Προσφορά!

Στο σπίτι των ονείρων

της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο

Μετάφραση: Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου

, ,

Αν το χρειάζεσαι,
τότε αυτό το βιβλίο είναι για σένα.

Το Σπίτι των Ονείρων είναι η παθιασμένη ερωτική ιστορία, η κοινή ζωή, η πνευματική και σωματική σύνδεση δύο γυναικών, που σταδιακά μετατρέπεται σε φυλακή και σε εφιάλτη. Η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο αφηγείται την κακοποιητική σχέση που βίωσε, από την ενθουσιώδη αρχή της μέχρι το επώδυνο τέλος της, προσπαθώντας να κατανοήσει αυτό που της συμβαίνει και αναζητώντας μια έξοδο διαφυγής. Περιγράφει την τρυφερότητα και την ένταση, τις αυταπάτες και το ψέμα, την αίσθηση της μοναδικότητας και της κοινοτοπίας, συνδέοντας το προσωπικό της βίωμα με το παραμύθι, τη λογοτεχνία, την κουήρ θεωρία και την ποπ κουλτούρα. Μετατρέποντας κάθε κεφάλαιο αυτής της ιστορίας σε άσκηση ύφους, με μια γλώσσα που παραμένει πάντα βαθιά συναισθηματική, η Ματσάδο ανατρέπει τις αντιλήψεις μας για το τι είναι και τι μπορεί να κάνει η αυτοβιογραφία.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Ματσάδο Κάρμεν Μαρία

Η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο (Carmen Maria Machado) γεννήθηκε το 1986 στην Αλλεντάουν της Πενσυλβάνια. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της, το Her Body and Other Parties, έφτασε στη μικρή λίστα για το National Book Award και απέσπασε πολλά και σημαντικά βραβεία. Το 2018 οι New York Times συμπεριέλαβαν το Her Body and Other Parties στα μέλη της «Νέας Πρωτοπορίας», ως ένα από τα «15 αξιοσημείωτα βιβλία γυναικών που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε και γράφουμε τη λογοτεχνία του 21ου αιώνα». Δοκίμια, διηγήματα και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί στον New Yorker, τους New York Times, την Granta, το Tin House, το VQR και αλλού. Το δεύτερο βιβλίο της, το Σπίτι των Ονείρων, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και κέρδισε το Folio prize το 2021.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Το Σπίτι των Ονείρων
ως Μνημονικό Ανάκτορο

Από το δρόμο, να το σπίτι. Έχει μια μπροστινή πόρτα, αλλά ποτέ δεν μπαίνεις απ’ αυτήν.
Στο δρομάκι που οδηγεί στο γκαράζ, στη γραμμή παραταγμένα: όλα τα αγόρια που τους άρεσες όταν ήσουν κοριτσάκι. Ο Κόλιν, ο γιος του οδοντίατρου, ο οποίος σου είπε με απαλή φωνή ότι το φόρεμά σου είναι όμορφο. Κοιτάχτηκες χαμηλώνοντας το βλέμμα, για να το επιβεβαιώσεις η ίδια, και μετά έφυγες χοροπηδώντας όλο χαρά. (Ήσουν ντίβα, ακόμα και τότε! Την ιστορία αυτή σου την έχει πει η μαμά σου· ήσουν τόσο μικρή που δεν τη θυμόσουν από μόνη σου.) Ο Σεθ, που στην έκτη δημοτικού σού είχε αγοράσει το καινούργιο βιβλίο της σειράς Animorphs (αυτό που στο εξώφυλλο έχει την Κάσι να μεταμορφώνεται σε πε­­ταλούδα) και είχε βάλει τη μαμά του να τον φέρει με το αμάξι στο σπίτι σου, για να σ’ το δώσει. Ο Άνταμ, ο αγαπημένος σου φίλος που δούλευε στο σινεμά της γειτονιάς και γύριζε σπίτι με σκουπιδοσακούλες γεμάτες χτεσινά ποπ κορν, και βλέπατε μαζί ταινίες που οι γονείς σου δεν θα σε άφηναν ποτέ να δεις: το Μεμέντο, το Χορεύοντας στο σκοτάδι, το Pulp Fiction, το Mullholland Drive και το Θέλω και τη μαμά σου. Ο Άνταμ σου έγραφε άπειρα CD. Μερικά παραήταν παράξενα για σένα. Ένα απ’ αυτά τα συγκροτήματα απλά χαλούσε μουσικά όργανα μπροστά στα μι­­­κρόφωνα – όταν το άκουσες, τον κοίταξες στραβά και είπες: «Είναι βλακεία». Αλλά μετά η μαμά του Άνταμ σας πήγε και τους δύο τον Ιανουάριο στη Φιλαδέλφεια, σε μια συναυλία των Godspeed You! Black Emperor. Η συναυλία άργησε να ξεκινήσει κι εσείς είχατε αγκαλιαστεί ρίχνοντας στις πλάτες σας ένα μόνο φούτερ. Η μουσική ήταν περίπλοκη, καλειδοσκοπική, απερίγραπτα όμορφη. Δεν ήξερες καν πώς να περιγράψεις το μείγμα μελωδίας και ήχου, τον τρόπο με τον οποίο οι συγχορδίες περνούσαν από μέσα σου δονώντας κάθε σημείο του σώματός σου. Κάποτε ο Άνταμ έγραψε μια ιστορία για σένα, κι αργότερα, όταν έφυγες για το πανεπιστήμιο, σου έγραψε ένα τραγούδι. Δεν ήξερες τι να κάνεις με τον έρωτα του Άνταμ, με τη σταθερή αγάπη του, που δεν απαιτούσε ποτέ τίποτα. Μετά ο Τρέισι, που είχε έναν δίδυμο αδερφό, τον Τίμι. Ήταν Μορμόνοι και γλυκύτατοι. Εσύ γούσταρες τον Τίμι, αλλά εσένα σε γούσταρε ο Τρέισι. Κάποτε παρήγγειλες απ’ το ίντερνετ μια δωρεάν Βίβλο των Μορμόνων και κατέληξες να συζητάς δυο ώρες με έναν νεα­ρό
–ακουγόταν πολύ όμορφος– που σε πήρε τηλέφωνο από το Σολτ Λέικ Σίτι για να μάθει σχετικά με το εν­διαφέρον σου για τη θρησκεία τους. Δεν μπορούσες να του πεις «το παρήγγειλα γιατί είμαι ερωτευμένη με τον έναν από δυο δίδυμους Μορμόνους και με γουστάρει ο άλλος αδερφός». Οπότε έλεγες επί δυο ώρες χαζομάρες περί θεολογίας και μετά έκλεισες μετά λύπης σου το τηλέφωνο. Τέλος πάντων. Αυτά τ’ αγόρια. Αντιμετώπιζες με καχυποψία τα συναισθήματά τους, επειδή εσύ δεν είχες κανένα λόγο να αγαπάς τον εαυτό σου: ούτε το σώμα σου ούτε το μυαλό σου. Τόση ευγένεια, τόση τρυφερότητα, αδύνατον να τη δεχτείς. Τι γύρευες άραγε;
Η πίσω αυλή: το πανεπιστήμιο. Τόσοι έρωτες δίχως ανταπόκριση και –τελικά– το χειρότερο σεξ. Μια φορά διέσχισες οδηγώντας τέσσερις πολιτείες μες στο καταχείμωνο για να κοιμηθείς μ’ έναν τύπο στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Έκανε τόσο κρύο που το στυπτικό γαλάκτωμα προσώπου που είχες αγοράσει απ’ το φαρμακείο πάγωσε μέσα στο σωληνάριό του. Το σεξ ήταν άθλιο, προφανώς, αλλά αυτό που σου ’μεινε από εκείνο το βράδυ είναι το τι ήθελες. Ήθελες αυτή τη δια­δρομή, ήθελες έναν πόθο ικανό να διασχίσει οδηγώντας τέσσερις πολιτείες. Ήθελες κάποιον ξετρελαμένο μαζί σου. Πώς θα το κατάφερνες αυτό; Έμεινες ξύπνια όλο το βράδυ κοιτάζοντας τα φώτα του πάρκινγκ έξω απ’ το παράθυρο του δωματίου του. Γιατί οι άντρες δεν είχαν ποτέ κουρτίνες; Πώς μπορείς να καταφέρεις να σε θέλει αυτός που θέλεις κι εσύ; Και γιατί δεν σ’ αγαπούσε κανείς;
Η κουζίνα: διάφορα σάιτ, το OkCupid, το Craigs­list. Ζεις στην Καλιφόρνια και προσπαθείς να βγεις ­­­με γυναίκες, αλλά αποτυγχάνεις· γιατί οι λεσβίες στον Κό­­λπο του Σαν Φρανσίσκο αποδεικνύονται πολύ ευ­έ­­ξ­­­­­­απτες με την όλη μπαϊσέξουαλ κατάσταση. Οπότε, ένας λόχος αντρών: άντρες καλοί κι ευγενικοί και άντρες φρικτοί και άντρες μεγαλύτεροι. Άντρες που δούλευαν και άντρες που σπούδαζαν. Ένας αστροφυσικός, αρκετοί προγραμματιστές. Ένας τύπος με ένα σκάφος στη μαρίνα του Μπέρκλεϊ. Μετά η μετακόμι­ση στην Αϊόβα και ένα σωρό απαίσια ραντεβού, μεταξύ αυτών και μ’ έναν άντρα που αργότερα τον πετύχαινες συνέχεια στον προθάλαμο του ψυχαναλυτή σου. Έπαιζε πιάνο. Φοιτητής ιατρικής, ίσως; Δεν θυμάσαι καν.
Το σαλόνι, το γραφείο, το μπάνιο: οι άντρες με τους οποίους είχες σχέση ή κάτι κοντινό σε σχέση. Ο Κέι­­­σι κι ο Πωλ κι ο Αλ. Ο Κέισι ήταν ο χειρότερος. Ο Αλ ήταν ο πιο ευγενικός. Ο Πωλ σ’ έβγαζε νοκ άουτ με την τελειότητά του· σε γαμούσε και σε τάιζε και προσπαθούσε να σε κάνει να αγαπήσεις την Καλιφόρνια. Ήταν όλα όσα ήθελες. Ήταν πανέμορφος. Λάτρευες το χνούδι στον κώλο του, τα εκπληκτικά απαλά γένια του, τα δυνατά του χέρια. Ήθελες να συρθείς και να χω­­­θείς μέσα του και να χωθεί κι αυτός μέσα σε σένα. Σε έκανε να νιώθεις ξεχωριστή και σέξι και έξυπνη. Σε χώρισε γιατί δεν σε αγαπούσε, πράγμα που είναι πολύ καλός λόγος να χωρίσεις με κάποιον, αν και τότε ήθελες στ’ αλήθεια να πεθάνεις.
Η κρεβατοκάμαρα: μην πας εκεί μέσα.

 

Το Σπίτι των Ονείρων
ως Φυσική Καταστροφή

Εχω καούρες. Το Zoloft φταίει· είναι καλό αγχολυτικό, αλλά προκαλεί ένα κάρο άλλες τρομερές παρενέργειες, σαν καλός φίλος που είναι όμως κακός εραστής. Συχνά πυκνά παίρνω τα φάρμακά μου και πέφτω για ύπνο και μέσα σε λίγα λεπτά νιώθω λες και μου χώνουν καυτή τσιμπίδα στον οισοφάγο μου. Μασάω αντιόξινα και πάω στο μπάνιο. Συχνά ο πόνος (ή η δύναμη της εξουδετέρωσής του) μου φέρνει εμετό. Το σώμα μου μετατρέπεται σε εργαστήριο χημείας, εντός μου γίνονται τα εύκολα πειράματα, τα αγαπημένα όλων.
Όταν σκύβω πάνω απ’ τη λεκάνη, σκέφτομαι συχνά ότι η καρδιά μου είναι ηφαίστειο, όπως έλεγε εκείνο το στιχάκι του Χαλίλ Γκιμπράν. Είναι χαζό, αλλά με συγκίνησε –μίλησε μέσα στις μετατοπιζόμενες τεκτονικές μου πλάκες– οπότε το ’γραψα σ’ ένα post-it και το κόλλησα στο γραφείο μου: «Αν η καρδιά σου είναι ηφαίστειο, πώς περιμένεις ν’ ανθίσουν λουλούδια στα χέρια σου;» Το χαρτάκι έμεινε κολλημένο εκεί, ώσπου μια δύσκολη μέρα, δουλεύοντας αυτό το βιβλίο, μίσησα ξαφνικά το στιχάκι ετούτο με όλο μου το είναι· τσαλάκωσα, λοιπόν, το χαρτάκι και το πέταξα.
Εσύ που διαβάζεις τώρα αυτό το βιβλίο, θυμάσαι εκείνη την απίθανη ταινία, το Ηφαίστειο, με τον Τόμι Λι Τζόουνς; Θυμάσαι πώς εμπόδισαν την έκρηξη στο κέντρο του Λος Άντζελες; Πώς εξέτρεψαν την πορεία της λάβας με τσιμεντένια οδοφράγματα και στρέφοντας μάνικες καταπάνω της, κατευθύνοντας τη ροή της προς τον ωκεανό – και όλα πήγαν καλά; Αχ καλή μου αναγνώστρια, δεν λειτουργεί έτσι η λάβα. Όλοι μπορούν να σ’ το επιβεβαιώσουν. Άκου ποια είναι η αλήθεια: περιμένω συνεχώς να γίνει ο θυμός μου ανενεργός, να καταλαγιάσει και να σβήσει, αλλά όχι, αυτός εκεί. Περιμένω συνεχώς κάποιος να κατευθύνει το θυμό μου στον ωκεανό, αλλά κανείς δεν μπορεί να το κάνει. Η καρδιά μου μοιάζει πιο πολύ με την κορυφή του Δάντη από την ταινία Η κορυφή του Δάντη. Ο θυμός μου καίει τα πάντα στο πέρασμά του· λιώνει γιαγιάδες, αφήνει πίσω λίμνες από ζεματιστό καυστικό οξύ, ισοπεδώνει γραφικές πόλεις του βορειοδυτικού Ειρηνικού, τις θάβει κάτω από βουνά στάχτης, πνίγει τους κινητήρες των τζετ με τη σκόνη του. Καυτή λάβα κυλάει ασταμάτητα απ’ τις πλαγιές μου. Έπρεπε να ’χες ακούσει τους ειδικούς. Έπρεπε να ’χες φύγει νωρίτερα.
Αλλά ας γυρίσουμε στον Χαλίλ Γκιμπράν: καταλαβαίνω πού το πάει, όμως ακόμα και από καθαρά ρητορική άποψη το επιχείρημά του είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος πάει και μένει κοντά σε ηφαίστεια ακριβώς διότι το ηφαιστειογενές έδαφος ­είναι καταπληκτικά εύφορο, γεμάτο θρεπτικά συστατικά λόγω της στάχτης. Σ’ αυτό το επικίνδυνο μέρος τα φρούτα γίνονται πιο γλυκά, τα σπαρτά πιο ψηλά, τα λουλούδια πιο λαμπερά, η σοδειά πιο πλούσια. Η αλήθεια είναι πως το καλύτερο μέρος για να ζήσει ο άνθρωπος είναι στη σκιά ενός όμορφου, άγριου βουνού.