Προσφορά!

Περί θανάτου

του Τζωρτζ Στάινερ

Μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας

, ,

Δύο από τα τελευταία κείμενα του Τζωρτζ Στάινερ, που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ένα παιγνιώδες και ταυτόχρονα ολοκληρωμένο προσχέδιο πνευματικής διαθήκης. Στο πρώτο, ένας μισοκαμένος πάπυρος που βρέθηκε στην ανασκαφή μιας βίλας στο Ερκολάνο, γεμάτος κρυπτικούς και ημιτελείς αφορισμούς, δίνει την αφορμή για μια επισκόπηση σχεδόν κάθε θέματος που απασχόλησε τον συγγραφέα στη ζωή του. Στο δεύτερο, μια σκέψη γύρω από την ιστορία, τους μετασχηματισμούς και εντέλει το θάνατο της ιδέας του θανάτου εξελίσσεται, με τη μέγιστη δύναμη συμπύκνωσης που απέκτησε με τα χρόνια η γραφή του Στάινερ, σε μια βαθιά κριτική στις σύγχρονες μορφές της ζωής.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Στάινερ Τζωρτζ

Ο Τζωρτζ Στάινερ γεννήθηκε το 1929 στο Παρίσι από Εβραίους γονείς αυστριακής καταγωγής. Δί­δαξε συγκριτική φιλολογία στα πανεπιστήμια του Καίμπριτζ, της Γενεύης και της Οξφόρδης. Είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους κριτικούς και θεωρη­τικούς της λογοτεχνίας. Πολλά έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: Ο θάνατος της τραγωδί­ας (Δωδώνη 1988), Μετά τη Βα­βέλ (Scripta 2004), Αξόδευτα πάθη (Νεφέλη 2001), Περί δυσκολίας (Ψυχογιός 2002), Errata (Scripta 2005).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

2.
Φιλία ερωτοκτόνος

Γνωριζουμε την υπερβατικη αξια και τον ρόλο της φιλίας* στην αρχαιοελληνική ευ­­αι­σθησία. Η φιλία είναι το επιμίσθιο της ανθρώπινης ύπαρξης, ένα δώρο που δεν το αξίζει. Η πο­­­λιτισμικά αποδεκτή ομοερωτική φλέβα, ακό­­μα κι όταν είναι έκδηλη, αποτελεί απλή προσθή­­κη. Το θαύμα εντοπίζεται βαθύτερα. Τίποτα δεν ξεπερνάει το «να είσαι φίλος για τον φίλο» (κατά τον υμνητικό λόγο του Σίλλερ). Ο θάνατος είναι σχεδόν προνόμιο, όταν γλιτώνει τον φίλο. Η απώλεια ενός φίλου είναι, με τη σειρά της, ανεπανόρθωτη (ενώ μπορεί κανείς να ξαναπαντρευτεί, να υιοθετήσει άλλο παιδί). Τρεις θρήνοι για τον χαμένο φίλο καθορίζουν τη γλώσσα της θλίψης στη λογοτεχνία και το αίσθημα της Δύσης: ο Γιλγαμές που κλαίει τον Ενκιντού· ο Αχιλλέας που ουρλιάζει πάνω στο λείψανο του Πατρόκλου· ο Δαβίδ που οδύρεται για τον Ιωνάθαν.
