Προσφορά!

Τεχνικές κολύμβησης

της Ελίζας Παναγιωτάτου

, ,

Ένα μυθιστόρημα για τα παιδικά χρόνια, την ενηλικίωση, τη δύσκολη κληρονομιά του παρελθόντος και τις πολύπλοκες και εναλλασσόμενες σχέσεις ανάμεσα σε μαμάδες και κόρες, φίλες, φίλους και εραστές. Με μια γραφή εσωτερική και με έντονο το στοιχείο του ρυθμού, η Παναγιωτάτου ανασύρει την πρώτη ύλη των συναισθημάτων μιας μοναχικής καθημερινότητας.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Παναγιωτάτου Ελίζα

Η Ελίζα Παναγιωτάτου γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε γλωσσολογία στην Αθήνα και ζει στο Βερολίνο. Προηγούμενα βιβλία της: Αυτά έγιναν χτες (Κουκούτσι 2015), (Δε) μιλάς (μαζί με τη Λίντα Ακέντε, Ουαπίτι 2016), Τεχνικές Κολύμβησης (αντίποδες 2017), Πρίνσες (Ουαπίτι 2019).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Την πήρε ο ύπνος στον καναπέ με το τηλεκοντρόλ κάτω απ’ το μάγουλο να αφήνει το αποτύπωμά του καθαρό. Από την οθόνη βγαίνουν μικρές ιαχές μικροαστικής μανίας, ή ταν ή επί τας. Σε λίγο θα κρυώσει απότομα, θα σηκωθεί, θα ισιώσει μπλούζα και σουτιέν που την πιέζει, και θα σύρει τα πόδια μέχρι το μπάνιο, πρόσωπο, δόντια, νήμα πάντα, κρέμες για τα μάτια, για τα χείλια, για τα μάγουλα, για το λαιμό, να μείνουν όλα νέα και όμορφα, γυαλιστερά και λεία. Στον καθρέφτη θα δει το σημάδι στο μάγουλο, θα χαμογελάσει κάπως κενά και θα πατήσει το τέσσερα να μπει το Mega, γιατί είναι αργά και θα ’χει το ντοκιμαντέρ γι’ αυτή την πόλη στο Μεξικό που χάθηκε και από πάνω της φύτρωσε μια ζούγκλα με τα όλα της, και θέλει να καταλάβει οι άνθρωποι τι έγιναν, έφυγαν ή θάφτηκαν εκεί. Αυτό έχει μια κάποια σημασία, γιατί αν θάφτηκαν, θα έπρεπε χώμα να γεμίσει τα σπίτια και να τα σκεπάσει, χώμα να γεμίσει κάθε τρύπα και εσοχή μέχρι και τα ρουθούνια τους, κι από πάνω να φυτρώσουν πρασινάδες, όχι γκαζόν-μην-το-πατάτε, αλλά σκοινιά και τόξα, δέντρα και αποικίες και σαρκοφάγα λουλούδια παντού. Με φόρα τα ακούει να τρίζουν καθώς μεγαλώνουν, κι όλα τα ζώα που είδε άλλοτε τα βράδια στην τιβί, κι αυτά θα πρέπει να έρθουν, και τα πιο περίεργα ακόμα, αν και τα πιο περίεργα απ’ όλα τα ζώα ζούνε στο νερό και ξέρουν να κάνουν πράγματα θαυμαστά, όπως ας πούμε ο μπλε δράκος, που επιπλέει γιατί το στομάχι του είναι ένας σάκος αέρα ή ένα παράσιτο, που μπαίνει στο στόμα του ψαριού, κολλάει στη γλώσσα του και τρέφεται από αυτήν, μέχρι που εκείνη ατροφεί και συρρικνώνεται. Μέχρι εδώ η ιστορία είναι γνωστή, όμως το παράσιτο δείχνει έλεος και υποκαθιστά τη γλώσσα του ψαριού και έτσι η ζωή συνεχίζεται κανονικά, εξέλιξη από την οποία θα μπορούσαν να βγουν διαφόρων ειδών συμπεράσματα. Όμως στη ζούγκλα θα έρθουν μόνο εκείνα τα ζώα που ζούνε μέσα στον αέρα, και θα έρθουν γιατί θα υπάρχει χώρος και άπλα, και γιατί οι άνθρωποι δεν θα ’ναι εκεί αλλά κι αν είναι θα κοιμούνται κάτω απ’ όλα, γιατί η νόσος του ύπνου θα έχει πέσει πάνω στην πόλη ξαφνικά κι έτσι ο καθένας θα μείνει στη στάση που είχε πριν το πέπλο, άλλοι όρθιοι, άλλοι σκυφτοί, άλλοι στα τέσσερα και άλλοι ξαπλωμένοι. Χώμα θα τους σκεπάσει όλους, μα στην ανασκαφή, έτσι που θα πάνε να τους βγάλουν και θα φτυαρίσουν το χώμα που τους στηρίζει, όλοι οι σκελετοί θα πέσουν, και οι άνθρωποι του μέλλοντος ποτέ δεν θα μάθουν πόσοι ήταν στα τέσσερα την ώρα της κρίσης –που με κανέναν τρόπο δεν σχετίζεται με δαμόκλειο σπάθη ή βασιλεία των ουρανών– απλή επέλαση ύπνου και χώματος χωρίς παράδεισο, κόλαση, αποκάλυψη και τα λοιπά. Βέβαια, ίσως και να ’ναι παράδεισος, ίσως και κόλαση, να μας σκεπάσει το χώμα κι εγώ να σ’ έχω ανάμεσα στα πόδια μου, αυτό εξαρτάται από σένα, σκέφτεται η Μαρία, και μη σκέφτεσαι τι θα κάνεις, ό,τι κι αν κάνεις δεν έχει καμία σημασία, μόνος παράγοντας επιρροής τα μάτια σου – αλλά κι αυτό δεν θα ’χει σημασία όταν θα σκουληκιάσουν, από μπλε μάτι δεν βγαίνει μπλε σκουλήκι. Με χώμα όμως γύρω μας θα νιώσουμε για μια φορά το περίγραμμα του σώματός μας, ακριβώς πόσο χώρο πιάνουμε, η ειδοποιός διαφορά στην ύλη, ο αέρας μέσα στα ρουθούνια μου δεν ανήκει στο χώρο που πιάνω, μα στον αέρα.

