Προσφορά!

Οικογενειακοί δεσμοί

της Κλαρίσε Λισπέκτορ

Μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου

, ,

«Κατά βάθος, η Άννα είχε πάντα την ανάγκη να νιώθει τη γερή ρίζα των πραγμάτων. Το να έχει ένα σπιτικό τής είχε παραδόξως επιτρέψει αυτό ακριβώς. Μέσα από λοξά μονοπάτια, ήρθε κι έπεσε σ’ ένα πεπρωμένο γυναίκας, έκπληκτη που είχε χωρέσει μέσα σ’ αυτό σαν να το είχε επινοήσει η ίδια. Ο άντρας που είχε παντρευτεί ήταν αληθινός άντρας, τα παιδιά που είχε ήταν αληθινά παιδιά. Η περασμένη της νιότη της φαινόταν παράξενη σαν μια αρρώστια της ζωής. Από αυτήν είχε αναδυθεί σιγά σιγά για να ανακαλύψει πως και χωρίς την ευτυχία ζούσε κανείς: παραιτούμενη από αυτήν, είχε συναντήσει ένα πλήθος ανθρώπων, αόρατων πριν, που ζούσαν όπως δουλεύει κανείς – με επιμονή, συνέχεια, χαρά. Εκείνο που συνέβαινε στην Άννα πριν αποκτήσει το σπιτικό της ήταν πάντα εκτός των δυνατοτήτων της: μια διαταραγμένη έξαρση που τόσο συχνά συγχέεται με την ανυπόφορη ευτυχία. Είχε δημιουργήσει ως αντάλλαγμα κάτι επιτέλους κατανοητό, μια ενήλικη ζωή. Έτσι το θέλησε και το επέλεξε.»

Στην πιο δημοφιλή συλλογή διηγημάτων της Κλαρίσε Λισπέκτορ, οι ήρωες, πλάσματα που ζουν απλές καθημερινές ζωές, με αφορμή γεγονότα φαινομενικά ασήμαντα, βιώνουν μια στιγμή κρίσης, που το σημάδι της είναι η έντονη απόλαυση με την οποία κοιτούν ξαφνικά τα πράγματα, η χαρά και η οδύνη που αντλούν από αυτά. Οι Οικογενειακοί δεσμοί, που κυκλοφόρησαν το 1960, αναγνωρίστηκαν αμέσως ως κορυφαίο έργο και καθιέρωσαν τη Λισπέκτορ ως μια από τις σημαντικότερες φωνές της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Λισπέκτορ Κλαρίσε

Η Κλαρίσε Λισπέκτορ γεννήθηκε στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας το 1920, από Εβραίους γονείς. Η οικογένειά της μετανάστευσε το 1922 στη Βραζιλία. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της πορτογαλικής γλώσσας και το έργο της είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

ΑΓΑΠΗ

Λιγάκι κουρασμένη, με τα ψώνια να παραμορφώνουν την καινούργια πλεχτή τσάντα της, η Άννα ανέβηκε στο τραμ. Απόθεσε το φορτίο πάνω στα πόδια της και το τραμ ξεκίνησε. Έκατσε λοιπόν αναπαυτικά στη θέση της προσπαθώντας να βολευτεί, μ’ έναν αναστεναγμό ελαφριάς ανακούφισης.

Τα παιδιά της Άννας ήταν καλά, πράγμα αληθινό και χυμώδες. Μεγάλωναν, έκαναν μπάνιο, απαιτούσαν πράγματα για τον εαυτό τους, έκαναν σαν κακομαθημένα, στιγμές κάθε φορά και πιο ολοκληρωμένες. Στο κάτω κάτω η κουζίνα ήταν μεγάλη, ο χαλασμένος φούρνος πετούσε σπίθες. Η ζέστη ήταν αποπνικτική μες στο διαμέρισμα που αποπλήρωναν σιγά σιγά. Όμως ο αέρας ανέμιζε τις κουρτίνες που η ίδια είχε ράψει και της θύμιζε πως αν ήθελε μπορούσε να σταματήσει και να σκουπίσει το μέτωπο, κοιτώντας τον γαλήνιο ορίζοντα. Σαν αγρότης. Είχε φυτέψει τους σπόρους που είχε στο χέρι, όχι άλλους, αλλά μονάχα αυτούς. Και δέντρα ξεπετάγονταν. Ξεπεταγόταν η σύντομη κουβέντα της με τον εισπράκτορα του ρεύματος, ξεπεταγόταν το νερό γεμίζοντας τη σκάφη, ξεπετάγονταν τα παιδιά της, ξεπεταγόταν το τραπέζι γεμάτο φαγητά, ο σύζυγος που επέστρεφε με τις εφημερίδες και χαμογελούσε πεινασμένος, το μονότονο τραγούδι των υπηρετριών της πολυκατοικίας. Η Άννα έδινε σε όλα, γαλήνια, το μικρό και δυνατό της χέρι, το δικό της ρεύμα ζωής.

