Για τον Μπίλλυ Μπαντ

Γιάννης Πίσσης

Για να είναι κατανοητά τα επόμενα, ας αφηγηθώ πρώτα με δυο λόγια την πλοκή, προπάντων για όσες και όσους και δεν έχουν ακόμη διαβάσει το βιβλίο. Δεν τους το χαλάω, καθώς, έτσι κι αλλιώς, δεν γίνονται πολλά πράγματα. Είναι μια «εσωτερική αφήγηση», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Είμαστε στο 1797, στους Πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Ωραίος Ναύτης Μπίλλυ Μπαντ στρατολογείται υποχρεωτικά στο πολεμικό πλοίο του Βρετανικού Ναυτικού Bellipotent (τον Πολεμοχαρή). Τον αποσπούν από το εμπορικό πλοίο RightsofMan (τα Δικαιώματα του Ανθρώπου), όπου όλοι τον λάτρευαν, ήταν το καμάρι τους. Ο Μπίλλυ είναι εντελώς αθώος, απονήρευτος. Γίνεται γενικά αποδεκτός και στο κατ’ αρχήν ανοίκειο νέο περιβάλλον. Ωστόσο, τον «έχει βάλει στο μάτι» (56) ο οπλονόμος του πολεμικού –δηλαδή ένας κατώτερος αξιωματικός, κάτι σαν αστυνομικός του πλοίου–, ο Κλάγκαρτ. Αυτός είναι σε θέση να αναγνωρίσει το «ηθικό φαινόμενο» (68) που συνιστά ο Μπίλλυ, αλλά ας πούμε ότι το απεχθάνεται. Εντέλει, ο Κλάγκαρτ καταγγέλλει ψευδώς στον καπετάνιο του πλοίου, τον πλοίαρχο Βίερ, ότι ο Μπίλλυ οργανώνει στάση, ανταρσία. Έχουν προηγηθεί λίγους μήνες πριν δύο εξεγέρσεις στον βρετανικό στόλο, καθώς βέβαια φυσά ο σχετικός, επαναστατικός, άνεμος από τη Γαλλία. Η συγκυρία είναι, επομένως, δύσκολη. Ο πλοίαρχος Βίερ, ενώ μετρά σωστά τον Κλάγκαρτ και την καταγγελία του, καλεί τους δυο κρυφά στην καμπίνα του, για να λύσει εκεί το θέμα. Εδώ πυκνώνει η αφήγηση. Ο Μπίλλυ καλείται να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη, υπό πίεση τραυλίζει. Απαντά στις εξωφρενικές κατηγορίες με ένα χτύπημα και ο Κλάγκαρτ πέφτει ξερός, πεθαίνει. Ο πλοίαρχος συγκαλεί έκτακτο ναυτοδικείο, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει ένα ηθικό δίλημμα. Η αθωότητα και η ενοχή έχουν αλλάξει πλευρές, μας λέει ο Μέλβιλ (βλ. 111). Ο Μπαντ –ο δράστης– είναι κατ’ ουσίαν αθώος, ο Κλάγκαρτ –το θύμα– ένοχος. Αλλά η πράξη του Μπίλλυ, να χτυπήσει έναν ανώτερο αξιωματικό, ανεξάρτητα κι από το ότι αυτός πέθανε, σύμφωνα με τα Άρθρα του Πολέμου τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών. Πράγματι, ο Μπίλλυ καταδικάζεται και απαγχονίζεται. Τα τελευταία του λόγια είναι: «Ο Θεός να ευλογεί τον καπετάνιο Βίερ!» (146). Τα λόγια αυτά επαναλαμβάνει, σαν μηχανικά, το πλήρωμα και την παγωμάρα ακολουθεί ένα σούσουρο∙ η δυσαρέσκεια μοιάζει έτοιμη να ξεσπάσει, αλλά με επιδέξιο χειρισμό του καπετάνιου οι ναύτες διαλύονται και επιστρέφουν στις δουλειές τους. Αυτή είναι η ιστορία. Η νουβέλα έχει τρεις σύντομους επιλόγους: Λίγο μετά τα γεγονότα της αφήγησης, το Bellipotent συναντά το γαλλικό πλοίο Athée (ο Άθεος – τα ονόματα των πλοίων είναι, βέβαια, όλα σημαδιακά), στη ναυμαχία ο πλοίαρχος σκοτώνεται και τα τελευταία του λόγια είναι «Μπίλλυ Μπαντ, Μπίλλυ Μπαντ», όχι με τύψεις (158). Βλέπουμε ακόμη πώς αποτυπώθηκαν τα γεγονότα σε ναυτική εφημερίδα της εποχής: ο στασιαστής και εγκληματίας Μπίλλυ Μπαντ μαχαίρωσε εκείνον που τον ξεσκέπασε. Εκτελέστηκε και πλέον τίποτε δεν διασαλεύει την τάξη στο πλοίο. Τέλος, βλέπουμε πώς έμεινε ο Μπίλλυ στη συλλογική μνήμη των συντρόφων του, μάλλον ως ήρωας μιας συνειδητής πράξης αντίστασης.