Τελείωσε το νήμα, μια σουρικάτα πλανιέται πάνω απ’ το κεφάλι της, τα σεντόνια νωπά, το κρύο πολλοί αντέξανε, και τις τρεις πρώτες ώρες του ύπνου της θα αφοσιωθεί στο να ζεστάνει το χώρο γύρω της. Διάλεξε ζώο, της έλεγε ο πατέρας όταν ερχόταν για παραμύθι, διάλεξε ζώο της λέει και η σουρικάτα πάνω από το κεφάλι της, το πιο ζεστό να με ζεστάνει, να φυσήξει αέρα σαν τον Θεό στο πρόσωπο του Αδάμ, κι αν ήμουν κομμάτι απ’ το πλευρό του δεν θα κρύωνα, όλα παραμύθια, διαλέγω ζώο, ο Νώε πουθενά, διαλέγω ζώο, ο πατέρας πουθενά, διαλέγω ζώο, ύπνος επιτέλους, κι ο Νώε και ο πατέρας και ο Αδάμ, κι εσύ μωρό μου, κι ακόμα και η σουρικάτα, γίναμε πολλοί και δεν κρυώνω, χώμα παντού και δεν κουνιέμαι, να ’ναι ελαφρύ και εύφορο, να φυτρώσουν δέντρα και πρασινάδες και ό,τι άλλο λαχταρήσει ο Θεός με γλάστρα το μουνί μου.

Κι έτσι που κοιμάται είναι σαν να ανασαίνει μέχρι τη μέση το πολύ, το σώμα της ανεβοκατεβαίνει με σύνορο δύο λακκάκια και από πάνω τους χνούδι τυλίγει το κομμάτι που έδειχνε στον κόσμο όταν μικρή φορούσε κοντές μπλούζες και χαμηλά παντελόνια. Στην παιδική της ηλικία ανήκει κι έμεινε εκεί ασπίδα. Τα αγόρια τα ρίχνουν πιο νωρίς αυτά ή τα ντύνονται μανδύα, όμως κάποια κορίτσια κρατάνε κολλημένο στο σώμα τους το χρόνο που έχει περάσει, έτσι που ενώ οι αλλαγές είναι ραγδαίες, κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει με σιγουριά τη στιγμή που ήθελε να της χαϊδέψει τα μαλλιά ανακατεύοντάς τα λίγο, μα σκέφτηκε πως δεν κάνει πια, γιατί ποιος ακουμπάει το κεφάλι μιας γυναίκας που θα μπορούσε να της πιάσει το στήθος;

Ποιον αγαπάς πιο πολύ, τον μπαμπά ή τη μαμά; Και τους δύο το ίδιο και τα μάτια στο πάτωμα, έτσι μπράβο, καλό παιδί, κοίτα πώς μεγάλωσες, κοίτα πώς ομόρφυνες, κοτζάμ γυναίκα έγινες, μπουμπούκι το Μαράκι μας, κοίτα το, μα είπαμε, δεν ακουμπάμε στο κεφάλι κορίτσια που θα μπορούσαμε και να τα ακουμπήσουμε στο στήθος, βυζί, κατευθείαν βυζί.

