Προσφορά!

Πνοή ζωής

της Κλαρίσε Λισπέκτορ

Μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου

,

Ένας συγγραφέας συζητά με τον χαρακτήρα που μόλις δημιούργησε εμφυσώντας του πνοή ζωής, την Άνζελα Πραλίνι. Μέσα από αυτόν τον αδιέξοδο διάλογο, στον οποίο αναμειγνύονται λυρικά ξεσπάσματα, σκέψεις για τη φύση της συγγραφής, φιλοσοφικοί και θεολογικοί στοχασμοί, η Άνζελα αποκτά σταδιακά αυτοσυνείδηση και απελευθερώνεται από τον δημιουργό της. Το τελευταίο έργο της Κλαρίσε Λισπέκτορ που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό της δεν είναι ούτε μυθιστόρημα ούτε δοκίμιο, αλλά μια μεταμυθοπλαστική διερεύνηση των όρων της καλλιτεχνικής δημιουργίας που συμπυκνώνει την προβληματική όλου της του έργου: την αναπάντεχη όψη των απλών πραγμάτων, την έμφυλη διάσταση της γλώσσας, την αδυναμία της επικοινωνίας, τη μοναξιά, το φόβο του θανάτου.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Λισπέκτορ Κλαρίσε

Η Κλαρίσε Λισπέκτορ γεννήθηκε στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας το 1920, από Εβραίους γονείς. Η οικογένειά της μετανάστευσε το 1922 στη Βραζιλία. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της πορτογαλικής γλώσσας και το έργο της είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

ΑΝΖΕΛΑ: «Γυναίκα-Πράγμα»
Είμαι ακατέργαστη πρώτη ύλη. Είμαι κι εγώ αντικείμενο. Έχω όλα τα απαραίτητα όργανα, όπως και κάθε ανθρώπινο ον. Νιώθω την αύρα μου που αυτό το πα­­­γωμένο πρωινό είναι κόκκινη και έντονα αστραφτε­­ρή. Είμαι μια γυναίκα αντικείμενο και η αύρα μου είναι ένα κόκκινο παλλόμενο και ανταγωνιστικό. Είμαι ένα αντικείμενο που βλέπει άλλα αντικείμενα. Μερικά είναι αδέρφια μου και κάποια άλλα εχθροί μου. Υπάρχουν επίσης αντικείμενα που τίποτε δεν λένε. Είμαι ένα αντικείμενο που χρησιμοποιεί άλλα αντικείμενα, που τα απολαμβάνει ή τα απορρίπτει.
Το πρόσωπό μου είναι ένα αντικείμενο τόσο ορατό που ντρέπομαι. Κατανοώ τις όμορφες γυναίκες της Αραβίας που έχουν τη σοφία να κρύβουν τη μύτη και το στόμα με ένα πέπλο ή ένα λευκό μαντήλι. Ή κόκ­­κι­­νο. Με αυτόν τον τρόπο μένουν έξω μονάχα τα μάτια που αντανακλούν άλλα αντικείμενα. Το βλέμμα τότε κερ­­δίζει ένα τόσο τρομερό μυστήριο που μοιάζει με στρόβιλο αβύσσου. Φοράω βαθυκόκκινο κραγιόν: ιδού η δική μου πρόκληση. Έχω φρύδια που διερωτώνται ασταμάτητα αλλά δεν επιμένουν, είναι εκλεπτυσμέ­­να. Αυτό το πρόσωπο-αντικείμενο έχει μια στρόγγυ­­λη μυτούλα που χρησιμεύει σε αυτό το αντικείμενο που είμαι για να οσφραίνεται καλύτερα και από κυνηγετι­­κό σκυλί. Έχω μερικά μυστικά: τα μάτια μου είναι τόσο σκουροπράσινα που τα περνάς για μαύρα. Όταν φω­­­το­­­γραφίζεται το πρόσωπο για το οποίο σας μιλώ με κά­­­ποια επισημότητα, τα μάτια αρνούνται να είναι πράσι­­να: ένα πρόσωπο αλλόκοτο βγαίνει στη φωτογραφία με μάτια μαύρα κι ελαφρώς ανατολίτικα.
Ένα αντικείμενο σκέφτεται ένα άλλο αντικείμενο και οι αύρες μας συγχέονται. Έχω, σας βεβαιώ, και όλα τ’ άλλα που με κάνουν μια γυναίκα κάποτε ζωντανή, κά­­ποτε αντικείμενο. Η βαθιά χαζομάρα μου όμως θέ­­­λει να αναριγήσει από φως, θέλει να στεφανωθεί από πνεύ­­μα. Το βάρος μου χρειάζεται την περιπέτεια της μα­­ντείας. Αυτό το ον που με καλεί στο φως, πώς θα το ευλογήσω! Θα ανοιχτώ σε αυτό μέσα στη χαζομά­ρα μου που είναι ένας όγκος γρανίτη.
Χρυσές καμπάνες μέσα μου σημαίνουν ιερές κα­μπάνες. Και είναι έτοιμα τα μαβιά παραπετάσματά μου. Το μαβί είναι αβυσσαλέο και απύθμενο. Η ευγενής του ένταση. Κάθομαι και κοιτάζω και εμβαθύνω το ατέρμονο του παλιού θρόμβου όπως όταν γυρεύω να διαπεράσω με τα μάτια μια ύλη πυκνή. Το μαβί με αφήνει σκεπτική, ονειροπόλα και άδεια.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Η Άνζελα έχει τη μανία να δίνει ονόμα­­τα στα πράγματα. Δεν ξέρει να τα νιώθει απλώς δίχως να σκέφτεται.
Τι θα γινόμουν αν δεν υπήρχε η Άνζελα; η γυναίκα αίνιγμα που με κάνει να αναδύομαι από το τίποτα με προορισμό το λόγο.