Η σύντομη νουβέλα είναι πολύ πλούσια. Η λογοτεχνική μορφή της είναι οπωσδήποτε ιδιαίτερη, αλλά δεν θα πω κάτι γι’ αυτήν. Θα πει ο Γιώργος Σαγκριώτης. Θα σταθώ στο ηθικό δίλημμα, το οποίο επιλύει ο πλοίαρχος Βίερ. Το επιλύει αντιπαραθέτοντας (α) το Νόμο στη Φύση, το νόμο της Αυτού Μεγαλειότητος στη «φυσική δικαιοσύνη» (122), στο κοινό αίσθημα του δικαίου, και (β) επικαλούμενος τη συγκυρία με το φόβο της εξέγερσης, η οποία απαιτεί να δείξουν οι αξιωματικοί πυγμή. Πώς θα αποτιμήσουμε αυτή την επίλυση του διλήμματος και τον πλοίαρχο Βίερ; Εδώ διχάζονται οι ερμηνείες του έργου. Είστε υπέρ ή κατά; Ποιος είναι ο πλοίαρχος Βίερ; Είναι ο ήρωας ή ο κακός της ιστορίας; Είναι ο καπετάνιος που στο πλοίο του συναπαντήθηκαν το απόλυτο ή αγγελικό καλό με το διαβολικό κακό, η σύγκρουσή τους είχε αναπόφευκτα τραγική κατάληξη και εκείνος αναλαμβάνει την ευθύνη να διαχειριστεί την τραγική έκβαση και να την οδηγήσει στη μόνη δυνατή συμφιλίωση και κάθαρση («Ο Θεός να ευλογεί τον καπετάνιο Βίερ»!); Ή είναι ο άνθρωπος που στέλνει το καλό παιδί στην αγχόνη; Ποιο είναι το μήνυμα του έργου; Είναι ένα μήνυμα αποδοχής; Αποδοχής του τραγικού διχασμού μεταξύ Νόμου και Φύσης και αποδοχής του πολιτικού credo του Βίερ, της αντεπαναστατικής πεποίθησης ότι «[γ]ια τους ανθρώπους […] οι μορφές, οι μορφές που υπακούουν σ’ ένα ρυθμό, είναι το παν» (154) και, αν καταρρεύσουν οι μορφές, εν ονόματι κάποιου υπερβατικού ιδεώδους δικαιοσύνης, τίποτε καλό δεν θα βγει; Ή είναι ένα μήνυμα ειρωνείας απέναντι σε αυτά και αντίστασης; «Ο Μπίλλυ Μπαντ μεταξύ αποδοχής και αντίστασης» επιγράφεται το θαυμάσιο –ιδιαίτερα κατατοπιστικό– επίμετρο του Θοδωρή Δρίτσα.

