Προσφορά!

Ο Δον Υπαστυνόμος

του Δημήτρη Καρακίτσου

, ,

Ο Αστόλφος ξαποσταίνει κάτω από το ψιλόβροχο σε έναν πεσμένο κορμό, περιστρέφεται στις σχολικές του αναμνήσεις με κατάνυξη. Θυμάται τα ξύλα της σόμπας να τριζοβολούν. Ο δάσκαλος έβαζε φλούδες από λεμόνι στο καπάκι της. Έπειτα, και με τον αγέρα να σφυρίζει απ’ τα παράθυρα, μαθητής και δάσκαλος διάβαζαν λογοτεχνία – ο δάσκαλος καπνίζοντας, ο μαθητής απορροφώντας. Δυστυχώς τα πρωινά εκείνα τους τα χάλασε ο αναπάντεχος διορισμός του δασκάλου σε ένα βάρβαρο της Σαραγόσας χωριό. Απαρηγόρητος τότε ο Αστόλφος, νιώθοντας ότι προδόθηκε, και μάλιστα από τον μοναδικό και καλύτερό του φίλο, έσκισε τους κλασικούς, δίπλωσε σαΐτες τα ποιήματα της Σαπφούς και, απαγορεύοντας διαπαντός στον εαυτό του την καλή λογοτεχνία, στράφηκε εκδικητικά στα αστυνομικά μυθιστορήματα.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Καρακίτσος Δημήτρης

Ο Δημήτρης Καρακίτσος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου (Το Ροδακιό 2012), Βένουσμπεργκ (Αντίποδες 2015), Παλαιστές (Ποταμός 2016), Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε (Ποταμός 2017) και Ζαχαρίας Σκριπ (Ποταμός 2019), Ιστορίες της Μάντσας (Θράκα 2020).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Όπου ύστερα από μια δύσκολη μέρα, ο Ιαβέρης συναντά τον παραλήπτη του μηνύματος, τον Αστόλφο Βαρνακομπούμπο, που είναι και ο ήρωας του ανά χείρας μυθιστορήματος

 

«Ακριβώς όπως το λέτε», τον διακόπτει βίαια ο Ιαβέρης, «είμαι υπνοβάτης. Γι’ αυτό δεν ήθελα να πλησιάσετε. Προτιμώ να μείνετε εκεί, είναι άλλωστε ανούσιο να κοιταχτούμε στα μάτια. Κάποτε, ένας αγενής, ένας μεθυσμένος έξω από την παμπ Μονόφθαλμος γάτος…»

«Εκεί μαζεύεται ο πάτος…» διακόπτει ο Αστόλφος. Αλλά αν ενοχλεί κάτι τον Ιαβέρη σε μια συζήτηση είναι ακριβώς αυτό: να σε διακόπτουν με ομοιοκαταληξία.

«Μα, παρακαλώ δηλαδή…»

«Συγγνώμη, έχετε δίκιο», λέει ο Αστόλφος. «Συνεχίστε».

Ισιώνει τους τρίγωνους γιακάδες του ο Ιαβέρης, σκύβει, μαζεύει πετραδάκια κι αρχίζει να σημαδεύει τη ρεματιά.

«Που λέτε, έξω από την παμπ Μονόφθαλμος Γάτος ένας μεθυσμένος δοκίμασε να σηκώσει το βλέφαρο του αριστερού μου ματιού. Ήταν σωματώδης, βαρύθυμος τύπος, και του το επέτρεψα. Αυτός ο αναιδής όμως έφυγε τρέχοντας ώστε να μην τον ρουφήξει η ασημένια άβυσσος – έτσι είπε στους φίλους του. Ποιος ξέρει τι σκιερό αντίκρισε στα μάτια μου; Γι’ αυτό, πάση θυσία, αποφύγετε τις παραπανίσιες ερωτήσεις, αποφύγετε τα φιλικά σκουντήματα και τις σπρωξιές, δεν πρέπει να ταραχθώ, σας κάλεσα να ακούσετε και να βοηθήσετε. Αν είστε ο Αστόλφος Βαρνακομπούμπο, θα λάβατε μήνυμα εκ μέρους μου από τον Πέπε Αμάδη».

Το φως του φεγγαριού χτυπά στα μυτερά θραύσματα ενός τζαμιού κι από κει στο αμήχανο σουλούπι ενός νεαρού άντρα.

«Ναι, ο Πέπε με βρήκε σήμερα το πρωί».

