Προσφορά!

Η συνείδηση του Ζήνωνα

του Ίταλο Σβέβο

Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη

, ,

Το αριστούργημα του ιταλικού μοντερνισμού σε νέα μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη. Ο Ζήνωνας Κοζίνι, προσπαθώντας να κόψει το κάπνισμα, ξεκινά την ψυχανάλυση. Ο γιατρός του τον προτρέπει να γράψει την αυτοβιογραφία του, στην οποία ο θεραπευόμενος αναλύει, με ανελέητο αυτοσαρκαστικό χιούμορ, τη μανία του καπνίσματος, τη σχέση του με τον πατέρα του, τη γυναίκα και την ερωμένη του, αλλά και τις εμπορικές του δραστηριότητες στην πολυπολιτισμική Τεργέστη, ακριβώς πριν από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Σβέβο Ίταλο

Ο Ίταλο Σβέβο (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Έττορε Σμιτς, 1861-1928) είναι ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες του μοντερνισμού. Εργάστηκε ως υπάλληλος τραπέζης για πολλά χρόνια και αργότερα ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση της γυναίκας του. Εξέδωσε με δικά του έξοδα τα πρώτα του μυθιστορήματα (Μια ζωή [1892], μτφρ. Στέλλα Πεκιαρίδη, Ροές 2011· Το γέρασμα [1898], μτφρ. Τζούλια Τσιακίρη, Νεφέλη 1982), τα οποία πέρασαν εντελώς απαρατήρητα, με αποτέλεσμα ο Σβέβο να εγκαταλείψει σχεδόν τη λογοτεχνία. Το 1907 όμως προσέλαβε ως δάσκαλο αγγλικών τον Τζέιμς Τζόυς, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στην Τεργέστη. Ο ενθουσιασμός που έδειξε ο Τζόυς για τα πρώτα μυθιστορήματα του Ιταλού ομοτέχνου του ώθησε τον Σβέβο ξανά στη συγγραφή. Το 1923 εκδόθηκε το αριστούργημά του Η συνείδηση του Ζήνωνα.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ

 

Ο γιατρός που συμβουλεύτηκα μου είπε ν’ αρχίσω την εργασία μου μ’ ένα ιστορικό της ροπής μου στο κάπνισμα.

«Γράψτε! Γράψτε! Θα δείτε ότι θα μπορέσετε να γνωρίσετε τον εαυτό σας».

Νομίζω μάλιστα ότι για το θέμα του καπνίσματος μπορώ να γράψω κι εδώ, στο γραφείο μου, χωρίς να πάω να ονειρευτώ στην πολυθρόνα. Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω, και ζητάω τη βοήθεια τσιγάρων ίδιων μ’ αυτό που κρατάω στο χέρι.

Σήμερα ανακαλύπτω ξαφνικά κάτι που είχα ξεχάσει. Τα πρώτα τσιγάρα που κάπνισα δεν κυκλοφορούν πια στο εμπόριο. Γύρω στο 1870, υπήρχαν στην Αυστρία και πωλούνταν σε σκληρά χάρτινα κουτιά με σήμα έναν δικέφαλο αετό. Ορίστε: μεμιάς, γύρω από ένα τέτοιο κουτί, συγκεντρώνονται διάφορα πρόσωπα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, αρκετά για να μου θυμίσουν τα ονόματά τους, αλλά όχι και για να με κάνουν να συγκινηθώ με την απρόβλεπτη συνάντηση. Προσπαθώ να πετύχω κάτι καλύτερο και πάω στην πολυθρόνα: τα πρόσωπα ξεθωριάζουν και στη θέση τους έρχονται φαιδρά υποκείμενα που γελούν μαζί μου. Ξαναγυρίζω ταραγμένος στο γραφείο.

Μια από τις μορφές, αυτός με τη λιγάκι βραχνή φωνή, ήταν ο Τζουζέπε, ένας νεαρός συνομήλικός μου, και μια άλλη ο αδερφός μου, έναν χρόνο μικρότερος από μένα, που έχει πεθάνει εδώ και πολύ καιρό… Ο Τζουζέπε θα πρέπει να έπαιρνε γερό χαρτζιλίκι από τον πατέρα του, γιατί μας κερνούσε τέτοια τσιγάρα. Ωστόσο, είμαι σίγουρος ότι έδινε περισσότερα στον αδερφό μου, παρά σ’ εμένα. Βρέθηκα λοιπόν στην ανάγκη να φροντίσω μόνος μου για τα υπόλοιπα. Κι έτσι, έκλεψα. Τα καλοκαίρια, ο πατέρας μου άφηνε το γιλέκο του σε μια καρέκλα στο σαλονάκι, και στο τσεπάκι του είχε πάντα ψιλά: από εκεί προμηθευόμουν τα δέκα νομίσματα που χρειαζόμουν για ν’ αποκτήσω το πολύτιμο κουτί και κάπνιζα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο τα δέκα τσιγάρα που περιείχε, για να μην κρατήσω πολύ στα χέρια μου τον επικίνδυνο καρπό της κλοπής.

Όλα αυτά υπήρχαν μες στη συνείδησή μου, μπορούσα εύκολα να τα ανασύρω. Αλλά αναδύονται μόνο τώρα, επειδή προηγουμένως δεν ήξερα ότι μπορεί να είναι σημαντικά. Να λοιπόν που έγραψα για την προέλευση της ρυπαρής μου συνήθειας και (ποιος ξέρει;) μπορεί κιόλας να γιατρεύτηκα. Κι έτσι, για να δοκιμάσω, ανάβω ένα τελευταίο τσιγάρο και ίσως και να το πετάξω αμέσως, αηδιασμένος.

Μετά θυμάμαι ότι κάποτε ο πατέρας μου μ’ έπιασε στα πράσα με το γιλέκο του στα χέρια. Τότε, με αναίδεια που σήμερα δεν θ’ αποτολμούσα και που μάλιστα μου φαίνεται και τώρα αποκρουστική (πιθανόν αυτή η απέχθεια να είναι πολύ σημαντική για τη θεραπεία μου) του είπα ότι μ’ έπιασε η περιέργεια να μετρήσω τα κουμπιά. Ο πατέρας μου γέλασε μ’ αυτή μου την κλίση στην αριθμητική ή στη ραπτική και δεν κατάλαβε ότι τα δάχτυλά μου βρίσκονταν μες στο τσεπάκι του γιλέκου του. Με περηφάνια μπορώ να πω ότι εκείνο το γέλιο του για την παιδική μου αθωότητα που είχε πια χαθεί ήταν αρκετό για να πάψω να κλέβω μια και καλή. Δηλαδή… συνέχισα να κλέβω, αλλά χωρίς να το ξέρω. Ο πατέρας μου άφηνε μισοκαπνισμένα πούρα Βιρτζίνιας να ισορροπούν πάνω σε τραπέζια και ντουλάπια. Νόμιζα πως αυτό σήμαινε ότι δεν τα ήθελε πια και ήμουν εντελώς βέβαιος ότι η γριά υπηρέτριά μας, η Κατίνα, τα έπαιρνε για να τα πετάξει. Πήγαινα λοιπόν και τα κάπνιζα κρυφά. Τη στιγμή που τα έπαιρνα, ανατρίχιαζα από φρίκη στη σκέψη της τιμωρίας που με περίμενε. Ύστερα, τα κάπνιζα ώσπου το μέτωπό μου να λουστεί με κρύο ιδρώτα και το στομάχι μου ν’ ανακατευτεί. Δεν θα ’λεγε κανείς ότι ως παιδί δεν είχα καμία ζωντάνια.

Ξέρω πολύ καλά τον τρόπο που ο πατέρας μου με θεράπευσε και απ’ αυτή μου τη συνήθεια. Μια καλοκαιρινή μέρα γύρισα από μια σχολική εκδρομή πτώμα και καταϊδρωμένος. Η μητέρα μου με βοήθησε να ξεντυθώ, με τύλιξε σ’ ένα μπουρνούζι και μ’ έβαλε να κοιμηθώ στον καναπέ όπου καθόταν κι η ίδια και έραβε. Ο ύπνος με περιτριγύριζε, αλλά τα μάτια μου ήταν γεμάτα ήλιο και αργούσα να βυθιστώ. Νιώθω ακόμα έντονα τη γλύκα που σ’ εκείνη την ηλικία έρχεται με την ανάπαυση μετά από μια μεγάλη κούραση, τόσο έντονα σαν να είναι από μόνη της μια εικόνα, τόσο έντονα σαν να βρίσκομαι τώρα δίπλα σ’ εκείνο το αγαπημένο σώμα που δεν υπάρχει πια.

Θυμάμαι το μεγάλο και δροσερό δωμάτιο όπου παίζαμε εμείς τα παιδιά και που τώρα, σ’ αυτούς τους καιρούς που τόσο τσιγκουνεύονται το χώρο, είναι χωρισμένο στα δύο. Στη σκηνή εκείνη, δεν εμφανίζεται ο αδερφός μου, πράγμα παράξενο, γιατί κι αυτός πρέπει να είχε έρθει στην εκδρομή και θα έπρεπε να συμμετέχει στην ξεκούραση. Να κοιμόταν κι αυτός άραγε, αλλά στην άλλη άκρη του μεγάλου καναπέ; Κοιτάω προς τα εκεί, αλλά ο χώρος μου φαίνεται άδειος. Δεν βλέπω παρά μόνο τον εαυτό μου, τη γλύκα της ξεκούρασης, τη μητέρα μου κι έπειτα τον πατέρα μου που τα λόγια του τα ακούω ακόμη να αντηχούν. Είχε μπει μέσα χωρίς να με δει, γιατί φώναξε δυνατά:

«Μαρία!»

