Δίπλα στη φωνή του
Σούλα Μαρινούδη
*Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε για την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε με αφορμή το έργο του Εντουάρ Λουί στο Ύψιλον στις 2 Δεκεμβρίου 2022.
Άκουσα τελευταία τον Λουί σε μια συνέντευξή του να λέει πόσο δύσκολο του είναι να γράφει. Εμένα μου φαίνεται σαν μια φωνή που βγαίνει από τα βράχια, μου είπε ένας φίλος. Είναι φοβερό που το είπε. Πέρσι εξηγώντας πόσο δυσκολεύομαι με τη γραφή πια που κάποτε ήταν μια από τις αγαπημένες μου ασχολίες, είχα χρησιμοποιήσει την ίδια μεταφορά. Πάω να γράψω και νιώθω σαν να περπατάω σε βράχια που μου ματώνουν τα πόδια, είπα. Γιατί πονάμε τόσο όταν γράφουμε και κυρίως όταν γράφουμε τον εαυτό; Και γιατί παρόλα αυτά συνεχίζουμε; Ας το πω απ την αρχή: η απάντηση φαίνεται να είναι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, να γράφουμε έτσι είναι να υπάρχουμε.
Διάβασα ξανά τα βιβλία του Εντουάρ, αλλά θα μείνω περισσότερο στην Ιστορία της βίας για να ψηλαφήσω αυτό το οδυνηρό γιατί του autofiction. Η ιστορία είναι η αφήγηση του βιασμού του Εντουάρ. Στην πραγματικότητα, είναι η ιστορία της επεξεργασίας του τραύματος αυτής της βίας και του πώς μιλάμε γι αυτό και ίσως για κάθε τραύμα. Πώς δίνουμε χώρο και χρόνο σ αυτό, πώς του δίνουμε οποιαδήποτε υπόσταση, μια που έχει κάτι ασύλληπτο, κάτι μη άμεσα επικοινωνήσιμο στην άλλη και τον άλλο. Θα επιμείνω να γράψω για ένα βιβλίο που διάβασα με εξαιρετική δυσκολία και με το οποίο ξεκινώ αποσυνδεδεμένη, αλλά οφείλω να γεφυρώσω το χάσμα. Γιατί διάβασα τον Εντύ σε μια περίοδο που δεν μπορούσα να διαβάσω τίποτε άλλο και ήταν ένα από τα δικά μου μικρά «κρυφά ανοίγματα», όπως τα λέει ο ίδιος, εν μέσω μιας πολύ στρεσσογόνας κατάστασης. Θέλω να ακούσω, λοιπόν, κάθε ράγισμα της φωνής του ακόμα κι αν πρόκειται να σπάσει για λίγο τη δική μου.
Το κοντεξτ του έργου του Λουί είναι πια αρκετά οικείο, ένας γκέι της γαλλικής επαρχίας, ταξικά πολύ ευάλωτος, πληγμένος από όλων των ειδών τις ομοφοβικές εμπειρίες στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά, αποκλεισμένος από την αρρενωπότητα που θα έπρεπε να φέρει σαν γόνος αυτών των κακοποιητικών ανδρών της εργατικής τάξης γράφει για τη ζωή του και τη ζωή των άλλων γύρω του. Στο βιβλίο αυτό η βασική αφήγηση είναι της αδερφής του που περιγράφει στον άντρα της όσα συνέβησαν στον Εντουάρ και τα οποία ακούει ο ίδιος από το διπλανό δωμάτιο. Έχει πάει στην εξοχή για να τη βρει καιρό μετά το συμβάν και διαπραγματεύεται και αυτή τη δύσκολη σχέση που όπως λέει στον εαυτό του: ξέρεις ότι κάθε φορά που είσαι με την Κλαρά αναγκάζεσαι να δεις όσα δεν θέλεις να βλέπεις για τον εαυτό σου και γι αυτό τα βάζεις μαζί της. Το πρώτο διάστημα μετά την επίθεση ο Εντουάρ μιλάει ανερμάτιστα γι αυτήν, βλέπει παντού συνδέσεις με αυτό που του συνέβη, αποφεύγει τους φίλους του σαν να έγιναν εχθροί. Και μετά η έξαψη κοπάζει: «Τώρα όλο αυτό έχει τελειώσει. Η συμπεριφορά μου έχει αλλάξει. Η θέλησή μου να τα πω όλα έχει μετασχηματιστεί λίγο λίγο σε μια μόνιμη δυσκολία στην αναπνοή, μια συνεχή κούραση, είμαι εξαντλημένος και είναι αυτή η κατάσταση που με οδήγησε στην απόφαση να πάρω το τρένο και να πάω μέχρι την Κλαρά». Κι αυτή την επιστροφή την θεωρεί αποτυχία. Καμιά επιστροφή βέβαια δεν είναι αποτυχία, έχει τους λόγους της να συμβεί.