Η πηγή της φιλίας είναι αβυθομέτρητη. Μπορεί να αναβλύσει από μια φευγαλέα τύχη που κα­­­τακυριεύει τη συνείδηση, σαν ανεμοθύελλα ή σαν μελωδία. «Επειδή ήταν εκείνος· επειδή ήμουν εγώ» (Μονταίνι). Οι συγκεκριμένες περιστάσεις, τα υπαρξιακά χαρακτηριστικά είναι στην ουσία άσχετα και μη διαπραγματεύσιμα: είτε πρόκειται για σωματική χάρη, για κοινωνική συμβατότητα, για πραγματιστική συμμαχία και για αμοιβαία πάθη ή μίση. Η πασίγνωστη ρήση του Ε. Μ. Φόρστερ μας καλεί να προδώσουμε την πατρί­­δα μας παρά τον φίλο. Η απρέπεια ακυρώνεται, όταν η φιλία ενώνει. Ο ασυγκίνητος ή η ασυγκί­­νη­­­τη στη φιλία, ο άφιλος ή η άφιλη από τύχη ή από σχέδιο, είναι εξόριστοι, οδοιπόροι της νύχτας, που δεν μπορούν να υπολογίζουν σε καμιά θερμή υποδοχή. Η φιλία μάς εξουσιοδοτεί να πού­­­­­με: «Εγώ είμαι εγώ, επειδή εσύ είσαι». Από την άλλη, δεν υπάρχει μονιμότερη πληγή ούτε πιο αθεράπευτο τραύμα από την προδομένη φιλία. Να φερθείς προδοτικά σε φίλο ή να προδο­­θείς από φίλο. Αφορμή μπορεί να είναι μια λέξη πε­­­ταμένη απερίσκεπτα, μια τετριμμέ­­νη χειρονομία. Αυτοί που βασανίστηκαν για να αποκαλύψουν ονόματα μιλούν για τις βουβές φω­­­νές της φι­­­λίας, που είναι πιο δυνατές απ’ το μαρτύριο. Όσοι έσπασαν, στέλνοντας έναν φίλο στο θάνατο, ζουν την υπόλοιπη ζωή τους κομμένη στα δυο. Ο Ρε­­­νέ Σαρ, ποιητής και αντιστασιακός, καταθέτει τη μαρτυρία του στα Φύλλα του Ύπνου (Les Feuillets d’Hypnos).
Στην παιδική ηλικία μπορεί να ωριμάσουν αδηφάγες φιλίες υπέρτατης σφοδρότητας. Απόλυτη αφοσίωση σημαδεύει την εφηβεία. Συνθήματα ανταλλάσσονται, μυστικές γλώσσες επινοούνται, τελετουργίες εμπιστοσύνης τελούνται. Η contra mundum οικειότητα γίνεται ζωτικότερη από οποιαδήποτε οικογενειακή ρουτίνα. Η εφη­­βεία είναι ο Μάιος και ο Ιούνιος της φιλίας. Κατά την ντεμοντέ μεγαλοστομία, η καρδιά, το πνεύμα και η αρχόμενη σεξουαλικότητα «συντρίβονται» από αμοιβαίες ανάγκες, από αμοιβαία αφοσίωση και από συμβιωτικές οικειότητες τέτοιας έντασης, που μπορεί να οδηγήσουν ώς την αυτοκτονία. Το καλειδοσκόπιο της ενήλικης φιλίας είναι πολλαπλό. Απλώνεται πέρα από ιδεολογίες, εθνοτικούς φραγμούς, μακροχρόνιους χωρισμούς. Η φιλία,* όπως ήξεραν ο Όμηρος και ο Βιρ­­­γίλιος, είναι απαραίτητη στον θυσιαστήριο πα­­­ραλογισμό της μάχης, στην αλληλεγγύη των ένοπλων ανδρών απέναντι στον θάνατο. Έχει έναν κόκκο δυσάρεστης αλήθειας ο σαρκασμός του Λα Ροσφουκώ ότι στις ατυχίες ενός φίλου υπάρχει κάτι που δεν είναι εντελώς δυσάρεστο. Πρόκειται όμως απλώς για έναν κόκκο. Η γνήσια φι­­­λία αγάλλεται με τις δάφνες ενός φίλου. Οι φιλίες των ηλικιωμένων έχουν τη δική τους χάρη. Συ­­­νεπάγονται τα δώρα της ανάμνησης, τις ειρωνείες που καθιστούν υποφερτές τις αρρώστιες. Παλιοί φίλοι συναντιούνται στα δημόσια παγκάκια, μυρίζοντας τον αέρα για το άρωμα του θανάτου και μοιράζονται την απόκοσμη πίεση της κε­­­νότητας. Ο επιζών μιλάει μόνος του για να συνεχιστεί ο διάλογος. Οι θάλαμοι γηριατρικής, οι νυχτωδίες των οίκων ευγηρίας ξεχειλίζουν από αυτά τα μουρμουρητά, όπως ακριβώς οι «τελευταίες μαγνητοταινίες» του Μπέκετ. Ακόμη και στο τέλος, η φιλία είναι το αίνιγμα της χάρης που έχει δοθεί στον (εκπεσόντα) άνθρωπο.