«Συγχωρέστε με», φωνάζει ο Ιαβέρης, «πρέπει να βεβαιωθώ – όλοι μας κάνουμε λάθη. Τούτη τη στιγμή είμαι ένας τυφλός, μια χειρονομία που την κομματιάζουν τα κλαδιά, ένας εξόριστος που ζητιανεύει στους ξέφραγους βάλτους. Εσείς όμως είστε μια ελπίδα, μια πυγολαμπίδα στο αγιόκλημα, είστε ένας άγνωστος, με τα χαρακτηριστικά που έχουν όλοι οι άγνωστοι: δεν λέτε τίποτα στην καρδιά μου. Θα χρειαστεί όμως να ψηλαφίσω το πρόσωπό σας – άλλωστε σας θυμάμαι καλά. Είστε λιπόσαρκος, οστεώδης, με μια γαμψή μύτη, έχετε στενό μέτωπο και σκούρα μαλλιά – κατάμαυρα. Είναι φανερό ότι υποφέρετε από αϋπνίες. Τα αυτιά σας κρέμονται σαν μαραμένα νούφαρα και έχετε μακρόστενο πηγούνι – ολόιδιος ο δον Κιχώτης. Ζητώ συγγνώμη που τα λέω έτσι, χύμα και απροκάλυπτα, δεν μπορώ όμως να κάνω αλλιώς. Όταν κοιμάμαι, το αβαρές σώμα μου με υποχρεώνει να λέω την αλήθεια. Τούτη τη στιγμή βλέπω έναν εφιάλτη: Πετώ πάνω από ’ναν κήπο με ορειχάλκινες τουλίπες. Πετώ σαν σπουργίτης, μα οι αιχμές των λουλουδιών με σημαδεύουν. Αν πέσω, οι μυτεροί τους μίσχοι θα μου κομματιάσουν τα σπλάχνα. Κι όμως, το πιθανότερο είναι ότι θα προσγειωθώ στο τραμπολίνο: βλέπω ένα τραμπολίνο με μωβ ύφασμα, θαμμένο στην άμμο, κι έναν έφηβο ασκεπή. Πλησιάστε. Πρέπει να ψηλαφίσω το πρόσωπό σας. Είστε ζεστός, αλλά το δέρμα σας είναι ίδιο με φτέρνα αγρότη. Ορίστε και το παπιγιόν, έχετε την εντύπωση ότι σας κολακεύει, δυστυχώς γελιέστε… Πρώτη φορά που ειδωθήκαμε –το θυμάμαι καλά– ήταν στο βιβλιοπωλείο του χωριού. Συνόδευα μια κομψή κυρία, είχε γούνινο γιακά και καπέλο κίτρινο, σαν καναρίνι που κολυμπά στον γύψο. Σας κοίταξε, χαμογέλασε κι ύστερα σχολίασε στο αυτί μου τον ασιδέρωτο φιόγκο σας! Ένας τσιμεντένιος γέλωτας όρθωσε το ανάστημά του – εσείς μετρούσατε τα φραγκοδίφραγκα, ξανά και ξανά, να βεβαιωθείτε ότι φτάνουν για το βιβλίο που είχατε βάλει στο μάτι! Εκείνη την ημέρα αγοράσατε (δηλαδή αποσπάσατε σαν τοκογλύφος από τα χέρια μου) το μυθιστόρημα Ο φονιάς του Ιμπαρούμπε, αναγκάστηκα να ζητήσω δεύτερο αντίτυπο, δεν είχαν όμως οι τρισάθλιοι, αισθάνθηκα τις προθήκες του βιβλιοπωλείου κενές και αραχνιασμένες. Έτσι, το βράδυ, βολεύτηκα με το ανιαρό Ένας ματωμένος κότσυφας στο περβάζι. Εκατό μεγάλου σχήματος σελίδες συγγραφικής αφλογιστίας, μη μου πείτε ότι δεν το έχετε διαβάσει; Αληθινή γονυκλισία στις κοπριές!»

Έτοιμος για συζήτηση περί αστυνομικών μυθιστορημάτων ο Αστόλφος, μα από τα αγαπημένα του βιβλία έχει διδαχθεί ότι τους ανθρώπους που σου κάνουν προτάσεις τους χειρίζεσαι ή με γρασαρισμένα περίστροφα ή με λακωνικό λόγο. Εδώ αποφασίζει να κάνει το δεύτερο:

«Γιατί με φωνάξατε;» λέει.

«Κατ’ αρχάς μην είστε καχύποπτος, ένα διαμάντι λάμπει στα σπλάχνα σας – το ξέρω. Ζείτε στη γειτονιά του οινοποιού Φερνάντες, είστε ορφανός και φτωχός, δηλαδή πάμφτωχος, καλλιεργείτε πατατόφλουδες σ’ ένα χωράφι μισού στρέμματος. Το σπίτι σας μυρίζει λάσπη και βραστά κρεμμύδια από χιλιόμετρα. Σας κυνηγούν οι πιστωτές, δεν έχετε μνηστή (λένε μάλιστα ότι έχετε χρόνια ν’ αγγίξετε γυναίκα), δεν έχετε φίλους, και παρ’ όλα αυτά παραμένετε οιονεί ονειροπόλος – εύγε, νέε μου, ας ελπίσουμε ότι η μοίρα σας θα αλλάξει».

«Ωστόσο», υψώνει το τσιγάρο του ο Αστόλφος, «αλληλογραφώ με μια κοπέλα από τη Βαρκελώνη. Τις προάλλες μάλιστα με αποκάλεσε συνονθύλευμα».

«Τι αθώος που είστε… Αρκετά με το πασπάτεμα, δεν χρειάζεται άλλο, είστε αναμφίβολα ο Αστόλφος Βαρνακομπούμπο – σας ευχαριστώ που ήρθατε. Θα έχετε ακούσει πολλά για μένα, φαντάζομαι. Ας υποθέσουμε ότι πέφτει στα χέρια σας ένα ευτελές νόμισμα, το στρίβετε για να μιλήσει η τύχη, λέτε κορόνα μα το νόμισμα κληρώνει συνεχώς γράμματα. Αποθαρρύνεστε λοιπόν και το πετάτε στο χώμα. Ή το δίνετε σ’ έναν κουτσό ζητιάνο. Αν όμως, αν… αν είχατε ζητήσει γράμματα; Και τώρα, ας υποθέσουμε ότι, αντί του νομίσματος, στα χέρια σας πέφτει ο νικέλινος δίσκος του φεγγαριού. Θέλετε να τον χαρίσετε κάπου, ας πούμε σε μια χαλκοπράσινη δεσποινίδα, μα εκείνη αρνείται να δεχτεί το δώρο σας. Έτσι, αφού το λαμπερό φεγγάρι σάς είναι άχρηστο, αποφασίζετε να το θάψετε στην αυλή. Το ξεφορτώνεστε λοιπόν ανάμεσα στις κρύες πέτρες και τα βρύα, παρά την αξία του».

Σταματάει να πάρει ανάσα. Να πάρουμε ανάσα κι εμείς.

«Είμαι υπνοβάτης, υπνοβατώ από τα δέκα μου χρόνια. Ξυπνώ κακοδιάθετος και κουρασμένος – ευτυχώς δηλαδή που οι δικοί μου είχαν λεφτά. Κατά τα άλλα, στον ύπνο μου, είμαι εξίσου δυστυχισμένος. Για τους συγχωριανούς μας αποτελώ αυτό που λέμε περαστική καταιγίδα. Με μισούν, με φοβούνται, λένε ότι είμαι διπρόσωπος, λένε ότι έχω κίτρινα μάτια, ενώ δεν είναι αλήθεια. Λένε ότι τρώω πεταλούδες, λένε ότι ποτέ δεν μ’ αγάπησε κανείς – πόσο βρώμικος είναι ο κόσμος! Η μητέρα κι ο πατέρας μου μου αγόραζαν γαλάζια στρατιωτάκια. Όσοι είπαν ότι κλέβω, ότι προσποιούμαι, ότι κυνηγώ παντρεμένες, όσοι είπαν ότι σκοτώνω ασβούς κι ότι μεταχειρίζομαι ξόρκια για να πέσουν οι αστραπές στον καμπινέ τους, είναι ανόητοι – είναι αιρετικοί. Όσοι λένε ότι είμαι ένας άνθρωπος αναξιόπιστος, κάτι σαν κακός ηθοποιός που ντρέπεται να βγει στη σκηνή, είναι τρισάθλιοι, είναι γλίσχροι, και τους πρέπουν αβυσσοσκαμμένα μπουντρούμια. Κοντολογίς, όσοι διαδίδουν ότι είμαι ένας σκατόψυχος μεσήλικας δεν ξέρουν τι λένε. Απεχθάνομαι τους φτερωτούς σκορπιούς και τις μέδουσες, είμαι φίλος της νύχτας, αγαπώ την μπαρόκ μουσική δωματίου και μου αρέσουν οι ποδηλατάδες στην εξοχή. Να, λοιπόν, που η κακεντρέχεια των συγχωριανών μας στρίβει και ξαναστρίβει το κέρμα ζητώντας ιδεοληπτικά κορόνα. Τους φταίει η τύχη μετά. Ζηλεύουν. Ζηλεύουν την οικονομική μου κατάσταση. Είναι γεγονός ότι η περιουσία μου (για την ακρίβεια, η περιουσία του θείου μου, του Τίο Αρμελίνο) δεν θα ’χε όμοιά της στην Ισπανία αν κρατούσε λίγα χρονάκια ακόμα ο εμφύλιος – μα… μα… Θεέ μου! Ακούστε… ανοίξτε τ’ αυτιά σας, αγαπητέ Αστόλφε. Μόλις είδα ένα υπέροχο όνειρο: Ήμουν ο Αδάμ ξαπλωμένος στην αμμουδιά, είχα αποπεμφθεί από τον Παράδεισο. Η πρώτη μου νύχτα στη Γη, αστερίες και φύκια αγκάλιαζαν το κορμί μου. Οι άνθρωποι που θα γεννηθούν θέλω να είναι περιττοί, είπα, και αμέσως, πεινασμένος και κουρασμένος, ονειρεύτηκα ένα φωτοστέφανο στην κόμη μου. Έπειτα ονειρεύτηκα ένα καράβι. Κι ύστερα ένα ρόδινο δελφίνι στα σκούρα κύματα. Κι όταν άνοιξα τα μάτια μου η καταιγίδα είχε κοπάσει: ένας χαρταετός ήταν πεσμένος στα τομάρια των θαλάσσιων ίππων.