ΑΝΖΕΛΑ: «Μητέρα-Πράγμα»
Ανοίχτηκα κι εσύ γεννήθηκες μέσα από μένα. Μια μέρα ανοίχτηκα κι εσύ γεννήθηκες για τον εαυτό σου. Πόσος χρυσός ανάβλυσε. Και πόσο πλούσιο αίμα χύ­­θηκε. Μα άξιζε τον κόπο: είσαι το μαργαριτάρι της καρδιάς μου που έχει σχήμα καμπάνας από καθαρό ασή­­μι. Σκορπίστηκα. Και γεννήθηκες εσύ. Και σβήστη­κα ώστε να έχεις την ελευθερία ενός θεού. Είσαι παγανιστής μα έχεις την ευλογία της μητέρας.
Και. Και μητέρα είμαι εγώ.
Πρησμένη μητέρα. Μητέρα χυμός. Μητέρα δέντρο. Μητέρα που δίνει και τίποτα δεν ζητάει για αντάλλαγμα.
Μητέρα μουσική εκκλησιαστικού οργάνου.
Ύψωσε τη σημαία, γιε μου, την ώρα του ιερού θα­­νά­­­­­του μου. Και βγάζω ένα τόσο βαθύ ουρλιαχτό τρόμου και ύμνου που τα πράγματα συντρίβονται στον παλμό της μοναδικής μου φωνής. Πρόσκρουση αστέρων. Και με το πελώριο τερατώδες τηλεσκόπιο με βλέπεις. Και είμαι παγερή και γενναιόδωρη σαν τη θά­­λασ­­σα. Πεθαίνω. Κι έρχομαι από μακριά σαν τον σιωπη­­­λό Ραβέλ. Είμαι ένα πορτραίτο που σε κοιτάζει. Όταν όμως θελήσεις να μείνεις μόνος με την ερωμένη-­σύ­­ζυ­­γό σου κάλυψε το γλυκό μου πρόσωπο με ένα σκού­­ρο αδιαφανές ύφασμα – και δεν θα δω τίποτα. Είμαι μη­­­τέ­­ρα-πράγμα κρεμασμένη στον τοίχο με σεβασμό και πόνο. Μα τι βαθιά χαρά το να είσαι μητέρα. Η μη­­τέρα είναι τρελή. Είναι τόσο τρελή που από αυτήν γεννήθη­­καν παιδιά. Τρέφομαι με πλούσια εδέσματα κι εσύ βυ­­ζαίνεις μέσα μου γάλα παχύρρευστο, φωσφορι­­κό. Είμαι το φυλαχτό σου.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Άνζελα, έλεγξε τον εαυτό σου μην τυ­­χόν και γράψεις καμιά δακρύβρεχτη ιστορία για ένα φτω­­χό παιδί και τη νεκρή μητέρα του.

ΑΝΖΕΛΑ: «Παραβάν»
Το παραβάν μου είναι φτιαγμένο από στρογγυλούς κυλίνδρους από δέντρο τζακαράντα. Θα έλεγα σχεδόν πως το τζακαράντα είναι από καθαρό ασήμι. Καθώς υπάρχει ένα μικρό κενό ανάμεσα στον έναν κύλινδρο και τον άλλο μένει ανοιχτός στις συνέπειες. Και η ευθραυστότητά του είναι επικίνδυνη. Γιατί όταν πέφτει –και πέφτει με την παραμικρή σπρωξιά– συνθλίβει τα φυτά πίσω του. Το παραβάν μου είναι ο τρόπος μου να βλέπω τον κόσμο! από τις χαραμάδες.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Σ’ αυτό που λέω εγώ και σ’ αυτό που λέει η Άνζελα, κι οι δύο υπερβαίνουμε το αστικό στοιχείο μέσα μας. Αυτό που με απελπίζει είναι το γεγονός-­ιδέα πως η Άνζελα αμφιταλαντεύεται στην ύπαρξή της: εν μέρει είναι ανεξάρτητη και εν μέρει είναι η γυναίκα που επέλεξα σαν κόρη διαλεχτή.
Εντάξει, αλλά με αυτό το βιβλίο εγώ, φαίνεται πως χειραφετούμαι. Πράγμα που είναι καλό και στη σωστή στιγμή. Αυτή η περίπου χειραφέτηση με αφήνει επίσης όρθιο και μόνο στον κόσμο. Δεν έχω με τι να τραφώ: τρώω τον εαυτό μου.

