Προσφορά!

Τρεις ιστορίες

του Γκυστάβ Φλωμπέρ

Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια

, ,

Οι Τρεις ιστορίες, το τελευταίο έργο που δημοσίευσε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ αποτελούν ένα αριστουργηματικό τρίπτυχο. Στην Απλή καρδιά ο Φλωμπέρ αφηγείται την ιστορία της Φελισιτέ, μιας φτωχής υπηρέτριας στη γαλλική επαρχία του 19ου αιώνα, που αγαπάει διαδοχικά έναν άντρα, τα παιδιά της κυρίας της, έναν ανιψιό της, έναν γέροντα που φροντίζει κι έπειτα τον παπαγάλο της. Στον Άγιο Ιουλιανό ένας παθιασμένος κυνηγός έρχεται αντιμέτωπος με τη βία που ασκεί και οδηγείται στη μετάνοια. Στην Ηρωδιάδα ο χορός της Σαλώμης στο πολυτελές συμπόσιο του Ηρώδη, όπου όλες οι πολιτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις της εποχής έρχονται στην επιφάνεια, οδηγεί στον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή.

Στις Τρεις ιστορίες διαπλέκονται μια όψη της κοινωνίας του Φλωμπέρ, ο μεσαιωνικός θρύλος και η ανασυγκρότηση του παρελθόντος· εδώ συμπυκνώνονται οι καλλιτεχνικές ιδέες και η συγγραφική του μέθοδος: η εμμονική αναζήτηση για την ορθή λέξη, την ηχητική αρμονία και ένα ύφος που «θα έχει το ρυθμό του στίχου, την ακρίβεια της επιστημονικής γλώσσας, τον βαθύ κυματιστό ήχο του βιολοντσέλου και τη λάμψη της φωτιάς».

 

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Φλωμπέρ Γκυστάβ

Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ γεννήθηκε το 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας. Το 1840 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Από το 1850 μέχρι το 1855 εργάστηκε πάνω στο πρώτο του μυθιστόρημα, την Κυρία Μποβαρύ, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1856. Το έργο προκάλεσε έντονη δημόσια διαμάχη και συγγραφέας και εκδότης διώχθηκαν ποινικά, αν και τελικά αθωώθηκαν. Το 1862 εξέδωσε το επόμενο βιβλίο του, τη Σαλαμπώ, και το 1869 το τελευταίο ολοκληρωμένο του μυθιστόρημα, την Αισθηματική αγωγή. Στη συνέχεια, δημοσίευσε επανεπεξεργασμένο το νεανικό του έργο Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου και καταπιάστηκε με τη συγγραφή του Μπουβάρ και Πεκισέ το οποίο δεν επρόκειτο να ολοκληρωθεί. Οι Τρεις ιστορίες (1877) ήταν η τελευταία λογοτεχνική σύνθεση που δημοσίευσε πριν το θάνατό του το 1880 στο Κρουασέ.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΚΑΡΔΙΑ

I

Πενήντα ολόκληρα χρόνια, οι κυράδες στο Πον-λ’ Εβέκ καλοτύχιζαν την κυρία Ωμπαίν για την υπηρέτριά της, τη Φελισιτέ.
Για εκατό φράγκα το χρόνο, μαγείρευε και κρατού­­σε το σπίτι, έραβε, έπλενε, σιδέρωνε, ήξερε να χα­­λι­­νώ­­νει τα άλογα, να παχαίνει τα πουλερικά, να χτυπάει το βούτυρο και ήταν πάντα πιστή στην κυρία της – που δεν την έλεγες και συμπαθητική.
Η κυρία αυτή είχε παντρευτεί ένα όμορφο, απέντα­­ρο παλικάρι, που είχε πεθάνει στις αρχές του 1809, αφήνοντάς της δυο πολύ μικρά παιδιά κι ένα βουνό από χρέη. Πούλησε τότε τα ακίνητά της, εκτός από τα κτή­­μα­­τα στο Τουκ και στο Ζεφός, που της έδιναν βία 5.000 φράγκα εισόδημα, άφησε το σπίτι στο Σαιν-Μελαίν και πήγε και εγκαταστάθηκε σε ένα άλλο, πιο οικονομικό, ιδιοκτησία της οικογένειάς της από πα­­­λιά, που βρισκόταν πίσω από την κεντρική αγορά.
Αυτό το σπίτι, με τους τοίχους του καλυμμένους με πλάκες, βρισκόταν ανάμεσα σε ένα σκεπαστό σοκάκι κι ένα δρομάκι που έβγαινε στο ποτάμι. Το πάτωμα μέσα ήταν φουσκωμένο εδώ κι εκεί και ο κόσμος σκόνταφτε. Ένα στενό χολ χώριζε την κουζίνα από το καθιστι­­κό, όπου η κυρία Ωμπαίν περνούσε όλη της την ημέ­­ρα, καθισμένη σε μια ψάθινη πολυθρόνα πλάι στο πα­­­ρά­­θυρο. Μπροστά στη λευκή μπουαζερί, ήταν παραταγμένες οχτώ καρέκλες από μαόνι. Ένα παλιό πιάνο, με ένα βαρόμετρο κρεμασμένο από πάνω, ήταν φορτωμένο με μια γιγάντια στοίβα με­­­­­­ταλλικά και χάρτινα κουτιά. Δυο κεντητές μπερζέ­ρες έστεκαν από δω κι από κει στο κίτρινο, μαρμάρι­­νο τζά­­­­κι, στυλ Λουί Κενζ. Στη μέση του τζακιού, το εκ­­­κρεμές παρίστανε ένα ναό της Εστίας – κι όλο το δωμάτιο μύριζε λιγάκι μούχλα, γιατί το ξύλινο δάπεδο βρισκόταν πιο κάτω από το επίπεδο του κήπου.