Η μητέρα μου, συνοδεύοντας την κίνησή της μ’ έναν ελαφρύ συριστικό ήχο, έδειξε προς το μέρος μου νομίζοντάς με βυθισμένο στον ύπνο, ενώ εγώ επέπλεα με πλήρη συνείδηση. Μου άρεσε τόσο πολύ το γεγονός ότι ο πατέρας μου έπρεπε να υποστεί έναν περιορισμό για χάρη μου, ώστε δεν κουνήθηκα καθόλου.

Ο πατέρας μου γκρίνιαξε χαμηλόφωνα:

«Πάω να τρελαθώ. Είμαι σίγουρος ότι πριν μισή ώρα είχα αφήσει ένα μισοτελειωμένο πούρο πάνω σ’ αυτό το ντουλάπι και τώρα δεν το βρίσκω! Πάω απ’ το κακό στο χειρότερο. Αρχίζω να ξεχνάω».

Η μητέρα μου, που μόνο ο φόβος μη με ξυπνήσει συγκρατούσε την ευθυμία της, του απάντησε σιγανά:

«Κανείς δεν μπήκε σ’ εκείνο το δωμάτιο μετά το φαγητό».

Ο πατέρας μου μουρμούρισε:

«Το ξέρω, γι’ αυτό πάω να τρελαθώ!»

Έκανε μεταβολή και βγήκε.

Μισάνοιξα τα μάτια και κοίταξα τη μητέρα μου. Είχε ξαναπιάσει τη δουλειά της, μα συνέχιζε να χαμογελά. Προφανώς, δεν πίστευε ότι ο πατέρας μου κόντευε να τρελαθεί αφού χαμογελούσε με τους φόβους του. Το χαμόγελο εκείνο μου έκανε τόση εντύπωση ώστε το θυμήθηκα αμέσως όταν μια μέρα το είδα στα χείλη της γυναίκας μου.

Δεν ήταν η έλλειψη χρημάτων που μ’ εμπόδιζε να ικανοποιώ το πάθος μου αλλά οι απαγορεύσεις που το έκαναν πιο δελεαστικό.

Θυμάμαι να έχω καπνίσει πολύ, κρυμμένος σε όλα τα πιθανά μέρη. Θυμάμαι, λόγω της έντονης σωματικής δυσφορίας που μου προκάλεσε, μια σκοτεινή αποθήκη όπου έμεινα επί μισή ώρα μαζί με άλλα δυο παιδιά, χωρίς η μνήμη μου να έχει συγκρατήσει τίποτα πέρα από το παιδικό τους ντύσιμο: δυο κοντά παντελονάκια, που στέκονταν στη θέση τους μόνο και μόνο επειδή μέσα τους υπήρχε ένα κορμί που ο χρόνος εξαφάνισε. Είχαμε πολλά τσιγάρα και θέλαμε να δούμε ποιος θα έκαιγε πιο γρήγορα τα περισσότερα. Κέρδισα εγώ και έκρυψα ηρωικά την αδιαθεσία που μου έφερε η παράξενη αυτή γυμναστική. Έπειτα, βγήκαμε στον ήλιο και στον καθαρό αέρα. Αναγκάστηκα να κλείσω τα μάτια για να μη σωριαστώ απ’ τη ζαλάδα. Συνήλθα και καυχήθηκα για τη νίκη μου. Τότε, ένα από τα δύο ανθρωπάκια μου είπε:

«Εμένα δεν με νοιάζει που έχασα, γιατί καπνίζω μόνο όσο μου χρειάζεται».

Θυμάμαι τα γεμάτα υγεία λόγια του, μα όχι και το προσωπάκι του, που σίγουρα θα ήταν εξίσου υγιές και που θα ’πρεπε να κοιτάει προς το μέρος μου εκείνη τη στιγμή.

Τότε όμως δεν ήξερα αν αγαπούσα ή μισούσα το κάπνισμα, τη γεύση του και την επίδραση της νικοτίνης πάνω μου. Το έμαθα όταν έγινα περίπου είκοσι χρονών. Σχεδόν για μια βδομάδα, είχα έντονο πονόλαιμο και πυρετό. Ο γιατρός συνέστησε την παραμονή μου στο κρεβάτι και την απόλυτη αποχή απ’ το κάπνισμα. Θυμάμαι τη λέξη απόλυτη! Με πλήγωσε· και ο πυρετός μου της έδωσε χρώμα: ένα τεράστιο κενό χωρίς την παραμικρή αντίσταση στη μεγάλη πίεση που αμέσως δημιουργείται γύρω απ’ το κενό.

Όταν έφυγε ο γιατρός, ο πατέρας μου (η μητέρα μου ήταν ήδη από χρόνια πεθαμένη) μ’ ένα μισοκαπνισμένο πούρο στο στόμα, έμεινε λιγάκι να μου κρατήσει συντροφιά. Την ώρα που έφευγε, ακούμπησε τρυφερά το χέρι του στο καυτό μου μέτωπο και είπε:

«Μην καπνίζεις, ε!»

Ένιωσα τρομερή ανησυχία. Σκεφτόμουν: «Αφού μου κάνει κακό, δεν θα ξανακαπνίσω ποτέ, πρώτα όμως θα το κάνω για μία τελευταία φορά». Άναψα ένα τσιγάρο κι αμέσως αισθάνθηκα ανάλαφρος, παρότι ο πυρετός μου ίσως ανέβηκε και σε κάθε ρουφηξιά ένιωθα τις αμυγδαλές μου να καίνε λες και τις άγγιζε αναμμένο κάρβουνο. Τέλειωσα το τσιγάρο με την προσήλωση που ταιριάζει σ’ ένα τάμα. Και, υποφέροντας αδιάκοπα, κάπνισα πολλά ακόμα τσιγάρα όσο κράτησε η αρρώστια μου. Ο πατέρας μου πηγαινοερχόταν με το πούρο στο στόμα και μου έλεγε:

«Μπράβο! Μια δυο μέρες ακόμα χωρίς να καπνίζεις και θα γίνεις περδίκι!»

Αρκούσε αυτή η φράση για να μου φέρει την επιθυμία να τον δω να φεύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ώστε να μπορέσω να τρέξω στα τσιγάρα μου. Μέχρι και τον κοιμισμένο παρίστανα, προκειμένου να φύγει πιο σύντομα.

Η αρρώστια εκείνη μου προκάλεσε τη δεύτερη σκοτούρα μου: την προσπάθεια ν’ απαλλαγώ από την πρώτη. Οι μέρες μου τελείωναν γεμάτες τσιγάρα και αποφάσεις να μην ξανακαπνίσω και, για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα από την αρχή, κατά καιρούς συνεχίζουν να είναι έτσι. Ο χορός των τελευταίων τσιγάρων που ξεκίνησε στα είκοσί μου χρόνια, κρατάει ακόμα. Η απόφασή μου να μην ξανακαπνίσω είναι πια λιγότερο σταθερή και η γερασμένη μου ψυχή δείχνει μεγαλύτερη επιείκεια στην αδυναμία μου. Όταν γερνάμε, χαμογελάμε με τη ζωή και με κάθε της περιεχόμενο. Μπορώ μάλιστα να πω ότι εδώ και καιρό καπνίζω πολλά τσιγάρα… που δεν είναι τα τελευταία.

Στην προμετωπίδα ενός λεξικού βρίσκω αυτή τη σημείωση, καλλιγραφημένη και με διάφορες περικοκλάδες.

«Σήμερον, 2 Φεβρουαρίου 1886, εγκαταλείπω τας σπουδάς της Νομικής για τας σπουδάς της Χημείας. Έσχατον σιγαρέτον!»

Ήταν ένα πολύ σημαντικό τελευταίο τσιγάρο. Θυμάμαι όλες τις ελπίδες που το συνόδευαν. Είχα εκνευριστεί με το Κανονικό Δίκαιο, που μου φαινόταν τόσο ξένο προς τη ζωή, και κατέφευγα στην επιστήμη που είναι η ίδια η ζωή, έστω και συρρικνωμένη σε διαστάσεις δοκιμαστικού σωλήνα. Εκείνο το τελευταίο τσιγάρο σηματοδοτούσε στην πραγματικότητα την επιθυμία για δράση (ακόμα και χειρωνακτική) και για γαλήνιο στοχασμό, στέρεο και σοβαρό.

Για να ξεφύγω από την αλυσίδα των ενώσεων του άνθρακα που δεν με έπεισαν, επέστρεψα στη Νομική. Δυστυχώς! Ήταν λάθος μου και επισφραγίστηκε κι αυτό μ’ ένα τελευταίο τσιγάρο, του οποίου την ημερομηνία βρίσκω σημειωμένη σ’ ένα βιβλίο. Ήταν κι αυτό σημαντικό και αφηνόμουν να επιστρέψω στις περιπλοκές του δικού μου, του δικού σου και του δικού του, με τις πιο αγαθές προθέσεις, σπάζοντας επιτέλους τις αλυσίδες του άνθρακα. Είχα φανεί εντελώς ακατάλληλος για τη χημεία, ίσως και εξαιτίας της αδεξιότητάς μου. Αλλά πώς να είμαι επιδέξιος όταν συνέχιζα να καπνίζω σαν αράπης;

Τώρα που βάλθηκα να αναλύσω τον εαυτό μου, με πιάνει μια αμφιβολία: άραγε η αγάπη μου για το τσιγάρο οφείλεται στο ότι μπορούσα να του φορτώσω την ενοχή της ανικανότητάς μου; Ποιος ξέρει, αν είχα σταματήσει να καπνίζω μήπως θα είχα γίνει ο ιδανικός και στιβαρός άντρας που ήλπιζα; Ίσως αυτή ακριβώς η αμφιβολία να με έδεσε στο πάθος μου, επειδή είναι ένας βολικός τρόπος να ζεις θεωρώντας τον εαυτό σου μεγάλο με ένα λανθάνον μεγαλείο. Προβάλλω αυτή την εικασία για να εξηγήσω τη νεανική μου αδυναμία, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα πεπεισμένος. Τώρα που είμαι γέρος και κανείς δεν απαιτεί τίποτα πια από μένα, περνάω από το τσιγάρο στις ορθές αποφάσεις και από τις ορθές αποφάσεις στο τσιγάρο. Τι νόημα έχουν σήμερα αυτές οι ορθές αποφάσεις; Μπας και είμαι σαν εκείνον τον οπαδό της υγιεινής ζωής που περιγράφει ο Γκολντόνι, και θέλω να πεθάνω υγιής αφού πρώτα έζησα μια ζωή άρρωστος;

Όταν κάποτε, φοιτητής ακόμα, άλλαξα κατάλυμα, αναγκάστηκα να περάσω με δικά μου έξοδα καινούργια ταπετσαρία στους τοίχους, επειδή τους είχα γεμίσει με ημερομηνίες. Κατά πάσα πιθανότητα, εγκατέλειψα το δωμάτιο εκείνο, επειδή είχε γίνει το κοιμητήριο των ορθών μου αποφάσεων και δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αποκτήσω άλλες μέσα σ’ εκείνο το χώρο.

Πιστεύω ότι το τσιγάρο προσφέρει πιο έντονη απόλαυση όταν είναι το τελευταίο. Και τα άλλα έχουν το δικό τους γούστο, αλλά είναι λιγότερο έντονα. Το τελευταίο αποκτά τη νοστιμιά της νίκης πάνω στον ίδιο σου τον εαυτό και της ελπίδας για ένα κοντινό μέλλον σφρίγους και υγείας. Τα άλλα είναι επίσης σημαντικά, διότι ανάβοντάς τα διακηρύττεις την ατομική σου ελευθερία, ενώ το μέλλον του σφρίγους και της υγείας παραμένει, απλώς μεταφέρεται λίγο πιο μακριά.

Οι ημερομηνίες στους τοίχους του δωματίου μου είχαν γραφτεί με τα πιο ποικίλα χρώματα, ακόμα και με λαδομπογιά. Η απόφασή μου, καθώς επαναλαμβανόταν με την πιο αφελή πεποίθηση, εκφραζόταν με την ανάλογη ένταση του χρώματος που έπρεπε να κάνει το προηγούμενο να ωχριά. Ορισμένες ημερομηνίες με γοήτευαν χάρη στην αρμονία των αριθμών τους. Θυμάμαι μια ημερομηνία του προηγούμενου αιώνα που μου φάνηκε ότι επρόκειτο να σφραγίσει για πάντα το φέρετρο όπου ήθελα να θάψω το πάθος μου: «Ένατη ημέρα του ενάτου μηνός του 1899». Σημαδιακή, σωστά; Ο νέος αιώνας μου έφερε νέες ημερομηνίες με άλλη μουσική: «Πρώτη μέρα του πρώτου μήνα του 1901». Ακόμα και σήμερα πιστεύω ότι, αν αυτή η ημερομηνία μπορούσε να επαναληφθεί, θα κατάφερνα ν’ αρχίσω μια καινούργια ζωή.

Σ’ ένα ημερολόγιο όμως δεν λείπουν οι ημερομηνίες, και με λίγη φαντασία όλες μπορούν να προσαρμοστούν σε μια σωστή απόφαση. Θυμάμαι την παρακάτω, επειδή μου φάνηκε ότι περιείχε μια ύψιστη κατηγορική προστακτική: «Τρίτη μέρα του έκτου μηνός του 1912, ώρα 24η». Μοιάζει σαν κάθε αριθμός να διπλασιάζει το στοίχημα.

Το έτος 1913 μου προκάλεσε μια στιγμιαία αναποφασιστικότητα. Δεν υπήρχε δέκατος τρίτος μήνας για να εναρμονιστεί με το έτος. Αλλά μην πιστέψετε ότι χρειάζονται τόσες συμπτώσεις σε μια ημερομηνία για να κάνουν σημαντικό το τελευταίο τσιγάρο. Πολλές ημερομηνίες που βρίσκω σημειωμένες στα αγαπημένα μου βιβλία ή τετράδια βγάζουν μάτι με την ανομοιομορφία τους. Όπως, λόγου χάρη, η τρίτη ημέρα του δευτέρου μηνός του 1905, ώρα έκτη! Έχει ένα ρυθμό αν το καλοσκεφτεί κανείς, γιατί κάθε μεμονωμένος αριθμός αναιρεί τον προηγούμενό του. Πολλά γεγονότα ή μάλλον όλα, από το θάνατο του Πίου Θ΄ μέχρι τη γέννηση του γιου μου, μου φαινόταν ότι άξιζε να εορταστούν με τη συνηθισμένη μου ατσάλινη αποφασιστικότητα. Όλοι στην οικογένεια απορούν με το πόσο καλά θυμάμαι τις ευχάριστες ή δυσάρεστες επετείους και πιστεύουν ότι είναι από καλοσύνη!

Για να απαλύνω τη βλακώδη όψη της, προσπάθησα να δώσω ένα φιλοσοφικό περιεχόμενο στην αρρώστια του τελευταίου τσιγάρου. Παίρνεις μια αξιοθαύμαστη στάση και λες: «Ποτέ πια!» Αλλά πού πάει αυτή η στάση αν τηρήσεις την υπόσχεσή σου; Αυτή τη στάση δεν μπορείς να την ανακτήσεις παρά μόνο αν είσαι υποχρεωμένος να ανανεώσεις την απόφασή σου. Κι έπειτα, για μένα ο χρόνος δεν είναι αυτό το αδιανόητο πράγμα που δεν σταματά ποτέ. Για μένα, μόνο για μένα, ξαναρχίζει.

***

Η αρρώστια είναι μια πεποίθηση κι εγώ γεννήθηκα με αυτή την πεποίθηση. Για την αρρώστια των είκοσί μου χρόνων δεν θα θυμόμουν πολλά, αν δεν την είχα περιγράψει τότε σε έναν γιατρό. Τι παράξενο να θυμόμαστε καλύτερα τα λόγια που λέμε, παρά τα συναισθήματα που δεν φτάνουν να ταράξουν τον αέρα.

Είχα πάει σ’ εκείνον τον γιατρό, επειδή μου είπαν ότι γιάτρευε τις παθήσεις των νεύρων με ηλεκτρισμό. Πίστεψα ότι ο ηλεκτρισμός θα μου χάριζε τη δύναμη που χρειαζόμουν για να κόψω το κάπνισμα.

Ο γιατρός ήταν ένας κοιλαράς με ασθματική ανάσα που συνόδευε τους χτύπους της ηλεκτρικής συσκευής η οποία μπήκε σε λειτουργία από την πρώτη κιόλας επίσκεψη, πράγμα που με απογοήτευσε, γιατί περίμενα ότι ο γιατρός θα με εξέταζε και θα ανακάλυπτε το δηλητήριο που μόλυνε το αίμα μου. Αυτός όμως δήλωσε ότι ήμουν υγιέστατος και επειδή είχα παραπονεθεί για διαταραχές στη χώνεψη και τον ύπνο, υπέθεσε ότι το στομάχι μου είχε έλλειψη οξέων και ότι οι περισταλτικές του κινήσεις (είπε τη λέξη αυτή τόσες φορές που δεν την ξέχασα ποτέ) δεν ήταν αρκετά ζωηρές. Μου έδωσε να πίνω ένα οξύ, το οποίο τελικά με κατέστρεψε, γιατί από τότε πάσχω από υπερβολική οξύτητα.

Όταν κατάλαβα ότι από μόνος του δεν θα κατάφερνε ποτέ ν’ ανακαλύψει τη νικοτίνη στο αίμα μου, θέλησα να τον βοηθήσω και εξέφρασα την υποψία μήπως η αδιαθεσία μου θα έπρεπε να αποδοθεί εκεί. Ανασήκωσε με κόπο τους χοντρούς του ώμους:

«Περισταλτικές κινήσεις… οξέα… τι σχέση έχει η νικοτίνη;»

Μου έκανε εβδομήντα ηλεκτροθεραπείες που θα συνεχίζονταν μέχρι και σήμερα αν δεν αποφάσιζα ότι ήταν αρκετές. Δεν περίμενα κανένα θαύμα, αλλά έτρεχα σ’ αυτές τις συνεδρίες με την ελπίδα να πείσω τον γιατρό να μου απαγορέψει το κάπνισμα. Ποιος ξέρει πώς θα είχαν εξελιχθεί τώρα τα πράγματα αν η ορθή μου απόφαση είχε ενισχυθεί με μια τέτοια απαγόρευση.

Και να η αρρώστια μου όπως την περιέγραψα στον γιατρό: «Δεν μπορώ να μελετήσω, και τις σπάνιες φορές που πάω στο κρεβάτι νωρίς, μένω άγρυπνος μέχρι να σημάνουν οι πρώτες καμπάνες. Και αυτός είναι ο λόγος που πηγαινοέρχομαι ανάμεσα στα νομικά και στη χημεία, επειδή και οι δύο αυτές επιστήμες απαιτούν μια δουλειά που αρχίζει μια σταθερή ώρα, ενώ εγώ δεν ξέρω ποτέ τι ώρα θα καταφέρω να σηκωθώ».

«Ο ηλεκτρισμός θεραπεύει κάθε είδους αϋπνία», αποφάνθηκε ο Ασκληπιός με τα μάτια του πάντα στραμμένα στο ρολόι του, αντί στον ασθενή του.

Κατέληξα να του μιλάω σαν να μπορούσε να καταλάβει από ψυχανάλυση, στην οποία έκανα τα πρώτα μου δειλά βήματα. Του μίλησα για την ατυχία μου με τις γυναίκες. Η μία δεν μου έφτανε, ούτε οι πολλές μου ήταν αρκετές. Τις ήθελα όλες! Στο δρόμο, η ταραχή μου ήταν απερίγραπτη: κάθε γυναίκα που περνούσε ήταν δική μου. Τις κοίταζα ξεδιάντροπα, ένιωθα την ανάγκη να γίνω χυδαίος. Με το μυαλό μου, τις έγδυνα, τις άφηνα μόνο με τα μποτάκια, τις έπαιρνα στην αγκαλιά μου, και τις παρατούσα μόνο όταν ήμουν βέβαιος ότι τις είχα γνωρίσει πλήρως.

Χαράμι η ειλικρίνεια και η ανάσα μου! Ο γιατρός είχε λαχανιάσει:

«Ελπίζω οι συνεδρίες ηλεκτρισμού να μη σας γιατρέψουν απ’ αυτή την αρρώστια». Αυτό δα μας έλειπε! Δεν θα ξανάγγιζα ποτέ επαγωγικό πηνίο Ρούμκορφ αν έπρεπε να φοβάμαι τέτοια αποτελέσματα.

Μου είπε ένα ανέκδοτο που το θεωρούσε πολύ νόστιμο. Ένας ομοιοπαθής μου πήγε σε έναν επιφανή γιατρό παρακαλώντας τον για θεραπεία, μα όταν ο γιατρός κατάφερε να τον θεραπεύσει απόλυτα, αναγκάστηκε ν’ αλλάξει πόλη γιατί αλλιώς ο πρώην ασθενής του θα τον έγδερνε ζωντανό.

«Η ταραχή μου δεν είναι από τις καλές», ούρλιαζα εγώ. «Προέρχεται από το δηλητήριο που φλογίζει τις φλέβες μου!»

Ο γιατρός μουρμούριζε με θλιμμένο ύφος:

«Κανείς ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος με τη μοίρα του».

Και προκειμένου να τον πείσω, έκανα αυτό που δεν θέλησε να κάνει ο ίδιος και μελέτησα την αρρώστια μου απαριθμώντας όλα τα συμπτώματά της: «Η αφηρημάδα μου! Είναι κι αυτή που μ’ εμποδίζει να μελετήσω. Προετοιμαζόμουν στο Γκρατς για τις πρώτες κρατικές εξετάσεις και είχα σημειώσει επακριβώς όλα τα κείμενα που θα χρειαζόμουν μέχρι και την τελευταία εξέταση. Τελικά, λίγες μέρες πριν από τις εξετάσεις, αντιλήφθηκα ότι είχα μελετήσει πράγματα που θα τα χρειαζόμουν μόνο μετά από χρόνια. Έτσι, αναγκάστηκα να αναβάλω την εξέταση. Βέβαια, και τα υπόλοιπα δεν τα είχα μελετήσει καλά εξαιτίας μιας γειτονοπούλας που τελικά δεν μου παραχώρησε άλλο από μερικές ξεδιάντροπες ερωτοτροπίες. Όταν ήταν στο παράθυρό της, δεν είχα μάτια για το βιβλίο μου. Μα δεν είναι ηλίθιος όποιος κάνει κάτι τέτοιο;» Θυμάμαι το μικρό λευκό προσωπάκι του κοριτσιού στο παράθυρο: οβάλ και περιτριγυρισμένο από πλούσιες πυρόξανθες μπούκλες. Την κοίταζα και ονειρευόμουν να πιέζω εκείνο το άσπρο και το κοκκινόξανθο πάνω στο μαξιλάρι μου.

Ο Ασκληπιός μουρμούρισε:

«Πίσω από τις ερωτοτροπίες, υπάρχει κάτι καλό. Στην ηλικία μου, δεν θα ερωτοτροπείτε πια».

Σήμερα ξέρω με κάθε βεβαιότητα ότι δεν σκάμπαζε γρυ από ερωτοτροπίες. Είμαι πενήντα εφτά χρονών και είμαι σίγουρος ότι αν δεν κόψω το κάπνισμα ή αν η ψυχανάλυση δεν με θεραπεύσει, η τελευταία μου ματιά από το νεκροκρέβατό μου θα είναι η έκφραση του πόθου μου για τη νοσοκόμα, εφόσον αυτό το καθήκον δεν το έχει αναλάβει η γυναίκα μου και εφόσον η γυναίκα μου μου επιτρέψει να έχω ωραία νοσοκόμα!

Μίλησα με ειλικρίνεια λες κι εξομολογούμουν. Εμένα η γυναίκα δεν μου άρεσε ολόκληρη, αλλά… σε κομμάτια! Σε όλες αγαπούσα τα ποδαράκια τους αν είχαν ωραία παπούτσια, σε πολλές τον λυγερό λαιμό τους ή ακόμα και τον εύρωστο, και το στήθος τους όταν ήταν ανάλαφρο ανάλαφρο. Και συνέχιζα να απαριθμώ τα μέρη της γυναικείας ανατομίας, μα ο γιατρός με διέκοψε:

«Όλα αυτά τα μέρη σχηματίζουν μια ολόκληρη γυναίκα».

Τότε είπα μια σπουδαία κουβέντα:

«Υγιής έρωτας είναι αυτός που περιβάλλει μία και μόνο μία γυναίκα ολόκληρη, μαζί με το χαρακτήρα της και το μυαλό της».

Μέχρι τότε, δεν είχα γνωρίσει βέβαια έναν τέτοιο έρωτα και, όταν μου έτυχε, δεν μου χάρισε ούτε αυτός την υγεία, όμως είναι σημαντικό να θυμάμαι ότι εντόπισα την ασθένεια εκεί όπου ένας επιστήμων έβλεπε την υγεία και ότι στη συνέχεια η διάγνωσή μου επαληθεύτηκε.

Στο πρόσωπο ενός φίλου που δεν ήταν γιατρός, ανακάλυψα τον άνθρωπο που μπόρεσε να καταλάβει καλύτερα εμένα και την αρρώστια μου. Δεν είδα σπουδαία αποτελέσματα, αλλά ήταν μια καινούργια νότα στη ζωή μου που αντηχεί ακόμα και τώρα.

Ο φίλος μου ήταν ένας πλούσιος κύριος που γέμιζε τις ώρες της σχόλης του με μελέτες και φιλολογικές εργασίες. Μιλούσε πολύ καλύτερα απ’ όσο έγραφε κι έτσι ο κόσμος δεν έμαθε ποτέ πόσο σπουδαίος λόγιος υπήρξε. Ήταν χοντρός και μεγαλόσωμος και όταν τον γνώρισα είχε πέσει με τα μούτρα σε μια κούρα αδυνατίσματος. Μέσα σε λίγες μέρες, είχε σημαντικά αποτελέσματα, έτσι που στο δρόμο όλοι τον πλησίαζαν με την ελπίδα να νιώσουν οι ίδιοι πιο υγιείς σε αντίθεση με τη δική του ασθένεια. Τον ζήλευα επειδή μπόρεσε και έκανε αυτό που ήθελε και προσκολλήθηκα δίπλα του όσο διαρκούσε η κούρα του. Με άφηνε ν’ αγγίζω την κοιλιά του που μίκραινε μέρα τη μέρα κι εγώ, κακεντρεχής από ζήλια και θέλοντας να κάμψω την αποφασιστικότητά του, του έλεγα:

«Μα όταν σταματήσετε τη δίαιτα, τι θα το κάνετε τόσο δέρμα;»

Με μια απέραντη ηρεμία που έκανε το αδυνατισμένο του πρόσωπο να δείχνει κωμικό, μου απάντησε:

«Σε δυο μέρες από σήμερα, αρχίζω θεραπεία μασάζ».

Η θεραπεία του είχε προγραμματιστεί με κάθε λεπτομέρεια και ήταν βέβαιο ότι θα τηρούσε επακριβώς όλες τις ημερομηνίες.

Ένιωσα μια απέραντη εμπιστοσύνη απέναντί του και του περιέγραψα την ασθένειά μου. Θυμάμαι καλά και αυτή την περιγραφή. Του εξήγησα ότι μου φαινόταν πιο εύκολο να μην τρώει κανείς τρεις φορές τη μέρα, παρά να μην καπνίζει τα αμέτρητα τσιγάρα για τα οποία έπρεπε να παίρνει την ίδια κοπιαστική απόφαση ανά πάσα στιγμή. Με μια τέτοια απόφαση συνεχώς κατά νου, δεν υπήρχε χρόνος να κάνεις κάτι άλλο, γιατί μόνο ο Ιούλιος Καίσαρας μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ασφαλώς κανείς δεν έχει την απαίτηση να εργαστώ όσο ζει ο διαχειριστής μου ο Ολίβι, αλλά πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος όπως εγώ να μην μπορεί να κάνει τίποτα άλλο στον κόσμο πέρα από το να ονειροπολεί και να γρατζουνάει ένα βιολί στο οποίο δεν έχει καμία κλίση;

Ο αδυνατισμένος χοντρός δεν απάντησε αμέσως. Ήταν άνθρωπος μεθοδικός και πρώτα το σκέφτηκε καλά καλά. Έπειτα, με το ύφος του επαΐοντα, που το δικαιούνταν χάρη στην ανωτερότητά του στο θέμα, μου εξήγησε ότι η πραγματική μου αρρώστια δεν αφορούσε το τσιγάρο αλλά την απόφαση. Έπρεπε να δοκιμάσω να κόψω το πάθος μου χωρίς να το πάρω απόφαση. Μέσα μου –κατά τη γνώμη του– είχαν διαμορφωθεί με τα χρόνια δύο άνθρωποι, από τους οποίους ο ένας έκανε κουμάντο, ενώ ο άλλος ήταν απλώς ένας σκλάβος που, μόλις χαλάρωνε η επιτήρηση, πήγαινε κόντρα στη θέληση του αφέντη του από αγάπη για την ελευθερία. Έπρεπε λοιπόν να του δώσω απόλυτη ελευθερία και ταυτόχρονα ν’ αντικρίσω το πάθος μου καταπρόσωπο σαν να ήταν κάτι καινούργιο, σαν να μην το είχα ξαναδεί ποτέ. Δεν έπρεπε να το αντιπαλέψω, αλλά να το παραβλέψω και κατά κάποιον τρόπο να λησμονήσω να του αφεθώ, γυρνώντας του την πλάτη αδιάφορα, σαν να ήταν μια συντροφιά που την έκρινα ανάξιά μου. Απλό δεν είναι;

Πράγματι, μου φάνηκε απλό. Και είναι αλήθεια ότι, αφού κατάφερα με μεγάλη προσπάθεια να σβήσω κάθε απόφαση από μέσα μου, κατόρθωσα να μην καπνίσω για αρκετές ώρες, όταν όμως καθάρισε το στόμα μου, ένιωσα μια αθώα γεύση, όπως θα πρέπει να τη νιώθει ένα νεογέννητο, και μου ήρθε η επιθυμία για ένα τσιγάρο και, όταν το κάπνισα, ένιωσα τις τύψεις που ανανέωσαν την απόφαση που ήθελα ν’ αποδιώξω. Ήταν ένας μακρύτερος δρόμος, αλλά κατέληγε στο ίδιο σημείο.

Εκείνος ο μπαγαπόντης ο Ολίβι μου έδωσε κάποτε μια ιδέα: να ενισχύσω την απόφασή μου με ένα στοίχημα.

Μου φαίνεται ότι ο Ολίβι ήταν πάντα ίδιος κι απαράλλαχτος όπως τώρα. Ήταν πάντα έτσι, λίγο καμπουριαστός αλλά στιβαρός, και μου φαινόταν πάντα γέρος, όπως γέρο τον βλέπω και σήμερα που είναι ογδόντα χρονών. Δούλεψε και δουλεύει ακόμη για μένα, αλλά δεν τον αγαπώ, γιατί πιστεύω ότι μου στέρησε τη δουλειά που κάνει αυτός.

Να βάλουμε στοίχημα! Ο πρώτος που θα κάπνιζε θα πλήρωνε και έπειτα και οι δυο θα ξανάβρισκαν την ελευθερία τους. Έτσι, ο διαχειριστής που μου είχαν φορτώσει για να μην κατασπαταλήσω την κληρονομιά του πατέρα μου, προσπαθούσε να εξαφανίσει την κληρονομιά της μητέρας μου που τη διαχειριζόμουν εγώ!

Το στοίχημα αποδείχτηκε ολέθριο! Δεν ήμουν πια εναλλάξ αφεντικό ή σκλάβος, αλλά μόνο σκλάβος και μάλιστα αυτουνού του Ολίβι που δεν τον αγαπούσα! Κάπνισα αμέσως. Μετά σκέφτηκα να τον εξαπατήσω συνεχίζοντας να καπνίζω κρυφά. Αλλά τότε γιατί έβαλα στοίχημα; Για να καπνίσω ένα τελευταίο τσιγάρο βάλθηκα να βρω μια ημερομηνία που να συσχετίζεται αρμονικά με την ημερομηνία του στοιχήματος, την οποία μπορούσα να φανταστώ ότι και ο ίδιος ο Ολίβι είχε καταγράψει. Αλλά η εξέγερση συνεχιζόταν και από το πολύ κάπνισμα, κατέληγα να μην μπορώ να ανασάνω. Για να απαλλαγώ απ’ αυτό το βάρος, πήγα στον Ολίβι και τα ομολόγησα όλα.

Ο γέρος τσέπωσε τα χρήματα χαμογελώντας, και μονομιάς τράβηξε απ’ την τσέπη του ένα χοντρό πούρο, το άναψε και άρχισε να καπνίζει λαίμαργα. Δεν μου πέρασε ποτέ η υποψία ότι δεν είχε τηρήσει το στοίχημα. Φαίνεται ότι οι άλλοι είναι φτιαγμένοι διαφορετικά από μένα.

Ο γιος μου είχε μόλις κλείσει τα τρία, όταν η γυναίκα μου είχε μια καλή ιδέα. Με συμβούλεψε, για να απαλλαγώ από το πάθος μου, να κλειστώ για ένα διάστημα σε θεραπευτήριο. Δέχτηκα αμέσως, κατ’ αρχάς επειδή ήθελα, όταν ο γιος μου θα έφτανε σε ηλικία που θα μπορούσε να με κρίνει, να με βρει ισορροπημένο και ήρεμο, και έπειτα για τον πιο επιτακτικό λόγο ότι ο Ολίβι δεν ήταν καλά και απειλούσε να με εγκαταλείψει, οπότε μπορεί ν’ αναγκαζόμουν από τη μια στιγμή στην άλλη να πάρω τη θέση του και δεν θεωρούσα τον εαυτό μου κατάλληλο για έντονη δραστηριότητα με τόση νικοτίνη στον οργανισμό μου.

Στην αρχή σκεφτήκαμε να πάω στην Ελβετία, την κλασική χώρα των σανατορίων, αλλά μετά μάθαμε ότι στην Τεργέστη ήταν κάποιος δόκτωρ Μούλι που είχε ανοίξει ένα τέτοιο ίδρυμα. Ανέθεσα στη γυναίκα μου να πάει να τον βρει κι εκείνος προσφέρθηκε να μου διαθέσει ένα κλειστό διαμερισματάκι, όπου θα με επιτηρούσε μια νοσοκόμα βοηθούμενη και από άλλα πρόσωπα. Η γυναίκα μου, μιλώντας για όλα αυτά, χαμογελούσε και μερικές φορές έσκαγε στα γέλια. Τη διασκέδαζε η ιδέα να με έχει έγκλειστο κι εγώ γελούσα με την καρδιά μου μαζί της. Ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχε στις προσπάθειές μου να θεραπευτώ. Μέχρι τότε, δεν είχε πάρει ποτέ την αρρώστια μου στα σοβαρά και έλεγε ότι το κάπνισμα ήταν ένας κάπως παράξενος, αλλά όχι ιδιαίτερα ενοχλητικός τρόπος να ζεις. Νομίζω ότι ένιωσε μια ευχάριστη έκπληξη μετά το γάμο μας που δεν με άκουγε να παραπονιέμαι για τη χαμένη μου ελευθερία, μιας κι ήμουν απασχολημένος με το να κλαίγομαι για άλλα πράγματα.

Πήγαμε στο θεραπευτήριο την ημέρα που ο Ολίβι μου είπε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έμενε στη δουλειά πέρα από τον επόμενο μήνα. Ετοιμάσαμε από το σπίτι μερικά ασπρόρουχα σε ένα μπαούλο και το ίδιο κιόλας βράδυ πήγαμε στον δόκτορα Μούλι.

Μας υποδέχτηκε αυτοπροσώπως στην είσοδο. Την εποχή εκείνη, ο δόκτωρ Μούλι ήταν ένας ωραίος νεαρός. Ήταν κατακαλόκαιρο, και εκείνος, μικροκαμωμένος και νευρώδης, με πρόσωπο ηλιοκαμένο στο οποίο έλαμπαν ακόμα περισσότερο τα ζωηρά μαύρα μάτια του, ήταν η προσωποποίηση της κομψότητας, με το λευκό του κουστούμι, άψογο από την κορφή ώς τα νύχια. Προκάλεσε το θαυμασμό μου και, καταπώς φάνηκε, κι εγώ τον δικό του.

Λιγάκι αμήχανος, καταλαβαίνοντας την αιτία του θαυμασμού του, είπα:

«Μάλιστα. Δεν πιστεύετε στην αναγκαιότητα της θεραπείας, ούτε στη βαρύτητα που της αποδίδω».

Με ένα ελαφρύ χαμόγελο που ωστόσο με πλήγωσε, ο γιατρός απάντησε:

«Μα γιατί; Ίσως πράγματι το τσιγάρο να είναι πιο επιβλαβές για σας απ’ όσο παραδεχόμαστε εμείς οι γιατροί. Απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί, αντί να διακόψετε ex abrupto το κάπνισμα, να μην αποφασίσετε να μειώσετε τον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζετε. Μπορεί κανείς να καπνίζει, αλλά δεν χρειάζονται υπερβολές».

Για να πω την αλήθεια, μες στην επιθυμία μου να κόψω εντελώς το τσιγάρο, δεν είχα σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο να καπνίζω λιγότερο.

Μα εκείνη τη στιγμή που ειπώθηκε, η συμβουλή του απλώς κατάφερε ένα πλήγμα στην αποφασιστικότητά μου. Και είπα με σιγουριά:

«Μιας και το πήρα απόφαση, αφήστε με να δοκιμάσω αυτή τη θεραπεία».

«Να δοκιμάσετε;» είπε ο γιατρός και γέλασε υπεροπτικά. «Άπαξ και ξεκινήσετε, η θεραπεία πρέπει να επιτύχει. Αν δεν χρησιμοποιήσετε σωματική βία στην καημένη την Τζοβάνα, δεν πρόκειται να βγείτε από δω. Οι τυπικές διαδικασίες για το εξιτήριο θα διαρκέσουν τόσο πολύ που στο μεταξύ θα έχετε ξεχάσει το πάθος σας».

Βρεθήκαμε στο διαμέρισμα που προοριζόταν για μένα, αφού ξανακατεβήκαμε από τον δεύτερο όροφο στο ισόγειο.

«Βλέπετε; Αυτή η αμπαρωμένη πόρτα εμποδίζει την επικοινωνία με το υπόλοιπο ισόγειο όπου βρίσκεται και η έξοδος. Τα κλειδιά δεν τα έχει ούτε η Τζοβάνα. Για να βγει έξω πρέπει να ανέβει στον δεύτερο, και μόνο εκείνη έχει τα κλειδιά της πόρτας που βγάζει στο κεφαλόσκαλο. Εξάλλου, στον δεύτερο όροφο, υπάρχει πάντα επιτήρηση. Αρκετό δεν είναι για μια κλινική που ασχολείται κυρίως με μωρά και ετοιμόγεννες;»

Και έσκασε στα γέλια, ίσως με την ιδέα ότι με είχε φυλακίσει ανάμεσα σε μωρά.

Φώναξε την Τζοβάνα και μου τη σύστησε. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας, κάπου ανάμεσα στα σαράντα και στα εξήντα. Είχε μικρούτσικα μάτια που έλαμπαν ζωηρά κάτω από τα ασπρισμένα της μαλλιά. Ο γιατρός της είπε:

«Με τον κύριο από δω πρέπει να είστε έτοιμη να παίξετε μπουνιές».

Εκείνη με κοίταξε εξονυχιστικά, έγινε κατακόκκινη και έσκουξε με διαπεραστική φωνή:

«Εγώ θα κάνω το καθήκον μου, αλλά δεν μπορώ να τα βάλω μαζί σας. Αν με απειλήσετε, θα καλέσω τον νοσοκόμο που είναι γεροδεμένος και, αν δεν έρθει αμέσως, θα σας αφήσω να πάτε όπου θέλετε, μιας και δεν διακινδυνεύω το τομάρι μου!»

Στη συνέχεια, έμαθα ότι ο γιατρός της είχε εμπιστευτεί αυτό το καθήκον, τάζοντάς της γενναία ανταμοιβή, πράγμα που την είχε τρομοκρατήσει. Εκείνη τη στιγμή τα λόγια της μ’ εκνεύρισαν. Κοίτα να δεις σε τι κατάσταση βρέθηκα και μάλιστα με τη θέλησή μου!

«Μα τι τομάρι και τρίχες!» ούρλιαξα.

«Ποιος θ’ αγγίξει το τομάρι της;» Γύρισα προς τον γιατρό. «Να πείτε σ’ αυτή τη γυναίκα να μη μ’ ενοχλεί. Έχω φέρει μερικά βιβλία μαζί μου και θέλω την ησυχία μου».

Ο γιατρός παρενέβη με μερικές νουθεσίες προς την Τζοβάνα. Εκείνη, για να δικαιολογηθεί, συνέχισε να μου επιτίθεται:

«Έχω δυο μικρές κορούλες και πρέπει να ζήσω».

«Δεν θα καταδεχόμουν να σε σκοτώσω», απάντησα με έναν τόνο που σίγουρα δεν μπορούσε να την καθησυχάσει την κακομοίρα.

Ο γιατρός την απομάκρυνε αναθέτοντάς της να πάει να πάρει κι εγώ δεν ξέρω τι από τον επάνω όροφο και, για να με κατευνάσει, μου πρότεινε να βάλει κάποιον άλλον στη θέση της, συμπληρώνοντας:

«Δεν είναι κακή και, όταν της συστήσω να είναι πιο διακριτική, δεν θα σας δώσει άλλη αφορμή για παράπονα».

Μες στην επιθυμία μου να αποδείξω ότι δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου ο άνθρωπος που θ’ αναλάμβανε να με επιτηρεί, δήλωσα ότι ήμουν σύμφωνος να την ανεχτώ. Ένιωσα την ανάγκη να ηρεμήσω, έβγαλα από την τσέπη μου το προτελευταίο τσιγάρο και το κάπνισα άπληστα. Εξήγησα στον γιατρό ότι είχα πάρει μαζί μου μόνο δύο και σκόπευα να κόψω το κάπνισμα ακριβώς τα μεσάνυχτα.

Η γυναίκα μου με αποχαιρέτησε μαζί με τον γιατρό. Μ’ ένα χαμόγελο μου είπε:

«Αφού το πήρες απόφαση, κοίτα να φανείς δυνατός».

Το χαμόγελό της, που τόσο αγαπούσα, μου φάνηκε κοροϊδευτικό και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, φύτρωσε στην ψυχή μου ένα νέο συναίσθημα, μια βεβαιότητα ότι ένα εγχείρημα που ξεκινούσε με τόση σοβαρότητα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει οικτρά. Αμέσως ένιωσα άσχημα, αλλά κατάλαβα τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να υποφέρω μόνο όταν έμεινα μόνος. Μια παράφορη πικρή ζήλια για τον νεαρό γιατρό. Ήταν ωραίος, ήταν ελεύθερος! Τον αποκαλούσαν Αφροδίτη των Γιατρών. Γιατί να μην τον ερωτευτεί η γυναίκα μου; Ενώ την ακολουθούσε την ώρα που έφευγαν, κοίταζε τα πόδια της με τα κομψά της παπούτσια. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να ζηλεύω από τότε που είχα παντρευτεί. Τι θλίψη! Ταίριαζε απόλυτα με την άθλια κατάσταση της αιχμαλωσίας μου! Πάλεψα! Το χαμόγελο της γυναίκας μου ήταν το συνηθισμένο της, και όχι κοροϊδία που κατάφερε να με ξεφορτωθεί απ’ το σπίτι. Βεβαίως, αυτή ήταν που μ’ έκλεισε μέσα, παρόλο που δεν έδινε καμία σημασία στο πάθος μου· αλλά ασφαλώς το έκανε για να μ’ ευχαριστήσει. Μήπως δεν θυμόμουν ότι δεν ήταν και τόσο εύκολο να ερωτευτεί κανείς τη γυναίκα μου; Σίγουρα ο γιατρός κοίταξε τα πόδια της για να δει τι μποτάκια έπρεπε ν’ αγοράσει στην ερωμένη του. Ωστόσο, κάπνισα αμέσως το τελευταίο τσιγάρο και δεν ήταν καν μεσάνυχτα, ήταν ακόμα έντεκα, μια ώρα εντελώς ακατάλληλη για τελευταίο τσιγάρο.

Άνοιξα ένα βιβλίο. Διάβαζα χωρίς να καταλαβαίνω και μάλιστα έβλεπα οράματα. Η σελίδα όπου είχα προσηλώσει το βλέμμα μου είχε σκεπαστεί ολότελα από μια φωτογραφία του δόκτορος Μούλι στο αποκορύφωμα της ομορφιάς και της κομψότητάς του. Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ! Φώναξα την Τζοβάνα. Ίσως με μερικές κουβέντες να κατάφερνα να ηρεμήσω.

Ήρθε και μεμιάς με κοίταξε δύσπιστα. Έμπηξε μια στριγκή φωνή: «Μην περιμένετε ότι θα με κάνετε να παραβλέψω το καθήκον μου».

Κι έτσι, για να την ηρεμήσω, της είπα ψέματα και δήλωσα πως ούτε που μου είχε περάσει απ’ το μυαλό, ότι απλώς βαρέθηκα να διαβάζω και είχα όρεξη να πω δυο κουβέντες μαζί της. Την έβαλα να καθίσει απέναντί μου. Με απωθούσε η γεροντική της όψη κι εκείνα τα νεανικά μάτια, αεικίνητα, σαν όλων των αδύναμων ζώων. Λυπόμουν τον εαυτό μου που έπρεπε ν’ ανέχομαι μια τέτοια συντροφιά! Είναι αλήθεια ωστόσο πως ακόμα κι όταν είμαι ελεύθερος, δεν τα καταφέρνω να διαλέγω την κατάλληλη συντροφιά, διότι συνήθως με διαλέγουν οι άλλοι, όπως έκανε και η γυναίκα μου.

Παρακάλεσα την Τζοβάνα να με βοηθήσει να ξεδώσω και, όταν δήλωσε ότι δεν ήξερε τίποτα που να άξιζε την προσοχή μου, την παρακάλεσα να μου μιλήσει για την οικογένειά της, προσθέτοντας ότι σχεδόν όλοι σ’ αυτόν τον κόσμο έχουμε τουλάχιστον μία.

Εκείνη υπάκουσε και έπιασε να μου λέει ότι είχε αναγκαστεί να βάλει τις δυο κορούλες της στο Πτωχοκομείο.

Άρχισα να απολαμβάνω την ιστορία της, γιατί ο τρόπος με τον οποίο διεκπεραίωσε αυτούς τους δεκαοχτώ μήνες εγκυμοσύνης μου φαινόταν αστείος. Είχε όμως ένα ταμπεραμέντο πολύ εριστικό και δεν κατάφερα να την παρακολουθήσω όταν στην αρχή προσπάθησε να μου αποδείξει ότι δεν γινόταν αλλιώς με έναν τόσο πενιχρό μισθό και ότι ο γιατρός είχε άδικο όταν λίγες μέρες νωρίτερα της είχε δηλώσει ότι δυο κορόνες την ημέρα έφταναν και περίσσευαν, αφού όλη της την οικογένεια τη συντηρούσε το Πτωχοκομείο. Ούρλιαζε:

«Και τα υπόλοιπα; Τους δίνουνε φαγητό και ρούχα, αλλά όχι όλα όσα τους χρειάζονται!» Και δώσ’ του μια λίστα πράγματα που έπρεπε να προσφέρει στις κορούλες της, πράγματα που δεν θυμάμαι πια, διότι για να προστατέψω την ακοή μου από τη διαπεραστική φωνή της, είχα στρέψει σκόπιμα τη σκέψη μου αλλού. Ωστόσο, είχα αναστατωθεί και θεώρησα ότι είχα δικαίωμα σε μια ανταμοιβή:

«Δεν θα μπορούσα να έχω ένα τσιγάρο, ένα μόνο; Θα σας δώσω δέκα κορόνες, αλλά αύριο, γιατί τώρα δεν έχω δεκάρα μαζί μου».

Η Τζοβάνα τρομοκρατήθηκε εντελώς από την πρότασή μου. Βάλθηκε να τσιρίζει· ήθελε να φωνάξει αμέσως τον νοσοκόμο και σηκώθηκε από τη θέση της για να βγει έξω.

Για να την κάνω να σωπάσει, παραιτήθηκα αμέσως από την πρότασή μου και για πω κάτι και να δείξω λίγη αξιοπρέπεια, ρώτησα:

«Τουλάχιστον μπορώ να πιω τίποτα σ’ αυτή τη φυλακή;»

Η Τζοβάνα απάντησε πρόθυμα και, προς μεγάλη μου έκπληξη, με ήρεμη φωνή και χωρίς να στριγκλίζει:

«Βεβαίως! Ο γιατρός προτού φύγει μου άφησε αυτό το μπουκάλι κονιάκ. Ορίστε, κλειστό είναι ακόμα. Βλέπετε, είναι άθικτο».

Βρισκόμουν σε τέτοια κατάσταση που δεν έβλεπα άλλη διέξοδο από ένα μεθύσι. Να πού με κατάντησε η εμπιστοσύνη στη γυναίκα μου!

Τη στιγμή εκείνη, μου φαινόταν ότι το πάθος του καπνίσματος δεν άξιζε την προσπάθεια στην οποία είχα αφήσει να με οδηγήσουν. Είχα ήδη μισή ώρα να καπνίσω και δεν το σκεφτόμουν καν, γιατί η σκέψη μου ήταν στραμμένη στη γυναίκα μου και στον δόκτορα Μούλι. Επομένως, είχα θεραπευτεί, αλλά είχα γίνει ανεπανόρθωτα ρεζίλι!

Άνοιξα το μπουκάλι και γέμισα ένα ποτηράκι με το κίτρινο υγρό. Η Τζοβάνα έμεινε να με κοιτάει με ανοιχτό το στόμα, αλλά δίστασα να της προσφέρω.

«Θα μπορέσω να έχω κι άλλο μπουκάλι όταν τελειώσει αυτό;»

Η Τζοβάνα πάντα με την πιο ήρεμη φωνή, με καθησύχασε: «Όσο θέλετε! Η κυρία που διαχειρίζεται το κελάρι θα σηκωθεί ακόμα και μες στα μαύρα μεσάνυχτα για να ικανοποιήσει μια επιθυμία σας!»

Ποτέ μου δεν ήμουν τσιγκούνης και η Τζοβάνα εξασφάλισε αμέσως ένα ξέχειλο ποτηράκι.

Δεν πρόλαβε να πει ευχαριστώ και το είχε κιόλας αδειάσει στρέφοντας το ζωηρό της βλέμμα στο μπουκάλι. Έτσι λοιπόν η ίδια μου έδωσε την ιδέα να τη μεθύσω. Δεν στάθηκε όμως διόλου εύκολο!

Δεν μπορώ να επαναλάβω ακριβώς όλα όσα μου είπε σε άψογη τεργεστίνικη διάλεκτο, αφού ρούφηξε κάμποσα ποτηράκια. Είχα όμως την εντύπωση ότι βρισκόμουν δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που, αν δεν με αποσπούσαν οι δικές μου έγνοιες, θα μπορούσα να καθίσω και να τον ακούω με ευχαρίστηση.

Πρώτα απ’ όλα, μου εκμυστηρεύτηκε ότι έτσι ακριβώς της άρεσε να δουλεύει. Όλοι στον κόσμο αυτό θα έπρεπε να έχουν δικαίωμα να περνούν μια δυο ώρες τη μέρα σε μια τόσο βολική πολυθρόνα, μπροστά σ’ ένα μπουκάλι καλό πιοτό, απ’ αυτό που δεν βλάπτει.

Προσπάθησα να μιλήσω κι εγώ. Τη ρώτησα αν, όταν ζούσε ο άντρας της, η δουλειά της ήταν οργανωμένη με τον ίδιο τρόπο.

Εκείνη ξέσπασε σε γέλια. Όσο ζούσε ο άντρας της, πιο πολύ την έδερνε παρά τη φιλούσε, και αυτό που έκανε τώρα ήταν σκέτη ξεκούραση μπροστά στις δουλειές που αναγκαζόταν να κάνει για εκείνον, ακόμα και προτού να έρθω εγώ για τη θεραπεία μου εκεί.

Μετά η Τζοβάνα έγινε σκεφτική και με ρώτησε αν πίστευα πως οι νεκροί βλέπουν αυτά που κάνουν οι ζωντανοί. Συγκατένευσα βιαστικά. Εκείνη όμως ήθελε να μάθει αν οι νεκροί, όταν φτάνουν στο επέκεινα, μαθαίνουν όλα όσα είχαν συμβεί εδώ κάτω, όταν ήταν ακόμα ζωντανοί.

Για μια στιγμή, η ερώτηση τράβηξε όντως την προσοχή μου. Εξάλλου, είχε διατυπωθεί με γλυκιά φωνή, γιατί η Τζοβάνα από φόβο μην την ακούσουν οι νεκροί, μιλούσε χαμηλόφωνα.

«Επομένως», της είπα, «είχατε προδώσει τον άντρα σας».

Με παρακάλεσε να μη φωνάζω και έπειτα μου εξομολογήθηκε ότι πράγματι τον είχε προδώσει, αλλά μόνο στους πρώτους μήνες του γάμου τους. Έπειτα, συνήθισε τις σφαλιάρες και αγάπησε τον άνθρωπό της.

Για να κρατήσω τη συζήτηση ζωντανή, ρώτησα:

«Επομένως, η πρώτη κορούλα σας οφείλει τη ζωή σ’ αυτόν τον άλλον;»

Πάντα χαμηλόφωνα, παραδέχτηκε ότι αυτό πίστευε κι η ίδια εξαιτίας μιας κάποιας ομοιότητας. Τη στεναχωρούσε πολύ που είχε προδώσει τον άντρα της. Το έλεγε συνεχίζοντας να γελάει, γιατί υπάρχουν πράγματα που είναι για γέλια ακόμα κι όταν μας πονάνε. Μόνο όμως από τότε που πέθανε, διότι νωρίτερα το πράγμα δεν είχε καμία σημασία, μιας κι εκείνος δεν είχε ιδέα.

Ένιωσα μια αδερφική συμπάθεια και προσπάθησα να γλυκάνω τον πόνο της, λέγοντάς της ότι πίστευα πως οι νεκροί ξέρουν τα πάντα, αλλά ορισμένα πράγματα δεν τους νοιάζουν.

«Μόνο οι ζωντανοί υποφέρουν!» αναφώνησα χτυπώντας τη γροθιά μου στο τραπέζι.

Έκανα μελανιά στο χέρι μου και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τον σωματικό πόνο για να κατεβάσεις καινούργιες ιδέες. Θεώρησα πιθανό ότι όσο εγώ τυραννιόμουν με τη σκέψη ότι η γυναίκα μου εκμεταλλευόταν τον εγκλεισμό μου για να απιστήσει, ο γιατρός μπορεί να ήταν στο θεραπευτήριο, οπότε θα μπορούσα να ξαναβρώ την ηρεμία μου. Παρακάλεσα την Τζοβάνα να πάει να δει, λέγοντάς της ότι ήταν ανάγκη να πω κάτι στον γιατρό και τάζοντάς της σαν ανταμοιβή ολόκληρο το μπουκάλι. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε ότι δεν της άρεσε και τόσο να πίνει, αλλά σύντομα συμμορφώθηκε και την άκουσα να ανεβαίνει παραπατώντας την ξύλινη σκάλα για τον δεύτερο όροφο όπου ήταν η έξοδος της φυλακής μας. Έπειτα ξανακατέβηκε, αλλά κουτρουβάλησε με μπόλικο θόρυβο και φωνές.

«Να σε πάρει ο διάολος!» μουρμούρισα νευριασμένος. Πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα αν τσάκιζε τον σβέρκο της!

Παρ’ όλα αυτά, ξαναμπήκε μέσα χαμογελαστή, γιατί βρισκόταν σε μια κατάσταση που οι πόνοι δεν πονάνε. Μου είπε ότι μίλησε με τον νοσοκόμο που πήγαινε να πλαγιάσει, αλλά ακόμα και στο κρεβάτι θα ήταν στη διάθεσή της, αν τυχόν γινόμουν κακός. Σήκωσε το χέρι και με τον δείκτη τεντωμένο, συνόδεψε τα λόγια της με μια απειλητική χειρονομία που τη γλύκαινε ένα χαμόγελο. Έπειτα, με πιο κοφτό τόνο, πρόσθεσε ότι ο γιατρός δεν είχε επιστρέψει από τότε που βγήκε με τη γυναίκα μου. Μάλιστα, από τότε! Για καμιά ώρα ο νοσοκόμος ήλπιζε να επιστρέψει γιατί έπρεπε να δει έναν ασθενή. Μα τώρα είχε πια απελπιστεί.

Την κοίταζα προσπαθώντας να καταλάβω αν το χαμόγελο που ζάρωνε το πρόσωπό της ήταν το συνηθισμένο της ή κάτι εντελώς καινούργιο που οφειλόταν στο γεγονός ότι ο γιατρός ήταν με τη γυναίκα μου αντί να είναι μ’ εμένα που ήμουν ασθενής του. Μ’ έπιασε τέτοιος θυμός που το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει. Πρέπει να ομολογήσω ότι, όπως πάντα, μες στην ψυχή μου, αντιπάλευαν δυο άνθρωποι και ο ένας τους, ο πιο λογικός, μου έλεγε: «Ηλίθιε! Γιατί νομίζεις ότι η γυναίκα σου σε απατάει; Λες και είχε ανάγκη να σε κλείσει μέσα για να βρει την ευκαιρία». Ο άλλος, που ήταν σίγουρα αυτός που ήθελε να καπνίσει, με αποκαλούσε επίσης ηλίθιο, αλλά για να μου βάλει τις φωνές: «Δεν θυμάσαι πόσο βολικές είναι οι απουσίες του συζύγου; Και μάλιστα με τον γιατρό που τον πληρώνεις εσύ!»