ΑΝΖΕΛΑ: «Κατάσταση του Πράγματος»
Η έρημος είναι ένας τρόπος ύπαρξης. Είναι κα­­τά­­στα­­­­­­­ση-πράγμα. Τη μέρα είναι τσουρουφλισμένη και ανελέητη. Είναι η γη-πράγμα. Το ξερό πράγμα σε χι­­­­­λιάδες και χιλιάδες τρισεκατομμύρια κόκκους άμ­­μου. Τη νύχτα; Τι παγερό που είναι αυτό το σεντόνι του αέρα που ζαρώνει τρέμοντας από ένα υπερβολι­­κά έντο­­­­­νο κρύο μιας σχεδόν αφόρητης έντασης. Το χρώ­­­μα της ερήμου είναι ένα μη χρώμα. Η άμμος δεν είναι λευκή, έχει το χρώμα της βρωμιάς. Και οι αμμόλο­­φοι, που σαν απόηχοι κυματίζουν θηλυκοί. Τη μέρα ο άνεμος αστράφτει. Και δημιουργούνται αντικατοπτρισμοί. Βλέπεις –γιατί τόσο πολύ θέλεις να δεις– μια όαση από υγρό γόνιμο χώμα, φοίνικες και νερό, σκιά, σκιά επιτέλους για τα μάτια που στον τρελό ήλιο γίνονται πράσινο-σμαραγδί. Μα όταν πλησιάζεις – ε, λοιπόν: απλώς δεν υπήρξε ποτέ. Δεν ήταν παρά ένα δη­­μιούργημα του ήλιου στο ακάλυπτο κεφάλι. Το σώμα συμπονά το σώμα. Είμαι ένας αντικατοπτρισμός: θέλω τόσο πολύ να με δω, με βλέπω.
Αχ, οι αμμόλοφοι της ερήμου Σαχάρας μου φαίνο­­νται αποκοιμισμένοι εδώ και καιρό, αμετάβλητοι κα­­­θώς περνούν οι μέρες και οι νύχτες. Αν η άμμος τους ήταν λευκή ή χρωματιστή, θα είχαν «γεγονότα» και «συμβάντα», κάτι που θα συντόμευε το χρόνο. Μα με το χρώμα που έχουν, δεν συμβαίνει τίποτα. Και όταν συμβαίνει, συμβαίνει ένας άκαμπτος κάκτος ακίνητος, παχύς, πρησμένος, ακανθώδης, φουντωτός, ατίθασος. Ο κάκτος είναι όλος οργή με συστραμμένα δά­­­­χτυλα και είναι αδύνατον να τον χαϊδέψεις: σε μι­­­σεί με κάθε σουβλερό του αγκάθι γιατί του πονάει το κορμί από το ίδιο αυτό αγκάθι που η πρώτη του σουβλιά ήταν στη δική του παχιά σάρκα. Αλλά μπορείς να τον κάνεις κομμάτια και να του ρουφήξεις τον πι­­κρό χυμό: γάλα αυστηρής μητέρας. Για να απαλύνω αυτή τη ζωή μου που στάζει αργά σταγόνα τη σταγό­­να – έχω τη δύναμη του αντικατοπτρισμού: βλέπω υγρές οάσεις που εξατμίζονται με το που πλησιάζω για να ψάξω μητρικό απάγκιο. Σκληρή ζωή είναι η ζωή που μοιάζει να κρατάει παραπάνω. Αλλά, ακόμη κι έτσι, εκπλήσσομαι πώς γίνεται σήμερα να είναι ήδη Μάης, αφού μόλις χτες ήταν Φλεβάρης; Κάθε λεπτό που έρχεται είναι ένα θαύμα που δεν επαναλαμβάνεται.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Δεν έχω μία και μοναδική απάντηση. Έχω όμως πιο πολλά ερωτήματα από όσα θα μπορού­­σε να απαντήσει κανείς.

ΑΝΖΕΛΑ: Η έκφραση «υγρός κήπος» μου δίνει μια απα­­λή χαρά και ένα άσμα που εξαπλώνεται από μένα για μένα. Με υγραίνουν επίσης οι λέξεις «πηγάδι» και «κληματαριά». Αχ να μπορούσα να περιγράψω την ήπια χαρά που μου προξενούν, μόνο τότε θα ήμουν συγγραφέας. Θα ζαλιζόμουν από ευχαρίστηση.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Η Άνζελα δεν γράφει. Βογκάει.

ΑΝΖΕΛΑ: Ήθελα να γράφω πολυτελώς. Να χρησιμοποιώ λέξεις που να λαμποκοπάνε υγρές και να πορεύονται σαν προσκυνήτριες. Κάποτε ντυμένες στην πορ­­­­­­­­­­φύ­­­­­ρα, κάποτε αβυσσαλέα σμαράγδια, κάποτε ανάλαφρες μέσα στο πιο λεπτό απαλό δαντελωτό με­­­­τά­­­­­­­­ξι. Φράσεις που θα πήγαιναν πέρα από την ομιλία πίσω σε μένα, σκόρπιες φράσεις: «χαράματα η σελή­­­­νη», «κή­­­ποι και κήποι στη σκιά», «στυφές γλύκες του με­­­λιού», «κρύσταλλα που σπάνε με έναν μουσι­­κό κρό­­το κα­­ταστροφής». Ή ακόμη να χρησιμοποιώ λέξεις που έρχονται ώς εμένα από το δικό μου άγνωστο: trapilí­­­s­­si­­­­ma avante sine qua non masioty9 – αλίμονό μας και αλίμο­­­νό σου. Εσύ είσαι το αναμμένο μου κερί. Εγώ είμαι η Νύχτα.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Αυτό που γράφω είναι εντατική και στοι­­­χειώδης εργασία, ανόητη σαν κάποιες ­εμπει­­­ρί­­ες­­­ άχρηστες που δεν συνεργάζονται με το μέλλον. Αυτό που γράφει η Άνζελα είναι ουσιωδώς επιφανεια­­κό για­­τί η ζωή της αν και επιφανειακή ακολουθεί μια ελευ­­­θε­­ρία προς τα μπρος και προς τα πίσω: όσο εγώ υπάρχω, η Άνζε­­λα είναι πάντα τώρα. Το ένα τώρα το ακολουθεί ένα άλλο τώρα κ.λπ. και ούτω καθεξής.