Στον πρώτο όροφο, αρχικά συναντούσες την κά­­μα­­­ρα της «κυρίας», πολύ μεγάλη, με μια ταπετσαρία με αχνά λουλούδια στους τοίχους και πάνω κρεμασμένο το πορτραίτο του «κυρίου», με αμφίεση μουσκαντί­νου. Επικοινωνούσε με μια πιο μικρή κάμαρα, όπου έβλεπες δυο παιδικά κρεβατάκια, χωρίς στρώμα. Έπει­­­τα ήταν το σαλόνι, μονίμως κλειστό και γεμάτο έπιπλα σκεπασμένα με σεντόνια. Στη συνέχεια, ένας διάδρομος κατέληγε σε ένα γρα­­­φείο· βιβλία και χαρτιά στοιβάζονταν στα ράφια μιας βιβλιοθήκης που περιστοίχιζε από τρεις πλευρές ένα φαρδύ, μαύρο, ξύλινο γραφείο. Τους δύο τοίχους αντίκρυ δεν τους έβλεπες, ήταν γεμάτοι σχέδια με σινική μελάνη, τοπία γκουάς και γκραβούρες του Ωντράν, ενθύμια μιας καλύτερης επο­­­χής και μιας χαμένης πολυτέλειας. Ένα μικρό παράθυρο στη στέγη στο δεύτερο πάτωμα έριχνε φως στο δωμάτιο της Φελισιτέ κι έβλεπε στα λιβάδια.
Σηκωνόταν αχάραγα, για να μη χάσει τη λειτουργία, και δούλευε ώς το βράδυ χωρίς διακοπή· κατόπιν, όταν είχε τελειώσει το βραδινό, τα πιάτα ήταν τακτοποιημένα κι η πόρτα κλειδωμένη, παράχωνε το κούτσου­ρο βαθιά κάτω από τις στάχτες και αποκοιμιόταν, με το κομποσκοίνι της στο χέρι, μπροστά στο παραγώνι. Κανείς δεν είχε το πείσμα της στο παζάρεμα. Όσο για την πάστρα της, οι κατσαρόλες της άστραφταν κι οι άλλες υπηρέτριες έσκαγαν από το κακό τους. Ήταν οικονόμα, έτρωγε με την ησυχία της και μά­­­­­­­­­ζευε με το δάχτυλο τα ψίχουλα του ψωμιού της από το τραπέζι – ένα ψωμί δώδεκα λίβρες, ψημένο για κείνην ειδικά και που κρατούσε είκοσι μέρες.
Χειμώνα καλοκαίρι φορούσε ένα τσίτινο σάλι, πια­­σμέ­­­­­νο στην πλάτη με μια παραμάνα, έναν μπονέ που της κάλυπτε τα μαλλιά, γκρίζες κάλτσες, κόκκινο με­­σο­­­φόρι και πάνω από την πουκαμίσα της μια μπροστέ­­λα σαν αυτές που φοράνε οι νοσοκόμες.
Το πρόσωπό της ήταν αδύνατο και η φωνή της στρι­­­γκή. Στα είκοσι πέντε της, την έκανες σαραντάρα. Απ’ όταν πενηντάρισε, δεν καταλάβαινες πια την ηλικία της – κι έτσι όπως ήταν πάντα σιωπηλή, στητή και κάθε κίνησή της ήταν ζυγισμένη, έμοιαζε σαν κουρδιστή ξύλινη κούκλα.

II

Είχε ζήσει κι εκείνη, όπως όλες οι γυναίκες, την ερωτική της ιστορία.
Ο πατέρας της ήταν χτίστης κι είχε σκοτωθεί πέ­­φτοντας από μια σκαλωσιά. Ύστερα πέθανε κι η μη­­­τέ­­ρα της, οι αδελφές της σκόρπισαν, την περιμάζεψε ένας επιστάτης σε ένα κτήμα και την έβαλε, παιδί πρά­­μα, να φυλάει τα γελάδια στα λιβάδια. Κουρελοντυμέ­­νη, τουρτούριζε από το κρύο, έπινε με τις χούφτες νε­­ρό από τις νερολακκούβες, την ξυλοφόρτωναν με το παραμικρό και στο τέλος τη διώξανε κι από πάνω, για τριάντα κλεμμένες δεκάρες που δεν τις είχε πάρει αυτή. Έπιασε δουλειά σε ένα άλλο κτήμα, φρόντιζε τα ζωντανά κι επειδή τα αφεντικά της τη συμπαθούσαν, οι άλλοι υπηρέτες τη ζηλεύανε.