Κάποιες σκέψεις γύρω από αυτό τον άξονα θα εκθέσω κι εγώ. Πρώτα από όλα, είναι πράγματι αναπόφευκτη η τραγική κατάληξη; Θα έλεγα ότι οι χειρισμοί του Βίερ είναι από την αρχή ως το τέλος μοιραίοι, δηλαδή καθοριστικοί. Οι χειρισμοί του οδηγούν στο θάνατο του Κλάγκαρτ: Ο Βίερ αποφασίζει παράτυπα να φέρει τους δυο στην κατά πρόσωπο αντιπαράσταση στην καμπίνα του και εκεί δεν είναι καθόλου αμέτοχος στον πανικό του Μπίλλυ. Δεν περιμένει, βέβαια, αυτό που θα συμβεί. Αλλά και μετά το φόνο δεν είναι τα χέρια του δεμένα. Πέρα που, καθώς είναι ο μόνος μάρτυρας, θα μπορούσε ακόμη και να συγκαλύψει το φόνο, ο δρόμος που ακολουθεί δεν είναι ο προβλεπόμενος. By the book θα ήταν να κρατηθεί ο Μπίλλυ και να δικαστεί όταν έρθει η ώρα, στη στεριά από ναυτοδικείο. Ο Βίερ τι κάνει; Συγκαλεί αμέσως έκτακτο ναυτοδικείο και ορίζει ο ίδιος ανάμεσα στους αξιωματικούς του τα μέλη του δικαστηρίου με κριτήριο να είναι του χεριού του, να μην είναι οξυδερκείς (βλ. 114). Ο Βίερ παρίσταται στη συνεδρίαση, όπου πρώτα καταθέτει ως μοναδικός μάρτυρας και μετά αποτρέπει τον Μπίλλυ από το να μιλήσει: «Σε πιστεύω, άνθρωπέ μου» (115) ότι δεν οργάνωνες ανταρσία και αρκεί αυτό (βλέπουμε πώς τον χειραγωγεί∙ ίσως αντίστοιχα και στην τελευταία συνάντησή τους μετά την καταδίκη και πριν την εκτέλεση, που το περιεχόμενό της μένει κρυφό από μας). Στη συνέχεια, ο Βίερ εκφωνεί μια μακροσκελή ομιλία και υπαγορεύει στους δικαστές την απόφασή τους – ενώ στέκεται πάντα από την προσήνεμη μεριά, που, όπως γέρνει το πλοίο στον άνεμο, είναι πιο ψηλά, ώστε να είναι συνεχώς σαφές ποιος είναι ο καπετάνιος. Τέλος, για να πατάξει τις αμφιβολίες τους, επικαλείται το Νόμο περί Ανταρσίας, που είναι άσχετος με την υπόθεση. Είναι μια παρωδία δίκης, από όπου και αν το πιάσει κανείς. Ενδεχομένως, δικαιώνεται από το αποτέλεσμα. Ο Βίερ είναι ίσως ήρωας επειδή ακριβώς σηκώνει ένα βάρος πέρα από την τυπική δικαιοδοσία του. Ή «ίσως τελικά να είχε υποκύψει στο πιο μυστικό απ’ όλα τα πάθη, τη φιλοδοξία», όπως μας λέει ο Μέλβιλ (157).

