Προσφορά!

Teatro Grottesco

του Τόμας Λιγκότι

Μετάφραση: Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

, ,

Η πένα του Τόμας Λιγκότι, του δεξιοτέχνη του εσωτερικού τρόμου, περιπλανιέται γεμάτη λυρισμό σε σκιερά σοκάκια κάτω απ’ το φως των άστρων, σε έρημους νοσοκομειακούς διαδρόμους και θαλάμους, σε ρημαγμένες γειτονιές· κρυφοκοιτάζει τα θαυμαστά εμπορεύματα πίσω από σκονισμένες βιτρίνες, αργοσέρνεται σε βαλτώδεις υπονόμους που κρύβουν φρικώδεις βιολογικές αναζητήσεις· τρυπώνει σε σκελετωμένα κουφάρια κτηρίων γεμάτων μεγαλείο, που παγιδεύουν το βλέμμα των περαστικών για να τους δελεάσουν με φαντασμαγορικά δωμάτια, υπόγεια που κρύβονται κάτω από δερμάτινες καταπακτές, αραχνιασμένες σοφίτες, φεγγαροφώτιστους χώρους που σφύζουν με απειλή αλλά και σαγήνη.

«Θέλω να πω πως, όποτε έχω την ευκαιρία να διαβάσω τις λέξεις μιας σελίδας, οποιεσδήποτε λέξεις οποιασδήποτε σελίδας, με κάποιον τρόπο αναγνωρίζω πάντα τη φωνή που ακούω να λέει τις λέξεις αυτές στο μυαλό μου ως τη δική μου φωνή, ακόμη κι αν οι λέξεις είναι κάποιου άλλου. Ίσως είναι πιο ακριβές να πω πως όποτε διαβάζω τις λέξεις σε μια σελίδα, η φωνή στο μυαλό μου είναι η δική μου φωνή καθώς αυτή συγχωνεύεται με τις λέξεις που διαβάζω (ή διαλύεται μέσα σ’ αυτές). Αντιστρόφως, όταν τυχαίνει να γράφω λέξεις σε μια σελίδα, ακόμη και μια απλή σημείωση ή υπενθύμιση στη βιβλιοθήκη, η φωνή που ακούω να υπαγορεύει τις λέξεις αυτές δεν ακούγεται σαν τη δική μου φωνή – μέχρι βέβαια να διαβάσω τις λέξεις, οπότε κι όλα επιστρέφουν στην κανονικότητα.»

 

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Λιγκότι Τόμας

Ο Τόμας Λιγκότι γεννήθηκε στο Ντητρόιτ το 1953. Αποφοίτησε από το Wayne State University το 1978. Το 1986 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Songs of a Dead Dreamer. Παρά το μυστήριο που περιβάλλει την προσωπικότητά του και τις ελάχιστες δημόσιες εμφανίσεις του, έχει βραβευτεί πολλές φορές για το έργο του και θεωρείται ένας από τους επιδραστικότερους λογοτέχνες του φιλοσοφικού τρόμου. Το Teatro Grottesco περιέχει τα καλύτερα διηγήματα που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της συγγραφικής του πορείας και οικοδομεί έναν κόσμο όπου τα πάντα συνδέονται υπόγεια μεταξύ τους, συγκαλύπτονται και αποκρύπτονται για να αποκαλυφθούν με την εμμονική ανάγνωση.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ ΚΛΟΟΥΝ

Μου φαινόταν πάντoτε πως η ύπαρξή μου συνίστατο αποκλειστικά και μόνο στον πιο εξωφρενικό παραλογισμό. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε συμβάν και κάθε παρόρμηση της ύπαρξής μου παρήγαγε μόνο διαδοχικά επεισόδια καταφανούς παραλογισμού, το ένα πιο παράλογα εξωφρενικό από το άλλο. Από όποια οπτική γωνία κι αν το έβλεπα –από απίστευτα κοντά, από απείρως μακριά ή από οποιαδήποτε άλλη θέση ανάμεσα σ’ αυτές– το όλο πράγμα έμοιαζε να μην είναι ποτέ κάτι περισσότερο από ένα αδιανόητο, παράδοξο ατύχημα που συνέβαινε με επώδυνα αργή ταχύτητα. Κάποιες φορές έμενα ξέπνοος, απ’ το αψεγάδιαστο χάος, τον απόλυτα τέλειο παραλογισμό είτε κάποιου θεάματος που συνέβαινε γύρω μου, είτε κάποιου θεάματος εξίσου αδιανόητα εξωφρενικού που συνέβαινε εντός μου. Στο μυαλό μου αναδύονται εικόνες από πυκνά μπλεγμένα σχήματα και γραμμές. Πρόκειται για τις μουντζούρες ενός διανοητικά διαταραγμένου επιληπτικού, μονολογούσα συχνά. Αν μου επιτρέπεται να δεχτώ κάποια εξαίρεση στην εξωφρενικά παράλογη κατάσταση που περιέγραψα –και δεν θα δεχτώ καμία– αυτή η μοναδική εξαίρεση θα αφορούσε τις επισκέψεις που είχα βιώσει σε σκόρπιες στιγμές καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής μου, και ειδικά μια συγκεκριμένη επίσκεψη που έλαβε χώρα στο φαρμακείο του κυρίου Βίζνιακ.