Η δική του φωνή ακούγεται μόνο σε κάποιες παρεκβάσεις εσωτερικού μονολόγου που διακόπτουν στη σκέψη του τη δική της και αποκαθιστούν όσα είναι να αποκαταστήσουν, έστω να κλονίσουν. Εν τω μεταξύ, παρεκβάλλονται και άλλες ομιλίες: της αστυνομίας, των γιατρών, των φίλων. Ο Εντουάρ κάνει αδιαχώριστα την αφήγηση της βίας μαζί με την βία της αφήγησης ή των αφηγήσεων όλων των άλλων καθώς πιέζουν τη δική του. Ο πόνος της επιθετικότητας που δέχτηκε ανακινείται, οι ομιλίες τους διασχίζουν το ίδιο του το σώμα που αισθάνεται ξανά τη βία όσο μιλούν όλοι οι άλλοι γι αυτόν. Αλλά την ίδια στιγμή μέσα από αυτή την επίμονη συνδιαλλαγή με τους άλλους, προκύπτει η ίδια του η δυνατότητα να αρθρώσει αυτό που για κείνον ήταν οριακά μια στιγμή εξάλειψης, να ξαναγίνει ο ίδιος παρών στην ιστορία του.
Η βιωματική γραφή έχει πολλές λειτουργίες. Μία από αυτές, ίσως η πιο δραστική, αυτή που διεκδικήσαμε σε πείσμα κάθε αμφισβήτησης, είναι η διεκδίκηση της φωνής ανθρώπων που τα σώματά τους εγκλωβίστηκαν σε μη βιώσιμα γι αυτά σχήματα. Η αυτογραφή επιφέρει μια επιτακτική και ζωογόνα διόρθωση. Αλλά αυτή η επιθυμία για ζωή, δημιουργία και έκφραση είναι περιβεβλημένη από τις τραυματικές ιστορίες που δεν επιλέξαμε κι όμως τις ζήσαμε και ήταν καθοριστικές. Ξαναπερνούν από πάνω μας και από μέσα μας, με την αφήγησή τους διατηρούμε την ελπίδα να διαμορφώσουμε συνθήκες αίσθησης και μνήμης αυτών με δικούς μας όρους και όχι σύμφωνα με την κακοποιητική φαντασία των άλλων. ΄Οταν βρίσκεται στην αστυνομία ο Εντουάρ διαπιστώνει την πιο μεγάλη απώλεια του εαυτού μέσα στην ίδια του την ιστορία. Γράφει: «Μα δεν εξαρτάται πια από εσάς, κύριε, λυπάμαι. Είναι πλέον ζήτημα δικαιοσύνης. Εκείνο το βράδυ δεν καταλάβαινα πώς ήταν δυνατόν να μη μου ανήκει πια η αφήγησή μου (δηλαδή πώς είχα αυτομάτως αποκλειστεί από την ίδια μου την ιστορία και την ίδια στιγμή είχα συμπεριληφθεί βίαια σε αυτήν, καθώς με ανάγκαζαν να μιλάω γι αυτήν ξανά και ξανά). Δεν καταλάβαινα πώς η συμπερίληψη είναι η προϋπόθεση του αποκλεισμού, ότι είναι ένα και το αυτό, και ακόμη ότι, ίσως, ο αποκλεισμός προηγείται της συμπερίληψης, τουλάχιστον έτσι όπως ο αποκλεισμός μου αποκαλυπτόταν καθεαυτόν, πρώτος στη σειρά της συνείδησής μου, ως πεπρωμένο στο οποίο συμπεριλαμβανόμουν, ως η ιστορία από την οποία δεν είχα πια το δικαίωμα να αποσπάσω τον εαυτό μου».