Μια αυγουστιάτικη βραδιά (θα ήταν τότε δεκα­οχτώ χρονών), την πήρανε μαζί τους στο πανηγύρι στην Κολβίλ. Παρευθύς θαμπώθηκε, ξαφνιάστηκε από το σαματά των βιολιτζήδων, από τα φώτα στα δέντρα, τα πλουμιστά ρούχα, τις δαντέλες, τους χρυσούς σταυρούς, τον τόσο πολύ κόσμο που χοροπηδούσε όλος μαζί. Ντρεπόταν και στεκόταν παράμερα, όταν ένας καλοβαλμένος νεαρός, που κάπνιζε το τσιμπούκι του με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο ζυγό ενός κά­­­ρου, ήρθε και της ζήτησε να χορέψουν. Την κέρασε μη­­­λό­­­κρασο, καφέ, κρέπα, της αγόρασε ένα μαντίλι και πιστεύοντας ότι είχε καταλάβει τι γινόταν της πρότεινε να τη γυρίσει στο σπίτι. Άκρη άκρη σ’ ένα χωράφι με βρώμη, την πέταξε άγρια καταγής. Εκείνη τρόμαξε κι έβαλε τις φωνές. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφυγε.
Ένα άλλο βράδυ, στο δρόμο για το Μπωμόν, πήγε να προσπεράσει ένα μεγάλο κάρο φορτωμένο με άχυ­­ρο που πήγαινε πολύ αργά και, περνώντας δίπλα από τις ρόδες, αναγνώρισε τον Τεοντόρ.
Την πλησίασε με ύφος μειλίχιο, της ζήτησε συγγνώ­­μη για όλα λέγοντας ότι «έφταιγε το ποτό».
Εκείνη δεν ήξερε τι να του απαντήσει κι ήθελε να το βάλει στα πόδια.
Τότε άρχισε να λέει για τις σοδειές και τους πρόκριτους της κοινότητας, γιατί ο πατέρας του είχε φύγει από την Κολβίλ κι είχε πάρει το κτήμα Λεζ Εκό κι έτσι ήτανε τώρα γείτονες. «Α μπα!» είπε εκείνη. Οι γονείς του θέλανε να νοικοκυρευτεί, πρόσθεσε. Αλλά εκείνος δεν βιαζόταν και περίμενε να βρει μια γυ­­­ναίκα που να του αρέσει. Κατέβασε το κεφάλι της. Τη ρώτησε λοιπόν τότε αν είχε σκεφτεί το γάμο. Του αποκρίθηκε χαμογελαστή ότι είναι κακό πράγμα να κοροϊδεύεις τον άλλον. «Μα όχι, λόγω τιμής!» και με το αριστε­­­ρό του χέρι την αγκάλιασε από τη μέση· περπατούσε ακουμπισμένη πάνω του· βράδυ­ναν το βήμα τους. Φυ­­­σούσε ένα γλυκό αεράκι, τα αστέρια έλαμπαν, το βουνό από το άχυρο τραμπαλιζό­­ταν μπροστά τους· και τα τέσσερα άλογα έσερναν τα πόδια τους και σή­­­κωναν κουρνιαχτό. Έπειτα, έστριψαν από μόνα τους δε­­­­ξιά. Της έδωσε άλλο ένα φιλί. Κι εκείνη χάθηκε μες στο σκοτάδι.
Ο Τεοντόρ, την επόμενη εβδομάδα, την έπεισε να βρεθούν κάμποσες φορές.
Συναντιόντουσαν στο βάθος καμιάς αυλής, πίσω από κάποιο τοίχο, κάτω από ένα μοναχικό δέντρο. Δεν ήταν αθώα σαν τις δεσποσύνες –ήταν δασκαλεμένη από τα ζωντανά– αλλά η λογική και το ένστικτο της τι­­μής δεν την άφηναν να του παραδοθεί. Η αντίσταση αυτή φούντωσε τον έρωτα του Τεοντόρ τόσο πολύ, που για να την κάνει δική του (ή ίσως από αφέλεια) της πρότεινε να την παντρευτεί. Εκείνη δεν έλεγε να τον πιστέψει. Αυτός ορκιζόταν σε ό,τι είχε ιερό.
Δεν πέρασε λίγος καιρός και της εξομολογήθηκε κάτι πολύ δυσάρεστο: οι γονείς του, την προηγούμενη χρονιά, είχαν πληρώσει κάποιον να πάει στη θέση του φαντάρος· αλλά ανά πάσα στιγμή μπορεί να τον κα­­­λού­­­­σαν ξανά· στην ιδέα του στρατού, τον έπιανε τρόμος. Η Φελισιτέ θεώρησε την ανανδρία αυτή σημάδι της αγάπης του· η δική της θέριεψε. Το έσκαγε τις νύ­­­χτες και, όταν συναντιόντουσαν, ο Τεοντόρ την τυ­­­ραν­­­νούσε με τις έγνοιες και τα παρακάλια του.
Στο τέλος της ανακοίνωσε ότι θα πήγαινε ο ίδιος να ρωτήσει στη Νομαρχία και θα της έλεγε τι του είπαν την επόμενη Κυριακή, μεταξύ έντεκα και δώ­­δε­­­κα τη νύχτα.
Όταν έφτασε η ώρα, έτρεξε στον αγαπημένο της.