Πολύ αργά μια νύχτα βρισκόμουν πίσω απ’ τον πάγκο στο μικρό κατάστημα του κυρίου Βίζνιακ. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε καθόλου κίνηση, κανένας πελάτης, αφού το μαγαζί βρισκόταν σε μια απομονωμένη τοποθεσία κι ήταν μικρό σαν ντουλάπα, κι εγώ είχα φροντίσει να είναι σχεδόν απόλυτα σκοτεινό τόσο απέξω όσο και μέσα. Ο κύριος Βίζνιακ ζούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα πάνω απ’ το φαρμακείο και μ’ άφηνε να αποφασί­ζω αν θα κρατούσα το μαγαζί ανοιχτό ή κλειστό μετά από μια συγκεκριμένη ώρα. Έμοιαζε να ξέρει πως το γεγονός ότι στεκόμουν όλη τη νύχτα πίσω απ’ τον πάγκο του φαρμακείου σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, αν εξαιρέσει κανείς ένα δυο φωτάκια στους τοίχους, έδινε στο μυαλό μου την ευκαιρία να ξεχαστεί για λίγο από τον εξωφρενικό παραλογισμό που θα κινδύνευε αλλιώς να το κυριεύσει. Τα γεγονότα που ακολούθησαν απέδειξαν λίγο πολύ πως ο κύριος Βίζνιακ όντως γνώριζε κάτι, όπως και το ότι υπήρχε πράγματι μια ιδιόρρυθμη ενσυναίσθηση που συνέδεε τον γέρο κι εμένα. Καθώς το μαγαζί του κυρίου Βίζνιακ βρισκόταν σ’ έναν άγνωστο παράδρομο, στη γύρω γειτονιά επικρατούσε απόλυτη ακινησία τις προχωρημένες βραδινές ώρες. Και καθώς οι περισσότεροι από τους φανοστάτες στη γειτονιά ήταν σπασμένοι ή με κάποιο τρόπο ελαττωματικοί, το μόνο που μπορούσα να δω μέσα απ’ το μικρό παράθυρο της πρόσοψης του μαγαζιού ήταν τα νέον γράμματα στη βιτρίνα του απέναντι χασάπικου. Αυτά τα ωχρά νέον γράμματα παρέμεναν αναμμένα όλη τη νύχτα στη βιτρίνα του χασάπικου, και σχημάτιζαν τρεις λέξεις: μοσχάρι, χοιρινό, κατσίκι. Κάποιες φορές κάρφωνα το βλέμμα μου σε αυτές τις λέξεις και τις αναλογιζόμουν μέχρι που το κεφάλι μου γέμιζε τόσο πολύ με κρεατικούς παραλογισμούς, με μοσχαρίσιους και χοιρινούς και κατσικίσιους παραλογισμούς, που αναγκαζόμουν να αποστρέψω το βλέμμα και να αναζητήσω κά­­­τι στο πίσω δωμάτιο του φαρμακείου για να απασχο­λη­θώ, εκεί που δεν υπήρχαν παράθυρα κι άρα δεν ελλό­χευαν πιθανά οράματα κρεοπωλείου. Μόλις όμως έφτανα στο πίσω δωμάτιο με απορροφούσαν τα φάρμακα που ήταν αποθηκευμένα εκεί, όλα τα μπουκαλάκια και τα βάζα και τα κουτιά που στοιβάζονταν απ’ το πάτωμα ώς το ταβάνι στον εξαιρετικά περιορισμένο χώρο. Είχα μάθει αρκετά γι’ αυτά τα φάρμακα απ’ τον κύριο Βίζ­­νιακ, παρόλο που δεν είχα άδεια για να τα ετοιμάζω και να τα πουλάω στους πελάτες χωρίς τη δική του επί­­βλεψη. Ήξερα ποια φάρμακα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να επιφέρουν άμεσα το θάνατο εκείνου που θα τα έπαιρνε στην κατάλληλη ποσότητα με τον κατάλληλο τρόπο. Έτσι, όταν πήγαινα στο πίσω δωμάτιο για να ξεκουράσω το μυαλό μου απ’ τους κρεατικούς παραλογισμούς που μου ’χε προκαλέσει η υπερβο­λική ενατένιση του καταστήματος που πουλούσε μο­­­σχά­­­ρι-χοιρινό-και-κατσίκι, με απορροφούσαν σχεδόν αμέσως τα θανατηφόρα αυτά φάρμακα· με άλλα λόγια, με απορροφούσε ο παραλογισμός του θανάτου, που είναι μια από τις χειρότερες και πιο εξωφρενικές μορφές παραλογισμού. Συνήθως κατέφευγα στο μικρό μπάνιο στο πίσω δωμάτιο, για να συνέλθω και να καθαρίσω το μυαλό μου πριν επιστρέψω στο πόστο μου πίσω απ’ τον πάγκο του φαρμακείου του κυρίου Βίζνιακ.