Κι ενώ η Μαρία αποκοιμιέται σκέφτεται πως κάποια στιγμή θα έρθει ο κριτής, αδέκαστος και παρών και τα πάντα πληρών, ίσως να έρθει αλλιώς, χωρίς την ασθένεια του ύπνου και το χώμα παντού, ίσως σιγά σιγά, μέρα τη μέρα, να γίνουμε δέντρα, όχι κανονικά με ρίζες και φύλλα και άλλα τέτοια μακριά από μας, κανένας ρομαντισμός στα διαμερίσματα του κέντρου, ίσως όμως αρχίσεις να βγάζεις κάλους παντού και ίσως οι κάλοι αρχίσουν να ενώνονται, να γίνουν φλοιός που θα καλύπτει το σώμα σου απέξω, κι από μέσα όλα κανονικά, μόνο το αίμα θα κυλάει απ’ την καρδιά στα άκρα πιο γρήγορα, θα φτάνει στα τοιχώματα πιο συχνά, για να καταλάβει τι άλλαξε και τι το περιμένει, όμως το αίμα δεν θα μάθει και ο φλοιός στο τέλος θα ενωθεί, θα απλωθεί και θα νικήσει, και κάπου εκεί θα έρθει ξανά το χώμα με τα κανονικά δέντρα και όπως στην πόλη στο Μεξικό, έτσι κι εδώ θα γίνει ζούγκλα, όχι Εθνικός Κήπος, και στη ζούγκλα νικάνε τα δέντρα-παράσιτα που αγκαλιάζουν το δέντρο-θύμα, με λεπτά σκοινιά σκαρφαλώνουν γύρω του και όλο επεκτείνονται, ψηλώνουν, μεγαλώνουν, φτάνουν στην κορυφή, κι όταν νικήσουν, το θήραμα αρχίζει να σαπίζει αργά αλλά αναπόφευκτα, και το παράσιτο με τα κλαδιά σαν χέρια απλώνεται και αρπάζει το καινούργιο θύμα. Ίσως όμως και να μη γίνεις δέντρο με κάλους και φλοιό, γιατί θα σου λείπουν τα φύλλα και θα λυπάσαι, κι άλλωστε η φύση είναι άγριο πράγμα και όχι ελβετικές λίμνες σε καρτ ποστάλ, γι’ αυτό ίσως να γίνεις ο άνθρωπος-πέτρα, ο άνθρωπος-κόκαλα, ο άνθρωπος-όλο-σκελετός, που η μυϊκή του μάζα γίνεται σιγά σιγά σκληρή και κάθε μέρα όλο και λιγότερο προσπαθεί να κουνηθεί, γιατί τρίζει και πονάει και ούτως ή άλλως είναι μάταιο να πηγαίνει κανείς κόντρα στο αναπόφευκτο, κι αν δεις μια ακτινογραφία του θα είναι σαν πλάκα να καλύπτει τα κενά που ξέρεις ότι υπάρχουν ανάμεσα στα κόκαλα, ο θώρακάς του ενιαία πανοπλία και το φως δεν θα μπαίνει από πουθενά. Έτσι και πάλι όταν θα έρθει το χώμα, θα τον καλύψει, χωρίς ευλυγισία πώς να σκάψεις τούνελ να βγεις στο φως; Θα μπορούσε τέλος να γίνει και το άλλο, να μην είναι εδώ κανείς, γιατί οι άνθρωποι έφαγαν όλα τους τα μέλη ξεκινώντας από τα δάχτυλα, όμως αυτή η σκέψη χρειάζεται πολλή φαντασία, γιατί το στόμα δεν φτάνει παντού και ποιος θέλει να γίνει μια ακρωτηριασμένη μπάλα που αδυνατεί να συνεχίσει το έργο της;

Πριν την πάρει ο ύπνος, η Μαρία κουνάει χέρια και πόδια για να δει πως είναι όλα εκεί, μετράει δάχτυλα, δέκα συν δέκα, χαϊδεύει με τη γλώσσα της τα δόντια από μέσα, και ήσυχη, διάλεξα ζώο μπαμπά, το ζώο είμαι εγώ, κοίτα πώς σέρνομαι στα σεντόνια, πώς σκαρφαλώνω στα φώτα που αφήνει το λεωφορείο στο ταβάνι, πώς τρώω με τη γλώσσα μου τα κουνούπια, πώς αλλάζω χρώμα, πώς πηδάω, πώς τρέχω, πώς στύβω την πέτρα.

