχθεί στην καθαρή μυθοπλασία δεν επιτυγχάνεται τόσο εύκολα σε μια αφήγηση που επί της ουσίας αφορά λιγότερο το μύθο και περισσότερο το γεγονός. Η αλήθεια, όταν λέγεται χωρίς συμβιβασμούς, θα έχει πάντα τραχιές ακμές· έτσι η κατάληξη μιας τέτοιας αφήγησης ενδέχεται να είναι λιγότερο άρτια από ό,τι μια αρχιτεκτονική επίστεψη.»
Σε κάθε περίπτωση, ένας αναγνώστης που έχει περάσει αρκετά χρόνια με τον Ροβινσώνα Κρούσο με τον Ιούλιο Βερν και με τον Άρθουρ Γκόρντον Πυμ, ακόμη και ένας θαυμαστής του Μόμπυ Ντικ, μαθημένος σε καράβια και θάλασσες, άγριους ιθαγενείς και σκληροτράχηλους ναυτικούς, μακρινά νησιά και φάλαινες, βρίσκεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες μεσοπέλαγα, σε ένα χώρο τελείως ανοίκειο. Με δυο λόγια, αντί για οποιοδήποτε εξωτικό μέρος, o «Όμηρος του Ατλαντικού», όπως τον λέει ο Καρλ Σμιτ, βρίσκεται στη Μεσόγειο, στον κατεξοχήν τόπο της φιλοσοφίας, εδώ όπου «ο αέρας που περιέβαλλε τα πάντα γύρω, καθαρός και γαλήνιος, έμοιαζε με κομμάτι μάρμαρο που μόλις το γυάλισαν και στέκει ακόμα, κατάλευκο και λείο, στην αυλή του μαρμαρά.» Ας πούμε χονδρικά ότι από τη «ναυτική» αυτή ιστορία απουσιάζει πλήρως το κεντρικό στοιχείο της προσδοκίας του ιστορικού αναγνώστη: η φύση, που με τη μορφή της λευκής φάλαινας στοιχειώνει κάθε αναγνώστη του Μέλβιλ. Αυτή η μετατόπιση είναι μία μόνο από τις αμέτρητες που μας επιφυλάσσει ο Μέλβιλ, καθώς όλο του το κείμενο είναι κατά κάποιο τρόπο γραμμένο σαν ένα εκτεταμένο παρά προσδοκίαν σχήμα.
Και θα ήθελα εδώ να εξηγήσω λίγο από τη θέση του μεταφραστή πως αντιμετωπίσαμε το ναυτικό σύμπαν, το χώρο του ιστιοφόρου, την ορολογία και την ονοματολογία του, που είναι μεν απαραίτητες για την κατανόηση του κειμένου, σε καμία περίπτωση όμως δεν αποτελούν θέμα ή ουσιαστικό τμήμα της αφήγησης. Ο Μέλβιλ χειρίζεται με απλότητα και φυσικότητα τη ναυτική του γλώσσα, και εμείς προσπαθήσαμε, όσο είναι δυνατόν, να αποφύγουμε στη μετάφραση οποιοδήποτε ιδιωματικό στοιχείο, που θα προσέθετε μεν γραφικότητα αλλά θα κινδύνευε να στρέψει αλλού την προσοχή, να μας αποσπάσει από τη φωνή του αφηγητή και να μας επιστρέψει στον εξωτισμό της ναυτικής ιστορίας. Ωστόσο για να μεταφράσει κανείς πρέπει να κατανοήσει όσο γίνεται πιο καθαρά την τοπολογία και την ιεραρχία του ιστιοφόρου, τις θέσεις και την κίνηση πάνω σ’ αυτό. Δεν θέλω εδώ να διεκτραγωδήσω -όπως γίνεται συχνά- τα παθήματα των μεταφραστών, απλώς θα πω ότι χρειάστηκε αρκετή αυταπάρνηση για να κρεμαστούμε στα παραξάρτια, να μουδάρουμε κάποια πανιά και να σφίξουμε ορισμένες μπιγότες.
Αλλά ασφαλώς αυτή είναι μόνο η επιφάνεια του μεταφραστικού και υφολογικού προβλήματος που μας θέτει κάθε μοντέρνο κείμενο. Η αληθινή δυσκολία του Μπίλλυ Μπαντ είναι το ύφος του αφηγητή, οι διαρκείς αμφισημίες, οι υπαναχωρήσεις και οι διαψεύσεις, οι απουσίες του από κρίσιμα συμβάντα της αφήγησης, η άκρα επιμέλεια στην επιλογή κάθε λέξης, κάθε επιθέτου, κάθε μεταφοράς, ώστε να υπηρετούνται τα πολύπλοκα συστήματα μεταφορών και συμβολισμών που βρίσκονται στο υπόστρωμα της αφήγησης. Από το πολύπλοκο σύστημα των ιστορικών αναφορών, και από τις αστρονομικές και αστρολογικές διασυνδέσεις μέχρι τις χριστολογικές και βιβλικές αναφορές, η γλώσσα του Μπίλλυ Μπαντ μοιάζει με ένα κλειστό σύστημα αναφορών που καταδικάζει εξαρχής τον μεταφραστή στη γνωστή λύση της αμηχανίας που ονομάζεται υποσημείωση. Ένα από τα στοιχεία που είναι απόλυτα κομβικό αλλά σχεδόν αδύνατον να μεταφερθεί είναι η υπόρρητη σεξουαλική φόρτιση της γλώσσας του κειμένου, καθώς ο Μέλβιλ χρησιμοποιεί σκόπιμα κάθε πιθανή δισημία και κάθε μεταφορική δυνατότητα γράφοντας στην πραγματικότητα σε πολλά σημεία ένα διπλό, παράλληλο κείμενο. Αυτή η διττότητα του κειμένου, μέσα στην οποία κρύβεται σαν σε «ντουλάπα» η έκθεση και η διαχείριση της απόκρυφης ομοφυλόφιλης επιθυμίας που διαποτίζει όλο το έργο, επέτρεψε σε κριτικούς όπως η Σέτζγουικ και σε συνθέτες όπως ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν να διαβάσουν τον Μπίλλυ Μπαντ ως ένα καταστατικά μοντέρνο κείμενο και ως μία από τις σημαντικότερες μυθοπλαστικές πραγματεύσεις της ομοφυλοφιλίας. Επιχειρήσαμε να διασώσουμε εντός του κειμένου όσα περισσότερα τέτοια στοιχεία μπορούσαμε, αλλά το κατά πόσο τα καταφέραμε αρμόδιοι να το κρίνουν είναι ασφαλώς μόνο οι αναγνώστες.
