Προσφορά!

Τα κατά Α.Γ. πάθη

της Κλαρίσε Λισπέκτορ

Μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου

,

Η Α.Γ., μια ευκατάστατη κυρία του Ρίο ντε Τζανέιρο, που ασχολείται ερασιτεχνικά με τη γλυπτική, αποφασίζει να τακτοποιήσει το διαμέρισμά της, ξεκινώντας από το δωμάτιο της πρώην υπηρέτριάς της. Από την ντουλάπα ξεπροβάλλει μια κατσαρίδα και η Α.Γ. τρομαγμένη κλείνει την πόρτα τσακίζοντας το κέλυφός της. Και τότε, εκεί που κανείς δεν το περιμένει, μια μέρα τόσο ηλιόλουστη όσο αυτές οι μέρες στο απόγειο του καλοκαιριού, ενώ δουλεύουν οι άντρες και καπνίζουν οι κουζίνες και αλέθει τις πέτρες το τρυπάνι και γελάνε τα παιδιά – τότε, χωρίς  προειδοποίηση, ακούγεται ο κρότος ενός στερεού πράγματος που αίφνης θρυμματίζεται συντετριμμένο. Είναι η στιγμή που τα πάντα γίνονται ένα τώρα, που η Α.Γ. θα πρέπει να μιλήσει για το γεγονός πως έχει ζήσει.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Λισπέκτορ Κλαρίσε

Η Κλαρίσε Λισπέκτορ γεννήθηκε στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας το 1920, από Εβραίους γονείς. Η οικογένειά της μετανάστευσε το 1922 στη Βραζιλία. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της πορτογαλικής γλώσσας και το έργο της είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Σηκώθηκα επιτέλους από το τραπέζι του πρωινού, εκείνη η γυναίκα. Το γεγονός ότι δεν είχα υπηρέτρια εκείνη την ημέρα επρόκειτο να μου δώσει το είδος δραστηριότητας που ήθελα: να τακτοποιώ. Πάντα μου άρεσε να τακτοποιώ. Υποθέτω πως αυτή είναι η μοναδική αληθινή μου κλήση. Βάζοντας τα πράγματα σε τάξη, δημιουργώ και κατανοώ την ίδια στιγμή. Το γεγονός όμως ότι σταδιακά, μέσω αρκετά καλών επενδύσεων, είχα πλουτίσει επαρκώς με απέτρεψε από το να αξιοποιώ τούτη την κλήση μου: αν δεν ανήκα λόγω χρημάτων και λόγω καλλιέργειας στην τάξη στην οποία ανήκω, κανονικά θα δούλευα υπηρέτρια σε κανένα μεγάλο πλουσιόσπιτο, όπου έχει ένα σωρό πράγματα να τακτοποιήσεις. Το να τακτοποιείς σημαίνει να βρίσκεις την καλύτερη μορφή. Αν είχα υπάρξει υπηρέτρια που τακτοποιεί, δεν θα είχα χρειαστεί καν τον ερασιτεχνισμό της γλυπτικής – αν με τα χέρια μου είχα καταφέρει να τακτοποιώ με τις ώρες. Να τακτοποιώ τη μορφή;

Η πάντα απαγορευμένη απόλαυση της τακτοποίησης ενός σπιτιού ήταν για μένα τόσο μεγάλη που, καθισμένη ακόμη στο τραπέζι, άρχισα ήδη να απολαμβάνω απλώς σχεδιάζοντας. Κοίταξα το διαμέρισμα: από πού ν’ αρχίσω;

Κι ακόμη, για να κάτσω μετά, την έβδομη ώρα όπως την έβδομη ημέρα, να αναπαυθώ και να μείνω ήρεμη την υπόλοιπη μέρα. Μια ηρεμία σχεδόν δίχως χαρά, κάτι που θα ήταν για μένα μια καλή ισορροπία: οι ώρες της γλυπτικής μου είχαν μάθει τη σχεδόν δίχως χαρά ηρεμία. Την προηγούμενη εβδομάδα παραείχα διασκεδάσει, παραείχα βγει, παραείχα ό,τι ήθελα, και τώρα επιθυμούσα την ημέρα εκείνη ακριβώς όπως υποσχόταν να είναι: βαριά και καλή και άδεια. Θα την παρέτεινα όσο ήταν δυνατόν.