Αλλά αντί γι’ αυτόν, βρήκε έναν φίλο του.
Της είπε ότι δεν έπρεπε να τον ξαναδεί. Για να γλιτώσει την κατάταξη, ο Τεοντόρ είχε παντρευτεί μια πολύ πλούσια γεροντοκόρη, την κυρία Λεουσσαί, από το Τουκ.
Ο πόνος της ήταν απερίγραπτος. Ρίχτηκε καταγής, φώναζε, επικαλούνταν τον καλό Θεό και γόγγυζε ολο­­­μόναχη μες στα χωράφια ώς το ξημέρωμα. Ύστερα γύ­­­ρισε στο κτήμα, ανακοίνωσε στο αφεντικό της ότι σκόπευε να φύγει· και στο τέλος του μήνα, πήρε τα λεφτά της, μάζεψε τα λιγοστά της υπάρχοντα σε έναν μπό­­­γο και πήγε στο Πον-λ’ Εβέκ.
Μπροστά στο πανδοχείο, έπιασε κουβέντα με μια κυρία που φορούσε πένθιμο καπέλο με βέλο και έψαχνε κατά τύχη μαγείρισσα. Το κοριτσόπουλο ήταν άπει­­ρο, αλλά έδειχνε να έχει τόση προθυμία και τόσο λίγες απαιτήσεις που η κυρία Ωμπαίν είπε τελικά:
«Εντάξει λοιπόν, θα σας πάρω!»
Ένα τέταρτο αργότερα, η Φελισιτέ είχε εγκατασταθεί στο σπίτι της.
Στην αρχή έτρεμε διαρκώς το φυλλοκάρδι της, λό­­­γω του «στυλ του σπιτιού» και της ανάμνησης του «Κυ­­ρίου» που πλανιόταν παντού! Ο Πωλ και η Βιρζι­­νί, εφτά χρονών ο ένας και σκάρτα τέσσερα η άλλη, της φαίνονταν καμωμένοι από κάποιο πολύτιμο υλικό· τα έπαιρνε ζαλίκα στην πλάτη της κάνοντας το αλογά­­κι και όταν η κυρία Ωμπαίν της απαγόρευσε να τα φιλάει όλη την ώρα έπεσε να πεθάνει. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ευτυχισμένη. Το ήρεμο περιβάλλον είχε απαλύνει τη θλίψη της.
Κάθε Πέμπτη, μαζευόταν η ίδια πάντα παρέα και έπαιζαν μποστόν.9 Η Φελισιτέ ετοίμαζε από πριν τα χαρτιά και τα μαγκαλάκια για τα πόδια. Κατέφταναν στις οχτώ ακριβώς και έφευγαν πριν τις έντεκα.
Κάθε Δευτέρα πρωί, ο παλιατζής που είχε το μαγαζί του στο σοκάκι άπλωνε χάμω τα παλιοσίδερά του. Έπει­­­τα, την πόλη την πλημμύριζε ένα βουητό από φω­­νές, χλιμιντρίσματα αλόγων, βελάσματα αρνιών, γρυλίσματα γουρουνιών, ανάκατα με το κροτάλισμα που έκαναν οι σούστες πάνω στο οδόστρωμα. Προς το μεσημέρι, όταν η αγορά βρισκόταν σε αναβρασμό, εμφανιζόταν στο κατώφλι ένας ψηλός γερο-χωρικός, με την τραγιάσκα ριγμένη προς τα πίσω, με μύτη γαμ­­ψή, ο οποίος ήταν ο Ρομπελέν, ο σέμπρος του Ζεφός. Μετά από λίγη ώρα – να σου και ο Λιεμπάρ, ο σέμπρος του Τουκ, κοντός, κοκκινοπρόσωπος, παχύς, με ένα γκρί­­­ζο σακάκι και γκέτες με σπιρούνια.
Κι οι δυο έφερναν πεσκέσι στην ιδιοκτήτρια κότες ή τυριά. Η Φελισιτέ μονίμως ξεμπρόστιαζε τις κατεργαριές τους· κι εκείνοι έφευγαν έχοντάς την περί πολλού.
Από καιρού εις καιρόν, η κυρία Ωμπαίν δεχόταν την επίσκεψη του μαρκησίου ντε Γκρεμανβίλ, ενός θείου της που είχε καταστραφεί από τον έκλυτο βίο και ζούσε στο Φαλέζ, στο τελευταίο κτήμα που του είχε απομείνει. Εμφανιζόταν πάντοτε την ώρα του με­­ση­­­μεριανού φαγητού, μαζί με ένα απαίσιο κανίς που λέ­­­ρωνε με τα πόδια του όλα τα έπιπλα. Έκανε φιλότι­­μες προσπάθειες για να δείχνει αριστοκράτης, μέχρι που σήκωνε το καπέλο του κάθε φορά που έλεγε: «Ο εκλιπών πα­­­­τήρ μου», αλλ’ όμως το συνήθειο δεν κόβεται, κι έτσι κα­­­τέβαζε το ένα ποτήρι μετά το άλλο και πε­­τού­­­σε βρωμόλογα. Η Φελισιτέ τον ξεπροβόδιζε καλότροπα ώς το κατώφλι: «Φτάνει για σήμερα, κύριε Γκρεμανβίλ! Άλλη φορά πάλι!» Κι έκλεινε πίσω του την πόρτα.