ΑΝΖΕΛΑ: «Το Απερίγραπτο»
Αγόρασα κάτι που το ερωτεύτηκα παράφορα: δεν έχει σημασία η τιμή, το αντικείμενο αυτό αξίζει τον αέρα.
Αυτό το πράγμα έχει μια στέρεα μεταλλική βάση, πολύ λιτή. Σε αυτόν τον αστραφτερό κύλινδρο υπάρχει ένα ελάχιστο άνοιγμα. Εκεί μπαίνουν κλαδιά κομψά και λεπτά. Και πάνω από κάθε κλαδί στέκεται ένδο­­­­ξη μια στρόγγυλη μικρή μπαλίτσα που μοιάζει κό­­σμη­­­­­μα από καθαρό ασήμι.
Αυτό το αντικείμενο είναι μαγικό. Αρκεί μια ανάσα ή ένα ελαφρύ άγγιγμα του χεριού – και πάλλεται ολόκληρο ενώ μπερδεύεται με τον αέρα τρεμοφέγγοντας. Είναι αντικείμενο του ήλιου ή της σελήνης; μοιάζει με καλά νέα, μοιάζει με χαρούμενη τρομάρα, μοιάζει με ένα «ξαφνικά». Έχει τριάντα μπαλίτσες και κλαδιά. Μα εξαπατάσαι: όταν αρχίζουν να δονούνται και να τί­­­­θενται σε κίνηση είναι σαν ένα εκλεπτυσμένο τρισε­­κα­­τομμύριο μπαλίτσες. Έχει και κάτι ακόμη: όταν ανάβουν τα φώτα της αίθουσας, οι μπαλίτσες κάνουν σκιά, πρασινωπές.
Κι έχει συνέχεια: όταν δονείται από τις μπαλίτσες που ελαφρώς συγκρούονται μεταξύ τους – ακούγονται μερικές μουσικές νότες. Και αυτό το αντικείμενο αν δουλευτεί καλά και λάβει μια ώθηση τραγουδά απα­­λά – ένα απαλό ντο-ρε-μι…
«Αδράχνοντας τη λέξη». Αδράχνω τη λέξη και την κάνω πράγμα.
Άδραξα τη χαρά και την έκανα σαν εκθαμβωτι­­κό κρύσταλλο στον αέρα. Η χαρά είναι κρύσταλλο. Τί­­πο­­­­­τα δεν χρειάζεται να έχει μορφή. Αλλά το πράγμα τη χρειάζεται οπωσδήποτε για να υπάρξει.

«Ασημένιο Κουτί»
Δεν σου πέρασε ποτέ από το νου να συμπονέσεις ένα αντικείμενο; Έχω ένα κουτί ασημένιο μέτριου με­­γέθους και νιώθω έλεος γι’ αυτό. Δεν ξέρω τι σ’ αυτό το σιωπηλό ακίνητο αντικείμενο με κάνει να κατανοώ τη μοναξιά του και την τιμωρία της αιωνιότητας. Δεν βάζω τίποτα μες στο κουτί για να μην έχει βάρος.
Και το βαρύ καπάκι εσωκλείει το κενό. Πάντα βάζω λουλούδια γύρω γύρω ώστε να μπορούν να απαλύνουν τη ζωή-θάνατο του κουτιού – τα λουλούδια είναι επίσης φόρος τιμής στον ανώνυμο τεχνίτη που σμίλε­­ψε σε βαρύ καθαρό ασήμι ένα έργο τέχνης.
«Το Σπίτι»
Είναι ένας πύργος από πέτρα συμπαγή. Όμως η αύρα του είναι φωλιά από απαλό σεληνόφως. Πάνω της λάμπει σαν καθρέφτης ο ήλιος.
Το πιο μεγάλο πράγμα που μπορεί κανείς να έχει είναι το σπίτι. Ο Μπετόβεν το κατάλαβε αυτό και συ­­νέ­­­­­­θεσε μια εκθαμβωτική συμφωνική ουβερτούρα με τον τίτλο «Ο αγιασμός της οικίας». Άκουσα αυτή τη μουσική που με καθησυχάζει ένα πρωί η ώρα εξίμισι μι­­­­σοκοιμισμένη ακόμα. Το άκουσμα αυτής της σπάνιας μουσικής μου προκάλεσε ένα παραληρηματικό όνειρο όπου τα πράγματα στο σπίτι περπατούσαν σαν μαγεμένα. Σκέφτηκα τότε: πρέπει, απλώς πρέπει, να έχω πελώριες στεφάνες από ντελικάτα απαλά μα άγρια φτερά για να τα βάλω σπίτι μου.
Κοίταξα την πέτρα πάνω στο τραπέζι. Ήταν μεγάλη και πολύ βαριά. Βυθίστηκα σε έναν αόριστο διαλογισμό. Την κοίταξα. Μαύρη σχεδόν. Και αμείλικτη.
Ένας τρόπος να ζεις παραπάνω είναι να χρησιμο­­ποιείς τις αισθήσεις σε ένα πεδίο που δεν είναι κα­­θαυ­­τό δικό τους. Παράδειγμα: βλέπω ένα μαρμάρινο τραπέ­ζι που είναι εκ φύσεως φτιαγμένο για να το κοιτάς. Όμως εγώ περνώ το χέρι όσο πιο απαλά γίνεται από τη μορφή του τραπεζιού, νιώθω το κρύο του, νιώθω τη μυρωδιά «πράγματος» που πρέπει να έχει το μάρμαρο, μυρωδιά που για μας υπερβαίνει τα όρια της οσμής και που δεν καταφέρνουμε να αισθανθούμε με την όσφρηση, μπορούμε μόνο να τη φανταστούμε.
Η τσαγιέρα τόσο λεπτεπίλεπτη, κομψή και όλο χάρη. Ναι, μα όλα αυτά σε μια στιγμή περνάνε, και αυτό που απομένει είναι μια γέρικη και λιγάκι παρατη­­μέ­­νη τσαγιέρα, ένα συνηθισμένο αντικείμενο.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Δεν ξέρω ποια θα είναι η κλιμάκωση αυτού του βιβλίου. Όμως όσο η Άνζελα θα γράφει, θα το αναγνωρίζω.

ΑΝΖΕΛΑ: «Το Ρολόι»
Νιώθει στο ρολόι το χρόνο να πάλλεται. Εντωμεταξύ, δηλαδή, ενώ κοιτάω τις ώρες στο ρολόι η ζωή εξατμίζεται και η καρδιά μου γίνεται ένα αντικείμενο που τρεμοφέγγει. Εάν ήμουν Θεός θα έβλεπα τον άνθρωπο, από μια απόσταση, ως πράγμα. Είμαστε πλάσματα θεϊκής κατασκευής.
Το ρολόι είναι ένα όργανο βασανιστηρίου: μοιάζει αλυσοδεμένο στο χρόνο. Οι λεπτοδείκτες, όταν τους κοιτάμε να κινούνται μηχανικά και αμείλικτα, μπορούν να μας φέρουν σε παροξυσμό.

«Σιδεριά»
Παλιόκαιρος.
Εγώ, χειροτερεύω.
Στην άκρη της αυλής είδα μια σιδεριά που πλέον δεν χρησίμευε σε τίποτα, διαβρωμένη παντού και με σκουριά που ξεφλούδιζε. Αφέθηκα να την κοιτάζω, χωρίς να πλησιάσω περισσότερο. Δεν ήξερα γιατί την κοίταζα με τόση συγκέντρωση. Και ξαφνικά μου φά­­νη­­κε πως η σιδεριά με κοίταζε. Ήταν ψηλή και ορθωνόταν με την ένταση ενός πράγματος. Αισθάνθηκα κα­­­­­θαγιασμένη. Κατόπιν έβγαλα έναν βαθύ αναστεναγμό με κλειστά μάτια, και τα ξανάνοιξα σαν να κοιμό­­μουν και επιτέλους να ξυπνούσα, ξεχασμένη από τον ύπνο, να ξυπνούσα ερχόμενη από πολύ μακριά μέσα από τον εαυτό μου. Ανέπνευσα βαθιά και κοίτα­­ξα ξανά τη σι­­δεριά. Και κοιτάζοντας είδα πως εκείνο το αγέρωχο πράγμα δεν ήταν τίποτα, δεν με κοιτούσε, και θα διέσχι­ζε ακόμη έναν αιώνα.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Η διαδικασία την οποία ακολουθεί στο γράψιμο η Άνζελα είναι ίδια με τη διαδικασία της ονειρικής πράξης: αρχίζουν να σχηματίζονται εικόνες, χρώματα, πράξεις, και πάνω από όλα μια ατμόσφαιρα ονείρου που μοιάζει με χρώμα και όχι λέξη. Δεν ξέρει να εξηγεί τον εαυτό της. Ξέρει μόνο να κάνει και να κάνει δίχως να κατανοεί τον εαυτό της.

ΑΝΖΕΛΑ: «Το Αμάξι»
Ο φωτογράφος Φράνσις Τζιακομπέττι, του περιο­δικού Lui, περνά ολόκληρη την εργάσιμη μέρα του φωτογραφίζοντας γυμνές κοπέλες του Παρισιού και των περιχώρων.
Τον ρώτησαν, σ’ ένα ρεπορτάζ για το γυμνό που δη­­­μοσιεύτηκε στο τελευταίο Express, τι του άρε­­σε περισσότερο να φωτογραφίζει, πάνω απ’ όλα; «Όχι, όχι γυναίκες. Φορτηγά. Είναι όμορφα, τα φορτηγά…»
Η κόκκινη κραυγή.
Το άλικο αυτοκίνητο έβγαλε μια πορφυρή κραυγή. Αυτό το «πράγμα» είχε κόρνα. Και ούρλιαζε τραβώντας την προσοχή των περαστικών. Και του Θεού. Αυτό το «πράγμα» έχει αναρτήσεις, έχει λάστιχα, έχει ρα­­διόφωνο.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Η Άνζελα γράφει ενίοτε φράσεις που δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που έλεγε. Νομίζω πως αυτές οι απροσχεδίαστες παρεμβολές είναι σαν τα παράσιτα που παρεμβάλλονται και μπλέκονται με τη μουσική στο ραδιόφωνο. Απλώς κολλάνε πάνω της τα ηλεκτρικά ρεύματα του αέρα. Και αν αυτό συμβαίνει είναι επειδή εκείνη δεν ξέρει να γράφει, γράφει τα πάντα, χωρίς να επιλέγει. Μέχρι κι εγώ, αν δεν προσέξω, καμιά φορά πιάνω κάποια ηλεκτρική παρεμβολή κι αρχίζω να μιλάω ξαφνικά για ένα πορτοκαλί τρακτέρ. Το τρακτέρ μού έρχεται στο νου γιατί αντιγράφω τον τρόπο γραφής της Άνζελας.