Εκεί –πίσω απ’ τον πάγκο του φαρμακείου δηλαδή– βίωσα μια απ’ αυτές τις επισκέψεις, που θα μπορούσα ίσως να δεχτώ ως τη μοναδική εξαίρεση στον βαθιά εξωφρενικό παραλογισμό της ύπαρξής μου, αλλά στην πραγματικότητα οφείλω να ομολογήσω πως συνιστούσαν το ναδίρ του παραλογισμού. Η συγκεκριμένη ήταν η επίσκεψη του φαρμακείου και την είχα ονομάσει έτσι γιατί πάντα βίωνα μονάχα μία επίσκεψη σε κάθε μέρος – μετά απ’ την οποία ξεκινούσα να ψάχνω για μια νέα δουλειά, όσο παρόμοια κι αν ήταν με την προηγούμενη. Όλες οι δουλειές που έκανα πριν από το φαρμακείο του κυ­­ρίου Βίζνιακ ήταν ουσιαστικά δουλειές φαρμακείου, είτε επρόκειτο για τη δουλειά του νυχτοφύλακα που πε­­­ριπολούσε κάποια έρημη ιδιοκτησία είτε για τη δουλειά του φύλακα του κοιμητηρίου κάποιας απομακρυσμένης πόλης είτε για τη δουλειά εκείνη στην οποία περνούσα ατέλειωτα γκρίζα απογεύματα καθισμένος σε μια άχρηστη βιβλιοθήκη ή περπατούσα βαριεστημέ­νος στις στοές ενός άχρηστου μοναστηριού. Όλες ήταν κατά βάση δουλειές φαρμακείου, και καθεμιά, αργά ή γρήγορα, περιελάμβανε μια επίσκεψη – μια επίσκεψη στο μοναστήρι ή μια επίσκεψη στη βιβλιοθήκη, μια επίσκεψη στο κοιμητήριο ή μια επίσκεψη κατά την παράδοση πακέτων απ’ το ένα μέρος της πόλης στο άλλο μες στη μαύρη νύχτα. Παράλληλα, υπήρχαν κάποιες πτυχές της επίσκεψης στο φαρμακείο που δεν έμοιαζαν με αυτές των άλλων επισκέψεων, κάποια καινούργια και πρωτόγνωρα στοιχεία που καθιστούσαν αυτή την επίσκεψη μοναδική.
Ξεκίνησε με τη χορογραφία του παραλογισμού που μου ήταν ήδη οικεία. Ενώ καθόμουν αργά μια νύχτα πίσω απ’ τον πάγκο του φαρμακείου, το φως που ακτινοβολούσαν οι λάμπες στους τοίχους άλλαξε σταδιακά από αμυδρό κίτρινο σ’ ένα βαθύ χρυσοκόκκινο. Δεν είχα αναπτύξει ποτέ κάποια διαίσθηση που θα μου επέτρεπε να προβλέψω πότε θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, έτσι ώστε να μπορώ να πω στον εαυτό μου: «Αυτή είναι η νύ­­χτα που το φως θα γίνει χρυσοκόκκινο. Αυτή είναι η νύ­­χτα μιας ακόμη επίσκεψης». Με το καινούργιο φως (τη βαθιά αυτή χρυσοκόκκινη λάμψη) το εσωτερικό του φαρμακείου επενδύθηκε με την παράξενη χλιδή μιας παλιάς ελαιογραφίας· τα πάντα μεταμορφώθηκαν κα­­θώς τα κάλυψε ένα παχύ στρώμα γυαλιστερής σκοτεινιάς. Και πάντα αναρωτιόμουν πώς μοιάζει το πρόσωπό μου κάτω απ’ αυτό το καινούργιο φως, αλλά εκείνη τη στιγμή ποτέ δεν μπορώ να σκεφτώ τέτοια πράγ­­μα­­τα, επειδή ξέρω τι πρόκειται να συμβεί, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ελπίζω πως η επίσκεψη θα τε­­λειώσει σύντομα.
Αμέσως μετά την αλλαγή στη χροιά του φωτισμού, γίνεται μια εμφάνιση, που υποδηλώνει πως η καθαυτό επίσκεψη έχει ξεκινήσει. Πρώτα το φως αλλάζει σε χρυσοκόκκινο, κι έπειτα αρχίζει η επίσκεψη. Δεν έχω καταφέρει ποτέ να ξεδιαλύνω το λόγο της αλληλουχίας αυτής, λες κι υπάρχει λόγος βέβαια για κάτι τόσο παρά­λογο όσο αυτές οι επισκέψεις ή για κάποιο απ’ τα στάδια αυτών των επισκέψεων. Το γεγονός ότι το φως γίνεται χρυσοκόκκινο με προειδοποιεί ότι πρόκειται να συμβεί μια εμφάνιση, αυτό όμως δεν μου έχει επιτρέψει ποτέ να παρακολουθήσω την πραγματική της εκδήλωση, κάτι που είχα πάψει να προσπαθώ πολύ πριν την επίσκεψη στο φαρμακείο. Ήξερα πως αν κοίταζα αριστε­ρά, η εμφάνιση θα συνέβαινε στο δεξί τμήμα του οπτικού μου πεδίου· αντιστρόφως, αν εστίαζα δεξιά στο οπτικό μου πεδίο, η εμφάνιση θα γινόταν, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, κάπου στ’ αριστερά μου. Και φυσικά, αν συνέχιζα να κοιτάζω ευθεία, η εμφάνιση θα συνέβαινε λίγο πέρα απ’ την άκρη του οπτικού μου πεδίου, αριστερά ή δεξιά, σιωπηλά και στιγμιαία. Μόνο αφότου η εμφάνιση είχε πραγματοποιηθεί, θα ακουγόταν κάποιος ήχος, ένα κροτάλισμα, καθώς κάτι μετακινούνταν ακριβώς μπροστά μου, και μετά, όπως συνέβαινε πάντα, θα αντίκριζα ένα πλάσμα που μπορώ να πω ότι έμοιαζε από­­λυτα στην όψη με μια παλιομοδίτικη μαριονέτα, μια κούκλα που έμοιαζε αρχαϊκή.