Μια συγκεκριμένη ώρα του απογεύματος ήταν πιο επικίνδυνη. Μια συγκεκριμένη στιγμή του απογεύματος τα δέντρα που είχε φυτέψει γελούσαν μαζί της. Όταν τίποτα πια δεν είχε ανάγκη από τη δύναμή της, ανησυχούσε. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε πιο σταθερή από ποτέ, το σώμα της είχε παχύνει λίγο κι έπρεπε να τη δεις πώς έκοβε μπλούζες για τα παιδιά, με το μεγάλο ψαλίδι να πλαταγίζει πάνω στο ύφασμα. Όλη η αόριστα καλλιτεχνική τάση της είχε διοχετευτεί εδώ και καιρό στην προσπάθειά της να κάνει τις μέρες πλήρεις και όμορφες – με τον καιρό η αγάπη της για τη διακόσμηση είχε εξελιχθεί και είχε αντικαταστήσει την εσωτερική αταξία. Έμοιαζε να έχει ανακαλύψει ότι τα πάντα μπορούσαν να τελειοποιηθούν, σε κάθε πράγμα μπορούσε να προσδώσει μια αρμονική όψη

– η ζωή μπορούσε να φτιαχτεί από το χέρι του ανθρώπου.

Κατά βάθος, η Άννα είχε πάντα την ανάγκη να νιώθει τη γερή ρίζα των πραγμάτων. Το να έχει ένα σπιτικό της είχε παραδόξως επιτρέψει αυτό ακριβώς. Μέσα από λοξά μονοπάτια, ήρθε κι έπεσε σ’ ένα πεπρωμένο γυναίκας, έκπληκτη που είχε χωρέσει μέσα σ’ αυτό σαν να το είχε επινοήσει η ίδια. Ο άντρας που είχε παντρευτεί ήταν αληθινός άντρας, τα παιδιά που είχε ήταν αληθινά παιδιά. Η περασμένη της νιότη της φαινόταν παράξενη σαν μια αρρώστια της ζωής. Από αυτήν είχε αναδυθεί σιγά σιγά για να ανακαλύψει πως και χωρίς την ευτυχία ζούσε κανείς: παραιτούμενη από αυτήν, είχε συναντήσει ένα πλήθος ανθρώπων, αόρατων πριν, που ζούσαν όπως δουλεύει κανείς – με επιμονή, συνέχεια, χαρά. Εκείνο που συνέβαινε στην Άννα πριν αποκτήσει το σπιτικό της ήταν πάντα εκτός των δυνατοτήτων της: μια διαταραγμένη έξαρση που τόσο συχνά συγχέεται με την ανυπόφορη ευτυχία. Είχε δημιουργήσει ως αντάλλαγμα κάτι επιτέλους κατανοητό, μια ενήλικη ζωή. Έτσι το θέλησε και το επέλεξε.

Οι προφυλάξεις της περιορίζονταν στο να προσέχει την επικίνδυνη ώρα του απογεύματος, όταν το σπίτι ήταν άδειο δίχως να τη χρειάζεται πια, ο ήλιος ψηλά, τα μέλη της οικογένειας σκορπισμένα στις δουλειές τους. Κοιτάζοντας τα καθαρά έπιπλα, η καρδιά της σφιγγόταν λιγάκι με τρόμο. Μα στη ζωή της δεν υπήρχε χώρος για να νιώσει στοργή για τον τρόμο της – τον έπνιγε μ’ εκείνη την επιδεξιότητα που της είχαν χαρίσει οι μικροδουλειές του σπιτιού. Οπότε έφευγε για να κάνει τα ψώνια ή να πάει κάτι για επισκευή, φροντίζοντας το σπιτικό και την οικογένειά της όσο εκείνοι έλειπαν. Όταν επέστρεφε, το απόγευμα θα είχε πια τελειώσει και τα παιδιά επιστρέφοντας από το γυμνάσιο θα τη ζητούσαν. Έτσι θα έφτανε η νύχτα, με τον γαλήνιο παλμό της. Το πρωί θα ξύπναγε στεφανωμένη από τα ήρεμα καθήκοντά της. Θα έβρισκε τα έπιπλα πάλι σκονισμένα και βρώμικα, σαν να επέστρεφαν μετανιωμένα. Όσο για την ίδια, μετείχε κρυφά στις μαύρες και μαλακές ρίζες του κόσμου. Κι έτρεφε ανώνυμα τη ζωή. Ήταν καλά έτσι. Έτσι το θέλησε και το επέλεξε.