Όποιο ζώο κι αν διαλέξει, ο ύπνος την παίρνει πάντα πριν την καληνύχτα. Και μέσα στον ύπνο της δεν ονειρεύεται αλλά θυμάται αυτήν που ζητιάνευε καθισμένη, τα γόνατα τραβηγμένα στο στήθος, τα πόδια μέσα στην μπλούζα, το κεφάλι της μεγάλο. Όταν την είδε, νόμιζε ότι δεν είχε πόδια. Όταν κατάλαβε ότι είχε, θύμωσε. Ήθελε να την κλωτσήσει να κυλήσει με τα πόδια που δεν είχε μέχρι κάτω την πλαγιά.

Και μετά θυμάται πώς διάλεγε την τίγρη, τη ζέβρα και το λιοντάρι, πώς ζύγιζε προσεκτικά την επιλογή της, μια τίγρη και μια ζέβρα, μπαμπά, κάθε ζώο με τις ιδιαιτερότητές του και η τίγρη και η ζέβρα έκαναν το θαύμα τους. […]

Έχει πατήσει το πέντε τώρα, ανάμεσα στο αυτί και το στόμα, και στον ANT1 παίζει σίριαλ σε επανάληψη, άσχημα χρώματα, έντονα φώτα και τα δωμάτια όλα κλειστοφοβικά, πού λεφτά για εξωτερικά γυρίσματα, από σαλόνι σε κουζίνα παίζεται η ζωή.

Και στη ζωή αυτή εγώ είμαι ζώο, ένα καινούργιο ζώο. Κουνιέμαι κάτω από ένα λευκό μανδύα. Έχω αμέτρητα τριχωτά πόδια, λεπτά, μαλακά, καθόλου σιχαμένα, υπέροχα, γαργαλιστικά. Τα ακουμπάω μεταξύ τους, χνούδι στο χνούδι. Τα ακουμπάω στο μανδύα, χνούδι στο ύφασμα. Δεν είναι για προστασία, δέρμα είναι. Αν το πιέσεις θα με λιώσεις, χνούδι στο αίμα. Ύφασμα στο αίμα. Πρόσεχε λοιπόν. Κουνιέμαι κάτω από έναν λευκό μανδύα. Κουνιέμαι κορίτσι. Ανασαίνω κορίτσι. Σκέφτομαι κορίτσι. Συνάντησα τον κόσμο σε κατηγορίες. Η ζέβρα, η αρκούδα, το λιοντάρι. Μου τον χώρισαν καλά, οι γραμμές σαφείς, να οριοθετούν ανόμοια πράγματα. Μεγάλωσα νωρίς. Κάποιες φορές τα κορίτσια το παθαίνουν αυτό. Τους κλέβουν το χρόνο και τον δίνουν στα αγόρια, να απλωθούν άτσαλα πριν σχηματίσουν μορφή. Σε μένα χρόνος δεν δόθηκε. Μ’ ένα άλμα το σώμα βρήκε το καινούργιο του σχήμα. Μια γριά στη γωνία του δωματίου με περίμενε κάθε βράδυ με μακριά φούστα κι ένα χρυσό δόντι. Να σου πω την ιστορία σου, κορίτσι; Σήμερα, να σου την πω; Δώσ’ μου το χέρι σου, κορίτσι, μια ιστορία είναι και θα σου την πω. Η μοίρα σου είναι. Κρυβόμουν στη γωνία. Καλούσα την τίγρη. Έκλεινα τις κουρτίνες καλά, να φύγουν οι σκιές. Την εξόρισα στη σκάλα πίσω από το φίκο. Περνούσα γρήγορα μπροστά της. Άκουγα το μουρμουρητό της, να σου πω τη μοίρα σου. Η γριά ακόμα να φύγει. Τη βλέπω και σήμερα. Έχει προτάξει την κοιλιά, έχει πιάσει στο χέρι της την παλάμη μου, να σου την πω; Βλέπω καλά.

Να μου την πεις γριά, να μου την πεις, μα μην τολμήσεις να μαντέψεις, γιατί όταν ξυπνήσω, θα σε καταποντίσω.

Κι έτσι που ο ύπνος φροντίζει να ανασύρει από τη μνήμη της κομμάτια σκόρπια, έτσι που ράβονται ανάκατα με φως, λόγια και εικόνες κι ανάμεσά τους περπατάνε τα πιο περίεργα πλάσματα, έτσι που γίνονται όλα αυτά όσο εκείνη κοιμάται, η Μαρία ξυπνάει πάντα λίγο ζαλισμένη και στο μπάνιο τινάζει από τους ώμους της ό,τι έχει κάτσει εκεί, πριν πιάσει τα μαλλιά κοτσίδα, να μπει επιτέλους λίγη τάξη, να ξεκινήσει κανονικά άλλη μια μέρα.