Το τραύμα πρέπει να μιληθεί, διαφορετικά θα μιλάει αυτό αντί για εμάς. Όχι ότι ποτέ θα το βάλουμε σε μια θέση έξω από εμάς, αλλά θα το προσκαλέσουμε σε μια αμοιβαία διευθέτηση της έκφρασής μας. Για να επικοινωνηθεί πρέπει, ωστόσο, να διασχίσει εκ νέου τη δύσκολη ιστορία από την οποία προέρχεται. Η ιστορία της βίας είναι μια τέτοια εξιστόρηση. Πόσοι και πόσες μιλάνε μέσα από μένα πριν μιλήσω εγώ; Πόσοι και πόσες είναι εγγεγραμμένες/οι στην προσωπική, βιογραφική, πολιτική, κοινωνική και ηθική μου στάση, πόσα όρια μου έχει θέσει η ταξική, έμφυλη και σεξουαλική μου θέση, πόση απελευθέρωση δύναται να προσφέρει ο εκτοπισμός μου; Μιλάω, γράφω, αισθάνομαι μέσα από τον αποκλεισμό όλων όσων δεν είμαι εγώ- αυτή η συνθήκη της προέλευσης από τους άλλους και τις άλλες, είναι τόπος που συμ-βιώνει το τραύμα μαζί με την θεραπεία του, τον εξανθρωπισμό του, το καταλάγιασμα της αγριότητάς του. Εκείνο το ολοσέλιδο Συγγνώμη που αφιερώνει ο Εντουάρ στον πατέρα του στο Αλλαγή: Μέθοδος αφού έχει διαγράψει αυτόν τον κύκλο ζωής που γνωρίζουμε μέσα από το έργο του, έργο της αλλαγής (του μαλακού δλδ) αλλά και της βίας (ό,τι πιο σκληρού). Ένα συγγνώμη που απευθύνεται στον πατέρα που έστελνε τους γκέι (τον γιο του) σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και τον πατέρα/κατεστραμμένο εργάτη αποκλεισμένο από τον εγγραμματισμό και τις απολαύσεις του με τον οποίο επέρχεται συμφιλίωση μετά από χρόνια απόκλισης, ρήξης, σιωπής. Μου φαίνεται πολύ ωραία αυτή η αγάπη που καλλιεργήθηκε τόσο δύσκολα. Δεν παύει, όμως, να είναι μια αγάπη που μαλακώνει το εγώ, δεν συνθέτει ακόμα αυτήν την οραματική συνάφεια που απελευθερώνει. Γιατί είναι ο άλλος/η άλλη στον οποίο απευθύνονται όλα αυτά. Στο έργο του Εντουάρ εμφανίζεται δειλά, ο φίλος που μένει στο τέλος όχι για να μιλήσει ξανά και αποτρεπτικά πάνω στο βίωμα, παρά μόνο για να του σταθεί, χωρίς θέση, χωρίς επίκριση. Μια παρουσία που αναγνωρίζει με διακριτική απλότητα και απαλότητα αυτό που ο Εντουάρ έγινε στο τέλος αυτής της δοκιμασίας.