Γιατί ο Βίερ ενεργεί όπως ενεργεί; Το τελικό επιχείρημα με το οποίο πείθει τους αξιωματικούς του, με το οποίο πείθει το δικαστήριο, είναι ο φόβος της ανταρσίας: οι συνθήκες απαιτούν πυγμή. Ωστόσο, αν το κριτήριο είναι πράγματι οι πρακτικές συνέπειες, τότε θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί και ανάποδα. Θα μπορούσε, δηλαδή, κάποιος να σκεφτεί ότι σε αυτή τη συγκυρία η τέτοια επίδειξη πυγμής θα προκαλέσει τους άνδρες, ίσως να ανάψει το φιτίλι της εξέγερσης, όπως παραλίγο να γίνει εντέλει. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ο Βίερ δεν αντιμετωπίζει το ηθικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι αξιωματικοί του, δεν ζυγίζει μαζί τους τα υπέρ και τα κατά, δεν καταλήγει στο τέλος σε μια κρίση. Έχει λάβει την απόφασή του πριν ακόμη αρχίσει η δίκη. Ο Μέλβιλ μάς πληροφορεί ότι ο Βίερ δίνει αυτή την εντύπωση στη διάρκεια της δίκης (βλ. 118). Αλλά ο Μέλβιλ μάς δείχνει επίσης τη στιγμή κατά την οποία ο Βίερ σχηματίζει την κρίση του. Είναι στην καμπίνα του, όταν έχει φωνάξει το γιατρό του πλοίου να διαπιστώσει το θάνατο του Κλάγκαρτ, και αναφωνεί: «Είναι η θεία δίκη επί του Ανανία! […] Τον έριξε νεκρό άγγελος Κυρίου! Κι όμως ο άγγελος πρέπει να κρεμαστεί!» (106-7). Από εκεί και πέρα, ο Βίερ κάνει ό,τι χρειάζεται ώστε πράγματι ο άγγελος να κρεμαστεί. Μένει σε αυτό, με θρησκευτικό φανατισμό, θα έλεγα: Ο Μπίλλυ πρέπει να πεθάνει για να άρει τις αμαρτίες του Κλάγκαρτ και όλων. Ο γιατρός θεωρεί ότι ο καπετάνιος τρελάθηκε και ότι έτσι εξηγείται και η σπουδή του να συγκαλέσει έκτακτο ναυτοδικείο. Ο Μέλβιλ μάς καλεί να κρίνουμε μόνοι μας «αν και σε ποιο βαθμό ο Βίερ είχε πέσει θύμα κάποιας παρεκτροπής του νου» και μας λέει ότι είναι δυσδιάκριτο το όριο ανάμεσα στη «λογική» και την «παραφροσύνη» (110). Νομίζω ότι οφείλουμε να καταλάβουμε την «παραφροσύνη» του Βίερ, αν όντως είναι τέτοια, σε σχέση και σε αντίστιξη με την «παραφροσύνη» του Κλάγκαρτ, για την οποία επίσης μας μιλά ο Μέλβιλ (64). Με ποια έννοια είναι παράφρονες ο ένας και ο άλλος; Αυτό θα επιχειρήσω να εξηγήσω.

Αν ο Μπίλλυ Μπαντ είναι ένας Χριστός –όπως πολλά δείχνουν–, ο Βίερ είναι βέβαια ένας Πιλάτος, αλλά ένας Πιλάτος από πεποίθηση ή από ιδεολογία: Ο Μπίλλυ πρέπει να πεθάνει. Κι αν ο άλλος Πιλάτος ρωτά κυνικά «τι εστίν αλήθεια;», αυτός ο Πιλάτος στο πιο καίριο σημείο της αγόρευσής του δηλώνει αποφασιστικά ότι το δικαστήριό του δεν οφείλει να κρίνει την αλήθεια για την αθωότητα ή την ενοχή. Κοιτά μόνο την πρόσοψη. Οφείλει μόνο να υπαγάγει την πράξη στο σχετικό άρθρο: Χτύπησε ανώτερο αξιωματικό, άρα θα κρεμαστεί. Ιδού το σημείο:

Αν, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ελαφρυντική περίσταση, είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε το θάνατο του οπλονόμου ως μια πράξη του κατηγορουμένου, τότε η πράξη αυτή αποτελεί βαρύτατο έγκλημα το οποίο τιμωρείται με θάνατο. Στη φυσική δικαιοσύνη όμως λαμβάνουμε άραγε υπόψη μόνο την προφανή πράξη του κατηγορουμένου και τίποτε άλλο; Πώς μπορούμε να καταδικάσουμε με συνοπτικές διαδικασίες σε ατιμωτικό θάνατο έναν συνάνθρωπό μας που είναι αθώος ενώπιον του Θεού, και που κι εμείς διαισθανόμαστε πως είναι αθώος; –Περιέγραψα καλά το πρόβλημα; Συγκατανεύετε λυπημένοι. Ε, λοιπόν, κι εγώ το ίδιο νιώθω, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Αυτή είναι η Φύση. Όμως τούτα δω τα κουμπιά της στολής μας μαρτυρούν άραγε την υποταγή μας στη Φύση; Όχι, μαρτυρούν την υποταγή μας στο βασιλιά. Μπορεί ο ωκεανός, που είναι φύση αρχέγονη και απαραβίαστη, μπορεί αυτό να είναι το στοιχείο που κινούμαστε και υπάρχουμε ως ναυτικοί∙ αλλά το καθήκον μας ως αξιωματικών του βασιλιά ανήκει άραγε σε μια σφαίρα εξίσου φυσική; Καθόλου δεν ισχύει αυτό, αφού όταν αναλαμβάνουμε τη θέση του αξιωματικού παύουμε, ως προς τα πιο ουσιώδη στοιχεία, να πράττουμε φυσικά κι ελεύθερα. […] Ας υποθέσουμε πως η παρούσα διαδικασία καταλήγει σε καταδίκη. Θα ήμασταν άραγε στ’ αλήθεια εμείς οι ίδιοι που θα καταδικάζαμε ή ο στρατιωτικός νόμος που θα ενεργούσε μέσω ημών;» (122-3)

Ο νόμος του βασιλιά, λοιπόν, απέναντι στη Φύση. Όμως, τι σημαίνει εδώ Φύση; Αν κρίναμε «φυσικά κι ελεύθερα», στο φως του κοινού ανθρώπινου Λόγου, δεν θα στέλναμε το παλικάρι στην αγχόνη. Αλλά αυτή η κρίση του Λόγου είναι τάχα φύση όπως είναι φύση ο βουβός ωκεανός. Επομένως, δεν μπορούμε να παραδοθούμε σε αυτήν ή έστω να τη βάλουμε στο λογαριασμό, να προσπαθήσουμε να τη συνταιριάξουμε με το καθήκον που έχουμε ως αξιωματικοί του βασιλιά. Πρέπει να μείνει απέξω. Είναι τερατώδες αυτό που λέει ο Βίερ. Αυτή είναι η παραφροσύνη του. Μπορούμε να την περιγράψουμε όπως περιγράφει ο Μέλβιλ την παραφροσύνη του Κλάγκαρτ: αρνείται το «νόμο του Λόγου» (the law of reason) και χρησιμοποιεί τον Λόγο «ως […] εργαλείο για να πραγματώσει το παράλογο» (64), δηλαδή για να πείσει τους αξιωματικούς του να στείλουν τον Μπίλλυ στην αγχόνη. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Κλάγκαρτ και τον Βίερ; Η παραφροσύνη του Κλάγκαρτ περιγράφεται ως μια «κατά φύση διαστροφή», μια φυσική διαστροφή, με την έννοια ότι είναι «έμφυτη» (64). Στα βάθη της ψυχής του γεννιέται ο κακός σκοπός, να καταστρέψει τον Μπίλλυ εν προκειμένω, και αυτός ο σκοπός καθορίζει τις πράξεις του, κόντρα στις επιταγές του Λόγου. Είναι, θα έλεγα, με μια έννοια τετριμμένη η κακία του Κλάγκαρτ. Η διαστροφή του Βίερ, από την άλλη, αν δικαιούμαι να την πω έτσι, είναι πιο τρομακτική. Είναι βέβαια επίκτητη. Ο Βίερ είναι ένας έντιμος, ενάρετος άνθρωπος, ανιδιοτελής, ο οποίος όμως έχει υποτάξει, όπως το θέτει ο ίδιος, τη δική του «ατομική συνείδηση» στην «αυτοκρατορική συνείδηση» (124). Απωθεί τη συνείδησή του (τον Λόγο)  ως ένα κομμάτι φύση που δεν υπακούει στις ισχύουσες μορφές και στο ρυθμό τους. Αν η διαστροφή του Κλάγκαρτ είναι κατά φύση, εκείνη του Βίερ είναι παρά φύση.

