Η αφηγήτρια ταινιών: η μεγάλη απόδραση

Χαρά Παπαδάτου

Για το βιβλίο του Hernán Rivera Letelier, Η αφηγήτρια ταινιών. Μετάφραση: Λένα Φραγκοπούλου. Επίμετρο: Πάμπλο Νερούδα, Η πάμπα του νίτρου. Εκδόσεις Αντίποδες, Δ’ έκδοση, 2020.*

Χιλή, έρημος Ατακάμα. Σε ένα σχεδόν ερειπωμένο οικισμό κοντά στα ορυχεία νίτρου, ζει ένα κορίτσι με τους τέσσερις αδερφούς της και τον ανάπηρο πατέρα της. Μοναδική διαφυγή για την σκληρά εργαζόμενη εργατική τάξη του οικισμού αποτελεί ο κινηματογράφος. Πολλοί, ωστόσο, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να παρακολουθούν τις προβολές. Η Μαρία-Μαργαρίτα αναλαμβάνει να τις βλέπει κι έπειτα να τους τις αφηγείται. Τόσο η ίδια, όσο και το ακροατήριό της, καταφέρνουν έστω πρόσκαιρα να αποδράσουν, να χαθούν στις αφηγήσεις, ενίοτε να ανακατασκευάσουν μέσα από αυτές ένα δικό τους αφήγημα για την πραγματικότητα. Ποια είναι όμως η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτή την τάση φυγής; Πώς σχετίζεται με τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα; Και, εν τέλει, με τι όρους επιτυγχάνεται η απόδραση;

Τα σπίτια στον οικισμό μας […] αντικατόπτριζαν τέλεια τις τρεις κοινωνικές τάξεις: τα σπίτια από λαμαρίνες ήταν των εργατών, τα πλίθινα ήταν των υπαλλήλων και οι πολυτελείς βίλες των Γιάνκηδων.

Οι άμεσες αναφορές στις ταξικές διακρίσεις, όπως η παραπάνω, είναι σπάνιες στο βιβλίο. Ο Letelier προτιμά να σκιαγραφεί την ταξική καταπίεση, που δέχονται η πρωταγωνίστρια και η οικογένειά της μέσα από τις ωμές περιγραφές της καθημερινότητας. Το κοινό υπνοδωμάτιο των έξι ατόμων, το αυτοσχέδιο αναπηρικό καροτσάκι, τα λεφτά που μετά βίας φτάνουν για φαγητό και κρασί και το ετοιμόρροπο σπίτι αποτελούν μερικά μόνο από τα στοιχεία που προδίδουν την αντίξοη ζωή στην πάμπα. Πρόκειται για ένα μέρος με δεκαετίες αιματοβαμμένης ιστορίας, όπου χιλιάδες εργάτες έχουν τραυματιστεί ή χάσει τη ζωή τους δουλεύοντας στα ορυχεία, υπό συνθήκες επικίνδυνες σε βαθμό καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο πατέρας της οικογένειας, που βρίσκεται σε αναπηρικό καροτσάκι λόγω εργατικού ατυχήματος, αποτελεί ο ίδιος ένα από τα πολλά παραδείγματα των θυμάτων.

Μια πιο σαφής εικόνα για την πάμπα παρουσιάζεται στο επίμετρο, Η πάμπα του νίτρου, το οποίο συνιστά απόσπασμα από τη βιογραφία του Πάμπλο Νερούδα. Σε ένα μέρος άνυδρο και εγκαταλελειμμένο, όπου δεν έχει πέσει βροχή για εκατοντάδες χρόνια, οι εργάτες δουλεύουν στα ορυχεία νίτρου, που ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν με κατάρρευση, και υπό αυστηρή επίβλεψη, για μια αμοιβή που μετά βίας καλύπτει τις βασικές τους ανάγκες. Ο Νερούδα εξηγεί πως η θέα των συνθηκών αυτών αρκεί για να πολιτικοποιήσει κάποιον. Η περιγραφή του κλείνει με τη φράση:

Μπήκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής στις 15 Ιουλίου 1945.