Τότε γιατί η φιλία είναι «ερωτοκτόνος»;
Οι θεολογίες, οι φιλοσοφίες που προέρχονται απ’ αυτές, τα τραγούδια που τα σιγοτραγουδάμε και τα χορεύουμε από καταβολής κόσμου δια­­κηρύσσουν ότι κορυφή, επιστέγασμα, ύστατο δώρο της ανθρώπινης περιουσίας είναι ο έρωτας. Η κινητήρια δύναμη του σύμπαντος (βλ. Δάντη). Η summa summarum που συντονίζει, που συνενώνει σώμα και ψυχή. Οι ­θρησκείες μας δίνουν την εντολή να αγαπούμε τον Θεό – να αποβλέπουμε στην αγάπη του και να τον εμπιστευόμαστε. Από την άλλη, η ιδέα να έχουμε τον Θεό φίλο προκαλεί αμηχανία. Ο σαρκικός έρωτας, η απροσμάχητη Αφροδίτη δημιουργεί το σύνολο της οργανικής ζωής. Ο πνευματικός έρωτας μας επιτρέπει φευγαλέες ματιές στο αιώνιο. Καμία εντολή της λογικής, κανένας φόβος, καμία προφυλαχτική αποχή, κανένα υλικό ή κοινωνικό εμπόδιο –ο μανιασμένος Ελλήσποντος τη νύχτα, το μπουντρούμι όπου πρέπει να κατέβει ο Φιντέλιο– δεν είναι πιο ακατανίκητα από τον έρωτα. Καμία λογική, καμία εύλογη συμμετρία δεν βά­­ζει φωτιά στον έρωτα. Η μονοπόδαρη ζητιάνα έχει νεαρό και όμορφο εραστή. Ο παραλογισμός του έρωτα μπορεί να καθηλωθεί σε πτώματα ή σε ζώα. Οι αναστολές της αιμομιξίας είναι εξίσου εύθραυστες με τα ταμπού που θέλουν να μέ­­­­­νουν τα παιδιά ανέγγιχτα. Ο έρωτας μπορεί να απέχει από την ολοκλήρωση· υπάρχουν πλατωνικές εκδοχές και φλογερές αγνότητες τόσο άγρια ερωτικές όσο οποιαδήποτε σεξουαλική επα­­­φή. Το φύλο είναι σχεδόν ασήμαντα άσχετο: ο έρωτας ενώνει γυναίκα με γυναίκα, άντρα με άντρα. Η ηλικία μπορεί να αποδειχτεί άσχετη: ηλικιωμένοι άντρες έχουν λατρευτεί με πάθος από νεαρές γυναίκες. Με τη σειρά τους, ηλικι­ωμένες γυναίκες κάνουν συγκομιδή από νεαρούς εραστές. Ο έρως τρέφει ζήλιες που φτάνουν στο αποκορύ­φω­­­μα της τρέλας. Όταν αποτραβιέ­ται ο έρωτας, η ψύ­­­χρα δεν έχει το όμοιό της: αναθυμιάσεις του βάλτου διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξη. Πουθενά αλλού η ανθρώπινη εμπειρία δεν προσεγγίζει περισσότερο την κατάργηση του εγώ, το βύθισμα στον άλλο απ’ ό,τι στον αμοιβαίο οργασμό (προ­­φανώς σπάνιο). Πρόκειται για ταυτόχρονη με­­­­­­τάφραση, με τη βαθύτερη έννοια. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στην εργαλειοθήκη του ερωτικού: τον έρωτα μπορεί κάλλιστα να τον υπηρετεί ο μέγιστος, εκούσιος ή επιβεβλημένος, πόνος, όσο και τα περιττώματα. Όντας κο­­ντά στο ακόρεστο, ο έρωτας έχει και οικειότητες με τον θάνατο. Σε ποιη­τι­­κό κώ­­­δικα, το «πεθαίνω» μπορεί να σημαίνει και σε­­­ξουαλική πληρότητα. Έρως και Θάνατος* είναι αδιαχώριστα, λέει ο ψυχαναλυτής, απηχώντας χιλιετίες στίχων και μουσικής. Ο Liebestod, ο «θά­­­νατος από έρωτα», είναι αρχαίος όσο η Σαπφώ. Μόνο στον έρωτα κοιτάζουμε τον καθρέφτη και βρίσκουμε μια εικόνα που δεν είναι εμείς, που είναι κάτι περισσότερο από εμάς.