Αμέσως μετά από το κομμάτι που παρέθεσα, ο Βίερ στην ομιλία του αντιπαραθέτει την «ψυχραιμία του νου» στη «θέρμη της καρδιάς» και στη «συμπόνια» (123). Το δίπολο είναι καθοριστικό σε ορισμένες ερμηνείες, με διαφορετικά πρόσημα. Η Χάνα Άρεντ αποθεώνει τον Βίερ επειδή απορρίπτει τη συμπόνια και προτάσσει τάχα γενικούς νόμους, δηλαδή κανόνες που διασφαλίζουν την ελευθερία.[1] Αναρωτιέται, βέβαια, κανείς: ποια ελευθερία; Από την άλλη, στην ταινία του Πίτερ Ουστίνοφ, για παράδειγμα, καλούμαστε να πάρουμε το μέρος της καρδιάς απέναντι στον ψυχρό ορθολογισμό του Βίερ. Νομίζω ότι  το δίπολο νους/καρδιά είναι παραπλανητικό. Ο Βίερ χρησιμοποιεί το επιχείρημα για τις εντυπώσεις∙ καλεί τους αξιωματικούς του να μην υποκύψουν στην καρδιά που είναι «το θηλυκό στοιχείο του άνδρα» (124). Ωστόσο, το επιχείρημα δεν έχει κεντρική θέση. Άλλωστε, το παίρνει αμέσως πίσω, λέγοντας κατά βάση: ‘Θα μου πείτε, δεν είναι η καρδιά χωρίς σκέψη, είναι η συνείδηση. Ε, ως αξιωματικοί απαγορεύεται να έχουμε συνείδηση’. Ή, ενώ τους έχει καλέσει να σκεφτούν πόσο ανήκουστο θα ήταν αν ένας δικαστής στη στεριά δίσταζε να εφαρμόσει το νόμο από συμπόνια, αμέσως ομολογεί ότι οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο θα λάμβανε υπόψη του τις ελαφρυντικές περιστάσεις, θα εξέταζε την πρόθεση του δράστη κοκ. (125). Θεωρώ, λοιπόν, ότι είναι παραπλανητικό το δίπολο, γιατί η ιδιαίτερη υφή της υπόθεσης, το ηθικό δίλημμα των δικαστών, είναι ότι αναγνωρίζουν την «ουσιαστική αθωότητα» (142) του Μπαντ και καλούνται να αποφασίσουν παραμερίζοντας τη φυσική και ελεύθερη κρίση τους. Όχι παραμερίζοντας τη συμπόνια, όπως θα έπρεπε να κάνουν και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όπου πάλι δεν θα χαίρονταν να επιβάλλουν τις αυστηρές ποινές του κώδικα, ή και την εσχάτη των ποινών, για τα διάφορα παραπτώματα των ναυτών.

Σε κάποιες αναγνώσεις, ο πλοίαρχος Βίερ προβάλλει ως ανταγωνιστής των δύο μυθικών οντοτήτων, του απόλυτου καλού και του απόλυτου κακού, που προσωποποιούν ο Μπίλλυ Μπαντ και ο Κλάγκαρτ, και που απειλούν να τινάξουν το πλοίο στον αέρα. Ο Βίερ, δηλαδή, φαίνεται να κινείται με σύνεση εντός των ιστορικών συνθηκών και να οδηγεί το καράβι του, ανάμεσα από τα δύο τέρατα, σε ασφαλή νερά.[2] Νομίζω, όμως, ότι ο Βίερ δεν δείχνει καμία σύνεση, παρά μόνο πυγμή. Αυτό είναι, άλλωστε, το ηρωικό στοιχείο πάνω του. Δεν επιχειρεί κανέναν συμβιβασμό. Εφαρμόζει άτεγκτα τον στρατιωτικό νόμο, αφαιρώντας κάθε άλλη σκέψη και χωρίς υπολογισμούς. Οπωσδήποτε,  ο χειρισμός του θα μπορούσε να πάει στραβά. Από την άλλη, δικαιούμαστε να δυσπιστούμε απέναντι στη μυθική εικόνα για τους άλλους δυο πρωταγωνιστές, τον Κλάγκαρτ και τον Μπίλλυ Μπαντ, το διαβολικό κακό και το αγγελικό καλό. Με αυτό τον τρόπο τούς ερμηνεύει ο Βίερ. Φορτώνει στον Μπίλλυ όλες τις μυθικές εικόνες: είναι ο «Αδάμ πριν από την Πτώση» (97), είναι ο «άγγελος Κυρίου» (107), είναι βέβαια ο Αμνός του Θεού που πρέπει να θυσιαστεί.