Για την πρωταγωνίστρια, η καταπίεση είναι διπλή. Φέροντας την ταυτότητα της γυναίκας, δέχεται επιπλέον έμφυλες διακρίσεις, πέρα των ταξικών. Ωμές περιγραφές σεξουαλικής παρενόχλησης άλλων κοριτσιών στις αίθουσες του κινηματογράφου αποδεικνύουν τον βαθμό της εσωτερίκευσης σεξιστικών συμπεριφορών και αυτού που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ρητά ως κουλτούρα βιασμού. Η ακραία φτώχεια και η πατριαρχεία προαναγγέλλουν για τη Μαρία-Μαργαρίτα ένα μέλλον δυσοίωνο. Η ίδια, ωστόσο, έχει άλλα σχέδια για τον εαυτό της. Εκφράζει από νωρίς δυσαρέσκεια για το όνομά της:

[…] με βγάλανε Μαρία-Μαργαρίτα, ένα όνομα που εμένα, μα την αλήθεια, ποτέ δεν μου άρεσε: είχε κάτι πολύ πειθήνιο, πολύ συμβιβασμένο, πολύ υποταγμένο. Κι εγώ ήθελα να γίνω κάτι άλλο στη ζωή μου.

Καθώς αποκτά φήμη στο χωριό ως αφηγήτρια ταινιών, και όλο και περισσότεροι προτιμούν να ακούν τις αφηγήσεις παρά να παρακολουθούν τις ταινίες, υιοθετεί το ψευδώνυμο Σινεράιδα, αρχίζει να διαβάζει  κινηματογραφικά περιοδικά και να πηγαίνει στις προβολές. Αδιαφορεί για το αντρικό φύλο. Περιγράφει, μάλιστα, τη συμπεριφορά της ως μη στερεοτυπικά θηλυκή. Ταυτόχρονα εξιδανικεύει στο μυαλό της τη μητέρα της, η οποία έχει εγκαταλείψει την οικογένεια, και θέλει να αποδράσει, ακριβώς όπως εκείνη. Πρόκειται άλλωστε για το μοναδικό γυναικείο πρότυπο στη ζωή της. Η Σινεράιδα, λοιπόν, βρίσκει στον ρόλο της αφηγήτριας ταινιών τον εαυτό της. Πλάθει κάτι εξ’ ολοκλήρου δικό της και ασυμβίβαστο με τον ρόλο που ο περίγυρος προορίζει για μια γυναίκα της πάμπας.

Όσο ανέλπιστη είναι η επιτυχία της ως αφηγήτρια, άλλο τόσο ορμητική είναι η πτώση της. Μαζί με την εφηβεία, έρχεται η καταπίεση που συνοδεύει τις γυναίκες στο «νιτροχώρι», αλλά και ένα ιστορικό γεγονός: η έλευση της τηλεόρασης. Έτσι, η Σινεράιδα στερείται όχι μόνο την αυτοδιάθεση του σώματός της, αλλά και το επάγγελμά της, εφόσον κανείς πλέον δεν ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο, πόσο μάλλον για τις αφηγήσεις της. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, ο κίνδυνος της αστεγίας ελλοχεύει, καθώς η στοιχειώδης μέριμνα που καλύπτει τη στέγαση των εργατών των ορυχείων δεν προβλέπει τις ανάγκες των γυναικών του οικισμού.

Ταυτόχρονα  με την υποχρεωτική συμβίωση με τον διευθυντή και το τέλος της ως αφηγήτρια, έρχεται και η συνειδητοποίηση ότι όχι μόνο η ίδια δεν κατάφερε να αποδράσει από τη ζωή στο νιτροχώρι, αλλά ούτε και η μητέρα της. Η γυναίκα που η Σινεράιδα εξιδανίκευε τόσο καιρό, φαίνεται πως έκρυβε ένα παρελθόν παρόμοιο με τα όσα η πρωταγωνίστρια καλείται τώρα να αντιμετωπίσει. Πλέον είναι χορεύτρια σε έναν θίασο χωρίς κοινό. Ένα θέαμα «αξιοθρήνητο», όπως μεταφέρουν στη Σινεράιδα. Η τελευταία, καθώς ωριμάζει, αντιλαμβάνεται τους λόγους που ανάγκασαν τη μητέρα της να φύγει, αλλά και ότι η ζωή στην οποία κατέφυγε δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτή στο νιτροχώρι. Παρόλο, όμως, που το μέλλον της Σινεράιδας φαντάζει δυσοίωνο, η επαφή της με την αφήγηση και τον κινηματογράφο της δίνει τα μέσα για να το πλάσει, ή μάλλον για να το αντιμετωπίσει, όπως εκείνη θέλει.

Ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, είναι εμφανής η απογοήτευση της πρωταγωνίστριας από τις κοινωνικές νόρμες, από τις προσδοκίες του περίγυρού της για εκείνη, αλλά και από τις διάφορες μορφές καταπίεσης που υφίσταται. Η απογοήτευση αυτή σύντομα μετατρέπεται σε πηγαία ανάγκη για απόδραση, για απομάκρυνση δηλαδή από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται. Η προσπάθειά της να αποδράσει κυριολεκτικά από τη ζωή της στο νιτροχώρι μπορεί να είναι μάταιη, η Σινεράιδα όμως καταφέρνει να αποδράσει νοητά. Καταφέρνει να αντλήσει τις ιδέες και τις οπτικές γωνίες που της παρέχει ο κινηματογράφος, κι έτσι να υιοθετήσει η ίδια μια νέα οπτική.