Είχε σχεδόν μέγεθος ανθρώπου και αιωρούνταν λίγο πάνω απ’ το πάτωμα του φαρμακείου έτσι ώστε το πρόσωπό της να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το δικό μου. Αυτή τη στιγμή περιγράφω το πλάσμα όπως αυτό εμφα­νίστηκε στην επίσκεψη στο φαρμακείο, αλλά, ούτως ή άλλως, αυτό έπαιρνε κάθε φορά τη μορφή της ίδιας πα­­λιομοδίτικης μαριονέτας που αιωρούνταν μπρος μου σε μια χρυσοκόκκινη αχλή. Η μαριονέτα έμοιαζε με κλό­­ουν με ωχρή παντελόνα, πάνω απ’ την οποία φορούσε μια ωχρή ποδιά, ωχρά και λεπτά χέρια ξεπρόβαλ­­λαν από τις πτυχωτές άκρες των μανικιών της, κι ένα κε­­φά­­λι ωχρό σαν πουδραρισμένο υψωνόταν απ’ τον πτυχωτό γιακά. Μου ήταν πάντα δύσκολο να κοιτάξω απευθείας το πρόσωπο του πλάσματος-μαριονέτας όταν αυτό εμφανιζόταν, επειδή στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη μια έκφραση τόσο ουδέτερη και ήπια, αλλά ταυτόχρονα τόσο κακόβουλη και διεστραμμένη. Σύμφωνα με τουλάχιστον έναν παρουσιαστή κουκλοθέατρου, η εκφραστικότητα μιας μαριονέτας ή κούκλας βρίσκεται στα χέρια, στα μπράτσα και στα πόδια της, ποτέ στο πρόσωπο ή το κεφάλι, όπως συμβαίνει μ’ έναν ηθοποιό. Αλλά στην περίπτωση του πλάσματος-μαριο­­νέτας που αιωρούνταν μπροστά μου μέσα στο φαρ­­μα­κείο, αυτό δεν ίσχυε. Η εκφραστικότητά του ήταν εξ ολοκλήρου συγκεντρωμένη σ’ εκείνο το πρόσωπο με την ωχρή και σκαμμένη επιδερμίδα, στην ελαφρά αιχμη­ρή μύτη, στα λεπτά χείλη και στα νεκρά κουκλίστικα μάτια της – μάτια που δεν έμοιαζαν ικανά να εστιάσουν σε τίποτα, παρά μόνο ατένιζαν με μια αμετάβλητη έκφραση ονειροπόλας κακίας, με μια εντελώς παράλογη έκφραση σαστισμένης μοχθηρίας και σκληρότητας. Έτσι, μόλις εμφανιζόταν το πλάσμα-μαριονέτα, προσπα­θούσα να αποφύγω το πρόσωπό του, κοιτάζοντας τα μι­­κροσκοπικά του πόδια που καλύπτονταν από ένα ζευγάρι ωχρές παντόφλες και κρέμονταν λίγο πάνω απ’ το πάτωμα. Έπειτα στρεφόμουν στα νήματα που ήταν προσαρμοσμένα στο σώμα της μαριονέτας και προσπαθούσα να δω πού οδηγούσαν. Σε κάποιο όμως ση­­μείο η όρασή μου αποτύγχανε· το βλέμμα μου μπορούσε να ακολουθήσει τα νήματα μόνο μέχρι ένα σημείο της ομαλής κάθετης πορείας τους… μετά αυτά χάνονταν σε μια ομιχλώδη θολούρα, σε μια οροφή από παραμορφωμένο φως και σκιές που σχηματιζόταν πάντα λίγο πάνω απ’ το κεφάλι της μαριονέτας –και απ’ το δικό μου–, και πέρα απ’ την οποία τα μάτια μου δεν μπορούσαν να αντιληφθούν καμιά καθαρή εικόνα, απολύτως τίποτα εκτός από μια ασαφή νωθρή κίνηση, σαν ένα στρώμα από πυκνά σύννεφα που τα βλέπεις από μα­­­κριά μέσα από ένα μουντό χρυσοκόκκινο λυκόφως. Αυτό το φαινόμενο με τα νήματα που χάνονταν μέσα στη θολούρα ενίσχυε την άποψη που διατηρούσα όλα αυτά τα χρόνια πως το πλάσμα-μαριονέτα δεν είχε δική του ζωή. Μόνο χάρη σε αυτά τα νήματα, κατά την άποψή μου, μπορούσε το πλάσμα να προβεί στις γνώριμες κινήσεις του. (Ο όρος «κινήσεις», όπως με ανησυχία ανακάλυψα στη μάταιη έρευνά μου σχετικά με το θέμα, κάποτε χρησιμοποιούνταν συχνά για τους διάφορους τύπους μαριονετών, όπως για παράδειγμα στην ακόλουθη δήλωση: «Οι κινήσεις που είδαμε πρόσφατα στο Πανηγύρι του Αγίου Βαρθολομαίου παρίσταναν κωμικές σκηνές αμφιβόλου ηθικής μπροστά σ’ ένα ακροα­τήριο που θα είχε ωφεληθεί περισσότερο από έναν βαθύ στοχασμό για την εύθραυστη και επισφαλή μοίρα της αθάνατης ψυχής του».) Η μαριονέτα ταλαντεύτηκε μπροστά, προς τον πάγκο του φαρμακείου πίσω απ’ τον οποίο βρισκόμουν. Πριν ακινητοποιηθούν, τα μέρη του σώματός της κροτάλισαν χαλαρά και ηχηρά μες στην ησυχία της προχωρημένης νύχτας. Ένα από τα χέ­­ρια της απλώθηκε προς εμένα, κρατώντας χαλαρά στα δάχτυλά του ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί.