Πολύ σύντομα, άρα, δυο σκέψεις για τον Κλάγκαρτ και τον Μπίλλυ. Πρώτον, πώς είναι έμφυτη η κακία του Κλάγκαρτ, πώς δεν είναι τέκνο κάποιων συνθηκών; Γράφει ο Μέλβιλ ότι διακρινόταν στην έκφρασή του ενίοτε «μια χροιά τρυφερού πόθου, λες και ο Κλάγκαρτ θα μπορούσε ακόμα και να είχε αγαπήσει τον Μπίλλυ αν δεν στέκονταν εμπόδιο η μοίρα και η απαγόρευση» (if not for fate and ban) (85-6). Ίσως αν ήταν άλλες οι συνθήκες; Αν η διαστροφή του Κλάγκαρτ έχει να κάνει με την επιθυμία του για τον Μπίλλυ, την ομοφυλοφιλική του επιθυμία, τότε σίγουρα μόνο σε συνδυασμό με την άρνηση, με την απώθηση αυτής της επιθυμίας. Όχι ότι κι αυτό δεν ανταποκρίνεται σε ένα στερεότυπο. Σε κάθε περίπτωση, ο Κλάγκαρτ είναι μια πολύ άβολη φιγούρα.

Από την άλλη, ο Μπίλλυ, ο καλός Μπίλλυ, έχει ελαττώματα, πέρα από το φυσικό ελάττωμα της ομιλίας. «[Δ]εν διέθετε παρά ελάχιστη ή και καθόλου οξυδέρκεια, ούτε οποιοδήποτε άλλο ίχνος από τη φρονιμάδα του όφεως, αλλά χωρίς να είναι και περιστερά» (23). Καταλαβαίνουμε, βέβαια, γιατί δεν διαθέτει την οξυδέρκεια και τη φρόνηση, αλλά γιατί ο Μπίλλυ δεν είναι περιστερά; Γιατί δεν είναι ακέραιος ως περιστερά; Επειδή ενίοτε δίνει και καμία; Μήπως επειδή επιζητά εναγωνίως την αποδοχή από τους ανώτερούς του –από τον Κλάγκαρτ, από τον Βίερ– και αυτή του η στάση οδηγεί στη συμφορά του; Ακόμη, πώς θα πρέπει να καταλάβουμε τα λόγια που λέει ο Μπίλλυ αποχαιρετώντας τον κόσμο, στην εκτέλεσή του: «Ο Θεός να ευλογεί τον καπετάνιο Βίερ!»; Μάλλον θα πρέπει να τα καταλάβουμε όπως τα λόγια που είπε αποχαιρετώντας το παλιό του πλοίο και μπαίνοντας στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος: «Αντίο και σε σένα, λοιπόν, γέρικο RightsofMan» (18), δηλαδή: ‘Αντίο, Δικαιώματα του Ανθρώπου’. Τα λόγια εκείνα είχαν ακουστεί σαν ειρωνεία, χωρίς να δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι αυτή ήταν η πρόθεση του Μπίλλυ. Αντίστοιχα, τώρα, στη φράση «Ο Θεός να ευλογεί τον καπετάνιο Βίερ!» υπάρχει μια ειρωνεία αντικειμενική, που ίσως είναι συνειδητή στην αντήχηση της φράσης από το πλήρωμα, από τους συντρόφους του Μπίλλυ.