Την οποία άνοιγε πολύ ευχαρίστως στον κ. Μπουραί, παλιό νομικό συμπαραστάτη. Ο λευκός λαιμοδέ­της και η φαλάκρα του, η τραχηλιά στο πουκάμισό του, η φαρδιά σκούρα ρεντιγκότα του, ο τρόπος με τον οποίο ρουφούσε το ταμπάκο λυγίζοντας το χέρι του, το άτομό του εν γένει της προξενούσε εκείνη την τα­­­­­­ραχή που μας πιάνει μπροστά στους ξεχωριστούς ανθρώπους.
Διαχειριζόταν τα κτήματα της «κυρίας» και κλεινό­­ταν μαζί της με τις ώρες στο γραφείο του «κυρίου», είχε έναν μόνιμο φόβο μήπως εκτεθεί, σεβόταν απεριόριστα τις δικαστικές αρχές και περνιόταν για λατινο­μαθής.
Για να αποκτήσουν γνώσεις τα παιδιά διασκεδά­­­ζο­ντας, τους έκανε δώρο μια εικονογραφημένη γεωγρα­­φία. Οι γκραβούρες απεικόνιζαν διάφορες σκηνές από ολόκληρο τον κόσμο, ανθρωποφάγους με φτερά στο κεφάλι, έναν πίθηκο που άρπαζε μια δεσποσύνη, ­βε­­δου­­ίνους στην έρημο, το καμάκωμα μιας φάλαι­­­νας κ.λπ.
Ο Πωλ κάθισε κι εξήγησε στη Φελισιτέ τι έδειχναν οι γκραβούρες. Κι αυτή ήταν όλη κι όλη η εγκυκλοπαιδική της παιδεία.
Τη μόρφωση των παιδιών την είχε αναλάβει ο Γκυγιό, ένας φουκαράς υπάλληλος του δημαρχείου, διάσημος για την «καλλιγραφία» του, που τρόχιζε το μα­­­­χαί­­­­­ρι του στην μπότα του.
Όταν ο καιρός ήταν καλός, πήγαιναν νωρίς νωρίς στο κτήμα του Ζεφός.
Η αυλή είναι κατηφορική, το σπίτι στο κέντρο της· κι η θάλασσα στο βάθος μοιάζει με γκρίζα κηλίδα.
Η Φελισιτέ έβγαζε από το καλάθι της φέτες κρύο κρέας και έτρωγαν για μεσημέρι σε ένα δωμάτιο πλάι στο τυροκομιό. Το μοναδικό απομεινάρι μιας εξοχικής κατοικίας που δεν υπήρχε πια. Η κουρελιασμένη τα­­­­­­πετσαρία αργοσάλευε στο φύσημα του αέρα. Την κυ­­­ρία Ωμπαίν την ψυχοπλάκωναν οι αναμνήσεις, έσκυ­­βε το κεφάλι· τότε τα παιδιά δεν τολμούσαν να βγάλουν τσιμουδιά. «Άντε να παίξετε λοιπόν!» έλεγε· έπαιρναν δρόμο.
Ο Πωλ ανέβαινε στη σιταποθήκη, έπιανε πουλιά, έκανε βατραχάκια στο βάλτο ή χτυπούσε με ένα ραβδί τις γιγάντιες βαρέλες που αντηχούσαν σαν τύμπανα.
Η Βιρζινί τάιζε τα κουνέλια, έτρεχε να μαζέψει κε­­νταύριες κι όπως τα πόδια της έβγαζαν φτερά φαινόταν η κεντημένη της φουφούλα.
Ένα φθινοπωρινό βράδυ επέστρεφαν μέσα από τα λιβάδια.
Στη γέμισή του, το φεγγάρι φώτιζε ένα μέρος του ουρανού και μια ομίχλη αιωρούνταν σαν σάλι πάνω από τους μαιάνδρους του ποταμού Τουκ. Βόδια ήταν ξαπλωμένα καταμεσής στο χορτάρι και κοίταζαν ήσυ­­χα τους τέσσερις ανθρώπους να περνούν. Στο τρίτο βο­­­­­­σκοτόπι, κάποια από αυτά σηκώθηκαν και σχημάτι­­σαν έναν κύκλο μπροστά τους. «Μη φοβάστε καθόλου!» είπε η Φελισιτέ· και μουρμουρίζοντας κάτι σαν μοιρολόι, χάιδεψε τη ράχη του πιο κοντινού βοδιού· γύ­­­­­ρισε κι έφυγε, τα υπόλοιπα το μιμήθηκαν. Αφού είχαν περάσει όμως το επόμενο λιβάδι, υψώθηκε ένα φο­­­­­­βερό μουγκρητό. Ήταν ένας ταύρος, κρυμμένος μέ­­σα στην ομίχλη. Άρχισε να προχωράει προς τις δυο γυ­­­­­­ναίκες. Η κυρία Ωμπαίν ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια. «Όχι! Όχι! Πιο σιγά!» Τάχυναν ωστόσο το βή­­­­μα τους και άκουγαν από πίσω τους ένα φρούμασμα που κοντοζύγωνε. Οι οπλές του κοπανούσαν σαν σφυριά το χορτάρι στο λιβάδι· και να σου τώρα που κάλπα­ζε! Η Φελισιτέ γύρισε προς τη μεριά του κι έπιασε να ξεριζώνει και με τα δυο της χέρια χορτάρια και να του τα πετάει μαζί με τα χώματα στα μάτια. Χαμήλωνε το μουσούδι, έσειε πέρα δώθε τα κέρατα κι έτρεμε από λύσ­­σα, μουγκρίζοντας μανιασμένα. Η κυρία Ωμπαίν, στην άκρη του λιβαδιού με τα δυο μικρά της, προσπαθού­σε έντρομη να βρει τρόπο να περάσουν το χαντάκι. Η Φελισιτέ όλο και πισωπατούσε μπροστά στον ταύρο κι όλο του πετούσε χορτάρια με χώματα που τον τύ­­φλω­­­­­ναν και φώναζε: «Γρήγορα! Κάντε γρήγορα!»