Ξαναρωτάμε λοιπόν: πώς μπορεί να είναι «ερω­­­τοκτόνος» η φιλία; Σ’ αυτό το σημείο, ο πά­­­­­­πυ­­ρος είναι άθιχτος.
Η φιλία μπορεί να ερμηνευτεί σαν κριτική του έρω­­τα. Μπορεί να απαλλάξει από τις αναρχικές επιταγές του αισθησιασμού, από τις απαιτήσεις και τις αγωνίες του σεξ. Η πηγή της μπορεί να είναι άδηλη, αλλά η δυναμική της και οι ανταμοιβές της ανήκουν στη λογική. Η φιλία εγκαθί­σταται στην ελευθερία: ελευθερία από τη δαιμονική κτητικότητα, την υστερία και τον πυρετό. Ελευθερία όμως και με μια θετική, φιλοσοφικά πλούσια έννοια. Όπου υπάρχει φιλία, υπάρχει εκλεκτική, εσκεμμένη ελευθεροφροσύνη. Δίνουμε από τον εαυτό μας χωρίς να υπάρχει απαραιτήτως όφελος ή οι ανταποδόσεις που ενέχει ο ερωτισμός. Η φιλία μπορεί να οριστεί ως η δωρεάν αλλά βαθύτατα νοηματοδοτημένη πράξη όσων «ζουν ελεύθερα». Ακόμα και στην πιο παθιασμένη σεξουαλική συνομιλία υπάρχει ένας σκληρός κόκκος δυσπιστίας (η έκσταση μπορεί να είναι προσποιητή ή αγορασμένη). Η φιλία μπορεί, επιπλέον, να είναι έντονα παραγωγική: σε πολι­τι­­­κές και κοινωνικές δράσεις, σε επιστημονικές ανακαλύψεις, σε φιλοσοφικό λογισμό. Μεγάλο πο­­σοστό πολιτικής προόδου, διανοητικής επιχειρηματολογίας, αισθητικής καινοτομίας οφείλεται σε συνεργασίες. Προέρχεται ή αντλεί την ενέργειά του από αστερισμούς ατομικών ταλέντων που συγκρούονται, συνωμοτούν ή ανταγωνίζονται εν φιλία. Οι ερωτικές επιστολές έχουν την τάση να γίνονται μονότονες, ακόμα και παιδαριώδεις. Οι επιστολές μεταξύ φίλων μπορεί να είναι πραγματική πηγή και εργαστήριο ιδιοφυΐας (ο Σπινόζα στον Μπόξελ, ο Γκαίτε στον Σίλλερ, ο Κόλεριτζ στον Γουέρντσγουερθ). Το σεξ δεν επιδιώκει ισότητα. Η αμοιβαία εκτίμηση, η συντροφικότητα μπροστά στον κίνδυνο, η δημιουργική διάκριση, η πολιτική άνοδος του φίλου είναι αναπόσπαστο μέρος της σχέσης. Εν ολίγοις –και είναι δύσκολο να το εκφράσουμε πειστικά–, η φιλία είναι πάθος στο πλαίσιο της λογικής, στο πλαίσιο της ανιδιοτελούς συνεννόησης. Είναι αυτό που κάνει τη σκέψη γενναιόδωρη – και την καρδιά νοήμονα.