Εκείνη την εποχή ανακάλυψα ότι σε όλους τους ανθρώπους αρέσουν οι ιστορίες. Θέλουν να ξεφύγουν για λίγο από την πραγματικότητα και να ζήσουν εκείνους τους φανταστικούς κόσμους των ταινιών, των ραδιοφωνικών σειρών, των μυθιστορημάτων.

Γιατί μπορεί κανείς να προτιμά να του αφηγούνται, παρά να βλέπει κάτι με τα ίδια του τα μάτια; Γιατί ακόμη και οι κάτοικοι που έχουν την οικονομική ευχέρεια να επισκεφτούν τον κινηματογράφο, προτιμούν να παρακολουθούν τη Σινεράιδα; Την απάντηση επιχειρεί ο Letelier να δώσει μέσα από το παράδειγμα των Εβραίων, που, όταν μεταφέρονταν με το τραίνο από τους Γερμανούς, επέλεγαν κάποιον να παρατηρεί και να αφηγείται τα όσα άφηναν πίσω τους. Ίσως ο κόσμος αποτελεί ένα κείμενο που δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί και ο κινηματογράφος, ή, ακόμα πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση του βιβλίου, η αφήγηση, έρχεται να τον ερμηνεύσει, να τον νοηματοδοτήσει. Η τέχνη της Σινεράιδας ως έκφραση, καθώς ως τέχνη βιώνουν και παρουσιάζουν τις αφηγήσεις η ίδια και οι γύρω της, φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά σε μια βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.

Η πρώτη επαφή της Σινεράιδας με την αφήγηση είναι έντονα φορτισμένη συναισθηματικά. Καθώς η πλοκή εκτυλίσσεται, κάθε κομβικό σημείο της ζωής των πρωταγωνιστών είναι συνυφασμένο με τις κινηματογραφικές αφηγήσεις. Οι προσπάθειες της αφηγήτριας να αισθανθεί κοντά στη μητέρα της, τα καταθλιπτικά επεισόδια του πατέρα και η σεξουαλική κακοποίηση που δέχεται η Σινεράιδα αποτελούν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Προς το τέλος της ιστορίας, είναι πλέον εμφανές ότι η πρωταγωνίστρια αντιμετωπίζει τον κόσμο πολύ διαφορετικά λόγω της εμπειρίας της ως αφηγήτρια, αλλά και χάρη στην εξερεύνηση του κινηματογραφικού κόσμου εν γένει. Το σινεμά την ακολουθεί και έξω από την αίθουσα.

Ο βιασμός της πρωταγωνίστριας, που αποτελεί κεντρικό σημείο της πλοκής και μια στροφή στην πορεία του χαρακτήρα της, συνοδεύεται από τα πρώτα δείγματα της νέας αυτής οπτικής που η Σινεράιδα πλάθει στο νου της. Πρόκειται για ένα μοτίβο που, από εκεί κι έπειτα, επαναλαμβάνεται όλο και συχνότερα, μέχρι που, εν τέλει, γίνεται κυρίαρχο. «Οι κινήσεις του μου θύμιζαν τις κινήσεις που έκαναν οι κακοί στις ταινίες», εξηγεί, καθώς θυμάται τον αδερφό της στην φυλακή. «Θα ‘λεγες πως αυτή την ταινία την έβλεπα δεύτερη φορά», διαπιστώνει σχετικά με τον θάνατο της μητέρας της. Σε κάθε τραυματικό γεγονός που βιώνει η Σινεράιδα, παρατηρείται μια ασυνείδητη τάση απόδρασης στον κινηματογραφικό κόσμο, ή μάλλον, μια προσαρμογή του κινηματογραφικού κόσμου στον πραγματικό και, εν τέλει, η δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας.

Οι ταυτίσεις που κάνει η Σινεράιδα, ή άλλοτε οι μεταφορές, λειτουργούν ως μηχανισμός άμυνας. Της επιτρέπουν να αντιμετωπίσει όσα της συμβαίνουν, αλλά και να τα κατανοήσει βαθύτερα. Ενδεχομένως, η μητέρα της, ως χορεύτρια, να έχει βρει μια αντίστοιχη διαφυγή, μέσα από τη δική της τέχνη. Με αυτό τον τρόπο, η πρωταγωνίστρια, αλλά και τα πρόσωπα που την περιβάλλουν, ανταπεξέρχονται στη ζωή που συνοδεύει τους κατοίκους ενός χωριού στα ορυχεία νίτρου.