Η κυρία Ωμπαίν μπήκε μες στο χαντάκι, κράτησε πρώτα τη Βιρζινί να ανέβει στην άλλη μεριά, μετά τον Πωλ, έπεσε και ξανάπεσε προσπαθώντας να σκαρφαλώσει στην ανεβασιά και βάζοντας τα δυνατά της τα κατάφερε.
Ο ταύρος είχε στριμώξει τη Φελισιτέ πάνω σε μια σανιδένια πόρτα· τα σάλια του πετάγονταν στο πρόσωπό της και λίγο ακόμη και θα την ξεκοίλιαζε. Πρόλαβε και χώθηκε στο κενό ανάμεσα σε δυο σανίδια και το τεράστιο ζώο, ξαφνιασμένο, σταμάτησε.
Το γεγονός αυτό το κουβέντιαζαν για πολλά χρόνια στο Πον-λ’ Εβέκ. Η Φελισιτέ καθόλου δεν περηφα­­νεύτηκε, ούτε που της είχε περάσει καν από το μυαλό ότι είχε κάνει μια ηρωική πράξη.
Ο νους της όλος ήταν στη Βιρζινί – διότι από την τρομάρα είχαν πάθει τα νεύρα της κι ο κ. Πουπάρ, ο γιατρός, συνέστησε θαλάσσια μπάνια στην Τρουβίλ.
Εκείνο τον καιρό, δεν είχε πολυκοσμία. Η κυρία Ωμπαίν ρώτησε να μάθει, το συζήτησε με τον Μπουραί, έκανε ετοιμασίες λες και θα έφευγαν για μακρινό ταξίδι.
Τα πράγματά τους τα έστειλαν την προηγουμένη, με το κάρο του Λιεμπάρ. Την άλλη μέρα, ο ίδιος έφε­­­ρε δύο άλογα, το ένα με μια γυναικεία σέλα με βε­­­λού­­­­­­δινο κάθισμα· κι ένα πανωφόρι τυλιγμένο έφτιαχνε κάτι σαν κάθισμα στα καπούλια του δεύτερου. Σ’ αυτό ανέβηκε η κυρία Ωμπαίν, πίσω από τον Λιεμπάρ. Η Φε­­­­­­λισιτέ πήρε μαζί της τη Βιρζινί κι ο Πωλ καβάλη­­σε το γαϊδούρι του κυρίου Λεσαπτουά, που τους το είχε δα­­­­­­νείσει με τον όρο να το προσέχουν σαν τα μάτια τους.
Ο δρόμος ήταν τόσο κακός που για να κάνουν τα οχτώ χιλιόμετρα τους πήρε δυο ώρες. Τα άλογα βούλιαζαν μέχρι τα σφυρά στη λάσπη και τίναζαν απότο­­μα τα πόδια τους για να ξεκολλήσουν ή σκόνταφταν στις αυλακιές των τροχών· κι άλλες φορές αναγκάζονταν να κάνουν άλματα. Η φοράδα του Λιεμπάρ σε κά­­­­­­­­­ποια σημεία σταματούσε απότομα. Την περίμενε υπομονετικά να ξαναξεκινήσει· και έλεγε για τους αν­­θρώπους που συναντούσαν τα σπίτια τους πάνω στο δρόμο, διανθίζοντας την ιστορία τους με ηθικά διδάγμα­­τα. Έτσι, φτάνοντας στο κέντρο του Τουκ, καθώς περνούσαν μπροστά από κάτι παράθυρα στεφανωμέ­­να με καπουτσίνους, λέει ανασηκώνοντας τους ώμους: «Να, ετούτη για παράδειγμα, η κυρία Λεουσσαί, που αντί να πάρει ένα παλικάρι…» Η Φελισιτέ δεν άκουσε τη συνέχεια· τα άλογα τρόχαζαν, το γαϊδού­­ρι κάλ­­­παζε· είχαν πάρει όλα μαζί ένα μονοπάτι, μια πόρτα άνοιξε, δυο αγόρια εμφανίστηκαν και ξεκαβαλίκεψαν όλοι μπροστά στο λάκκο με τα κοπρόνερα, ακριβώς στο κα­­­­­­­­­­­­­τώ­­φλι της πόρτας.