Ίσως να άρχιζα τακτοποιώντας το πίσω μέρος του διαμερίσματος: το δωμάτιο της υπηρέτριας θα έπρεπε να είναι μες στη βρώμα, με τη διπλή του χρήση ως υπνοδωματίου και αποθήκης με κουρέλια, παλιές εφημερίδες, χαρτιά περιτυλίγματος και άχρηστους σπάγκους. Θα το καθάριζα και θα το ετοίμαζα για την καινούργια υπηρέτρια. Κατόπιν, από το πίσω μέρος του διαμερίσματος, βήμα βήμα θα «σκαρφάλωνα» οριζόντια μέχρι την αντίθετη πλευρά του που ήταν το καθιστικό, όπου –σαν να ήμουν εγώ η ίδια το απώτατο σημείο της τακτοποίησης και του πρωινού– θα διάβαζα εφημερίδα, ξαπλωμένη στον καναπέ, και μάλλον θα με έπαιρνε ο ύπνος. Αν δεν χτυπούσε το τηλέφωνο.

Το ξανασκέφτηκα, και αποφάσισα να αποσυνδέσω το τηλέφωνο κι έτσι ήμουν σίγουρη πως τίποτα δεν θα με ενοχλούσε.

Πώς να πω τώρα ότι τότε είχα ήδη αρχίσει να βλέπω εκείνο που μετά μονάχα θα γινόταν προφανές; χωρίς να ξέρω, βρισκόμουν ήδη στην πόρτα του δωματίου. Άρχιζα ήδη να βλέπω και δεν ήξερα – είδα από τότε που γεννήθηκα και δεν ήξερα, δεν ήξερα.

Δώσ’ μου το άγνωστο χέρι σου, γιατί η ζωή με πονάει, και δεν ξέρω πώς να μιλήσω – η πραγματικότητα είναι υπερβολικά εκλεπτυσμένη, μονάχα η πραγματικότητα είναι εκλεπτυσμένη, η μη πραγματικότητά μου και η φαντασία μου είναι πιο βαριές.

Αποφασισμένη να αρχίσω από το δωμάτιο της υπηρέτριας, διέσχισα την κουζίνα που οδηγεί στο χώρο υπηρεσίας. Στην άκρη του χώρου υπηρεσίας βρίσκεται ο διάδρομος που βγάζει στο δωμάτιο. Πρώτα όμως στηρίχτηκα στον τοίχο του διαδρόμου για να τελειώσω το τσιγάρο.

Κοίταξα κάτω: δεκατρείς όροφοι έπεφταν από το κτίριο. Δεν ήξερα πως όλα εκείνα ήταν ήδη μέρος αυτού που επρόκειτο να συμβεί. Προηγουμένως, η κίνηση ίσως είχε ξεκινήσει χίλιες φορές και ύστερα είχε χαθεί. Εκείνη τη φορά η κίνηση θα πήγαινε μέχρι τέλους, κι εγώ δεν το είχα προαισθανθεί.

Κοίταξα τον ακάλυπτο, τις πίσω όψεις των διαμερισμάτων από τις οποίες το διαμέρισμά μου φαινόταν κι αυτό σαν πίσω όψη. Η πολυκατοικία μου απέξω ήταν λευκή, λεία σαν μάρμαρο και λεία σαν επιφάνεια. Αλλά από μέσα ο ακάλυπτος ήταν ένας λοξός σωρός από κουφώματα, παράθυρα, σκοινιά και μαυρίλες από τα νερά, παράθυρο να ξεκαρδίζεται με άλλο παράθυρο, στόματα να κοιτάνε στόματα. Η κοιλιά του κτιρίου μου ήταν σαν εργοστάσιο. Μικρογραφία του μεγαλείου ενός πανοράματος από χαράδρες και φαράγγια: καπνίζοντας εκεί, σαν να βρισκόμουν στην κορυφή ενός βουνού, κοιτούσα τη θέα, ενδεχομένως με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα που είχα στις φωτογραφίες μου.