Διάβασα τον Εντουάρ σ’ αυτές τις δύσβατες διαδρομές που πέρναγα κι εγώ όπως κι αυτός και άλλες/οι σαν εμάς. Αν μπορώ να σταθώ δίπλα σε μία φωνή, θα ήθελα να το κάνω για την ιστορία του Λουί. Αλλά στο τέλος αυτού του ταξιδιού έψαχνα μια φωνή που δεν θα παλεύει πια να αρθρωθεί, αλλά θα έχει ήδη ακούσει και ακουστεί, μια άλλη κίνηση για την ίδια χειρονομία της επεξεργασίας του τραύματος, της αναζήτησης νοήματος μετά από όλα αυτά. Αυτό που εμπλούτισε και πήγε ένα βήμα παραπέρα αυτό που είχα γίνει κι εγώ μαζί με τον Εντουάρ ήταν η φωνή της Torrey Peters μιας τρανς συγγραφέα και της ιστορίας που φτιάχνει για μια προσπάθεια οικογένειας και πάλι δύσκολης, μια που δεν είναι πυρηνική, αλλά με την οποία επιζητά να διευρύνει με νέους όρους τις δομές και συνθήκες θαλπωρής και φροντίδας. Η Peters είναι Αμερικανίδα, κόρη καθηγητή, εγγεγραμμένη ήδη σε μια παράδοση εγγραμματισμού και όχι τόσο ταξικά αποκλεισμένη, αλλά πέρα από τις διαφορές έχει κι αυτή, όπως ο Λουί βιώσει την φοβία (εν προκειμένω τρανσφοβία) και τον σεξισμό. Επιλέγει μια αφήγηση που χτίζει γέφυρες με χιούμορ, τρυφερότητα και συνειδητότητα, η Peters θέλει να ενσωματώσει την τρανς εμπειρία σε υπάρχουσες λογοτεχνικές εστίες, αλλά και να τη συνδέσει με την εμπειρία χωρισμένων σις γυναικών, που είδαν τη ζωή τους να καταρρέει και χρειάστηκε να την ανασυγκροτήσουν και να την επινοήσουν ξανά. Αντί για την ταυτότητα του διαχωρισμού, η Peters βρίσκει τη συμμαχία, την απόκριση στην άλλη, σε μια άλλη βιογραφία, μια άλλη θέση. Και αυτοί οι κύκλοι ζωής αρχίζουν να βγάζουν νόημα, όταν δεν βγαίνουν μέσα από βράχια πια, αλλά μέσα από την συνδιαμόρφωση με κάποια ή κάποιον που θα αναγνωρίσει, θα καταλάβει και θα υπερασπιστεί τα σημάδια μας, ιδιωτικά και δημόσια. «Περιμένει. Εκπνέει τώρα. Περιμένει. Τον περιμένει να πει κάτι, να κάνει κάτι. Αυτός είναι τώρα λέει, κάποιος που παίρνει αποφάσεις, που δεν αφήνει απλά τη ζωή να επενεργεί πάνω του. Αυτό δεν ήταν το μεγάλο μάθημα της μετάβασης και της από/μετάβασης; Ότι δεν θα μάθεις ποτέ όλες τις γωνίες, ότι η καθυστέρηση είναι μια μορφή του να κρύβεσαι από την πραγματικότητα. Ότι απλά καταλαβαίνεις τι θες και το κάνεις; Και ίσως αν δεν ξέρεις τι να κάνεις, κάνεις κάτι έτσι κι αλλιώς και όλα θα αλλάξουν και μπορεί αυτό να αποκαλύψει τι πραγματικά θες;». Μπορεί να κάνουμε μεταμορφώσεις, λέει ο Λουί, για να γίνουμε αποδεκτές/οί σ ένα νέο ταξικό/πολιτισμικό περιβάλλον από αυτό στο οποίο διαμορφωθήκαμε και τότε να διαπιστώσουμε ότι η προοδευτική διανόηση δεν είναι καθόλου καλύτερη από την εργατική τάξη. Μπορεί να εγκαταλείψουμε τη φυλομετάβαση γιατί αποδεχτήκαμε ότι η ζωή αυτή είναι δύσκολη για μας, λέει η Peters. Κι εγώ λέω ότι ζούμε την ευτυχή συγκυρία να πληθαίνουν οι φωνές αυτές που θα επισφραγίζουν τους κύκλους της αλλαγής, της μεταμόρφωσης, της μετάβασης ή των μεταβάσεων μέσα από νοήματα που δεν μας διαχωρίζουν, αλλά μας συνδέουν. Και έτσι οι πληγές μας θα έχουν λιγότερη πια σημασία από τη φιλία και την αγάπη που στέκεται σαν παρουσία συντροφική δίπλα στον Εντουάρ και σε άλλους βασανισμένους.