ISBN | 978-618-5267-83-4 |
---|---|
Σελίδες | 200 |
Σχήμα | 12 × 1.25 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €15.50.€13.95Η τρέχουσα τιμή είναι: €13.95. |
Κυκλοφορία | Μάιος 2024 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Κώστας Σπαθαράκης |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | thinking |
Επίμετρο | Μαριλίζα Μητσού |
Ο ανιψιός του Ραμώ
του Ντενί Ντιντερό
Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
discount10percent, ΚΛΑΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΣε ένα παρισινό καφέ ο φιλόσοφος συναντά έναν περίεργο και αντιφατικό άνθρωπο, που τίποτα δεν του μοιάζει λιγότερο απ’ ό,τι ο ίδιος του ο εαυτός. Ο διάλογος που ανοίγει μεταξύ τους, με την απαράμιλλη χάρη, το ανάλαφρο χιούμορ και την ευφυΐα του Ντιντερό, διευρύνεται σταδιακά για να καλύψει όλα τα κεντρικά θέματα της νεωτερικότητας: την αρετή και τη γνώση, τον έρωτα και το χρήμα, την ιδιοφυΐα και την πίστη, την πολιτική και την τέχνη. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο εκδοχές του εαυτού που σκηνοθετεί ο Ντιντερό, η πρωταρχική σχάση του εγώ σε δύο διακριτές αλλά και ενίοτε συμπληρωματικές θέσεις, αποτελεί μια κομβική στιγμή στην ιστορία του πνεύματος, μια στιγμή ρήξης, μια βόμβα, όπως τη χαρακτήρισε ο Γκαίτε, τα θραύσματα της οποίας διασπείρονται σε όλο το πεδίο της λογοτεχνίας μέχρι και σήμερα.
ΑΥΤΟΣ: Και αφού μπόρεσα να εξασφαλίσω την ευτυχία μου με ελαττώματα που μου είναι φυσικά, που τα απέκτησα χωρίς μόχθο, που τα διατηρώ χωρίς κόπο, που συνάδουν με τα ήθη του έθνους μου, που είναι της αρεσκείας όσων με προστατεύουν και περισσότερο ταιριαστά με τις μικρές ιδιαίτερες ανάγκες τους απ’ ό,τι κάτι αρετές που θα τους ενοχλούσαν, ενοχοποιώντας τους απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, θα ήταν ακατανόητο αν βασανιζόμουν σαν ψυχή καταδικασμένη, αν ευνουχιζόμουν για να μετατραπώ σε κάτι άλλο από αυτό που είμαι, για να πάρω έναν χαρακτήρα ξένο προς τον δικό μου, ιδιότητες όλως εκτιμητέες, το ομολογώ, δεν θα τσακωθούμε γι’ αυτό, αλλά που η απόκτησή τους και η άσκησή τους θα μου κόστιζε πολύ και δεν θα με οδηγούσε σε τίποτα, ίσως και σε κάτι χειρότερο από το τίποτα, αφού διαρκώς θα με χλεύαζαν οι πλούσιοι στους οποίους οι μπατίρηδες όπως εγώ είναι αναγκασμένοι να αναζητούν τα προς το ζην. Την υμνούμε την αρετή, αλλά τη μισούμε, αλλά την αποφεύγουμε, αλλά είναι κρύα σαν πάγος, και στον κόσμο αυτόν πρέπει να έχεις τα πόδια σου ζεστά. Κι έπειτα θα μ’ έκανε κακοδιάθετο, το δίχως άλλο· γιατί άραγε βλέπουμε τόσο συχνά ενάρετους τόσο σκληρούς, τόσο χολωμένους, τόσο ακοινώνητους; Επειδή έχουν επιβάλει στον εαυτό τους ένα καθήκον που δεν τους έρχεται φυσικά. Υποφέρουν, κι όταν υποφέρει κανείς, κάνει και τους άλλους να υποφέρουν. Δεν είναι για μένα αυτά, ούτε για τους προστάτες μου· εγώ πρέπει να είμαι χαρούμενος, ευέλικτος, ευχάριστος, μπουφόνος, αστείος. Η αρετή προκαλεί σεβασμό, και ο σεβασμός είναι άβολο πράγμα. Η αρετή προκαλεί θαυμασμό, και ο θαυμασμός δεν είναι διασκεδαστικός. Έχω να κάνω με ανθρώπους που πλήττουν, κι εγώ πρέπει να τους κάνω να γελάνε. Και σε κάνουν να γελάς η γελοιότητα και η παλαβομάρα, επομένως πρέπει να είμαι γελοίος και παλαβός· κι αν η φύση δεν μ’ είχε κάνει έτσι, θα παρίστανα ότι είμαι έτσι. Ευτυχώς, εγώ δεν χρειάζεται να είμαι υποκριτής – υπάρχουν ήδη τόσοι κάθε λογής, για να μην αναφερθώ καν σε όσους υποκρίνονται στον ίδιο τον εαυτό τους. Αυτός ο ιππότης ντε Λα Μορλιέρ, που κυκλοφορεί με το καπέλο φορεμένο στραβά και τη μύτη σηκωμένη, που σε κοιτά αφ’ υψηλού όταν περνάς, που έχει ένα μακρύ ξίφος να χτυπάει στο μηρό του, που την προσβολή την έχει έτοιμη για όποιον δεν προτίθεται να τον προσβάλει και που μοιάζει να θέλει να τσακίσει όποιον συναντά στο διάβα του – τι κάνει λοιπόν αυτός; Ό,τι μπορεί για να πείσει τον εαυτό του πως είναι λιοντάρι, αλλά δεν είναι παρά ένας δειλός. Δώστε του ένα χτυπηματάκι στη μύτη, κι αμέσως θα πέσει ανάσκελα. Θέλετε να τον κάνετε να χαμηλώσει τους τόνους; Ανεβάστε τους δικούς σας. Δείξτε του το μπαστούνι σας ή βάλτε το πόδι σας ανάμεσα στα δικά του, και θα εκπλαγεί και ο ίδιος από τη δειλία του, θα σας ρωτήσει ποιος σας το είπε, από πού το μάθατε. Μέχρι τότε δεν το ήξερε ούτε κι αυτός: είχε ξεγελαστεί από τη μακρόχρονη και συνήθη προσποίηση παλικαριάς. Παρίστανε τόσο καιρό τον καμπόσο που τελικά το πίστεψε κι ο ίδιος. Κι αυτή η γυναίκα που τη βλέπετε να στενάζει, που κάνει επισκέψεις στις φυλακές, που συμμετέχει σε όλες τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, που περπατά με το βλέμμα χαμηλωμένο, που δεν τολμά να κοιτάξει άνδρα κατάματα, αποκρούοντας αδιάκοπα τους πειρασμούς των αισθήσεών της· σάμπως κι αυτηνής ακόμα η καρδιά δεν καίγεται, δεν της ξεφεύγουν αναστεναγμοί, δεν την πιάνει φούντωση, δεν την κατακλύζει ο πόθος και η φαντασία της δεν παίζει μέρα νύχτα σκηνές από τον Θυρωρό των καρθουσιανών κι από τις Στάσεις του Αρετίνου; Τι γίνεται λοιπόν αυτή; Τι σκέφτεται η καμαριέρα της όταν σηκώνεται μες στη νύχτα με το νυχτικό της και τρέχει να βοηθήσει την κυρία της που ακούγεται σαν να πεθαίνει; Ζυστίν, γύρνα στο κρεβάτι σου, δεν φωνάζει εσένα η κυρά σου μες στο παραλήρημά της. Και ο φίλος Ραμώ, αν μια μέρα άρχιζε να δείχνει περιφρόνηση για τα λεφτά, για τις γυναίκες, για το καλό φαγητό, για τη σχόλη, αν άρχιζε να το παίζει Κάτων, τι θα ήταν; Ένας υποκριτής. Ο Ραμώ πρέπει να είναι αυτός που είναι: ένας ευτυχισμένος απατεώνας παρέα με πλούσιους απατεώνες, όχι κανένας φανφαρόνος της αρετής ή και κανένας αληθινά ενάρετος, που μασουλάει το ξεροκόμματό του, μόνος του ή παρέα με ζητιάνους. Και για να τελειώνουμε, δεν μου ταιριάζει καθόλου η μακαριότητά σας, ούτε η ευτυχία κάτι ονειροφαντασμένων σαν του λόγου σας.
ΕΓΩ: Βλέπω, αγαπητέ μου, ότι αγνοείτε τι σόι πράγμα είναι αυτό, ότι δεν είστε καν φτιαγμένος για να το μάθετε ποτέ.
ΑΥΤΟΣ: Τόσο το καλύτερο, μα το Θεό! Τόσο το καλύτερο. Γιατί αν το ’ξερα, θα πέθαινα απ’ την πείνα, από ανία, ίσως κι από τύψεις.
ΕΓΩ: Κατόπιν τούτου, η μόνη συμβουλή που έχω να σας δώσω είναι να γυρίσετε το γρηγορότερο στο σπίτι απ’ όπου αστόχαστα κάνατε τους νοικοκύρηδες να σας διώξουν.
ΑΥΤΟΣ: Και να κάνω αυτό που εσείς δεν απορρίπτετε στην κυριολεξία και που εγώ ελαφρώς απεχθάνομαι μεταφορικά;