Εγώ λέω πως η ζωή μπορεί κάλλιστα να είναι φτιαγμένη από τα υλικά των ταινιών. Όταν αφηγείσαι μια ταινία είναι σαν να αφηγείσαι ένα όνειρο. Όταν αφηγείσαι μια ζωή είναι σαν να αφηγείσαι ένα όνειρο ή μια ταινία.

Η Μαρία-Μαργαρίτα, λοιπόν, ή αλλιώς, Σινεράιδα, έχει την ανάγκη να αποδράσει από την κοινωνική της θέση, να γίνει «κάτι διαφορετικό». Πρόκειται για μια ανάγκη που συνδέεται άμεσα με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής, η οποία απεικονίζεται ρεαλιστικά από τον Letelier και αρκεί για να πολιτικοποιήσει. Αν και η Σινεράιδα δεν καταφέρνει να ξεφύγει από το νιτροχώρι, κατασκευάζει ένα δικό της αφήγημα και, μέσα από την τέχνη, επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με την πραγματικότητα, επιτυγχάνοντας, έτσι, μια διαφορετικού είδους απόδραση.

 

Βιβλιογραφία

Crenshaw, K. (1991). Mapping the Margins: Intersectionality, Identity Politics, and Violence against Women of Color. Stanford Law Review, 43(6), 1241-1299. doi:10.2307/1229039

Letelier, H. R. (2020). Η αφηγήτρια ταινιών (Μετάφραση  Λένα Φραγκοπούλου). Αθήνα: Αντίποδες. Δ’ έκδοση. (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2019).

Maurice, M. P. (1991). Αμφιβολία του Σεζάν. (Μετάφραση: Αλέκα Μουρίκη). Αθήνα: Νεφέλη.

Nietzche, F. (2018). Η γέννηση της τραγωδίας ή Ελληνισμός και απαισιοδοξία. (Μετάφραση: Χρήστος Μαρσέλλος). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Γ’ έκδοση. (Το πρωτότυπο εκδόθηκε το 1972).

 

* Η εργασία εκπονήθηκε από τη Χαρά Παπαδάτου στα πλαίσια του μαθήματος Εργαστήριο IV: Παραγωγή περιεχομένου ιστοσελίδας στο πεδίο των πολιτισμικών σπουδών του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.

Σχετικά Άρθρα

Ηλεκτρονικές φαρμακείες: Πόσο ασφαλείς είναι για τις αγορές σας

Ηλεκτρονικές φαρμακείες: Πόσο ασφαλείς είναι για τις αγορές σας

Ηλεκτρονικές φαρμακείες: Πόσο ασφαλείς είναι για τις αγορές σας Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και του διαδικτύου, οι ηλεκτρονικές φαρμακείες γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς. Πολλοί καταναλωτές επιλέγουν να Αγοράστε τώρα από την ηλεκτρονική μας φαρμακεία www.pharmacynatura.gr, καθώς προσφέρουν ευκολία και πολλές φορές καλύτερες τιμές. Αλλά πόσο ασφαλείς είναι πραγματικά αυτές οι διαδικτυακές αγορές; Ας […]

Δείτε περισσότερα
Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της «Λάμψης» | Μαρκ Φίσερ

Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της «Λάμψης» | Μαρκ Φίσερ

Το κείμενο του Μαρκ Φίσερ «Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της Λάμψης» πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ k-punk του συγγραφέα στις 23 Ιανουαρίου 2006, ενώ αργότερα συμπεριλήφθηκε στην έκδοση Ghosts of My Life: Writings on Depression, Hauntology and Lost Futures (Zero Books, 2014). Μεταφράστηκε από τον Αλέξανδρο Παπαγεωργίου και ακούγεται ιδανικά με την συνοδεία του […]

Δείτε περισσότερα
Ο αποικιοκράτης χίπστερ – Προδημοσίευση

Ο αποικιοκράτης χίπστερ – Προδημοσίευση

Γκρέγκορι Πιερρό

*Προδημοσίευση: Ο αποικιοκράτης χίπστερ, Γκρέγκορι Πιερρό | Κυκλοφορεί στις 10 Ιουλίου. Η σύντομη ιστορική ανασκόπηση του Λου Μπάρλοου και η εξύμνηση του «ίντυ ροκ» ήταν σε μεγάλο βαθμό και χλευασμός του είδους και των πρωταγωνιστών του, τη στιγμή ακριβώς που ο ίδιος ο Λου Μπάρλοου είχε αρχίσει να γίνεται ένας απ’ αυτούς. Κάπου μέσα στο […]

Δείτε περισσότερα