Το τραμ ταλαντευόταν στις γραμμές, έμπαινε στις μεγάλες λεωφόρους. Σε λίγο ένας πιο υγρός άνεμος άρχισε να φυσάει αναγγέλλοντας, πιο πολύ από το τέλος του απογεύματος, το τέλος της ασταθούς ώρας. Η Άννα αναστέναξε βαθιά και μια μεγάλη αποδοχή έδωσε στο πρόσωπό της έναν αέρα γυναίκας.

Το τραμ φρέναρε, έπειτα σταματούσε. Μέχρι την Ουμαϊτά είχε χρόνο να ξεκουραστεί. Τότε ήταν που κοίταξε τον άντρα που στεκόταν στη στάση.

Η διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνον και στους άλλους ήταν ότι εκείνος πραγματικά στεκόταν. Όρθιος, με τα χέρια σε έκταση. Ήταν τυφλός.

Tι άλλο ήταν που έκανε την Άννα να ανακαθίσει με δυσπιστία; Κάτι ανησυχητικό συνέβαινε. Και τότε είδε: ο τυφλός μασούσε τσίχλα… Ένας τυφλός άντρας μασούσε τσίχλα.

Η Άννα είχε ακόμη χρόνο να σκεφτεί για ένα δευτερόλεπτο πως τα αδέρφια της θα έρχονταν για δείπνο – η καρδιά της χτυπούσε βίαια, με διακοπές. Γερμένη μπροστά, κοιτούσε τον τυφλό βαθιά, όπως κοιτάμε κάτι που δεν μας βλέπει. Εκείνος μασούσε τσίχλα στο σκοτάδι. Δίχως να πονάει, με τα μάτια ανοιχτά. Η κίνηση του μασήματος τον έκανε να φαίνεται σαν να χαμογελάει και ξαφνικά να παύει να χαμογελάει, να χαμογελάει και να παύει να χαμογελάει – σαν να την είχε βρίσει, η Άννα τον κοιτούσε. Και όποιος την έβλεπε θα είχε την εντύπωση μιας γυναίκας γεμάτης μίσος. Συνέχιζε όμως να τον κοιτάζει, όλο και πιο γερμένη προς τα εμπρός – το τραμ ξεκίνησε ξαφνικά πετώντας την απροετοίμαστη προς τα πίσω, η βαριά πλεχτή τσάντα τής έφυγε απότομα από τα χέρια, έσκασε στο πάτωμα – η Άννα έβγαλε μια κραυγή, ο εισπράκτορας έδωσε εντολή για στάση μέχρι να καταλάβει τι είχε συμβεί – το τραμ σταμάτησε, οι επιβάτες κοιτούσαν τρομαγμένοι.

Ανήμπορη να κουνηθεί για να μαζέψει τα ψώνια της, η Άννα σουλουπωνόταν χλωμή. Μια έκφραση του προσώπου που δεν τη χρησιμοποιούσε εδώ και καιρό επανερχόταν με δυσκολία, αβέβαιη ακόμη, ακατανόητη. Ο μικρός εφημεριδοπώλης γελούσε δίνοντάς της τον μπόγο. Όμως τα αυγά είχαν σπάσει μέσα στο περιτύλιγμά τους από χαρτί εφημερίδας. Κίτρινοι και παχύρρευστοι κρόκοι έσταζαν ανάμεσα στα νήματα του διχτυού. Ο τυφλός είχε σταματήσει το μάσημα και τέντωσε κι άλλο τα αβέβαια χέρια του, προσπαθώντας μάταια να αντιληφθεί τι συνέβαινε. Το περιτύλιγμα των αυγών είχε πεταχτεί έξω από το δίχτυ και, ανάμεσα στα χαμόγελα των επιβατών και το σινιάλο του εισπράκτορα, το τραμ ξεκίνησε και πάλι.

Λίγες στιγμές αργότερα κανείς δεν την κοιτούσε πια. Το τραμ τρανταζόταν στις γραμμές και ο τυφλός μασώντας την τσίχλα του είχε μείνει πίσω για πάντα. Αλλά το κακό είχε γίνει.

Το πλεχτό δίχτυ ήταν τραχύ ανάμεσα στα δάχτυλα, όχι οικείο όπως όταν το είχε πλέξει. Το δίχτυ είχε χάσει το νόημά του και το να βρίσκεσαι σ’ ένα τραμ ήταν μια κομμένη κλωστή – δεν ήξερε τι να κάνει με τα ψώνια στα χέρια. Και σαν παράξενη μουσική, ο κόσμος ξανάρχιζε γύρω. Το κακό είχε γίνει. Γιατί; πώς μπόρεσε να ξεχάσει πως υπήρχαν τυφλοί; Το έλεος την έπνιγε, η Άννα ανέπνεε βαριά. Ακόμη και τα πράγματα που υπήρχαν πριν το συμβάν γίνονταν τώρα επιφυλακτικά, είχαν έναν αέρα πιο εχθρικό, πιο φθαρτό… Ο κόσμος είχε ξαναγίνει μια δυσφορία. Αμέτρητα χρόνια κατέρρεαν, οι κίτρινοι κρόκοι χύνονταν κάτω. Εξόριστη από τις ίδιες της τις μέρες, ένιωθε πως οι άνθρωποι στο δρόμο κινδύνευαν, πως μια ελάχιστη ισορροπία τους διατηρούσε στην επιφάνεια του σκοταδιού – και προς στιγμήν η έλλειψη νοήματος τους άφηνε τόσο ελεύθερους που δεν ήξεραν πού να πάνε. Η αίσθηση της απουσίας νόμου ήταν τόσο ξαφνική που η Άννα γαντζώθηκε από το μπροστινό κάθισμα, λες και θα μπορούσε να πέσει από το τραμ, λες και τα πράγματα θα μπορούσαν να αντιστραφούν με την ίδια γαλήνη που δεν είχαν πια.

Αυτό που αποκαλούσε κρίση ήρθε τελικά. Και το σημάδι της ήταν η έντονη απόλαυση με την οποία κοιτούσε τώρα τα πράγματα, υποφέροντας έκπληκτη. Η ζέστη είχε γίνει ακόμη πιο πνιγηρή, όλα είχαν αποκτήσει περισσότερη δύναμη και πιο δυνατές φωνές. Στην οδό Εθελοντών της Πατρίδας φαινόταν πως επρόκειτο να ξεσπάσει επανάσταση, οι σχάρες των υπονόμων ήταν ξερές, ο αέρας σκονισμένος. Ένας τυφλός που μασούσε τσίχλα είχε βυθίσει τον κόσμο σε ένα αδηφάγο σκοτάδι. Σε κάθε δυνατό άνθρωπο υπήρχε μια απουσία ελέους για τον τυφλό και οι άνθρωποι την τρόμαζαν με το σφρίγος που είχαν. Δίπλα της βρισκόταν μια κυρία στα γαλάζια, με πρόσωπο. Απέστρεψε το βλέμμα, βιαστικά. Στο πεζοδρόμιο, μια γυναίκα έδωσε μια σπρωξιά στο παιδί της! Δύο ερωτευμένοι έμπλεκαν τα δάχτυλά τους χαμογελώντας… Και ο τυφλός; Η Άννα είχε πέσει σε μια φοβερά οδυνηρή καλοσύνη.

Είχε τόσο καλά κατευνάσει τη ζωή, είχε φροντίσει τόσο να μην εκραγεί. Τα διατηρούσε όλα σε μια γαλήνια κατανόηση, χώριζε το ένα πρόσωπο από τα άλλα, τα ρούχα ήταν ξεκάθαρα φτιαγμένα για να φοριούνται και μπορούσε κανείς να διαλέξει από την εφημερίδα την ταινία του για το βράδυ – όλα φτιαγμένα με τρόπο ώστε η μία μέρα να ακολουθεί την άλλη. Κι ένας τυφλός που μασούσε τσίχλα τα έκανε όλα κομμάτια. Και μέσα από το έλεος παρουσιαζόταν στην Άννα μια ζωή γεμάτη γλυκιά ναυτία, που της ανέβαινε μέχρι το στόμα.

Τότε μονάχα αντιλήφθηκε πως εδώ και ώρα είχαν περάσει τη στάση της. Αδύναμη καθώς ήταν, τα πάντα της προκαλούσαν τρόμο – κατέβηκε από το τραμ με πόδια που έτρεμαν, κοίταξε γύρω της, κρατώντας το δίχτυ που είχε λερωθεί από τα αυγά. Για λίγο δεν κατάφερνε να προσανατολιστεί. Ήταν σαν να είχε πεταχτεί στη μέση της νύχτας.

Ήταν ένας μακρύς δρόμος, με ψηλούς τοίχους, κίτρινους. Η καρδιά της χτυπούσε από φόβο, γύρευε μάταια να αναγνωρίσει τη γειτονιά, ενώ η ζωή που είχε ανακαλύψει συνέχιζε να πάλλεται κι ένας άνεμος πιο θερμός και πιο μυστηριώδης της κύκλωνε το πρόσωπο. Στάθηκε εκεί κοιτάζοντας τον τοίχο. Επιτέλους κατάλαβε πού βρισκόταν. Προχωρώντας λίγο παρακάτω κατά μήκος μιας συστάδας θάμνων, διέσχισε τις πύλες του Βοτανικού Κήπου.

Περπατούσε βαριά στην κεντρική αλέα, ανάμεσα στους κοκοφοίνικες. Κανείς δεν βρισκόταν στον Κήπο. Άφησε την τσάντα της στο χώμα, κάθισε σ’ ένα παγκάκι στο μονοπάτι και έμεινε εκεί πολλή ώρα.

Η απεραντοσύνη φαινόταν να την ηρεμεί, η σιωπή ρύθμιζε την αναπνοή της. Αποκοιμιόταν μέσα της.

Από μακριά έβλεπε την αλέα όπου το απόγευμα ήταν φωτεινό και σφαιρικό. Όμως η σκιά των κλαδιών κάλυπτε το μονοπάτι.

Γύρω της υπήρχαν γαλήνιοι θόρυβοι, η μυρωδιά των δέντρων, μικρές εκπλήξεις ανάμεσα στους κισσούς. Ολόκληρος ο Κήπος θρυμματισμένος από τις όλο και πιο γρήγορες στιγμές του απογεύματος. Από πού ερχόταν αυτός ο λήθαργος που την κύκλωνε; Σαν βόμβος από μέλισσες και πουλιά. Τα πάντα ήταν παράξενα, πολύ απαλά, πολύ μεγάλα.

Μια ελαφριά και ανεπαίσθητη κίνηση την έκανε να τιναχτεί – στράφηκε γρήγορα. Τίποτα δεν φαινόταν να έχει κινηθεί. Αλλά στην κεντρική αλέα βρισκόταν ακίνητος ένας γεροδεμένος γάτος. Η γούνα του ήταν λεία. Ξανάρχισε να περπατάει σιωπηλός, εξαφανίστηκε.

Ανήσυχη, κοίταξε γύρω της. Τα κλαδιά λικνίζονταν, οι σκιές ταλαντεύονταν στο έδαφος. Ένα σπουργίτι τσιμπολογούσε στο χώμα. Και ξαφνικά, ένιωσε μια αγωνία, της φάνηκε πως είχε πέσει σε ενέδρα. Στον Κήπο συντελούνταν ένα έργο μυστικό που μόλις τώρα άρχιζε να το αντιλαμβάνεται.

Στα δέντρα οι καρποί ήταν μαύροι, γλυκοί σαν μέλι. Στο έδαφος υπήρχαν ξερά κουκούτσια γεμάτα σπείρες, σαν μικρά σαπισμένα μυαλά. Το παγκάκι ήταν λεκιασμένο από βυσσινί χυμούς. Τρυφερά μουρμούριζαν τα νερά. Στον κορμό του δέντρου καρφώνονταν τα περίτεχνα πόδια μιας αράχνης. Η σκληρότητα του κόσμου ήταν ήρεμη. Ο φόνος ήταν βαθύς. Και ο θάνατος δεν ήταν αυτό που νομίζαμε.

Ενώ ήταν συγχρόνως φανταστικός – ήταν επίσης ένας κόσμος να τον τρως με τα δόντια, ένας κόσμος με πελώριες ντάλιες και τουλίπες. Φυλλώδη παράσιτα διέσχιζαν τους κορμούς, το αγκάλιασμά τους ήταν απαλό, κολλώδες. Σαν την απέχθεια που προηγείται μιας παράδοσης – ήταν συναρπαστικό, η γυναίκα ένιωθε ναυτία, και ήταν συναρπαστικό.

Τα δέντρα ήταν φορτωμένα, ο κόσμος ήταν τόσο πλούσιος που σάπιζε. Όταν η Άννα σκέφτηκε ότι υπήρχαν παιδιά και μεγάλοι άνθρωποι που πεινούσαν, η ναυτία τής ανέβηκε στο λαιμό, σαν να ήταν έγκυος και να την είχαν εγκαταλείψει. Η ηθική του Κήπου ήταν άλλη. Τώρα που ο τυφλός την είχε οδηγήσει μέχρι εκεί, αναριγούσε στα πρώτα βήματα ενός σκοτεινού κόσμου που λαμπύριζε, όπου μεγάλα νούφαρα επέπλεαν τερατώδη. Τα σκορπισμένα στο γρασίδι λουλουδάκια δεν της φαίνονταν κίτρινα ή ροζ, αλλά στο χρώμα του ψεύτικου χρυσού ή πορφυρά. Η αποσύνθεση ήταν βαθιά, ευωδιαστή… Όμως όλα τα βαριά πράγματα, έβλεπε με το κεφάλι τριγυρισμένο από ένα σμήνος εντόμων, ήταν σταλμένα από την πιο εκλεπτυσμένη ζωή στον κόσμο. Το αεράκι τρύπωνε ανάμεσα στα λουλούδια. Η Άννα πιο πολύ μάντευε παρά μύριζε το γλυκό άρωμά του… Ο Κήπος ήταν τόσο όμορφος που φοβόταν την Κόλαση.

Ήταν σχεδόν νύχτα τώρα και τα πάντα έμοιαζαν γεμάτα, βαριά, ένας σκίουρος πέταξε στη σκιά. Κάτω απ’ τα πόδια της η γη ήταν σκέτη γλύκα, η Άννα τη ρουφούσε με απόλαυση. Ήταν συναρπαστικό, κι ένιωθε ναυτία.

Όταν όμως θυμήθηκε τα παιδιά, που απέναντί τους ένιωθε τώρα ένοχη, στάθηκε με μια κραυγή πόνου. Άρπαξε την τσάντα της, προχώρησε στο σκοτεινό μονοπάτι, έφτασε στην αλέα. Έτρεχε σχεδόν – κι έβλεπε τον Κήπο γύρω της, με την αυτάρεσκη αποστασιοποίησή του. Τράνταξε την κλειδωμένη πύλη, την τράνταζε σφίγγοντας το τραχύ ξύλο. Εμφανίστηκε ο φύλακας, σαστισμένος που δεν την είχε δει.

Μέχρι να φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας της, έμοιαζε να βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Έτρεξε με το δίχτυ μέχρι το ασανσέρ, η ψυχή της παλλόταν στο στήθος – τι συνέβαινε; Το έλεος για τον τυφλό ήταν βίαιο σαν αγωνία, όμως ο κόσμος τής φαινόταν δικός της, βρώμικος, φθαρτός, δικός της. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού. Το σαλόνι ήταν μεγάλο, τετράγωνο, τα πόμολα έλαμπαν καθαρά, τα τζάμια στο παράθυρο έλαμπαν, το φως έλαμπε – τι νέα γη ήταν αυτή; Και για μια στιγμή η υγιής ζωή που είχε ζήσει μέχρι τότε της φάνηκε ένας ηθικά παράλογος τρόπος να ζεις. Το αγόρι που πλησίασε τρέχοντας ήταν ένα πλάσμα με μακριά πόδια και πρόσωπο ίδιο με το δικό της, που έτρεχε και την αγκάλιαζε. Το έσφιξε με δύναμη, με τρόμο. Προστατευόταν τρέμοντας. Γιατί η ζωή ήταν σε κίνδυνο. Αγαπούσε τον κόσμο, αγαπούσε ό,τι είχε δημιουργηθεί – αγαπούσε με ναυτία. Ακριβώς όπως πάντοτε τρελαινόταν για τα στρείδια, με αυτό το αόριστο συναίσθημα απέχθειας που της γεννούσε η προσέγγιση της αλήθειας, προειδοποιώντας την. Αγκάλιασε τον γιο, σχεδόν μέχρι να τον πονέσει. Σαν να είχε μάθει για κάποιο κακό –ο τυφλός ή ο ωραίος Βοτανικός Κήπος;– γραπωνόταν από πάνω του, από εκείνον που αγαπούσε πάνω απ’ όλα. Την είχε αγγίξει το δαιμόνιο της πίστης. Η ζωή είναι φρικτή, του είπε χαμηλόφωνα, πεινασμένη. Τι θα έκανε αν ακολουθούσε το κάλεσμα του τυφλού; Θα πήγαινε μόνη… Υπήρχαν φτωχοί και πλούσιοι τόποι που την χρειάζονταν. Τους χρειαζόταν… Φοβάμαι, είπε. Ένιωθε τα λεπτεπίλεπτα πλευρά του παιδιού μες στα χέρια της, άκουγε το τρομαγμένο κλάμα του. Μαμά, φώναξε το αγόρι. Το απομάκρυνε από πάνω της, κοίταξε εκείνο το πρόσωπο, σφίχτηκε η καρδιά της. Μην αφήσεις τη μαμά να σε ξεχάσει, του είπε. Το παιδί μόλις ένιωσε την αγκαλιά να χαλαρώνει, δραπέτευσε κι έτρεξε μέχρι την πόρτα του δωματίου, απ’ όπου την κοίταξε πιο ασφαλές. Ήταν το χειρότερο βλέμμα που είχε δεχτεί ποτέ. Το αίμα τής ανέβηκε στο πρόσωπο, το ζέστανε.