Κι όμως ακόμα και αυτοί οι ναυτικοί ή ερωτικοί κόμποι του κειμένου μοιάζουν ασήμαντες λεπτομέρειες μπροστά στη θεματική ευρύτητα που επιτυγχάνει ο Μέλβιλ στη σύντομη αυτή νουβέλα: το πρόβλημα του κακού, η φύση και η νομιμοποίηση της εξουσίας, οι θεσμοί και οι νομικές διαδικασίες, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η ατομική εξέγερση και η επανάσταση, η θανατική ποινή, η σεξουαλικότητα και η επιθυμία, η ιστορία και ο ρόλος της ιστορικής προσωπικότητας, τέτοια είναι τα ζητήματα που εκτίθενται συνθετικά στον Μπίλλυ Μπαντ, και για τα οποία θα μας μιλήσουν ο Γιάννης Πίσσης και ο Γιώργος Σαγκριώτης. Και ακόμη ένα από τα κεντρικά ζητήματα του έργου είναι ασφαλώς η ίδια η λογοτεχνία, όχι αυτοαναφορικά, αλλά αναστοχαστικά: η μορφή της αφήγησης αποτελεί στον Μπίλλυ Μπαντ θέμα της ίδιας της αφήγησης.
Κι ωστόσο κι ωστόσο. Ένα από τα προβλήματα που επανέρχονταν στις συζητήσεις όσων συμμετείχαν στη διαδικασία της έκδοσης αυτού του βιβλίου ήταν η αδυναμία να πούμε οτιδήποτε γενικό για αυτό, να το περιγράψουμε συνοπτικά, να συμπυκνώσουμε τα νόημά του. Πέρα από την υποτυπώδη πλοκή, πλοκή ενός διηγήματος και μάλιστα με ελάχιστα περιστατικά, κυριαρχεί μια απόλυτη αμηχανία, που δεν δικαιολογείται για ένα βιβλίο αυτής της έκτασης. Ο κοινός τόπος θέλει κάθε καλλιτεχνικό αριστούργημα να είναι υπεράνω περιγραφής, πράγμα που αφενός δεν ισχύει και αφετέρου καλλιεργεί την αναγνωστική οκνηρία και την εννοιολογική παραίτηση. Αλλά είναι νομίζω φανερό πως στην περίπτωση του Μπίλλυ Μπαντ, μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε τον υπαίτιο αυτής της αμηχανίας μας: η δυσκολία του έργου είναι η κεντρική στρατηγική του συγγραφέα. Από την άποψη αυτή, αν και όχι μόνο, ο Μπίλλυ Μπαντ είναι όντως μια «εσωτερική αφήγηση».
Μπορούμε λοιπόν με ασφάλεια να πούμε ότι αποτελεί προνομιακό πεδίο για την έρευνα και την ερμηνεία. Και η ερμηνεία αυτή δεν πρέπει να έχει ως αντικείμενο τις «προεκτάσεις», τις εξωτερικές συνάψεις του έργου με ένα εξωλογοτεχνικό σύστημα νοήματος, ούτε καν με την ιστορία ή με τη φιλοσοφία. Η ερμηνεία αυτή στον Μπίλλυ Μπαντ είναι σχεδόν καταδικασμένη να είναι εμμενής, να περιορίζεται στα μορφικά όρια που έχει προδιαγράψει το κείμενο, να κλείνεται στις λέξεις του, να εγκλωβίζεται στον φαύλο κύκλο των αμφισημιών του, να ξαναδιαβάζει διαρκώς από την αρχή, χωρίς να χάνει στιγμή από τα μάτια της την τραγική διάσταση του ίδιου του έργου, όπως την υπογραμμίζει προγραμματικά ο ίδιος ο Μέλβιλ:
«Το πάθος, και μάλιστα το βαθύτερο πάθος, δεν είναι κάτι που χρειάζεται τη σκηνή του ανακτόρου για να παίξει το ρόλο του. Εκεί κάτω, ανάμεσα στους άθλιους που στέκονται όρθιοι στην πλατεία, ανάμεσα σε ζητιάνους και ρακοσυλλέκτες, επιτελείται κάποτε το πιο βαθύ πάθος. Και το μέτρο της δύναμής του δεν είναι οι περιστάσεις που το προκαλούν, που μπορεί να είναι ασήμαντες ή ταπεινές. Στην περίπτωσή μας, η σκηνή είναι το σφουγγαρισμένο κατάστρωμα των κανονιών ενός πολεμικού, και μια από τις εξωτερικές αφορμές είναι η σούπα που έχυσε ένας άντρας του πληρώματος.»
*Η εισήγηση του Κώστα Σπαθαράκη εκφωνήθηκε την Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου στην εκδήλωση για τον «Μπίλλυ Μπαντ» που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του 49ου Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο.