Προσφορά!

Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ

του Εντουάρ Λουί

Μετάφραση: Μιχάλης Αρβανίτης

,

Ο Εντύ Μπελγκέλ μεγαλώνει σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο κόσμος του, το χωριό, το σχολείο, η οικογένεια, είναι ένας κόσμος βίας, εκφοβισμού και αποκλεισμού, που ο Εντύ βιώνει ακόμη πιο τραυματικά επειδή είναι διαφορετικός. Ο Εντουάρ Λουί κατορθώνει, με μια φορτισμένη και βίαιη αφήγηση, που αμφισβητεί τα όρια αυτοβιογραφίας και ρεαλισμού, να αναμετρηθεί με το περιβάλλον που τον διέπλασε, με το παρελθόν που τον στιγμάτισε. Το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ φέρνει στην επιφάνεια όσα η λογοτεχνία επιμένει να απωθεί.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Λουί Εντουάρ

Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε στην Αλλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην École Νormale. Το πρώτο του βιβλίο, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, 2018), προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες και διασκευάστηκε για το θέατρο, όπως και όλα τα επόμενα έργα του. Από τους αντίποδες κυκλοφορούν επίσης σε μετάφραση Στέλας Ζουμπουλάκη η Ιστορία της βίας (2019), το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (2020), οι Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας (2021) η συζήτηση ανάμεσα στον Εντουάρ Λουί και τον Κεν Λόουτς, Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική (2021) και η Αλλαγή: μέθοδος (2022).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Από την παιδική μου ηλικία δεν έχω καμιά χαρούμενη ανάμνηση. Δεν θέλω να πω ότι ποτέ, κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, δεν ένιωσα ευτυχία ή χαρά. Απλώς η οδύνη είναι ολοκληρωτική: ό,τι δεν προσαρμόζεται στο σύστημά της το εξαφανίζει.

Στο διάδρομο φάνηκαν δυο αγόρια, ο πρώτος ψηλός, με κόκκινα μαλλιά, και ο άλλος κοντός, με καμπούρα. Ο ψηλός με τα κόκκινα μαλλιά έφτυσε Πάρ’ τα στη μάπα σου.

Η ροχάλα κυλούσε αργά στο πρόσωπό μου, κίτρινη και παχύρρευστη, όπως εκείνα τα φλέματα που φράζουν με θόρυβο το λαιμό των ηλικιωμένων ή των αρρώστων, κι έχουν μια μυρωδιά δυνατή που σου φέρνει ναυτία. Τα γέλια των δυο αγοριών, διαπεραστικά, στριγκά Κοίτα, όλη η χλέπα στη μάπα του του μπάσταρδου. Κυλάει από το μάτι ώς τα χείλη μου, μπαίνοντας σιγά σιγά στο στόμα μου. Δεν τολμάω να τη σκουπίσω. Θα μπορούσα να το κάνω, αρκούσε ένα πέρασμα με το μανίκι μου. Αρκούσε ένα δέκατο του δευτερολέπτου, μια ελάχιστη κίνηση για να μην αφήσω τη ροχάλα να έρθει σε επαφή με τα χείλη μου, αλλά δεν το κάνω, από φόβο μην τους προσβάλω, από φόβο μην τους εκνευρίσω ακόμη πιο πολύ.

Δεν φανταζόμουν ότι θα το έκαναν. Η βία δεν μου ήταν άγνωστη, κάθε άλλο. Έβλεπα πάντα, όσο μακριά φτάνουν οι αναμνήσεις μου, τον πατέρα μου μεθυσμένο να πλακώνεται έξω από τα μπαρ με άλλους μεθυσμένους, να τους σπάει τη μύτη ή τα δόντια. Κάποιοι που κοίταξαν υπερβολικά επίμονα τη μητέρα μου, και ο πατέρας μου, υπό την επήρεια του αλκοόλ, να τους κεραυνοβολεί Ποιος είσαι εσύ που κοιτάς τη γυναίκα μου ρε παλιοκαργιόλη. Η μητέρα μου να προσπαθεί να τον ηρεμήσει Ηρέμησε αγάπη μου, ηρέμησε κι εκείνος να αγνοεί τις διαμαρτυρίες της. Οι φίλοι του πατέρα μου να αναγκάζονται κάποια στιγμή να παρέμβουν, ήταν κανόνας, αυτό σήμαινε να είσαι αληθινός φίλος, καλός φίλος, να ορμάνε στη μάχη για να χωρίσουν τον πατέρα μου και τον άλλον, το θύμα της μέθης του, με το πρόσωπο ήδη γεμάτο πληγές. Έβλεπα τον πατέρα μου, κάθε φορά που γεννούσε μια από τις γάτες μας, να βάζει τα νεογέννητα σε μια πλαστική σακούλα του σουπερμάρκετ, να τη σκάει πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο μέχρι η σακούλα να γεμίσει αίματα και τα νιαουρίσματα να σταματήσουν. Τον είχα δει να σφάζει γουρούνια στην αυλή, να πίνει το αίμα τους, ζεστό ακόμη, καθώς το μάζευε για να φτιάξει λουκάνικα (το αίμα στα χείλη, στο πιγούνι, στην μπλούζα του) Αυτό είναι το καλύτερο, το αίμα από το ζώο που μόλις έσφαξες. Οι επιθανάτιες κραυγές του γουρουνιού, τη στιγμή που ο πατέρας μου του έκοβε την τραχεία ακούγονταν σ’ ολόκληρο το χωριό.

Ήμουν δέκα χρονών. Μόλις είχα πάει στο γυμνάσιο. Όταν εμφανίστηκαν στο διάδρομο δεν τους γνώριζα. Δεν ήξερα ούτε το όνομά τους, σπάνιο για ένα μικρό σχολείο που είχε δεν είχε διακόσιους μαθητές και που γρήγορα γνώριζε ο ένας τον άλλο. Το περπάτημά τους ήταν αργό, ήταν χαμογελαστοί, δεν έδειχναν ίχνος επιθετικότητας, έτσι που στην αρχή πίστεψα ότι έρχονταν για να γνωριστούμε. Δεν καταλάβαινα όμως γιατί οι μεγάλοι έρχονταν να μιλήσουν σε μένα τον καινούργιο. Η αυλή του σχολείου λειτουργούσε όπως ακριβώς και ο υπόλοιπος κόσμος: οι μεγάλοι δεν συγχρωτίζονταν με τους μικρούς. Η μητέρα μου το έλεγε όταν μιλούσε για τους εργάτες Κανείς δεν νοιάζεται για μας τους μικρούς, σιγά μη νοιαστούν οι λεφτάδες.

Στο διάδρομο με ρώτησαν ποιος ήμουν, αν ήμουν εγώ ο Μπελγκέλ, αυτός για τον οποίο μιλούσε όλος ο κόσμος. Μου έκαναν εκείνη την ερώτηση που θα επαναλάμβανα στον εαυτό μου από τότε, ασταμάτητα, για μήνες, για χρόνια,

Εσύ είσαι η αδερφή;

Λέγοντάς το, το χάραζαν πάνω μου για πάντα σαν στίγμα, σαν εκείνα τα σημάδια που αποτύπωναν οι αρχαίοι Έλληνες με πυρωμένο σίδερο ή με μαχαίρι στο σώμα όσων παρέκκλιναν, όσων ήταν επικίνδυνοι για την κοινότητα. Αδύνατον να το βγάλω από πάνω μου. Ξαφνιάστηκα, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που μου έλεγαν κάτι παρόμοιο. Δεν συνηθίζεις ποτέ την προσβολή.

Ένα αίσθημα αδυναμίας, απώλειας της ισορροπίας. Χαμογέλασα – και η λέξη αδερφή που αντηχούσε έσκαγε μέσα στο κεφάλι μου, παλλόταν μέσα μου στο ρυθμό της καρδιάς μου.

Ήμουν αδύνατος, πρέπει να είχαν εκτιμήσει ότι η πιθανότητα να αμυνθώ ήταν μικρή, σχεδόν μηδενική. Σ’ εκείνη την ηλικία οι γονείς μου με αποκαλούσαν συχνά Σκελετό και ο πατέρας μου έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια αστεία Μπορείς να περάσεις πίσω από μια αφίσα χωρίς να την ξεκολλήσεις. Στο χωριό, όπως και στην οικογένειά μου, το βάρος ήταν πολύ σημαντικό, και μάλιστα έλεγαν Είναι χαζομάρα να πεθαίνεις της πείνας, καλύτερα να ’σαι χοντρός.

(Τον επόμενο χρόνο, κουρασμένος από τις ειρωνείες των δικών μου για το βάρος μου, το ’βαλα πείσμα να παχύνω. Αγόραζα σακουλάκια τσιπς στο σχόλασμα με λεφτά που ζητούσα από τη θεία μου –οι γονείς μου δεν είχαν τη δυνατότητα να μου δίνουν– και μπουκωνόμουν. Εγώ, που μέχρι τότε αρνιόμουν να φάω τα όλο λίπος φαγητά που έφτιαχνε η μητέρα μου, ακριβώς επειδή φοβόμουν μη γίνω σαν τον πατέρα και τα αδέρφια μου –εκείνη γινόταν έξαλλη: Μη φοβάσαι, δεν θα βουλώσει η σούφρα σου–, άρχισα ξαφνικά να καταβροχθίζω ό,τι έβρισκα μπροστά μου, σαν εκείνα τα σμήνη εντόμων που στο πέρασμά τους εξαφανίζουν ολόκληρα λιβάδια. Πήρα καμιά εικοσαριά κιλά μέσα σε ένα χρόνο.)

Στην αρχή με έσπρωξαν με τις άκρες των δαχτύλων, χωρίς πολλή βία, πάντοτε γελαστοί, η ροχάλα πάντοτε στο πρόσωπό μου, μετά όλο και πιο δυνατά, μέχρι που χτύπησαν το κεφάλι μου στον τοίχο του διαδρόμου. Δεν έβγαζα άχνα. Ο ένας μου είχε αρπάξει τα χέρια, ενώ ο άλλος με κλώτσαγε, χαμογελώντας όλο και λιγότερο, παίρνοντας όλο και πιο σοβαρά το ρόλο του, ενώ στο πρόσωπό του αποτυπωνόταν όλο και πιο έντονα η συγκέντρωση, ο θυμός, το μίσος. Θυμάμαι: τις γροθιές στην κοιλιά, τον πόνο που μου προκάλεσε το χτύπημα στα τούβλα του τοίχου. Κι όμως είναι κάτι που δεν το σκεφτόμαστε, ο πόνος, το σώμα που υποφέρει ξαφνικά, χτυπημένο, πληγωμένο. Σκεφτόμαστε –όταν βλέπουμε μια τέτοια σκηνή, θέλω να πω: με το βλέμμα του εξωτερικού παρατηρητή– τον εξευτελισμό, τον παραλογισμό, το φόβο, δεν σκεφτόμαστε όμως τον πόνο.

Τα χτυπήματα στην κοιλιά μου προκαλούσαν ασφυξία και μου έκοβαν την αναπνοή. Άνοιγα το στόμα όσο περισσότερο μπορούσα για να μπει οξυγόνο, φούσκωνα το στήθος, αέρας όμως δεν έμπαινε· αυτό το αίσθημα πως ξαφνικά τα πνευμόνια μου είχαν γεμίσει με ένα συμπαγές υγρό, με μολύβι. Τα αισθανόμουν ξαφνικά βαριά. Το σώμα μου έτρεμε, λες και δεν μου ανήκε πια, λες και δεν υποτασσόταν στη θέλησή μου. Σαν κάποιο γέρικο κορμί, που απελευθερώνεται από το πνεύμα, εγκαταλείπεται από αυτό και αρνείται να το υπακούσει. Το σώμα που γίνεται βάρος ασήκωτο.

Είχα κοκκινίσει από την έλλειψη οξυγόνου και εκείνοι γελούσαν (με τη φυσικότητα των λαϊκών τάξεων, με την απλότητα των φτωχών που τους αρέσει να γελάνε, να κάνουν την πλάκα τους). Δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια μου, μηχανικά, και η όρασή μου θόλωνε, όπως όταν πνίγεσαι με το σάλιο σου ή σου στέκεται κάτι στο λαιμό. Αυτοί δεν ήξεραν ότι τα δάκρυα ήταν επειδή πνιγόμουν, φαντάζονταν ότι έκλαιγα. Έχαναν την υπομονή τους.

Ένιωσα την ανάσα τους καθώς με πλησίασαν, μύριζε ξινισμένο γάλα, ψοφίμι. Υποθέτω ότι δεν είχαν πλύνει ποτέ τα δόντια τους, όπως ούτε κι εγώ άλλωστε. Οι μανάδες στο χωριό δεν έδιναν και τόση σημασία στη στοματική υγιεινή των παιδιών τους. Ο οδοντίατρος ήταν πολύ ακριβός, και ως συνήθως, η έλλειψη χρημάτων κατέληγε να παρουσιάζεται ως επιλογή. Οι μανάδες έλεγαν Στο κάτω κάτω υπάρχουν και σημαντικότερα πράγματα στη ζωή. Πληρώνω ακόμη και σήμερα με φρικτούς πόνους, με άγρυπνες νύχτες, αυτή την αμέλεια της οικογένειάς μου, της κοινωνικής μου τάξης και χρόνια αργότερα, φτάνοντας στο Παρίσι, στην Εκόλ Νορμάλ, θα ακούσω τους φίλους μου να με ρωτάνε Μα γιατί δεν σε πήγαν οι γονείς σου σ’ έναν ορθοδοντικό. Τα ψέματά μου. Τους απαντούσα ότι οι γονείς μου, διανοούμενοι και μάλλον υπερβολικά μποέμ, ήταν τόσο απασχολημένοι με το να μου μάθουν γράμματα που καμιά φορά αμελούσαν την υγεία μου.

Στο διάδρομο ο ψηλός με τα κόκκινα μαλλιά και ο κοντός με την καμπούρα ούρλιαζαν. Οι βρισιές διαδέχονταν τα χτυπήματα, και η σιωπή μου, πάντα. Ξεφωνημένη, αδερφή, πούστη, ανώμαλε, ντιγκιντάνγκα, γαμιόλη, μπινέ, ξεκωλιάρη, ψωλαρπάχτρα, κουνιστέ, λούγκρα, λουλού, πούστρα, ή ο ομοφυλόφιλος, ο γκέι. Κάποιες φορές διασταυρωνόμασταν στη σκάλα που ήταν γεμάτη παιδιά, ή αλλού, στη μέση της αυλής. Δεν μπορούσαν να με χτυπήσουν μπροστά σε όλους, δεν ήταν τόσο χαζοί, θα κινδύνευαν με αποβολή. Περιορίζονταν σε μια βρισιά, ένα αδερφή (ή κάτι άλλο). Κανείς δεν έδινε σημασία, όλοι όμως άκουγαν. Πιστεύω πως άκουγαν όλοι, γιατί θυμάμαι τα χαμόγελα ικανοποίησης που διαγράφονταν στα πρόσωπα των άλλων, στην αυλή ή στο διάδρομο, σαν να χαίρονταν που έβλεπαν τον ψηλό με τα κόκκινα μαλλιά και τον κοντό με την καμπούρα να αποδίδουν δικαιοσύνη, να λένε αυτό που όλοι σκέφτονταν από μέσα τους και ψιθύριζαν όταν περνούσα από μπροστά τους, κι εγώ το άκουγα Κοίτα, είναι ο Μπελγκέλ, η πούστρα.