Έβλεπα τι έλεγε: δεν έλεγε τίποτα. Και δεχόμουν με προσοχή εκείνο το τίποτα, το δεχόμουν με αυτό που υπήρχε μες στα μάτια μου στις φωτογραφίες: τώρα μονάχα ξέρω πως λάμβανα πάντα το βουβό σήμα. Κοιτούσα γύρω στον ακάλυπτο. Τα πάντα είχαν έναν ανόργανο πλούτο που θύμιζε εκείνον της φύσης: κι εκεί επίσης θα μπορούσε κανείς να ψάξει για ουράνιο και από εκεί θα μπορούσε να αναβλύσει πετρέλαιο.

Έβλεπα αυτό που μόνο αργότερα θα έβγαζε νόημα – θέλω να πω, μόνο αργότερα θα είχε μια βαθιά έλλειψη νοήματος. Μόνο αργότερα θα καταλάβαινα: αυτό που μοιάζει να μη βγάζει νόημα – είναι το νόημα. Κάθε στιγμή «έλλειψης νοήματος» είναι ακριβώς η τρομακτική βεβαιότητα πως το νόημα βρίσκεται εκεί και πως όχι απλώς δεν το φτάνω, αλλά και δεν θέλω να το φτάσω γιατί δεν έχω εγγυήσεις. Η έλλειψη νοήματος θα με κυρίευε μόνο πολύ αργότερα. Η συνειδητοποίηση της έλλειψης νοήματος ήταν άραγε πάντα ο αρνητικός μου τρόπος να αισθάνομαι το νόημα; ήταν ο τρόπος μου να συμμετέχω.

Αυτό που έβλεπα στο τερατώδες εσωτερικό εκείνης της μηχανής που ήταν ο ακάλυπτος του κτιρίου μου, αυτό που έβλεπα ήταν πράγματα κατασκευασμένα, απολύτως πρακτικά και με πρακτικό σκοπό.

Κάτι όμως από την τρομερή γενική φύση –που αργότερα θα δοκίμαζα μέσα μου–, κάτι από τη μοιραία φύση θα είχε μοιραία γλιστρήσει από τα χέρια καμιάς εκατοστής εργατών απ’ αυτούς που είχαν φτιάξει τους σωλήνες του νερού και της αποχέτευσης, χωρίς κανείς να γνωρίζει πως ανέγειρε το αιγυπτιακό εκείνο ερείπιο που κοιτούσα τώρα με το βλέμμα που είχα στις φωτογραφίες της ακρογιαλιάς. Μόνο εκ των υστέρων θα μάθαινα πως είχα δει – μόνο εκ των υστέρων, βλέποντας το μυστικό, αναγνώρισα πως το είχα δει ήδη.

Πέταξα κάτω το αναμμένο τσιγάρο κι έκανα ένα βήμα πίσω, με την πονηρή ελπίδα ότι κανένας γείτονας δεν θα με συνέδεε με τη χειρονομία που απαγορευόταν από τους διαχειριστές του κτιρίου. Κατόπιν, προσεκτικά, πρόβαλα το κεφάλι μονάχα και είδα: δεν μπορούσα ούτε καν να μαντέψω πού είχε πέσει το τσιγάρο. Το βάραθρο το είχε καταπιεί βουβά. Καθόμουν εκεί και σκεφτόμουν; τουλάχιστον σκεφτόμουν το τίποτα. Ή ίσως την υπόθεση ότι κάποιος γείτονας με είχε δει να διαπράττω την απαγορευμένη χειρονομία, που πάνω απ’ όλα δεν άρμοζε στην πολιτισμένη γυναίκα που είμαι, κάτι που με έκανε να χαμογελάσω.