ΑΝΖΕΛΑ: Παράδειγμα μιας φράσης αινιγματικής και εντελώς ερμητικής σαν κλειστό πράγμα: «ζυγοστάθμι­­ση ελαστικών». Αυτές οι λέξεις με γοητεύουν και με σαγηνεύουν. Ζυγοστάθμιση σημαίνει να σταθμίζεις το ζυγό, σωστά; Ναι. Οπότε όταν βλέπω πάνω σ’ ένα φορτηγό μια πινακίδα που λέει: «Εύφλεκτο» – τότε φουσκώνω από δόξα. Ένας φορητός γερανός ανεβασμένος πάνω σε σασί Scania-Vabis και με χωρητικότητα 18 με 22 τόνους. Είναι η «Σιδερένια Καμηλοπάρδαλη», που ονομαζόταν αρχικά «Hudra Truck 18/22-T» και κατασκευάζεται στη Βραζιλία. Σε πρώτο στάδιο, το σχέδιο παραγωγής προβλέπει τρεις ενότητες το μήνα που, το ερχόμενο έτος, θα αυξηθούν σε πέντε, με πολύ καλές προοπτικές εξαγωγής.
Βλέπω λοιπόν ότι ο γερανός θα κάνει παιδιά και μια μέρα θα αποικήσουν τη γη. Που θα είναι ένας κό­­­­­­σ­­­μος από αντικείμενα. Αλλά τα αντικείμενα δεν θέ­­λουν πια να είναι αντικείμενα. Είναι η εξέγερση του «πράγματος». Η καταστροφή των πραγμάτων είναι μια εκκωφαντική βαβούρα στον αέρα. Μόνο για τους υπερηχητικούς.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Μια μοιραία εκμηχάνιση κάνει την Άνζελα να βλέπει περισσότερο «τα πράγματα» και όχι τα ανθρώπινα όντα.

ΑΝΖΕΛΑ: «Πικάπ»
Στο δίσκο του πικάπ οι μαύρες περιστροφές παρά τρί­­χα δεν ανακατεύονται με άλλους μαγικούς κύ­­­κλους: και από εκεί βγαίνει η αύρα της μουσικής. Έχω μουσι­­κή αύρα. Πιάνω το δίσκο και τον διατρέχω ελαφρά με τις τρίχες του χεριού μου και οι τρίχες μου ση­­­κώνονται όρθιες. Γιατί η αύρα του αγγίζει τη δική μου.

«Πεταλούδα»
Ο μηχανισμός της πεταλούδας. Πρώτα το αυγό. Ύστερα σπάει και βγαίνει μία κάμπια. Η κάμπια αυτή είναι ερμητικά κλειστή. Απομονώνεται πάνω σ’ ένα φύλ­­­λο. Μέσα του υπάρχει ένα κουκούλι. Αλλά η κά­­­μπια είναι αδιαφανής. Μέχρι που αρχίζει να γίνεται διάφανη. Η αύρα της λάμπει, γεμίζει χρώματα. Τότε από την κάμπια που ανοίγει βγαίνουν πρώτα τα εύθραυ­­στα ποδαράκια. Ύστερα βγαίνει η πεταλούδα ολό­­κλη­­ρη. Τότε η πεταλούδα ανοίγει αργά τα φτερά της πάνω στο φύλλο – και βγαίνει πεταλουδίζοντας, τρε­­λούτσικη, ανάλαφρη, περιχαρής. Η ζωή της είναι σύ­­­­­­ντο­­μη αλλά έντονη. Ο μηχανισμός της είναι ανώτε­­ρα μαθηματικά.
Είδα μια μαύρη πεταλούδα. Με καταράστηκε.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Κάνει την πεταλούδα εποποιία. Και είναι ανορθόδοξη.

ΑΝΖΕΛΑ: Είναι σχεδόν αφόρητο να ζεις.
Βλέπω το θάνατο να χαμογελά στο όμορφο πρόσω­πό σου σαν το νεκρικό αποτύπωμα του προσώπου του Χριστού πάνω στο πέπλο της Βερονίκης.
Εάν μέναμε σιωπηλοί – ξαφνικά γεννιέται ένα αυγό. Αλχημικό αυγό. Και γεννιέμαι και σπάω με το όμορφό μου ράμφος το ξερό τσόφλι του αυγού. Γεννή­­θη­­­κα! Γεννήθηκα! Γεννήθηκα!
Η ψυχή μου είναι συντετριμμένη από τον πόθο.
Ω μελιτζάνα κόκκινη, τι είσαι; είσαι πράγμα; πικρή σαν την ίδια τη ζωή. Θα δοκιμάσω ό,τι μπορώ, δεν θέλω να απέχω από τον κόσμο.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Η Άνζελα –αν όντως μπορούσε να γράψει– θα παρουσίαζε ανεπεξέργαστες ιδέες επειδή είναι ανίκανη να απευθυνθεί σε έναν πιθανό αναγνώστη με την αυθόρμητη έλλειψη οργάνωσης που επιστρατεύει για να γράψει αυτό το βιβλίο. Πιστεύει πως η επα­­φή με τον αναγνώστη μπορεί να συμβεί μόνο μέσα από περίπλοκους συλλογισμούς.