Στον γάμο, σε κάθε παρατεταμένη ερωτική εμπειρία, η φιλία μπορεί να αποδειχτεί μοιραία. Οι εραστές δεν είναι φίλοι. Τρεις αθάνατες λέξεις τα λένε όλα: odi et amo (μισώ και αγαπώ). Το ημερολόγιο του έρωτα το διακόπτουν ριπές απέχθειας, δριμύτατοι καβγάδες, ξαφνική, κάποτε ανεξήγητη ανία και αδιαφορία (οι διαλείψεις του Προυστ). Οι περισσότεροι γάμοι, οι περισσότε­ρες ερωτικές ιστορίες διαρκούν μέσα από ένα κο­­μπολόι συμφιλιώσεων που δεν είναι πάντοτε αληθινές. Το coitum δεν το ακολουθεί μόνο η θλίψη, η tristia. Είναι και το αναμάλλιασμα και καμιά φορά η αηδία. Η εκπνοή της λίμπιντο αφήνει πι­­κρή γεύση. Υπάρχει όμως κι ένας μηχανισμός πιο λεπτός, πιο διφορούμενος. Στον γάμο, στη μοιρασμένη ζωή που τη γέννησε ένας αυθεντικός έρωτας, ο χρόνος μπορεί να ωριμάσει σε θαύματα μεστής και ανιδιοτελούς φιλίας. Με το χιούμορ της, την υπομονή της, την αμοιβαία επιστράτευση στη δημιουργικότητα και την αντίληψη. Σύ­­­ζυγοι, γυναίκες και άντρες, άλλοτε παγιδευμένοι στην επιθυμία, ωριμάζουν μες στην αφυπνισμένη γαλήνη της φιλίας. Σ’ αυτό το πρώιμο φθινόπωρο οι σαρκικές ανάγκες, η σωματική πείνα, οι γρίφοι και τα μελοδράματα της σεξουαλικότητας γίνονται εξωπραγματικά, παιδαριώ­δη (όπως το μπεμπέδισμα των εκστασιασμένων). Στο βλέμμα που έχει απαλλαχτεί από το πάθος, οι ακροβασίες του σεξ, οι μυρωδιές του, τα άσεμνα λαχανιάσματα που προκαλεί εμφανίζο­νται τελικά καταγέλαστα, αν όχι απωθητικά. Αυτές οι στάσεις, αυτές οι μιμήσεις ικανοποίησης (ρωτήστε τις γυναίκες!)… Η φιλία δεν έχει ανάγκη από δωροδοκίες, από «σεξουαλικά βοηθήματα» –η ονομασία λέει πολλά– ή από βαζελίνη. Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι το σεξ μετά τα σαράντα πέντε έχει κάτι ταπεινωτικό.
Γι’ αυτή την εξάλειψη του έρωτα στα χέρια της φιλίας, γι’ αυτήν τη μεταμόρφωση μέσα στον γάμο χρειάζεται ωριμότητα και ταυτόχρονα καλή τύχη. Μπορεί γι’ αυτό και η φιλία ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες να είναι μια προνομια­κή, ίσως σπάνια συνθήκη, προπάντων στα νεανικά χρόνια. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά αυτή η με­­τατροπία από τον έρωτα στη φιλία,* και η συνακόλουθη υποχώρηση του amor, είναι ένα μείζον θέμα που το έχει αγνοήσει η κλασική και η σύγχρονη μυθοπλασία. Δεν έχουμε κανένα μεγάλο μυθιστόρημα που να δείχνει πώς γίνονται φίλοι οι εραστές (παρόλο που η Τζωρτζ Έλιοτ είχε την απαιτούμενη ικανότητα). Σ’ αυτή την προοπτι­κή, η φιλία μπορεί κάλλιστα να είναι «ερωτοκτό­νος». Τα ταραγμένα ποτάμια πεθαίνουν στην ηρεμία της θάλασσας.