»Γλυκύτατο όνειρο! Ο Θεός –είμαι σίγουρος ότι υπάρχει Θεός– ανακυκλώνει τον χρόνο για χάρη μας. Τον αλυσοδένει και τον προσφέρει θυσία στη δεύτερη ζωή μας: στη ζωή των ονείρων. Αλλά, με όλα αυτά τα τρελά που ξεφουρνίζω σαν μπακαλιάρος, θα νομίζετε ότι σας κάλεσα να κουβεντιάσουμε φιλοσοφικά ζητήματα. Ως γνωστόν, ο Τίο Αρμελίνο δολοφονήθηκε χθες τα ξημερώματα. Ο θείος μου έδινε την εικόνα του εκκεντρικού, του αλλόφρονα, είχε δεκαετίες να εξέλθει της οικίας μας – συν ότι δεν ήταν συμπαθής στην κωμόπολη. Ναι, αυτός ο πρώην φανατικός κυνηγός αφρικάνικων ιπποπόταμων, αυτός ο ταξιδευτής, αυτός ο οξυδερκέστατος εργοστασιάρχης, αυτός ο κοσμοπολίτης – φευ! Κι όμως είναι αλήθεια ότι δυο δεκαετίες τώρα είχε περιχαρακωθεί στις εμμονές του: το κυνήγι, την ντάμα, το θέατρο. Περιφρονούσε τους πρωθυπουργούς, την ίδια στιγμή που το σαλόνι μας κατέκλυζαν χορεύτριες από τη Μαδρίτη και αρλεκίνοι από το Μπιλμπάο, ποιητές από τη Σαραγόσα και εκπαιδευτές ψύλλων από το Μπούργκος, όλοι καλεσμένοι του αγαπητού θείου – σπατάλες και ναρκισσισμοί, ναι! Μα τώρα ας του τα συγχωρήσουμε αυτά, Αστόλφε.

»Ο ιπποκόμος του θείου μου, ο αλαφροΐσκιωτος Γκαουσταφάν, πέρασε κι αυτός τα νερά της Στυγός συνοδεύοντας το ξυλοπόδαρο αφεντικό του· ο υπηρέτης Κάντογκαν δέχτηκε επίθεση και πια αναρρώνει. Ο μάγειράς μας, ο ευανθής Γουαδαλκιβίρ, δεν θυμάται, δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα – πάντως είναι καλά, να τον φοβάμαι άραγε; Ίσως να ’δε κάτι. Ας αποκλείσουμε με βεβαιότητα τον θαλαμηπόλο μας, τον Ευγένιο Χέρμιτ, στον οποίο δώσαμε άδεια να προσκυνήσει τον Άγιο Ιάκωβο της Κομποστέλλας. Σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο θα ροχαλίζει τώρα, στην ενδοχώρα της Ισπανίας. Απομένει η πλύστρα μας, η Μαριτόρνα, που τα μαλλιά της έχουν το χρώμα του πράσου. Αλλά αυτή η γλυκιά ιξεύτρια ξενοκοιμάται τα βράδια – στον εραστή της θα ήταν η κακομοίρα.