Η κυρα-Λιεμπάρ, βλέποντας την κυρά της, πέταξε από τη χαρά της. Στο μεσημεριανό φαγητό τής έβγαλε βοδινό κόντρα φιλέτο, μαγειρευτά εντόσθια, λουκάνι­­κο, κοτόπουλο στην κατσαρόλα, αφριστό μηλόκρα­­­σο, τάρτα με φρούτα κομπόστα και δαμάσκηνα σε μπρά­­ντι· και δεν έλεγε να σταματήσει τα παινέματα, που η κυρία έδειχνε καλύτερα στην υγεία της, που η δε­­­σποι­­νίδα είχε γίνει «μια κούκλα», που ο κύριος Πωλ είχε γίνει κοτζάμ παλικάρι, χωρίς να ξεχνάει και τους μα­­καρίτες τους παππούδες, τους οποίους οι Λιεμπάρ είχαν γνωρίσει, όντας από πολλές γενιές στην υπηρεσία της οικογένειας. Το αγροτόσπιτο έδειχνε, όπως κι οι ίδιοι, τα χρόνια του. Τα δοκάρια στο ταβάνι ήταν σα­­­­­­ρακοφαγωμένα, οι τοίχοι μαύροι από την κάπνα, τα τζάμια γκρίζα από τη σκόνη. Μια δρύινη σερβάντα ήταν φορτωμένη με κάθε λογής σκεύη κι εργαλεία, μα­­­στραπάδες, πιάτα, τσίγκινες γαβάθες, λυκοπαγίδες, ψα­­­λίδια κουράς για τα πρόβατα· τα παιδιά γέλασαν βλέ­­ποντας μια τεράστια σύριγγα. Και στις τρεις αυλές δεν ήταν ούτε ένα δέντρο που να μην είχε στις ρίζες του μανιτάρια κι ανάμεσα στα κλαδιά του μια τούφα γκυ. Πολλά τα είχε ρίξει κάτω ο αέρας. Αλλά ξαναπετούσαν πάνω από κει που είχαν σπάσει· κι όλα λύγιζαν, κατάφορτα όπως ήταν από μήλα. Οι αχυροσκεπές, που έμοιαζαν με καφετί βελούδο και είχε άλλο πάχος η κα­­­θεμία, κρατούσαν γερά και στο πιο δυνατό δρολάπι. Αλλά το υπόστεγο για τα κάρα ήταν ερείπιο. Η κυρία Ωμπαίν είπε ότι θα το φρόντιζε και πρόσταξε να ξανασελώσουν τα ζωντανά.
Έκαναν άλλη μισή ώρα για να φτάσουν στην Τρουβίλ. Το μικρό καραβάνι ξεπέζεψε για να περάσει τα γκρεμνά του Εκόρ· ήταν απόκρημνα βράχια που προ­εξείχαν πάνω από μικρές σπηλιές· και τρία λεπτά αργότερα, στην άκρη της παραλίας, μπήκαν στην αυλή του «Χρυσού Αμνού», στης κυρα-Νταβίντ.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες, η Βιρζινί αισθανόταν λιγότερη αδυναμία, χάρη στην αλλαγή του αέρα και στα μπάνια. Δεν είχε ρούχο για μπάνιο κι έτσι έμπαινε με ένα πουκάμισο· και η υπηρέτρια την έντυνε μετά στην καλύβα ενός τελωνοφύλακα, την οποία χρησιμο­ποιούσαν οι λουόμενοι.
Το απόγευμα, πήγαιναν με τον γάιδαρο πέρα από τα Μαύρα Βράχια, προς τη μεριά του Ενεκβίλ. Το μο­­­νοπάτι ανηφόριζε αρχικά μέσα από καταπράσινα χω­­­ράφια με χαμηλά λοφάκια που θύμιζαν χλοϊσμένα πάρ­­­κα, μετά έφτανε σε ένα πλάτωμα, με βοσκοτόπια και οργωμένα χωράφια πλάι πλάι. Στο τέρμα του μο­­­νο­­­­­­πατιού, μες στα πυκνά βάτα υψώνονταν λιόπρινα· εδώ κι εκεί, ένα ψηλό, ξερό δέντρο σχημάτιζε με τα κλαδιά του τεθλασμένες γραμμές στον γαλάζιο αέρα.
Σχεδόν πάντα ξεκουράζονταν σε ένα συγκεκριμέ­­νο λιβάδι, έχοντας αριστερά τους την Ντωβίλ, δεξιά τη Χάβρη και ίσα μπροστά τους το ανοιχτό πέλαγο. Άστραφτε στον ήλιο, λείο σαν καθρέφτης, τόσο γαλήνιο που μόλις άκουγαν το μουρμουρητό του· κρυμμένα σπουργίτια τιτίβιζαν και ο απέραντος θόλος του ουρανού τα έσκεπε όλα. Η κυρία Ωμπαίν, καθιστή, ασχολούνταν με τη ραπτική της· δίπλα της η Βιρζινί έπλεκε κα­­­λάμια· η Φελισιτέ ξεπάτωνε τις ανθισμένες αγριολεβάντες· ο Πωλ, πάλι, βαριότανε κι ήθελε να φύγει.