Μια τελευταία σκέψη για τα δύο πλοία, το εμπορικό και το πολεμικό, το RightsofMan και το Bellipotent. Νομίζω ότι δύσκολα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε το πολίτευμα του εμπορικού πλοίου ως μια θετική ουτοπία στην αυταρχική εξουσία του πολεμικού πλοίου. Ήταν παράξενη και μάλλον ασταθής η ισορροπία που είχε επιτευχθεί στο εμπορικό πλοίο, γύρω από τον Ωραίο Ναύτη Μπίλλυ Μπαντ, με τον ανταγωνισμό των άλλων για τις χάρες που του έκαναν, υπό την αιγίδα του καπετάνιου, που ζητούσε μόνο την ησυχία του (βλ. 16). Οι κοινότητες και των δύο πλοίων είναι κοινότητες ανδρών∙ ιεραρχικές κοινότητες ανδρών οι οποίοι δεν φαίνεται να πράττουν φυσικά και ελεύθερα. Είναι κι αυτή, θα έλεγα, μια ‘τραχιά ακμή’ της αφήγησης (βλ. 156). Θα ήταν βολική μια άρτια αντίθεση ανάμεσα στα δυο πλοία: θα μας καθησύχαζε αν υπήρχε ένα θετικό αντίβαρο στην κατάσταση που επικρατεί στο πολεμικό πλοίο, όπου είναι βέβαια όλα διεστραμμένα, με πρώτη τη δικαιοσύνη, τη στρατιωτική δικαιοσύνη.

[1] Βλ. Hannah Arendt, On Revolution (19652), Penguin Books, Λονδίνο 1990, 82-5.

[2] Βλ. ενδεικτικά Barbara Johnson, „Melville’s Fist: The Execution of Billy Budd“, Studies in Romanticism 18/4 (1979), 567-599: 590 κ.ε.

 

*Η εισήγηση του Γιάννη Πίσση εκφωνήθηκε την Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου στην εκδήλωση για τον «Μπίλλυ Μπαντ» που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του 49ου Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο.

Σχετικά Άρθρα

Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της «Λάμψης» | Μαρκ Φίσερ

Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της «Λάμψης» | Μαρκ Φίσερ

Το κείμενο του Μαρκ Φίσερ «Σπίτι είναι ό,τι σε στοιχειώνει: Η στοιχειολογία της Λάμψης» πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ k-punk του συγγραφέα στις 23 Ιανουαρίου 2006, ενώ αργότερα συμπεριλήφθηκε στην έκδοση Ghosts of My Life: Writings on Depression, Hauntology and Lost Futures (Zero Books, 2014). Μεταφράστηκε από τον Αλέξανδρο Παπαγεωργίου και ακούγεται ιδανικά με την συνοδεία του […]

Δείτε περισσότερα
Ο αποικιοκράτης χίπστερ – Προδημοσίευση

Ο αποικιοκράτης χίπστερ – Προδημοσίευση

Γκρέγκορι Πιερρό

*Προδημοσίευση: Ο αποικιοκράτης χίπστερ, Γκρέγκορι Πιερρό | Κυκλοφορεί στις 10 Ιουλίου. Η σύντομη ιστορική ανασκόπηση του Λου Μπάρλοου και η εξύμνηση του «ίντυ ροκ» ήταν σε μεγάλο βαθμό και χλευασμός του είδους και των πρωταγωνιστών του, τη στιγμή ακριβώς που ο ίδιος ο Λου Μπάρλοου είχε αρχίσει να γίνεται ένας απ’ αυτούς. Κάπου μέσα στο […]

Δείτε περισσότερα
Το Σπίτι των Ονείρων ως η Βασίλισσα και η Σουπιά

Το Σπίτι των Ονείρων ως η Βασίλισσα και η Σουπιά

απόσπασμα από το βιβλίο της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο Στο σπίτι των ονείρων (σελ. 292-296) Να μια ιστορία που την έμαθα από μια σουπιά: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια βασίλισσα που ήταν (πάλι) ολομόναχη. Κάλεσε, λοιπόν, όλους τους συμβούλους της, που με τη σειρά τους κάλεσαν όλα τα σημαντικά πρόσωπα της χώρας, για να […]

Δείτε περισσότερα