Εννοείται άδραξα αμέσως τη μικροσκοπική σελίδα, που έμοιαζε να έχει σκιστεί από κάποιο παλιό τετράδιο για γράψιμο φαρμακευτικών συνταγών. Με την πάροδο των ετών είχα μάθει να ακολουθώ πειθήνια τις παρο­τρύνσεις του πλάσματος-μαριονέτας. Κάποτε, χρόνια πριν από την επίσκεψη στο φαρμακείο, ήμουν αρκετά τρελός ή ανόητος ώστε ν’ αποκαλέσω τη μαριονέτα και τις επισκέψεις της αυτό ακριβώς που ήταν – εξωφρενι­κούς παραλογισμούς. Της είχα πει, μες στα μούτρα της, «Πήγαινε αλλού με τους παραλογισμούς σου», ή ίσως, «Σιχάθηκα πια αυτούς τους τιποτένιους και σιχαμένους παραλογισμούς». Αλλά εκείνο το ξέσπασμα δεν έβγαλε πουθενά. Η μαριονέτα απλώς περίμενε να περάσει η απερίσκεπτη τρέλα μου και μετά συνέχισε να κάνει τις κινήσεις που είχαν ετοιμαστεί για τη συγκεκριμένη επίσκεψη. Έτσι, εξέτασα τώρα τη συνταγή που μου είχε δώσει πάνω από τον πάγκο το πλάσμα, κι αμέσως πρόσεξα πως αυτό που ήταν γραμμένο πάνω της δεν ήταν παρά ένα χάος από μουντζούρες κι ορνιθοσκαλίσματα, ακριβώς το είδος παραλογισμού που θα περίμενα απ’ αυτή την επίσκεψη στο φαρμακείο. Ήξερα πως έπρεπε να πάω με τα νερά της μαριονέτας-κλόουν, έστω κι αν ποτέ δεν ήμουν ακριβώς σίγουρος για το τι προσδοκού­σε από μένα. Είχα μάθει, από προηγούμενες εμπειρίες, πως ήταν μάταιο να προσπαθώ να μαντέψω τι θα μπορούσε τελικά να προκύψει σε μια συγκεκριμένη επίσκε­ψη, επειδή το πλάσμα-μαριονέτα ήταν ικανό σχεδόν για τα πάντα. Για παράδειγμα, κάποτε μ’ είχε επισκεφτεί όταν δούλευα τη νύχτα στο ενεχυροδανειστήριο μιας φτωχογειτονιάς. Του είχα πει ότι θα μου έτρωγε το χρόνο εκτός κι αν μπορούσε να μου παρουσιάσει ένα εξαίσια κατεργασμένο διαμάντι σε μέγεθος γιογιό. Τότε είχε βάλει το χέρι του κάτω απ’ την ωχρή ποδιά κι άρχισε να ψαχουλεύει βαθιά μες στην παντελόνα του. «Για να δούμε», φώναξα στη μαριονέτα-κλόουν. «Μεγάλο σαν γιογιό», επανέλαβα. Τελικά, όχι μόνο είχε βγάλει ένα εξαίσια κατεργασμένο διαμάντι που ήταν, γενικά μιλώντας, μεγάλο σαν γιογιό, αλλά το αντικείμενο αυτό που η μαριονέτα κουνούσε μπροστά στα μάτια μου
–λαμπερό στη σκοτεινιά του ενεχυροδανειστηρίου– είχε επίσης και τη μορφή ενός γιογιό… και το πλάσμα άρχισε να παίζει τεμπέλικα με το διαμαντένιο γιογιό μπροστά μου, στριφογυρίζοντάς το αργά στο κορδόνι που ήταν τυλιγμένο γύρω από ένα απ’ τα ωχρά κουκλοδάχτυλα, αφήνοντάς το να πέσει και μαζεύοντάς το πάνω, ξανά και ξανά, ενώ οι έδρες του εξαίσια κατερ­γασμένου διαμαντιού έριχναν μια εκτυφλωτική λάμψη σε κάθε γωνιά του ενεχυροδανειστηρίου.
Τώρα, καθώς στεκόμουν πίσω απ’ τον πάγκο του φαρμακείου και κοιτούσα τις μουντζούρες και τα ορνι­θοσκαλίσματα σ’ αυτή τη σκισμένη σελίδα του παλιού τετραδίου συνταγών, ήξερα πως ήταν ανούσιο να υποβάλω σε οποιαδήποτε δοκιμασία τη μαριονέτα-κλόουν, ή να αποπειραθώ να μαντέψω τι θα συνέβαινε στη συγκεκριμένη επίσκεψη ώστε τελικά να διαφέρει από τις προηγούμενες από πολλές και σημαντικές απόψεις. Έτσι προσπάθησα να παίξω απλώς το ρόλο μου, το ρόλο μου στο φαρμακείο, μένοντας όσο πιο πιστός γινόταν στο σενάριο που φανταζόμουν πως είχε ήδη γραφτεί, δίχως ωστόσο να έχω ιδέα από ποιον ή από τι.
«Μπορείτε σας παρακαλώ να μου δείξετε μια ταυτότη­­τα;» είπα στο πλάσμα, αποστρέφοντας παράλληλα το βλέμμα μου απ’ το ωχρό και κιτρινιάρικο πρόσωπο κλόουν και τα νεκρά κουκλίστικα μάτια του, και κοιτά­ζο­­ντας μέσα από το παράθυρο του φαρμακείου κι εστιά­ζοντας στην πινακίδα της βιτρίνας του κρεοπωλείου στην απέναντι μεριά του δρόμου. Διάβασα ξανά και ξανά τις λέξεις ΜΟΣΧΑΡΙ-ΧΟΙΡΙΝΟ-ΚΑΤΣΙΚΙ, ΜΟΣΧΑΡΙ-ΧΟΙΡΙΝΟ-
ΚΑΤΣΙΚΙ, γεμίζοντας το κεφάλι μου με κρεα­τικούς παραλογισμούς, που ήταν λιγότερο εξοργιστικοί απ’ αυτόν τον κουκλοπαραλογισμό με τον οποίο βρισκόμουν τώρα αντιμέτωπος. «Δεν μπορώ να σας δώσω αυτά τα φάρμακα», είπα κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυ­ρο του φαρμακείου. «Δεν γίνεται χωρίς να μου δείξε­τε κά­­­ποια ταυτότητα». Και σ’ όλο αυτό το διάστημα δεν είχα ιδέα τι θα έκανα μόλις το κουκλόπραγμα έψαχνε στην παντελόνα του και μου ’δινε αυτό που του ’χα ζητήσει.
Συνέχισα να κοιτάω απ’ το παράθυρο του φαρμακείου και να σκέφτομαι τον κρεατικό παραλογισμό, όμως μπορούσα ακόμη να διακρίνω τη μαριονέτα-κλόουν να περιστρέφεται στο χρυσοκόκκινο φως, κι άκουγα τα ξύλινα μέλη της να χτυπάνε μεταξύ τους καθώς προσπαθούσε να τραβήξει κάτι που ήταν κρυμμένο μέσα στην παντελόνα της. Με άκαμπτα μα αλάνθαστα δάχτυλα το πλάσμα έβγαλε κάτι που έμοιαζε με λεπτό βιβλιάριο, κι άρχισε να το ανεμίζει μπροστά μου μέχρι που στράφηκα προς το μέρος του και πήρα στα χέρια μου το αντικείμενο. Άνοιξα το βιβλιαράκι και κοίταξα μέσα. Είδα πως ήταν ένα παλιό διαβατήριο, ένα ξένο διαβατήριο με λέξεις που δεν αναγνώριζα, πέρα απ’ το όνομα του νόμιμου ιδιοκτήτη: Ιβάν Βίζνιακ. Η διεύ­θυνση κάτω απ’ το όνομα του κυρίου Βίζνιακ ήταν μια πολύ παλιά διεύθυνση – ήξερα πως είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο κύριος Βίζνιακ είχε μετα­ναστεύσει εδώ απ’ την πατρίδα του, είχε ανοίξει το φαρμακείο κι είχε μετακομίσει στο από πάνω σπίτι. Πρόσεξα επίσης πως στο έγγραφο που άνηκε στον κύριο Βίζ­νιακ η φωτογραφία είχε αφαιρεθεί από τη θέση της.
Δεν μου ’χε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο σε καμία απ’ τις επισκέψεις της μαριονέτας: κανείς άλλος δεν είχε αναμειχθεί ποτέ σε καμία απ’ τις συναντήσεις που είχα ανά τα χρόνια με τη μαριονέτα-κλόουν, και τώρα δεν ήξερα τι να κάνω. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν πως ο κύριος Βίζνιακ έμενε στο διαμέρισμα πάνω απ’ το φαρμακείο και πως εδώ είχα στα χέρια μου το δια­βατήριό του, το οποίο μου είχε δώσει το πλάσμα όταν του ζήτησα ταυτότητα για να του δώσω τα φάρμακα της συνταγής του, ή έστω να κάνω πως του ’δινα φάρμα­κα, μιας και δεν είχα καμία ελπίδα να αποκρυπτογραφή­σω τις μουντζούρες και τα ορνιθοσκαλίσματα της παλιάς συνταγής. Κι όλο αυτό δεν ήταν παρά ο πιο εξω­­φρε­νικός παραλογισμός, όπως ήξερα από προηγούμενες εμπειρίες μου. Πραγματικά ήμουν στα πρόθυρα έκρηξης, μιας βίαιης υστερίας με την οποία ίσως μπορούσα να βάλω ένα τέλος, όσο δυσάρεστο και να ήταν αυτό, σε αυτή την αβάσταχτη κατάσταση. Τα μάτια του πλάσματος ήταν τόσο σκοτεινά και τόσο ανέκφραστα στο χρυσοκόκκινο φως που απλωνόταν στο φαρμακείο· το κεφάλι του κουνιόταν ελάχιστα και τρεμούλιαζε μ’ έναν τρόπο που μ’ έκανε να χάσω τον έλεγχο της σκέψης μου και να βυθιστώ σε μια μαύρη σύγχυση. Όμως, ακριβώς τη στιγμή που έφτανα στα όριά μου, το κεφάλι της μα­­­ριονέτας έστριψε και τα μάτια της φάνηκαν να κοιτά­ζουν προς την κουρτίνα της πόρτας που οδηγούσε στο πίσω δωμάτιο του φαρμακείου. Ξεκίνησε αμέσως να κινείται προς τα κει, με τα μέλη της να ταλαντεύονται με τον νεκαι τελείως ανεγκέφαλο και παιδαριώ­δη τρόπο που μόνο οι μαριονέτες μπορούν να πετύχουν. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων επισκέψεων του πλάσματος: ποτέ δεν είχε φύγει από κοντά μου μ’ αυτόν τον τρόπο. Μόλις χάθηκε πίσω απ’ την κουρτίνα της πόρτας που οδηγούσε στο πίσω δωμάτιο, άκουσα μια φωνή να με φωνάζει από το δρόμο, έξω απ’ το φαρμακείο. Ήταν ο κύριος Βίζνιακ. «Άνοιξε την πόρτα», είπε. «Κάτι συνέβη.»