Αφέθηκε να πέσει σε μια καρέκλα, με τα δάχτυλα ακόμη αιχμάλωτα στο δίχτυ. Για ποιο πράγμα ντρεπόταν;

Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. Οι μέρες που σφυρηλατούσε είχαν σπάσει στο φλοιό τους, το νερό κυλούσε έξω. Βρισκόταν μπροστά στο στρείδι. Και δεν γινόταν να μην το δει. Για ποιο πράγμα ντρεπόταν; Είναι που τώρα δεν ήταν έλεος πια, δεν ήταν έλεος μόνο: η καρδιά της είχε γεμίσει με την πιο φοβερή επιθυμία να ζήσει.

Πλέον δεν ήξερε αν βρισκόταν στην πλευρά του τυφλού ή των φουντωτών φυτών. Ο άντρας είχε απομακρυνθεί σιγά σιγά κι εκείνη έμοιαζε να έχει μαρτυρικά περάσει στην πλευρά εκείνων που του είχαν πληγώσει τα μάτια. Ο Βοτανικός Κήπος, γαλήνιος και ψηλός, της το φανέρωνε. Με φρίκη ανακάλυπτε ότι ανήκε στο ισχυρό μέρος του κόσμου – και ποιο όνομα θα έπρεπε να δοθεί στη βίαιη ευσπλαχνία της; Θα ήταν υποχρεωμένη να φιλήσει τον λεπρό, αφού ποτέ δεν θα ήταν μόνο αδερφή του. Ένας τυφλός με οδήγησε στο πιο φοβερό μέσα μου, σκέφτηκε τρομαγμένη. Ένιωθε απόβλητη γιατί κανένας φτωχός δεν θα έπινε νερό από τα φλεγόμενα χέρια της. Αχ! ήταν πιο εύκολο να είσαι άγιος παρά άνθρωπος! Για τον Θεό, δεν ήταν λοιπόν αληθινό το έλεος που είχε βυθομετρήσει στην καρδιά της τα πιο βαθιά νερά; Ήταν όμως έλεος λιονταριού.

Ταπεινωμένη, ήξερε ότι ο τυφλός θα προτιμούσε μια αγάπη πιο φτωχή. Και, αναριγώντας, ήξερε επίσης το γιατί. Η ζωή του Βοτανικού Κήπου την καλούσε όπως καλεί έναν λυκάνθρωπο το σεληνόφως. Αχ! όμως εκείνη αγαπούσε τον τυφλό! σκέφτηκε με τα μάτια υγρά. Κι ωστόσο δεν ήταν το συναίσθημα που θα ένιωθε κανείς πηγαίνοντας στην εκκλησία. Φοβάμαι, είπε μόνη της στο σαλόνι. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να βοηθήσει την υπηρέτρια να ετοιμάσει το δείπνο.

Αλλά η ζωή την έκανε να ανατριχιάζει, όπως το κρύο. Άκουσε το κουδούνι του σχολείου, μακρινό και επίμονο. Ο μικρός τρόμος της σκόνης που ύφαινε νήματα κάτω απ’ το φούρνο, εκεί όπου ανακάλυψε τη μικρή αράχνη. Κουβαλώντας το βάζο για ν’ αλλάξει το νερό – είχε τον τρόμο του άνθους που παραδίνεται αποχαυνωμένο και αηδιαστικό στα χέρια της. Το ίδιο μυστικό έργο συντελούνταν εκεί στην κουζίνα. Κοντά στο σκουπιδοτενεκέ, έλιωσε με το πόδι ένα μυρμήγκι. Ο μικρός φόνος του μυρμηγκιού. Το μικροσκοπικό σώμα έτρεμε. Οι σταγόνες έπεφταν στο στεκάμενο νερό στη σκάφη. Τα σκαθάρια του καλοκαιριού. Ο τρόμος των ανέκφραστων σκαθαριών. Τριγύρω υπήρχε μια ζωή σιωπηλή, αργή, επίμονη. Τρόμος, τρόμος. Περπάταγε από τη μια πλευρά της κουζίνας στην άλλη, κόβοντας τις μπριζόλες, ανακατεύοντας τη σάλτσα. Γύρω απ’ το κεφάλι της, σε κύκλο, γύρω απ’ το φως, τα κουνούπια μιας νύχτας ζεστής. Μιας νύχτας κατά την οποία το έλεος ήταν τόσο σκληρό όσο ο άσχημος έρωτας. Ανάμεσα στα δυο στήθη κυλούσε ο ιδρώτας. Η πίστη τη συνέτριβε, η ζέστη του φούρνου έκαιγε στα μάτια της.