Άλλες φορές περνούσαν τον Τουκ με τη βάρκα και πήγαιναν να ψάξουν για κοχύλια. Η φυρονεριά φανέρωνε αχινούς, χτένια, μέδουσες· και τα παιδιά έτρεχαν για να πιάσουν τα χνούδια του αφρού που τα έπαιρνε ο άνεμος. Τα νωχελικά κύματα έσκαγαν στην άμμο και κυλούσαν πέρα ώς πέρα στην παραλία· απλωνόταν ώς εκεί που έβλεπε το μάτι, αλλά από την πλευρά της στεριάς σταματούσε στους αμμόλοφους που τη χώριζαν από το Μαραί,14 ένα μεγάλο λιβάδι που μοιάζει στο σχή­­­μα με ιπποδρόμιο. Στο γυρισμό, η Τρουβίλ, στην πλα­­­γιά του λοφάκου, όλο και μεγάλωνε καθώς βάδιζαν προς το μέρος της και με τα μικρά και μεγάλα σπιτάκια της έμοιαζε να απλώνεται με μια εύθυμη αταξία.
Τις μέρες που έκαιγε ο τόπος, δεν ξεμύτιζαν από την κάμαρά τους. Το εκτυφλωτικό φέγγος απ’ έξω έφρα­­­ζε τις γρίλιες των παραθυρόφυλλων με βέργες από φως. Κανένας θόρυβος στο χωριό. Κάτω στο πε­­ζοδρόμιο, ψυχή. Μέσα σ’ αυτή τη διάχυτη σιωπή, τα πράγματα έμοιαζαν ακόμη πιο γαλήνια. Πέρα μακριά, οι ματσόλες των καλαφάτηδων στούπωναν τις καρίνες κι ένα δυ­­­νατό αεράκι έφερνε τη μυρωδιά της πίσσας.
Αυτό που χαίρονταν πάνω απ’ όλα ήταν η επιστρο­­­φή των ψαράδων. Μόλις περνούσαν τις σημαδούρες, αρχίζανε, έχοντας τον άνεμο κόντρα, τους ελιγμούς. Κατεβάζανε τα πανιά στα δύο τρίτα του άλμπουρου· και με τον τρίγκο φουσκωμένο σαν μπαλόνι προχωρούσαν, γλιστρούσαν πάνω στα κύματα που πάφλαζαν ώς το μέσο του λιμανιού, όπου έριχναν απότομα άγκυ­­­­­­­­ρα. Έπειτα οι βάρκες πλεύριζαν το μόλο. Οι ναύτες πετούσαν πάνω απ’ την κουπαστή τα ψάρια που σπαρταρούσαν· μια ουρά από καρότσια τα περίμεναν και κάποιες γυναίκες με βαμβακερούς μπονέδες ορμούσαν να πάρουν τα καλάθια και να φιλήσουν τους άντρες τους.
Κάποια μέρα, μια απ’ αυτές έπιασε κουβέντα με τη Φελισιτέ, που λίγο μετά μπήκε στην κάμαρα καταχα­­­ρού­­μενη. Είχε βρει μια από τις αδελφές της· κι η Να­­στα­­­­­ζί Μπαρέτ, σύζυγος Λερού, εμφανίστηκε με ένα βυ­­­­­ζανιάρικο στο στήθος, μ’ ένα άλλο μικρό στο δεξί της χέρι κι έναν μικρό μούτσο με τις γροθιές στη μέση και το σκούφο στ’ αυτί στ’ αριστερά της.
Μετά από κανένα τέταρτο, η κυρία Ωμπαίν την ξα­­πόστειλε.
Τους πετύχαιναν πάντα να τριγυρίζουν γύρω από την κουζίνα ή όταν έβγαιναν περίπατο. Ο σύζυγος άφαντος.
Η Φελισιτέ δέθηκε σιγά σιγά μαζί τους. Τους αγόρα­­­σε μια κουβέρτα, πουκάμισα, μια στόφα· ήταν φως φανάρι ότι την εκμεταλλεύονταν. Η αδυναμία αυτή εκνεύριζε την κυρία Ωμπαίν, η οποία πέραν των άλλων δεν μπορούσε να χωνέψει και τα θάρρητα του ανιψιού –διότι μιλούσε στον ενικό στον γιο της– και κα­­­­­­θώς η Βιρζινί είχε αρχίσει να βήχει κι ο καιρός είχε χα­­­­­λάσει γύρισε πίσω στο Πον-λ’ Εβέκ.
Ο κύριος Μπουραί τη βοήθησε να διαλέξει γυμνάσιο. Tης Καν θεωρούνταν το καλύτερο. Έστειλαν λοιπόν εκεί τον Πωλ· και τους αποχαιρέτησε θαρρετά, χα­­ρούμενος που πήγαινε να ζήσει σε ένα σπίτι όπου θα είχε φίλους.
Η κυρία Ωμπαίν αποδέχτηκε το φευγιό του γιου της ως αναγκαίο κακό. Η Βιρζινί τον σκεφτόταν όλο και λιγότερο. Της Φελισιτέ της έλειπε η φασαρία που έκανε. Σε λίγο όμως βρήκε να κάνει άλλη δουλειά για να ξεχνιέται· μετά τα Χριστούγεννα, πήγαινε κάθε μέ­­­ρα το κοριτσάκι στο κατηχητικό.