Τον έβλεπα μέσα απ’ το τζάμι της εξώπορτας, με τα μάτια του αδύνατου προσώπου του να μισοκλείνουν στη σκοτεινιά του φαρμακείου. Μου έγνεφε ξανά και ξανά με το δεξί του χέρι, λες κι αυτή η ακατάπαυστη χειρονομία μπορούσε από μόνη της να με κάνει να του ανοίξω την πόρτα. Κάποιος άλλος πρόκειται να μπει στο σημείο μιας επίσκεψης, σκέφτηκα. Δεν υπήρχε όμως τίποτα που να μπορώ να κάνω ή τίποτα που να μπορώ να πω, με τη μαριονέτα-κλόουν μονάχα λίγα μέτρα μακριά μου, στο πίσω δωμάτιο. Βγήκα απ’ τον πάγκο του φαρμακείου, ξεκλείδωσα την εξώπορτα, και άνοιξα στον κύριο Βίζνιακ. Καθώς ο γέρος μπήκε, μπόρεσα να δω πως φορούσε μια παλιά ρόμπα με σκισμένες τσέπες κι ένα ζευγάρι παλιές παντόφλες.
«Είναι όλα εντάξει», του ψιθύρισα. Και του είπα: «Πη­­γαίνετε για ύπνο. Μπορούμε να το συζητήσουμε το πρωί».
Αλλά ο κύριος Βίζνιεκ δεν φαινόταν να ακούει τίπο­τα απ’ όσα του έλεγα. Από τη στιγμή που μπήκε στο φαρμακείο έδειχνε να ’ναι σε μια ασυνήθιστη ψυχική κατάσταση. Η συμπεριφορά του είχε χάσει τη ζωηρή βιασύνη που είχε όταν χτυπούσε την πόρτα και μου έγνεφε. Έστρεψε ένα απ’ τα ωχρά, στραβά δάχτυλά του προς τα πάνω και κοίταξε αργά γύρω γύρω το μαγαζί. «Το φως… το φως», είπε ενώ η χρυσοκόκκινη λάμψη έπεφτε στο αδύνατο, ρυτιδιασμένο πρόσωπό του και τον έκανε να μοιάζει σαν να φορούσε μάσκα που είχε σμιλευτεί από κάποιο παράξενο μέταλλο, μια αρχαία μάσκα πίσω απ’ την οποία τα γέρικα μάτια του ήταν διάπλατα ανοιχτά κι έλαμπαν από φόβο.
«Πείτε μου τι συνέβη», είπα, προσπαθώντας να στρέ­­­ψω αλλού την προσοχή του. Χρειάστηκε να το επαναλάβω αρκετές φορές μέχρι να μου απαντήσει. «Νόμισα πως άκουσα κάποιον στο διαμέρισμά μου», είπε με μια τελείως άτονη φωνή. «Έψαχναν τα πράγματά μου. Νόμισα πως ονειρευόμουν, αλλά ήμουν ξύπνιος όταν άκουσα κάτι να κατεβαίνει τις σκάλες. Όχι βήματα», είπε. «Απλώς κάτι που τριβόταν απαλά στα σκαλιά. Δεν ήμουν σίγουρος. Δεν κατέβηκα κατευθείαν».
«Δεν άκουσα κανέναν να κατεβαίνει τις σκάλες», είπα στον κύριο Βίζνιακ, που φαινόταν τώρα να συλλο­γίζεται σιωπηλά σαν χαμένος. «Δεν είδα κανέναν στο δρόμο. Μάλλον όνειρο είδατε. Γιατί δεν πάτε πάλι για ύπνο, να τα ξεχάσετε όλα αυτά;» είπα. Όμως ο κύριος Βίζνιακ δεν φαινόταν να μ’ ακούει πια. Κοιτούσε την κουρτίνα της πόρτας που οδηγούσε στο πίσω δωμάτιο του μαγαζιού.
«Πρέπει να πάω στην τουαλέτα», είπε με το βλέμμα καρφωμένο στην κουρτίνα.
«Μπορείτε να πάτε στο σπίτι σας, πάνω», πρότεινα.
«Όχι», είπε. «Εκεί πίσω. Πρέπει να πάω στην τουαλέτα.» Και μετά ξεκίνησε να αργοσέρνεται προς το πίσω δωμάτιο, με τις παλιές παντόφλες του να τρίβονται στο πάτωμα του φαρμακείου. Τον φώναξα, πολύ σιγά, αρκετές φορές, αλλά αυτός συνέχισε να κινείται σταθερά προς το πίσω δωμάτιο, σαν υπνωτισμένος. Σε λίγες στιγμές είχε χαθεί πίσω απ’ την κουρτίνα.