»Και τέλος, η αφεντιά μου. Το φοβισμένο σκιάχτρο μπροστά σας. Και ιδού το μεγάλο ζήτημα: ο θάνατος του Τίο μόνον εμένα ωφελεί οικονομικά. Κι αυτό, δυστυχώς, με καθιστά νούμερο ένα ύποπτο. Η διάβρωση του τόπου μας από τα τσιράκια του Στρατηγού, αυτού του εσαεί εχθρού της δημοκρατίας –και συνεπώς της δημοκρατικής μου φαμίλιας–, δεν πρόκειται να αφήσει ανεπηρέαστη τη Χωροφυλακή, η οποία ήδη σκαρφίζεται τρόπους για να με τυλίξει. Κι εδώ χρειάζομαι τη βοήθειά σας, Αστόλφε».

Ο Αστόλφος σβήνει το τσιγάρο του στον κορμό του δέντρου, παρατηρώντας ότι στα κλαδιά δεν κρέμονται φύλλα αλλά πέταλα αλόγου.

«Εγώ; Μετά χαράς. Αλλά πώς;»

«Ξέρω, έχω μάθει για εσάς, ότι κάτι τέτοιο, δηλαδή το να εργαστείτε ως ντετέκτιβ –γιατί αυτό θέλω από εσάς– είναι το μεγάλο σας όνειρο. Είστε πρόεδρος και, ταυτόχρονα, το μοναδικό μέλος της ιδρυθείσας από του λόγου σας Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικών Μυθιστορημάτων “Ο κόκκινος γάτος” – σωστά;»

Ο Αστόλφος αποφεύγει να τον κοιτάξει.

«Πέρσι αποπειραθήκατε να δοκιμάσετε την τύχη σας ως ιδιωτικός ερευνητής, σας πλήρωσαν να παρακολουθείτε τη σύζυγο του κρεοπώλη, ώσπου αυτή το έσκασε με τον εραστή της – έμαθα ότι φάγατε πολύ ξύλο κατόπιν. Αποτύχατε λοιπόν και τώρα βράζετε στο ζουμί σας, γελούν πίσω από την πλάτη σας – όμως εγώ πιστεύω σε σας».

«Αγαπώ τα αστυνομικά μυθιστορήματα, λατρεύω δε τα αστυνομικά τσέπης στα περίπτερα, αλλά αυτό που μου ζητάτε ακούγεται σαν ταξίδι στον Ειρηνικό με τρύπιο αερόστατο».

«Και λοιπόν; Φοβάστε ότι θα πέσετε;»

Ο Αστόλφος αποφεύγει να τον κοιτάξει ξανά.

«Κοιτάξτε, εσωκλείω σε τούτο τον φάκελο την αμοιβή σας, Αστόλφε, μια ελάχιστη προκαταβολή».

Διστάζει στην αρχή να πιάσει τον φάκελο ο Αστόλφος. Το χέρι όμως του Ιαβέρη, κρεμασμένο στον αέρα σαν ανθισμένο τηλεγραφόξυλο, δεν αντέχει έτσι για πολύ. «Θα τον κρατάω ώρα;» λέει ανυπόμονα, και τότε ο Αστόλφος βουτάει τον φάκελο και τον ανοίγει.

«Πολύ ντροπαλός για ντετέκτιβ, Αστόλφε. Πρέπει να το ρυθμίσετε αυτό».

Ο Αστόλφος κομπιάζει. «Είναι πολλά».

«Δείτε τα σαν αποδημητικά πουλιά. Φανταστείτε: προσπαθείτε να διασχίσετε ένα λασπωμένο χωράφι, οι γαλότσες σας βουλιάζουν και βουλιάζουν και έχετε κολλήσει για τα καλά στον βούρκο. Και τότε περνά ένα κοπάδι καραβέλια, ρίχνετε τα δίχτυα σας στον ουρανό και τα πιάνετε, κι αυτά τραβούν την αφεντιά σας από τη λάσπη».

«Μπορεί όμως να γκρεμοτσακιστώ».

«Αν αφήσετε από τα χέρια σας τα δίχτυα!»