Κατόπιν ήρθε ο σύζυγος, ήρθαν οι αδερφοί και οι γυναίκες τους, ήρθαν τα παιδιά των αδερφών.

Δείπνησαν με όλα τα παράθυρα ανοιχτά, στον ένατο όροφο. Ένα αεροπλάνο αναριγούσε απειλητικό στη ζέστη του ουρανού. Παρότι είχαν χρησιμοποιήσει λίγα αυγά, το δείπνο ήταν καλό. Και τα παιδιά της είχαν μείνει κι αυτά ξύπνια, παίζοντας στο χαλί με τα άλλα. Ήταν καλοκαίρι, δεν είχε νόημα να τα στείλει για ύπνο. Η Άννα ήταν λίγο χλωμή και γέλαγε απαλά με τους άλλους.

Μετά το δείπνο, επιτέλους, το πρώτο πιο δροσερό αεράκι μπήκε από τα παράθυρα. Έκατσαν γύρω γύρω απ’ το τραπέζι, η οικογένεια. Κουρασμένοι από τη μέρα, ευτυχισμένοι που δεν τσακωνόντουσαν, τόσο έτοιμοι να μη βλέπουν τίποτα κακό. Γελούσαν με όλα, καλόκαρδα και ανθρώπινα. Τα παιδιά μεγάλωναν θαυμαστά γύρω τους. Και σαν να ήταν πεταλούδα, η Άννα άδραξε τη στιγμή ανάμεσα στα δάχτυλα προτού να μην είναι ποτέ πια δική της.

Μετά, όταν όλοι έφυγαν και τα παιδιά είχαν πια πάει για ύπνο, εκείνη ήταν μια άγρια γυναίκα που κοιτούσε απ’ το παράθυρο. Η πόλη ήταν κοιμισμένη και ζεστή. Αυτό που είχε εξαπολύσει ο τυφλός θα χωρούσε στις μέρες της; Πόσα χρόνια θα πέρναγαν μέχρι να γεράσει ξανά; Αρκούσε μια οποιαδήποτε κίνηση για να τσαλαπατήσει ένα απ’ τα παιδιά. Όμως με μοχθηρία εραστή, φαινόταν να αποδέχεται ότι απ’ το λουλούδι έβγαινε το κουνούπι, ότι τα τεράστια νούφαρα επέπλεαν στα σκοτεινά της λίμνης. Ο τυφλός κρεμόταν ανάμεσα στους καρπούς του Βοτανικού Κήπου.

Αν αυτό ήταν ο φούρνος που έσκασε, η φωτιά θα έχει ήδη απλωθεί σε όλο το σπίτι! σκέφτηκε τρέχοντας για την κουζίνα και πετυχαίνοντας τον άντρα της μπροστά στον καφέ που χυνόταν.

«Τι συνέβη;!» ούρλιαξε τρέμοντας σύγκορμη.

Εκείνος αναπήδησε με τον τρόμο της γυναίκας του. Κι αμέσως γέλασε με κατανόηση:

«Τίποτα δεν συνέβη», είπε, «είμαι ένας ατζαμής». Φαινόταν κουρασμένος, με κύκλους κάτω από τα μάτια.

Όμως αντικρίζοντας το παράξενο πρόσωπο της Άννας, την κρυφοκοίταξε πιο προσεκτικά. Μετά την τράβηξε προς το μέρος του, σ’ ένα γρήγορο χάδι.

«Δεν θέλω να πάθεις τίποτα, ποτέ!» είπε εκείνη.

«Άσε τουλάχιστον να σκάσει ο φούρνος πάνω σε μένα», απάντησε εκείνος χαμογελώντας.

Έμεινε αδύναμη στην αγκαλιά του. Εκείνο το απόγευμα κάτι ήρεμο είχε εκραγεί, και σε ολόκληρο το σπίτι υπήρχε ένας αστείος, θλιμμένος τόνος. «Ώρα για ύπνο», είπε εκείνος, «είναι αργά». Με μια χειρονομία που δεν ήταν δική του, αλλά που φάνηκε φυσική, έπιασε το χέρι της γυναίκας του, παίρνοντάς τη μαζί του χωρίς να κοιτάξει πίσω, απομακρύνοντάς την από τον κίνδυνο του να ζει.

Είχε τελειώσει ο ίλιγγος της καλοσύνης.

Και, αν είχε διασχίσει την αγάπη και την κόλασή της, τώρα χτενιζόταν μπροστά στον καθρέφτη, για μια στιγμή χωρίς κανέναν κόσμο στην καρδιά. Πριν ξαπλώσει, σαν να έσβηνε ένα κερί, φύσηξε τη μικρή φλόγα της μέρας.