Η Τζοβάνα συνεχίζοντας να πίνει, είπε: «Ξέχασα να κλείσω την πόρτα του δεύτερου ορόφου. Αλλά δεν αντέχω ν’ ανέβω δύο πατώματα. Εκεί πάνω έχει πάντα κόσμο και θα γινόσασταν ρεζίλι αν πηγαίνατε να το σκάσετε».

«Ασφαλώς!» έκανα εγώ μ’ εκείνη την ελάχιστη υποκρισία που χρειαζόταν για να την ξεγελάσει την κακομοίρα. Έπειτα ρούφηξα κι εγώ λίγο κονιάκ και είπα ότι τώρα που είχα τόσο ποτό στη διάθεσή μου, τα τσιγάρα δεν μ’ ενδιέφεραν καθόλου. Με πίστεψε αμέσως και τότε της είπα ότι, στην πραγματικότητα, δεν ήμουν εγώ που ήθελα να κόψω το κάπνισμα. Ήταν επιθυμία της γυναίκας μου. Κι ακόμα, έπρεπε να ξέρει ότι μόλις κάπνιζα καμιά δεκαριά τσιγάρα, γινόμουν ένα τέρας. Όποια γυναίκα ήταν κοντά μου βρισκόταν σε κίνδυνο.

Η Τζοβάνα έσκασε στα γέλια και βούλιαξε στην πολυθρόνα:

«Και η γυναίκα σας σας απαγορεύει να καπνίζετε τα δέκα τσιγάρα που χρειάζεστε;»

«Έτσι ακριβώς! Σε μένα τουλάχιστον το απαγορεύει».

Δεν ήταν δα και χαζή η Τζοβάνα, με τόσο κονιάκ μέσα της. Παρασύρθηκε από ένα τέτοιο κύμα γέλιου που σχεδόν έπεσε από την πολυθρόνα, αλλά όταν ξαναβρήκε την ανάσα της, περιέγραψε τραυλίζοντας μια εξαιρετική σκηνή που της είχε υποβάλει η αρρώστια μου: «Δέκα τσιγάρα… μισή ώρα… βάζουμε το ξυπνητήρι… και μετά…»

Τη διόρθωσα:

«Για δέκα τσιγάρα, χρειάζομαι περίπου μία ώρα. Ύστερα χρειάζεται άλλη μια ώρα για τα πλήρη αποτελέσματα, δέκα λεπτά πάνω, δέκα λεπτά κάτω…»

Ξαφνικά, η Τζοβάνα σοβαρεύτηκε και σηκώθηκε χωρίς κόπο από τη θέση της. Είπε ότι θα πήγαινε να ξαπλώσει, γιατί είχε λίγο πονοκέφαλο. Την παρακάλεσα να πάρει μαζί της το μπουκάλι, εγώ είχα πιει αρκετά. Της είπα υποκριτικά ότι την άλλη μέρα ήθελα να μου βρει ένα καλό κρασί.

Μα εκείνη δεν σκεφτόταν το κρασί. Πριν βγει με το μπουκάλι παραμάσχαλα, μου έριξε μια τέτοια άγρια ματιά που κατατρόμαξα.

Είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή και μετά από λίγο, έπεσε στη μέση του δωματίου ένα πακέτο που βιάστηκα να το μαζέψω: είχε μετρημένα έντεκα τσιγάρα. Για να είναι σίγουρη, η κακομοίρα η Τζοβάνα έβαλε και κάτι παραπάνω. Ήταν συνηθισμένα τσιγάρα, ουγγαρέζικα. Το πρώτο που άναψα όμως ήταν υπέροχο. Ένιωσα ένα τεράστιο ξαλάφρωμα. Στην αρχή ένιωσα περήφανος που τους την έφερα εκεί πέρα, σ’ εκείνη την κλινική που μπορεί να ήταν μια χαρά για να κλείνεις μωρά, αλλά όχι για μένα. Μετά, ανακάλυψα ότι την είχα φέρει και στη γυναίκα μου και σκέφτηκα ότι την είχα ξεπληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Διότι αλλιώς, γιατί η ζήλια μου να μετατραπεί σε μια περιέργεια τόσο υποφερτή; Κάθισα ήρεμος εκεί μέσα καπνίζοντας εκείνα τα αηδιαστικά τσιγάρα.

Κάπου μισή ώρα πιο μετά, θυμήθηκα ότι έπρεπε να φύγω από εκείνο το κτίριο, όπου η Τζοβάνα περίμενε την ανταμοιβή της. Έβγαλα τα παπούτσια μου και βγήκα στο διάδρομο. Η πόρτα του δωματίου της Τζοβάνας ήταν μισόκλειστη κι η θορυβώδης ρυθμική αναπνοή της έδειχνε ότι μάλλον κοιμόταν. Ανέβηκα πολύ προσεχτικά στον δεύτερο όροφο και πίσω από εκείνη την πόρτα –το καμάρι του δόκτορος Μούλι– φόρεσα τα παπούτσια μου. Βγήκα σε ένα κεφαλόσκαλο και βάλθηκα να κατεβαίνω τα σκαλιά αργά για μην κινήσω υποψίες.

Είχα φτάσει στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου, όταν μια δεσποινίς, ντυμένη με μια πολύ κομψή στολή νοσοκόμας, με ακολούθησε για να με ρωτήσει ευγενικά:

«Ψάχνετε κάποιον;»

Ήταν νοστιμούλα και δεν θα με πείραζε να τελειώσω κοντά της τα δέκα τσιγάρα. Της χαμογέλασα λίγο απότομα:

«Ο δόκτωρ Μούλι δεν είναι εδώ;»

Εκείνη γούρλωσε τα μάτια:

«Τέτοια ώρα δεν είναι ποτέ εδώ».

«Μπορείτε να μου πείτε πού θα τον βρω; Έχω άρρωστο στο σπίτι που τον χρειάζεται».

Μου έδωσε ευγενικά τη διεύθυνση του γιατρού κι εγώ την επανέλαβα αρκετές φορές για να την πείσω ότι ήθελα να τη θυμάμαι. Δεν βιαζόμουν και πολύ να φύγω, αλλά εκείνη ενοχλημένη μου γύρισε την πλάτη. Με πετούσαν κυριολεκτικά έξω απ’ τη φυλακή μου!

Στο ισόγειο, μια γυναίκα μου άνοιξε πρόθυμα την πόρτα. Δεν είχα δεκάρα επάνω μου και μουρμούρισα:

«Το φιλοδώρημα θα σας το δώσω μια άλλη φορά».

Κανείς ποτέ δεν ξέρει το μέλλον. Για μένα, τα πράγματα επαναλαμβάνονται: δεν αποκλειόταν να ξαναπερνούσα από κει.

Η νύχτα ήταν καθαρή και ζεστή. Έβγαλα το καπέλο μου για να νιώσω καλύτερα την αύρα της ελευθερίας. Κοίταξα τ’ αστέρια με θαυμασμό, λες και τα είχα μόλις κατακτήσει. Την επόμενη μέρα, μακριά από το θεραπευτήριο, θα έκοβα το κάπνισμα. Στο μεταξύ, από ένα καφέ που ήταν ακόμη ανοιχτό, προμηθεύτηκα καλά τσιγάρα, γιατί δεν ήταν δυνατόν να κλείσω την καριέρα του καπνιστή με τα τσιγάρα της κακομοίρας της Τζοβάνας. Ο σερβιτόρος που μου τα έδωσε με ήξερε και μου τα άφησε με πίστωση.

Φτάνοντας στη βίλα μου, χτύπησα το κουδούνι με μανία. Στην αρχή, φάνηκε στο παράθυρο η υπηρέτρια και λίγο αργότερα, μετά από ένα διάστημα όχι και πολύ σύντομο, η γυναίκα μου. Την περίμενα και σκεφτόμουν με απόλυτη ψυχραιμία: «Φαίνεται ότι ο δόκτωρ Μούλι είναι εδώ». Αλλά μόλις με αναγνώρισε, όλος ο έρημος δρόμος αντήχησε από ένα γέλιο τόσο ειλικρινές που ήταν αρκετό για να σβήσει κάθε αμφιβολία.

Μες στο σπίτι χασομέρησα για να κάνω μερικές έρευνες. Η γυναίκα μου που της είχα υποσχεθεί να της διηγηθώ την άλλη μέρα τις περιπέτειές μου, μολονότι πίστευε ότι τις ήξερε, με ρώτησε:

«Μα γιατί δεν ξαπλώνεις;»

Για να δικαιολογηθώ, απάντησα:

«Μου φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκες την απουσία μου για ν’ αλλάξεις θέση σ’ εκείνο το ντουλάπι».

Είναι αλήθεια ότι νομίζω πως τα πράγματα μες στο σπίτι αλλάζουν πάντα θέση και είναι επίσης αλήθεια ότι η γυναίκα μου τα μετακινεί πολύ συχνά, αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή κοίταζα κάθε γωνιά για να δω αν κρυβόταν εκεί το μικρό κομψό κορμί του δόκτορος Μούλι.

***

Η γυναίκα μου είχε και ένα ευχάριστο νέο. Επιστρέφοντας από το θεραπευτήριο, συνάντησε τον γιο του Ολίβι που της είπε ότι ο γέρος ήταν πολύ καλύτερα χάρη σ’ ένα φάρμακο που του έδωσε ο καινούργιος του γιατρός.

Ενώ μ’ έπαιρνε ο ύπνος, σκέφτηκα ότι καλά έκανα και έφυγα από το θεραπευτήριο μιας και είχα όλο τον καιρό στη διάθεσή μου για να θεραπευτώ σιγά σιγά. Εξάλλου και ο γιος μου που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, δεν πλησίαζε ακόμα στην ηλικία που θα μπορούσε να με κρίνει ή να με μιμηθεί. Δεν υπήρχε καμία απολύτως βιασύνη.