«Και τι θα πει αυτό, αγαπητέ Ιαβέρη;»

«Ότι τα δίχτυα είμαι εγώ. Θα σας ενημερώνω όμως πάντα βράδυ, μακριά από φαύλους τοίχους – δεν τους εμπιστεύομαι. Αστόλφε γενναίε, τέκνο περισπούδαστο των αστυνομικών μυθιστορημάτων, έχουμε ανηφόρα μπροστά μας – αν δηλαδή πείτε το ναι».

Ο Αστόλφος προσπαθεί να ζυγίσει τις προτάσεις του Ιαβέρη. Δείχνει μπερδεμένος και αξιολύπητος.

«Φαίνεστε αποσβολωμένος, σίγουρα αυτό που σας ζητώ δεν καταπίνεται αμάσητο. Έτσι συμβαίνει πάντα με τις επιθυμίες μας. Πραγματοποιούνται όποτε τους καπνίσει, κι ο παλιός, νωθρός μας εαυτός αρνείται να κοιτάξει στον καθρέφτη τον άοκνο καινούργιο. Έχετε κοκαλώσει – είναι αναμενόμενο. Γνωρίζετε ότι το επόμενο βήμα σας μοιάζει με ζαριά στο χάος. Να είστε αισιόδοξος, είμαι ισχυρός άντρας. Είμαι ισχυρός, αλλά σε δύσκολη θέση».

«Και σ’ αυτή τη θέση περνώ εγώ πλέον. Δηλαδή μετά τη βαμβακερή σπρωξιά σας».

«Άρα δέσαμε. Το ήξερα ότι μπορούσα να βασιστώ πάνω σας!»

«Ωστόσο φοβάμαι…»

«Κι εγώ, Αστόλφε, και μάλιστα πολύ. Ο φόβος είναι απαίσιο συναίσθημα, μια ομίχλη που δεν λέει να καθαρίσει. Αλλά μοιράζοντάς τον είναι σαν να σπας το σπαθί του αντιπάλου σε κομμάτια δύο και ακίνδυνα».

«Κι από πού ξεκινώ;»

«Αύριο θα αποχαιρετήσουμε τον Τίο Αρμελίνο, ελάτε, αλλά να είστε διακριτικός. Αν σας ρωτήσουν, δηλώστε παίχτης ντάμας από κάπου μακριά. Εμείς, εντωμεταξύ, έχουμε να ξεφορτωθούμε προσωρινά το πτώμα του Γκαουσταφάν – θα σας εξηγήσω επ’ αυτού προσεχώς. Άλλωστε δύο θάνατοι θα περιπλέξουν τα πράγματα – πρέπει να δράσουμε εν κρυπτώ. Άτυχε Γκαουσταφάν, ποια ερημιά θα σε χωνέψει; Ίσως χρειαστεί για την ώρα να κλείσουμε το στόμα της μικρής του αδερφής – ζει, απ’ όσο γνωρίζω, στη Σαλαμάνκα, μόνη, καταραμένη γεροντοκόρη, σ’ ένα πρισματικό σπίτι με ζαχαρένια καφασωτά. Αφήστε με να το τακτοποιήσω. Σήμερα κιόλας θα λάβει επιστολή κι ίσως μερικές χιλιάδες πεσέτες, να είστε έτοιμος για δράση, μέχρι το απόγευμα θα έχετε νεότερα. Εξοπλιστείτε και…

…επαγρυπνείτε. Ο κύβος έπεσε στα μαλλιά του γαλαξία.

»Στη χαμέρπουσα σιωπή».

Με τη φράση αυτή, ο Ιαβέρης βάζει μια χούφτα καραμέλες στο στόμα του, στρέφει την πλάτη και χάνεται ανάμεσα στους άλικους κισσούς.

Ο Αστόλφος ξύνει το κεφάλι του, έτοιμος να ανάψει τσιγάρο, βυθισμένος σ’ έναν κυκεώνα γεγονότων, μα τότε ακούει μια γνωστή φωνή.

«Ε, ε, συ ανόητε που τα χάφτεις όλα σαν ροφός! Πέρνα από δω!»

Με τα φτηνοπάπουτσά του να σβαρνίζονται σε ξύσματα μολύβδου, ο Αστόλφος κατευθύνεται προς την πηγή της φωνής. Ποιος είναι αυτός που αποκάλεσε τον Αστόλφο ανόητο και ροφό; Υπομονή, φίλοι! Θα το δούμε στο κεφάλαιο που ακολουθεί.