Σκέφτηκα πως ο κύριος Βίζνιακ μπορεί να μην έβρισκε τίποτα στο πίσω δωμάτιο του φαρμακείου. Σκέφτηκα πως μπορεί να ’βλεπε μόνο μπουκάλια και βάζα και κουτιά επί κουτιών από φάρμακα. Ίσως η επίσκεψη να έχει ήδη τελειώσει, σκέφτηκα. Πίστεψα πως η επίσκεψη μπορεί να είχε τελειώσει τη στιγμή που το πλάσμα πήγε πίσω απ’ την κουρτίνα της πόρτας που οδηγούσε στο πίσω δωμάτιο. Σκέφτηκα πως ο κύριος Βίζ­­νιακ μπορεί να επέστρεφε απ’ το πίσω δωμάτιο, μετά την τουαλέτα, και να ανέβαινε ξανά στο διαμέρισμά του, πάνω απ’ το φαρμακείο. Σκέφτηκα διαφόρων ειδών παραλογισμούς στα τελευταία λεπτά της συγκεκριμένης επίσκεψης της μαριονέτας-κλόουν.
Όμως, από πολλές και σημαντικές απόψεις, αυτή η επίσκεψη της μαριονέτας δεν έμοιαζε καθόλου με τις προηγούμενες που είχα βιώσει. Θα μπορούσα ακόμη και να υποστηρίξω πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήμουν εγώ ο στόχος της επίσκεψης του πλάσματος ή τουλάχιστον δεν ήμουν μόνο εγώ. Παρόλο που, όπως έχω πει, ένιωθα πως οι συναντήσεις μου με τη μαριονέ­τα-κλόουν δεν ήταν παρά ο πιο εξωφρενικός παραλογισμός, το ίδιο το ναδίρ του παραλογισμού, όπως είπα, είχα πάντα τη στοιχειωμένη αίσθηση πως μ’ είχαν ξεχωρίσει κατά κάποιο τρόπο από άλλους του είδους μου, πως κάποιος με καλλιεργούσε για μια ξεχωριστή μοίρα. Αλλά μόλις ο κύριος Βίζνιεκ εξαφανίστηκε πίσω από την κουρτίνα ανακάλυψα πόσο λάθος έκανα. Ποιος ξέρει πόσοι ακόμη μπορεί να υποστήριζαν πως η ύπαρξή τους συνίστατο αποκλειστικά και μόνο στον πιο εξωφρενικό παραλογισμό, έναν παραλογισμό που δεν είχε εντέλει τίποτα μοναδικό και δεν έκρυβε πίσω του ή πέραν αυτού τίποτα εκτός από περισσότερους παραλογισμούς – μια νέα τάξη παραλογισμών, κάποιοι απ’ αυτούς ίσως τελείως άγνωστοι, μα όλοι τους παραλογισμοί και μόνο παραλογισμοί.
Κάθε μέρος που είχα επισκεφτεί στη ζωή μου ήταν απλά και μόνο ένα μέρος για μαριονετίστικους παραλογισμούς. Το φαρμακείο ήταν μόνο ένα μαριονετίστικο μέρος σαν όλα τ’ άλλα. Είχα έρθει εκεί για να δουλέψω πίσω απ’ τον πάγκο και να περιμένω την επίσκεψή μου, αλλά δεν είχα ιδέα μέχρι εκείνη τη νύχτα πως κι ο κύριος Βίζνιακ περίμενε τη δική του. Το σκέφτηκα αρκετά και εντέλει κατέληξα πως ήξερε τι υπήρχε πίσω απ’ την κουρτίνα που οδηγούσε στο πίσω δωμάτιο του φαρμακείου, και πως ήξερε επίσης ότι δεν υπήρχε πια κάποιο άλλο μέρος για να πάει παρά μονάχα αυτό που ήταν πίσω απ’ την κουρτίνα, μιας και κάθε μέρος όπου είχε πάει στη ζωή του ήταν ένα ακόμη μαριονετίστικο μέρος. Κι όμως, μου φάνηκε πως τελικά ξαφνιάστηκε απ’ αυτό που βρήκε εκεί πίσω. Κι αυτό είναι το πιο εξωφρενικά παράλογο απ’ όλα – ότι πέρασε πίσω από την κουρτίνα και φώναξε με εκείνη τη βαθιά έκπληξη. Εσύ, είπε ή μάλλον φώναξε. Φύγε μακριά μου. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα καθαρά, πριν η φωνή του κυρίου Βίζνιακ ξεθωριάσει απότομα, σαν να παρασυρόταν με απίστευτη ταχύτητα κάπου πολύ ψηλά. Τώρα θα δει, σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή. Ο κύριος Βίζνιακ θα δει τι ελέγχει τα νήματα της μαριονέτας-κλόουν.
Όταν τελικά ξημέρωσε και κοίταξα πίσω απ’ την κουρτίνα, δεν υπήρχε κανένας εκεί. Σκέφτηκα, κυρίως για να ησυχάσω, πως δεν θα ξαφνιαζόμουν τόσο όταν θα έφτανε η δική μου ώρα. Αναμφίβολα, όμως, και ο κύριος Βίζνιακ είχε σκεφτεί, κάποια στιγμή της ζωής του, το ίδιο, εντελώς παράλογο πράγμα.