ΑΝΖΕΛΑ: «Σκουπιδοτενεκές»
Ο σκουπιδοτενεκές είναι πολυτέλεια. Γιατί ποιος δεν έχει πράγματα για να βγάζει έξω στο δρόμο τα πράγματα που έχουν αχρηστευτεί; κι όμως έχουμε ένα δο­­χείο ειδικά για τα απορρίμματα. Αν πετούσαμε τα σκουπίδια στο δρόμο θα δημιουργούνταν πρόβλημα σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Τα παλιοσίδερα είναι τα πιο όμορφα σκουπίδια που υπάρχουν.
«Είμαι καθαρός και δεν βρωμάω. Μοιραία όμως με γεμίζουν με βρωμιές και λίγδες. Μόνο τα αδέσποτα με καταλαβαίνουν. “Εκείνη” με φοδράρει με χαρτί εφημερίδας: Jornal do Brasil. Κι εγώ ατρόμητος κάνω πως δεν έχω αφεντικό. Δέχομαι σβησμένα αποτσίγαρα. Κα­­­μιά μέρα θα πάρω φωτιά. Τη νύχτα μένω μόνος στο σκοτάδι, άδειος, αφημένος σε μια γωνία στο πάτωμα. Η σιωπή μου ζέχνει. Αλίμονο σε μένα, που είμαι δοχείο του θανάτου των πραγμάτων.»
Ο αριθμός είναι ο εαυτός του.
Το λουλούδι είναι από τις 14 Μαΐου.
Αριθμοί… αυτό είναι που κρύβεται πίσω από τα μυ­­­στήριά σου, κρυφές αναθυμιάσεις και χυμώδεις εκ­­κρίσεις ή, ποιος ξέρει, αιχμηρά και συριστικά ερωτή­­μα­­­τα αναπάντητα; Τι κρύβουν, σύννεφα;
Όσο για τη θάλασσα. Τη θάλασσα είναι αδύνατον να την πιστέψεις. Μονάχα με τη φαντασία καταφέρνεις να δεις την πραγματικότητά της. Η θάλασσα υπάρ­­χει μόνο ως πιθανό όνειρο. Όμως το απύθμενο της θάλασσας βλασταίνει μέσα μου μαζί με το σκιάξι­­μο ενός σκιάχτρου.
Ένα βάζο με χλωμά και σχεδόν μαραμένα τριαντάφυλλα είναι κάτι φαντασμαγορικό που με τρομάζει βαθιά όταν με πιάνει απροετοίμαστη. Απειλούν να πε­­τάξουν στον αέρα την ίδια τους την αύρα που γίνεται φάντασμα.
Και ο πίνακας με τα ζωγραφιστά τριαντάφυλλα σκάει ένα χαμόγελο. Φοβάμαι τα ζωντανά τριαντάφυλ­λα γιατί είναι τόσο εύθραυστα και ντελικάτα και γιατί κιτρινίζουν. Αλλά στον πίνακα ζωγραφιστά δεν με τρομάζουν.
Το να είσαι μόνος είναι μια κατάσταση της ύπαρξης. Το έμαθα αυτό από τα πράγματα. Είναι προφανές, είναι ξεκάθαρο ότι τα πράγματα έχουν την τάση να είναι μόνα. Αλλά ένα σετ καθιστικού είναι τόσο μοναχικό!
Η πολυθρόνα είναι βουβή, είναι χοντρή, είναι άνε­­τη. Υποδέχεται ισότιμα κάθε πισινό. Είναι μητέρα. Ενώ η γωνία του τραπεζιού είναι μοιραίο όπλο. Αν σε ρί­­ξουν πάνω της, διπλώνεσαι στα δύο από τον πόνο. Το στρογγυλό τραπέζι είναι ύπουλο. Μα δεν εγκυμονεί κιν­­­δύνους: είναι κάπως μυστηριώδες, ελαφρό μειδία­­μα.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Η Άνζελα έχει μια ζηλευτή ιδιότητα: είναι πολυλογού όταν περιγράφει τα «πράγματα», μοιά­­­ζει να φέρνει καλά νέα.

ΑΝΖΕΛΑ: Δεν πρέπει να ζεις μες στη χλιδή. Στη χλιδή γι­­νόμαστε ένα αντικείμενο που κατέχει με τη σειρά του άλλα αντικείμενα. Μπορείς να δεις το «πράγμα» μόνο όταν ζεις μια ζωή μοναστική ή τουλάχιστον μετρημένη. Το πνεύμα μπορεί να ζήσει με ψωμί και με νερό.
Το βιολί πράγμα βουβό εκπνέει συγκρατημένη μουσική αλλά με μάτια που αποκοιμιούνται. Ένα βιολί που φτάνει στον παροξυσμό του στριγκού ήχου: η δόξα της ύπαρξης.
Τα σπίρτα φωσφορίζουν ανάστατα μες στο σφραγισμένο κουτάκι, τρελά για τη σεξουαλική πράξη που θα συμβεί όταν τριφτούν στη μαύρη πλευρά του κουτιού και γίνουν φωτιά. Αλλά το σπίρτο δεν γνωρίζει πως μια φορά μονάχα θα ανάψει και θα καεί.

«Κόσμημα»
Αστράφτει. Είναι απαράλλαχτο. Πάντα μοναδικό. Και διακατέχεται από ιερή μανία.
Μα όταν είναι μαργαριταρένιο περιδέραιο λάμπει απαλά σαν την ευλάβεια ενός Άβε-Μαρία. Το μαργαριταρένιο περιδέραιο πρέπει να βρίσκεται σε επαφή με το δέρμα μας για να δέχεται τη θέρμη μας. Ειδάλλως μαραζώνει. Ένα, δυο, τρία, εφτά, πόσα μαργαριταρένια αυγά του σεντεφιού; Και τελειώνει με μια υπέρκομψη αγκράφα από διαμάντια δεμένα σε λευκό­χρυσο.
Λευκόχρυσο; χλωμιάζει από τρόμο: απειλή.
Ενώ το χρυσάφι του ήλιου δίνεται ορθάνοιχτο σαν δόξα αγάπης. Ένα μακρύ κύμα χρυσού κυλάει από τα δάχτυλα σαν το ζεστό νερό από ένα ρυάκι ανάμεσα σε ηλιόλουστα βότσαλα. Το χρυσάφι του ήλιου δεν αρνείται. Όμως – όμως, Θεέ μου, τι επικίνδυνη που είναι μια ράβδος χρυσού. Οι άντρες σκοτώνουν για ένα κίτρινο τούβλο.
Η γυναίκα πουλιέται για ένα διαμάντι. Και άπληστη ζητάει παραπάνω: θέλει μια πολύ άνετη εσάρπα από ζεστό βιζόν.
Τα μπριγιάν είναι μικροχαρές σε μια νεροποντή από παιδικά γέλια. Είναι καταρρακτάκια παγωμένα σε τρεμάμενα χαχανητά. Αχ, τι κρύο. Προτιμώ τα μπριγιάν απ’ τα διαμάντια. Καλά καλά δεν ξέρω το γιατί: ίσως γιατί η λέξη «μπριγιάν», «στιλβαδάμας», μοιάζει όντως να στίλβει με τις σπίθες από φως λοξό, είναι μια λέξη που μοιάζει να μη συνίσταται στον εαυτό της μόνο, σε ένα μπριγιάν, αλλά να εμπεριέχει μια νεροποντή από μπριγιάν, σαν μάτια φωτισμένα και διαφανή. Τα μπριγιάν είναι χαρά της γης, χοροπηδούν και όταν στέκονται ακίνητα μοιάζουν με αστέρια. Εξάλλου, τα μπριγιάν ποτέ δεν είναι ακίνητα: το κρυστάλλινο φως τους είναι φύσει ανυπάκουο στην ακινησία. Ένα μπριγιάν φωτίζει μια ατμόσφαιρα και τα μάτια καθαρίζουν γλυκά. Ένα διαμάντι όμως είναι κάτι αιχμάλωτο στη γη, είναι στέρεο, και η λέξη «διαμάντι», diamante, είναι κάπως αδιαφανής παρά τις δύο πρώτες συλλαβές: «día», μέρα. Και το τελικό «amante», εραστής, καταγγέλλει έναν έρωτα σάρκινο και άτρωτο. Το μπριγιάν είναι ποιητικά ανεύθυνο, ενώ το διαμάντι-πέτρα είναι επιφυλακτικό και σταθερό.
Ενώ η καρφίτσα είναι κάτι σοβαρό. Είναι ένα επιχείρημα. Ορμάει στον αέρα σαν γυναίκα-γαζέλα. Κουμπώνει, βαραίνει, περιμένει. Και όταν ξεκουμπώνεται – όλα μένουν γυμνά, πέφτουν τα πέπλα και τα λευκά στήθη φαίνεται να κοκκινίζουν. Η καρφίτσα είναι μια τελεία.
Θαυμαστικά είναι τα κρεμαστά σκουλαρίκια που τρεμολάμπουν μέσα στα ίσια μαλλιά. Σκουλαρίκι φτιαγμέ­­νο από τι; φτιαγμένο από όλα αυτά που ξέρουν ότι το να αστράφτεις είναι εξαιρετικά σημαντικό. Τα σκουλαρίκια είναι εξαιρετικά. Και το σκουλαρίκι με ένα, μοναδικό και ταπεινό μαργαριτάρι είναι ο μενεξές των κοσμημάτων. Ενώ τα διαμαντένια σκουλαρίκια μα­­λώνουν και βγάζουν πνιχτές κραυγές που με τρομάζουν. Τσακώνονται, άγρια. Ένα σκουλαρίκι από ατόφιο ασήμι είναι σοβαρότητα και είναι εγγύηση μεγάλης σιγουριάς και ασφάλειας. Ένα χρυσό σκουλαρίκι είναι ένα οποιοδήποτε «αυτό», είναι ένα απαυτούλι δί­­χως ιδιαίτερη σημασία. Εκτός και αν είναι στρόγγυλη μπά­­λα χρυσού: τότε είναι ιδιοκτησία και είναι δραστηριότητα.
Ακαριαίο είναι το ελαφρύ και σύντομο μαργαριταρένιο δαχτυλίδι. Και όταν τα μαργαριτάρια του δαχτυλιδιού είναι πολλά – είναι χαμόγελο και είναι αποσιω­­πη­­τικά. Εντός παρενθέσεων είναι το διαμαντένιο δα­­χτυ­­λίδι δεμένο σε λευκόχρυσο γιατί στα κρυφά λέει ένα «σ’ αγαπώ» στα ελληνικά.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Παρατηρώ με έκπληξη αλλά και πα­­ραί­­­­τηση ότι η Άνζελα με ελέγχει. Κι επιπλέον γράφει πιο καλά από μένα. Τώρα πια οι τρόποι που μιλάμε διασταυρώνονται και συγχέονται.